Fractal

Έτσι τελειώνει ο κόσμος

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

 «Πώς τελειώνει ο κόσμος», Μαρία Ξυλούρη, Εκδόσεις Καλέντη, 352 σελ.

 

αρχείο λήψηςΤο μυθιστόρημα αυτό, κατά τη δική μου άποψη, είναι καθαρά ψυχολογικό από την αρχή μέχρι το τέλος καθότι η συγγραφέας είναι και ψυχολόγος, όπου με πολύ αριστοτεχνικό τρόπο εμπλέκει ήρωες όπου οι προσωπικές τους ιστορίες εμπλέκονται μεν, αλλά κατά ένα παράξενο τρόπο λίγο πολύ μοιάζουν χωρίς να είναι ίδιες και μέσα από αυτές τις ζωές θέλει να μας επισημάνει το πόσο σπουδαίο είναι το παιδί να μεγαλώνει ήρεμα, αβίαστα με φροντίδα και σωστό νοιάξιμο από την πλευρά των γονιών μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη, ηρεμία και σωστές αξίες, διότι αντίθετα αν ζει μέσα σ’ ένα περιβάλλον διαλυμένης οικογένειας, ή βίαιης, ή αδιάφορης ως προς τα θέλω και τα πρέπει του παιδιού, αν το παιδί νοιώσει το ρατσισμό, είτε στο περιβάλλον, που ζει είτε στο σχολείο, ή ακόμα αν οι γονείς αποφασίζουν γι’ αυτό με λίγα λόγια το ευνουχίζουν, τότε ανάλογα με την περίπτωση αναπτύσσεται ένα παιδί με χίλια δυο ψυχολογικά προβλήματα, άβουλο, χωρίς όνειρα, χωρίς οράματα, χωρίς ελευθερία αποφάσεων, ώστε ή να καταλήγει σε κατάθλιψη και μετά σε αυτοκτονία, ή να το σκάει από το σπίτι, ή να νοιώθει μοναξιά και να ψάχνει για ένα δεκανίκι για να συνεχίσει να ζει.

Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή και ας δούμε έναν έναν τους ήρωες του μυθιστορήματος.

Ορέστης: Είναι ο αιώνιος φοιτητής, παρ’ όλο που μεγάλωσε μέσα σε βιβλιοπωλείο δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σχέση με τα βιβλία, όμως κατά ένα παράξενο τρόπο νιώθει μεγάλη ασφάλεια όταν βρίσκεται κοντά σε βιβλία, ίσως γιατί εκεί ένιωσε όταν ήταν μικρός την παρουσία του πατέρα, που κατά τ’ άλλα ήταν ανύπαρκτος. Ίσως και γι’ αυτό ζήτησε από τη Φανή, κοπέλα που γνώρισε μέσα από το φίλο του Δημήτρη, ουσιαστικά να συγκατοικήσουν και όχι τόσο να συζήσουν, μια και δεν ήταν ερωτευμένοι μεταξύ τους, γιατί ένοιωθε ασφάλεια κοντά στα βιβλία της. Η μητέρα του το είχε σκάσει πολύ νέα από το πατρικό της σπίτι, ποτέ δεν έψαξε τους δικούς της, αλλά και ποτέ κανείς δεν την έψαξε, έτσι και ο Ορέστης δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το σόι της μητέρας του, που ήταν μεγάλο και πιθανά να ήταν αυτό και μια πληγή μέσα του, άλλωστε η μητέρα του ποτέ δεν του εξήγησε το λόγο. Ο λόγος όμως ίσως να ήταν στο ότι οι γονείς της θα θέλανε να τους υπακούει πιστά και να κάνει ό,τι θέλανε αυτοί και πιθανά να μην το άντεχε αυτό γι’ αυτό έφυγε. Υποψιαζόμαστε κάτι τέτοιο από τη συμπεριφορά της ως προς τη διαπαιδαγώγηση του Ορέστη, που δεν την ένοιαζε να ακολουθήσει ο Ορέστης κάτι το συγκεκριμένο, δεν την ένοιαζε αν θα τέλειωνε τη σχολή στην οποία μπήκε, αρκεί να είναι καλά και να κάνει ό,τι θέλει, δηλαδή αυτή πέρασε στην άλλη όχθη, δε βρήκε τη χρυσή τομή από τη δική της διαπαιδαγώγηση και δεν κατάφερε να δώσει σωστές βάσεις και κατευθύνσεις στο παιδί της, διότι χωρίς διαπαιδαγώγηση κάποιας σταθεράς, ο Ορέστης δεν ήξερε τι ήθελε, δεν είχε όνειρα, ούτε φιλοδοξίες μια και η μάνα του τον είχε κρατήσει μακριά από τις συνηθισμένες φιλοδοξίες και αξίες, όπως δε βαφτίστηκε, αλλά δηλώθηκε το όνομα του, που ο νονός του το βρήκε σ’ ένα βιβλίο. Πάντα ένιωθε μόνος και επειδή φοβόταν τη μοναξιά προσπαθούσε να βρει συντροφιά, αλλά διαπίστωνε πως δεν ήταν εύκολη η συμβίωση με άτομα που είχαν κι αυτά προβλήματα κι έτσι συχνά έμενε μόνος.

