Fractal

Πέντε ποιήματα

Της Μαρίας Βλάχου // *

 

poetrya

 

Άουτο ντα φε

 

Το πλήθος

αποχώρησε από την κεντρική πλατεία

μέσα σε ξέφρενη ικανοποίηση·

κέρδισε η εγωπάθειά του·

το πλήθος ήσουν εσύ.

Επέλεξες το ίδιο,

απέρριψες το διαφορετικό.

Εγώ γεννήθηκα ιδιόμορφη

σ` ένα κόσμο διαφορετικά ομοίων.

Ομολόγησα στο πλήθος

την παντοτινή μου αγάπη·

την κατέθεσα ευλαβικά·

βρήκα τη δύναμη

να κάνω τη σκέψη,

λόγο και πράξη·

κόσμημα που φόρεσα επάνω σου

κερδίζοντας το προνόμιο

να στραγγαλιστώ

πριν καώ.

Θανατώθηκα άουτο ντα φε·

Σήκω και σώσε τον εαυτό σου.

 

 

 

 

Σκουριά

 

Θαρρώ πως στέκομαι

μπροστά σε μια βαριά ξύλινη αυλόπορτα

ερμητικά κλειδωμένη με λουκέτο

που στάζει τη σκουριά του

σαν δηλητήριο, πάνω της.

Δηλητήριο που εισχωρεί και ρέει στις φλέβες,

χρόνια φλεγμονή του νου,

οξείδωση που τρυπάει το δέρμα,

ψύχος που αφυδατώνει το βλέμμα·

η σκουριά του ύστατου αγγίγματος.

Επαναλαμβάνω, ανελλιπώς, μέσα μου

πως σε αποστρέφομαι,

πως σε αποστρέφομαι σφόδρα,

μα η αλήθεια είναι άλλη·

το συναίσθημα στάθηκε ισχυρότερο

από τη διάβρωση της σκουριάς.

Η φθορά που ήλπιζα να `ρθει

δεν ήρθε ποτέ.

 

 

 

 

Η στεριά της αγάπης

 

Οι αναμνήσεις μου σε αγαπούν·

σε καλούν σε κάθε πρόχειρο θάνατο

γνώριμα και ιδανικά.

Σφίγγουν το λαιμό μου οι αλήθειες,

πνίγουν τα οράματα, υποφέρουν τις σκέψεις.

Πλανάται η απελπισία, σε σωρό αντιφάσεων.

Δεν ειπώθηκαν, ματαίως, τόσες μαζεμένες αλήθειες.

Δε λογάριασα, ματαίως, τόσες μαζεμένες απογνώσεις.

Δεν υπερπήδησα, ματαίως, τόσα σκουριασμένα κιγκλιδώματα.

Με ομορφιά έντυσα την ψυχή μου,

κι είχε κατάλευκα σημάδια η αγάπη.

Έψαξα να βρω μια στεριά κοντά σου να την κατοικήσω.

Την έβαψα με την κιμωλία μου,

τη λαχτάρησαν τα μάτια μου,

την αγκάλιασε η ζωή μου.

Δεν άφησα να την πάρει η βροχή, ούτε η καταιγίδα.

Δεν είναι καλοκαίρι,

όμως ο ήλιος λάμπει στη στεριά της αγάπης·

τον κρέμασα εκεί για σένα που αγαπάς τους ήλιους.

Κι όμως, αυτή ερήμωσε από φως.

Σε παρακαλώ, μη τη λησμονήσεις

αφού η νύχτα νυχτώνει και σήμερα!

 

 

 

 

Φαντασίωση

 

Η μορφή της, θαρρώ, λουσμένη με διάτρητο φως

αχνοφαίνεται αίφνις από μακριά

κι ας είναι νύχτα και σκοτάδι

κι ας νοτίζει η ομίχλη με παγωνιά.

Σε αρμονία η φιγούρα με αέρινα ίχνη στο χιόνι,

ήπιων τόνων βαδίσματα εκλεπτυσμένου κάλλους,

κοίτα τα δάχτυλά της, φεγγοβολούν αστέρια.

Βλέπω στα μάτια λαμπρά χαμόγελα

και ανθισμένες ανεμώνες στην αφή της,

το ανάλαφρο περπάτημα σαν σύννεφο που παιχνιδίζει

κατακλυσμός χαρούμενων απεικονίσεων.

Ξημερώνει,

και οι άνθρωποι φορούν τα πρόσωπά τους,

σκαρφαλώνω, εναγωνίως, στα ύψη της σκέψης

για να δω τα λουλούδια των χεριών σου,

ξυπνώ και ξέρω δε θα έρθεις,

ήσουν είκασμα μιας φαντασίας.

Οι μέρες περνούν, οι μήνες τρέχουν,

φυσάει και μας έπνιξε η θλίψη στη σκόνη,

το φύλλο έπεσε στριφογυρίζοντας

χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, κι ύστερα μπλε βροχή,

και το φως φεύγει γρήγορα

και η βροχή σβήνει τα πάντα.

Ο καιρός κυλάει αφόρητα

και δεν επιτρέπεται να λέω όσα νιώθω,

μονήρης ζωή μιας φαντασίωσης,

στα χέρια μου κρατώ κλεμμένη την αφή σου

και μόνο εάν έρθεις θα μιλήσω,

μέχρι τότε κάνω ησυχία χωρίς να ησυχάζω,

τα όνειρα τρομάζουν όταν τα ζεις!

 

 

 

Ο επαίτης

 

Στων νεραντζιών τα φύλλα του πεζοδρομίου

ξάπλωσε καταγής

ο γνωστός επαίτης του δρόμου

μ` ένα τσιγάρο μισό ανάμεσα στα δάχτυλα

ασυνάρτητος, όπως και οι κουβέντες του.

Αυτός ο τύπος του περιθωρίου

ανταμώθηκε σήμερα με το βλέμμα μου,

ψιθύρισε δειλά στην καρδιά μου,

μαζί θρηνήσαμε τη ματαιότητα του κόσμου.

Δεν τρόμαξα, δε βιάστηκα να φύγω,

δεν έστρεψα δειλά τα μάτια μου αλλού

από τύψεις, ενοχές ή φόβο,

απροσδόκητα γονάτισα

στων νεραντζιών τα φύλλα του πεζοδρομίου,

ζητιανεύοντας μια χούφτα όνειρα,

γυμνή στο γυμνό της ύπαρξής μου!

 

 

* [Από την ποιητική συλλογή «Λίγα μέτρα πιο πέρα», Εκδ. Θεοδωρίδη (2015)]

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top