Έτσι προσπάθησε να έχει κάτι μόνιμο πάνω του, γι’ αυτό χτύπησε ένα τατουάζ, ένα τριαντάφυλλο, που αυτό τον έκανε ευτυχισμένο και τον έκανε να νιώθει σιγουριά για τον εαυτό του. Τέλος αποφασίζει να φύγει από την Αθήνα να διακόψει τις σπουδές του και να πάει κάπου, που πάλι βέβαια είναι αναποφάσιστος στο τι θέλει να κάνει και σκέπτεται ή να συνεχίσει το βιβλιοπωλείο των γονιών του ή κάτι άλλο, αλλά τι;

Δημήτρης και Άννα: Είναι δυο αδέλφια που μεγαλώνουν μέσα από ένα διαζύγιο των γονιών, που η μάνα ξαναπαντρεύεται και παίρνοντας τα παιδιά από την πόλη πηγαίνουν να ζήσουν στο σπίτι του καινούριου συζύγου που είναι σ’ ένα νησί. Τα δυο παιδιά ζουν έντονα το ρατσισμό στο χωριό και δεν μπορούν να συγχρωτιστούν με τους ντόπιους, που συνεχώς τους κοροϊδεύουν, δεν έχουν φίλους και πάντα έχουν στο μυαλό το φευγιό. Ο Δημήτρης περνά στο Πανεπιστήμιο και φεύγει για την Αθήνα. Η Άννα είναι 17 ετών και παρακαλάει τη μάνα της ή να πάει στον πατέρα της ή να πάει στο Δημήτρη στην Αθήνα. Η μάνα της όχι μόνο δεν την αφήνει να πάει πουθενά, αλλά απαγορεύει και στον πατέρα της να πηγαίνει να τη βλέπει. Εξ αιτίας όλων αυτών των καταστάσεων η μαμά τους έπαθε κατάθλιψη. Παίρνει ψυχοφάρμακα που δεν της δίνουν το κουράγιο να ασχοληθεί ουσιαστικά με την Άννα. Έτσι η Άννα νιώθει πολύ δυστυχισμένη και για να ξεχνιέται φεύγει συχνά από το σπίτι και χάνεται στα χωράφια. Ψάχνει και βρίσκει φίλους πέρα από τους συμμαθητές της και όλο το χωριό ασχολείται με την οικογένειά της κουτσομπολεύοντας διάφορα, ώσπου έρχεται και το τελειωτικό χτύπημα για την Άννα που ήταν ο γάμος του πατέρα της και το χειρότερο που δεν της τον ανακοίνωσε ο ίδιος. Αυτή πάντα ήλπιζε ότι μια μέρα ο πατέρας της θα γύριζε και μ’ ένα μαγικό τρόπο θα τα ξανάβρισκαν οι γονείς της, ενώ τώρα τα πάντα διαλύονταν όπως τα πάντα διαλύθηκαν μέσα της. Τέλος όταν απελπισμένη ζητά να συναντήσει το μοναδικό παιδί που κάνει παρέα από το σχολείο της τον Σκεύο πάνω σε δικό της εκνευρισμό από συζήτηση που είχαν επί του θέματος ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Σκεύος πηγαίνοντας βραδινή βόλτα προς τα χωράφια, και πέφτει στον γκρεμό. Η εξαφάνιση της Άννας συγκλόνισε τους πάντες, μια και ο Σκεύος δε μίλησε ποτέ και δεν είπε την αλήθεια ούτε στην αστυνομία. Όλοι πίστευαν ότι η Άννα το έσκασε από το χωριό, μια και οι έρευνες ήσαν μάταιες, τίποτε δεν είχε ανακαλυφθεί. Αυτή η εξαφάνιση στοίχισε πάρα πολύ και στο Δημήτρη και κυρίως στη μητέρα του, που ήδη ήταν με ψυχοφάρμακα.

Τώρα η κατάστασή της παράγινε κώλυσε σα στρείδι πάνω στο Δημήτρη, τον παρακάλαγε να διακόψει τις σπουδές του και να γυρίσει στο νησί για να είναι όσο πιο κοντά της γίνεται, αν ήταν δυνατό να τον δέσει πάνω της. Έτσι ο Δημήτρης δεν είχε καταφέρει να βολευτεί στη δυστυχία του και όπως γράφει η συγγραφέας άντεξε μέχρι που δεν άντεξε άλλο πια. Έτσι όταν κάποια στιγμή γύρισε στην Αθήνα, από το χωριό που είχε πάει να δει τη μάνα του, ανέβηκε πάνω στην ταράτσα της πολυκατοικίας κι έπεσε στο κενό.

Φώτης και Ουρανία: Δυο αδέλφια που ζουν σε μια οικογένεια σχετικά αδιάφορη για τα θέλω και τις ανάγκες των παιδιών. Η Ουρανία όταν ήταν μικρή απέκτησε μια ουλή στο μάγουλο από καυτό νερό που έπεσε πάνω της από μια κατσαρόλα, πράγμα που οι γονείς της δεν ενδιαφέρθηκαν ή δεν είχαν τους πόρους να το τακτοποιήσουν εγκαίρως κι έτσι μεγάλωνε με αυτό το κόμπλεξ ότι ήταν άσχημη. Σ’ αυτήν την εικόνα του προσώπου ήρθαν να προστεθούν και τα πατομπούκαλα όπως τα αποκαλούσε ο Φώτης λόγω της μεγάλης της μυωπίας και παραπονιόταν συνεχώς πως και τα μάτια της είναι άσχημα και γενικώς είναι άσχημη γιατί είχε να συγκρίνει τον εαυτό της με τη φωτογραφία της πεθαμένης θείας της, που ήταν μια καλλονή και την έλεγαν επίσης Ουρανία. Φωτογραφία που οι γονείς φρόντισαν να κρεμάσουν στον τοίχο, αδιαφορώντας αν αυτό επηρέαζε ή όχι την κόρη τους. Όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο ο Φώτης, η Ουρανία πήγε να μείνει κοντά στον αδελφό της και κάποια μέρα που έλειπε ο αδελφός μπήκε στο μπάνιο κι έκοψε τις φλέβες της. Η αυτοκτονία της στενοχώρησε τους γονείς και τον αδελφό φυσικά που τον γέμισε ενοχές, που δεν ήταν εκεί για να προλάβει να τη σώσει. Από τότε οι γονείς του και κυρίως η μητέρα του τον έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο ανεξαρτήτου ώρας για να σιγουρεύεται ότι είναι καλά. Παρ’ όλα αυτά ο Φώτης αποφάσισε να προχωρήσει όπως μπορεί κι έτσι αντάλλαξε την ασάφεια της ζωής με την ασφάλεια ενός σπιτιού όπου θα τον περιμένει ο ίδιος γνώριμος άνθρωπος κι έτσι συγκατοίκησε πρώτα με τη Δώρα για 8 χρόνια. Απέφευγε για καιρό το καινούριο κι έτσι προσπαθούσε να φτιάξει μια ασφαλή μεριά του κόσμου για να μπορέσει να πορευθεί. Στην κηδεία όμως του Δημήτρη γνωρίζει τη Φανή. Εκείνη την περίοδο διαπιστώνει πως είχαν πέσει σε τέλμα με τη Δώρα και προσπαθεί να γνωρίσει καλύτερα τη Φανή, όπου διαπιστώνει πως έχει πολλά κοινά μαζί της και μπορούν να ενωθούν. Κι ενώ χωρίζουν με τη Δώρα για να συνεχίσει με τη Φανή, έχει φοβερές ενοχές, που αφήνει τη Δώρα και μεγάλες ανασφάλειες για να προχωρήσει με τη Φανή. Όμως έχει ανάγκη από ένα δεκανίκι για να προχωρήσει, άρα θα κάνει προσπάθειες να ενωθεί με τη Φανή γιατί κι εκείνη όπως και αυτός φοβούνται τη μοναξιά.

 

αρχείο λήψηςψ

 

Φανή: Πέρασε τη ζωή της στο χωριό μέχρι που πέρασε στο Πανεπιστήμιο και πήγε στην Αθήνα. Η μητέρα της έφυγε όταν ήταν 10 χρόνων, χωρίς καν να την ειδοποιήσει. Δε θυμάται πώς ήταν η ζωή της όταν ήταν η μητέρα της. Μόλις έφυγε η μητέρα της ήρθε το ζευγάρι των θείων της να ζήσει μαζί τους. Ο θείος ήταν γέρος και άρρωστος, η θεία ήταν πιο νέα όμως έμοιαζε με γριά, είχε άγρια καστανά μάτια και μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από σπηλιά. Στο σπίτι ζούσε και η πιο μικρή θεία η οποία δεν έκανε τίποτε άλλο από το να κεντάει και να υποχρεώνει τη Φανή να της διαβάζει υποχρεωτικά τουλάχιστον για μια ώρα. Επειδή πριν της διάβαζε η μητέρα της Φανής, η Φανή φαντάστηκε μήπως έφυγε η μητέρα της γιατί δεν άντεχε άλλο να της διαβάζει. Η μικρή θεία δε μίλαγε σχεδόν ποτέ μόνο άκουγε όπου έφτασε μια μέρα που αυτοκτόνησε με εντομοκτόνο. Όταν την είδε η μεγάλη θεία σχολίασε ότι έφυγε σα τη μάνα της και η Φανή είχε ακούσει στο χωριό να λένε ότι η γιαγιά της ήταν τρελή. Δεν τολμούσε να ρωτήσει τίποτε γιατί ήξερε πως δε θα έπαιρνε καμία απάντηση. Άκουγε σχεδόν πάντα ότι το τρελόσπιτο αυτό καταπίνει τις γυναίκες του. Η Φανή όπως μας την περιγράφει η συγγραφέας, ήταν ένα κορίτσι που περπατούσε τυλιγμένο στην ομίχλη της οικογενειακής της ιστορίας, περικυκλωμένη από σιωπηλά φαντάσματα κι ίσως να μην ήξερε καν ότι ήταν τυλιγμένο στην ομίχλη, γιατί την είχε γύρω της από γεννησιμιού της, οπότε τη νόμιζε φυσική. Σε κάποια γενέθλιά της η μάνα της της έστειλε ένα δέμα με ρούχα που δεν τα’ βγαζε από πάνω της, όμως αργότερα επάνω στο θυμό της η μάνα της, επειδή η Φανή δεν ήθελε να πάει στην κηδεία της γιαγιάς της, της είπε πως τα δέματα τα έστελνε η γιαγιά κι όχι εκείνη κι άρα έπρεπε να πάει στην κηδεία. Όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο ο πατέρας της της έδωσε ένα βιβλιάριο καταθέσεων που ήταν της μικρής θείας και της είπε να φύγει μακριά απ’ αυτό το σπίτι και να μην ξαναγυρίσει, όμως για τη Φανή δεν ήταν εύκολο και στις διακοπές πάντα γύριζε, γιατί ίσως να φοβόταν τη μοναξιά, γι’ αυτό και στις σχέσεις της ήθελε πάντα έναν άνθρωπο κοντά της. Παρ’ όλο που η σχέση με τον Ορέστη ήταν από την αρχή αποτυχημένη, επέμενε να συνυπάρχει μαζί του ίσως γιατί χρειαζόταν ένα δεκανίκι για να περπατά στον κόσμο, ή από φόβο της μοναξιάς. Στην Αθήνα που έμενε συναντιόταν με τη μητέρα της στη χάση και στη φέξη για καναδύωρο σε καφέ, η οποία της εκμυστηρεύτηκε το λόγο που το έσκασε από το σπίτι, γιατί αν έμενε εκεί θα κατέληγε σαν την μικρή θεία και κρίμα που κι η μικρή θεία δεν είχε βρει το θάρρος να φύγει όταν ήταν καιρός. Σε κάποια απ’ αυτές τις συναντήσεις τις εξιστόρησε πως η δική της μάνα ήταν πολύ αυταρχική και βίαιη κι ότι παντρεύτηκε για να γλυτώσει, όμως έπεσε σε χειρότερες καταστάσεις οπότε η μόνη λύση ήταν το φευγιό.

Η φίλη της η Ειρήνη συμβούλεψε τη Φανή να κάνει ψυχανάλυση. Αυτή δεν είχε αντίρρηση, όμως επειδή υποψιαζόταν τι θ’ άκουγε φοβόταν πως αυτό που θ’ άκουγε δε θα μπορούσε να το διαχειριστεί. Για να απαλύνει το δικό της πόνο, άνοιγε την τηλεόραση κι έβρισκε ευκαιρία από τις δυστυχίες άλλων ανθρώπων να κλαίει. Μετά το θάνατο του Δημήτρη γνώρισε το Φώτη, που αμέσως σχεδόν κατάλαβε ότι μ’ αυτόν ταιριάζει, γιατί γρήγορα του εκμυστηρεύτηκε τη ζωή της κι αυτός τη δική του και αποφάσισαν να πορευτούν μαζί, γιατί βρήκαν το δεκανίκι που τους χρειαζόταν.

Άκης/Σκεύος/Σκευοφύλακας: Μεγάλωσε στο νησί μ’ έναν παππού που όλοι έλεγαν ότι ήταν ο τρελός του χωριού και τον ονόμαζαν γερο-θάνατο, γιατί εμφανιζόταν η πεθαμένη γυναίκα του στον ύπνο του και του έλεγε ποιος από το χωριό θα πέθαινε και μ’ έναν πατέρα που κράταγε λογαριασμό, του τι είχε χαλάσει για κείνον και απαιτούσε κάποια στιγμή να του τα ξεπληρώσει, άρα τον έβαζε στο τρυπάκι από την αρχή ότι έπρεπε να βάλει στόχο να περάσει στο Πανεπιστήμιο να μπορέσει ν’ αποκτήσει κάποιο καλό πτυχίο, να βρει δουλειά για να μπορέσει να τον ξεπληρώσει. Έτσι λοιπόν ο Σκεύος διάβαζε και κατάφερε να περάσει στη Νομική γιατί αυτά ήταν τα θέλω και τα πρέπει των γονιών του, χωρίς να έχει σκεφτεί αυτός τι θέλει και τι περιμένει από τον εαυτό του. Από τα σχολικά χρόνια τον κυνηγούσε μια κοκκινομάλλα που αυτός δεν την ήθελε. Ήθελε την Άννα την αδελφή του Δημήτρη, όμως από μια κακιά ώρα, ατυχία της στιγμής, η Άννα άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του, καθώς ήταν στεναχωρημένη για την παντρειά του πατέρα της, κι έπεσε στο γκρεμό.

Προσπάθησε να τη βρει, αλλά καθώς ήταν νύχτα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, σηκώθηκε κι έφυγε κι άφησε την Άννα αβοήθητη στην τύχη της. Όταν γύρισε σπίτι δεν είπε σε κανέναν τίποτα, αλλά ούτε και στην αστυνομία που τον ρώτησε. Ήταν η περίοδος που είχε δώσει εξετάσεις και μόλις είχαν βγει τα αποτελέσματα και είχε μάθει ότι είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο. Δεν ήθελε να μιλήσει γιατί φοβήθηκε μην τον μπλέξουν και τον ενοχοποιήσουν για το χαμό της Άννας, άλλωστε σκεφτόταν και την καριέρα του και το χρέος που είχε στον πατέρα του. Η Άννα βέβαια εξαφανίστηκε κανένας δε βρήκε τίποτα απ’ αυτή όσο κι αν έψαξε. Εξαιτίας της εξαφάνισης, αυτοκτονεί ο αδελφός της και η μάνα της σε ψυχιατρείο, εκείνος όμως τελειώνει τις σπουδές του γίνεται δικηγόρος και τον κερδίζει η κοκκινομάλλα, διότι ήταν αυτή που ήξερε το μυστικό του και μάλλον τον εκβίασε αφού το μαρτύρισε στον Ορέστη που κάποτε βρέθηκαν να είναι ζευγάρι, γιατί ο Ορέστης την είχε ερωτευτεί, ενώ εκείνη ήταν σφηνωμένη στον Άκο όπως τον έλεγε.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top