Fractal

Διήγημα: “Η κόρη”

Της Μαρίας Βέρρου // *

 

f8

 

Την χρησιμότητα και την ομορφιά της φύσης την καταλαβαίνεις περισσότερο όταν βρεθείς σε μεγάλη ανάγκη. Εκείνη τη μέρα έκανε αφόρητη ζέστη και τα πουλιά ακόμα βαριόντουσαν να κελαηδήσουν. Μόνο τα τζιτζίκια συμβάδιζαν τις κακόηχες κραυγές τους με τη δύναμη της ζέστης. Τα πλούσια φυλλώματα των δέντρων όμως, σκορπούσαν μια τρυφερή δροσιά σε όποιον την αποζητούσε. Και εκείνη την ημέρα ήσαν πολλοί που την αποζητούσαν. Ο κήπος ήταν γεμάτος κόσμο, θα λέγαμε ότι επικρατούσε συνωστισμός. Σχεδόν ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλο στα δρομάκια που τον διέτρεχαν. Όσο όμως πιο βαθειά έμπαινες στον κήπο, το τοπίο σε χαλάρωνε, ενώ μια λίμνη που φιλοξενούσε στα πράσινα νερά της κάτι περίεργα πουλιά που έμοιαζαν με πάπιες αλλά ήταν άσχημες, σου δημιουργούσε την διάθεση να ονειρευτείς γαλάζιες θάλασσες και δροσερά ακρογιάλια. Το παγκάκι που όλο και πιο πολύ το πλησίαζα γινόταν μεγαλύτερο, μου φάνηκε σαν απάγκιο στην κούραση που άρχισε να βαραίνει τα πόδια μου, μολονότι δεν είχα περπατήσει και πολύ. Δεν ήμουν όμως μόνος, πάνω του καθόντουσαν άλλοι δύο κύριοι. Ό ένας φορούσε βαριά ρούχα και πάνω τους είχε ρίξει ένα παλτό, με την αποφορά έντονη του ιδρώτα και της συσσωρευμένης απλυσιάς, ενώ ο άλλος ήταν πολύ κομψός, με κουστούμι και γραβάτα που αν και ίδρωνε παραληρηματικά, δεν έλεγε να την ξεσφίξει.

Είχε ένα κίτρινο χρώμα σαν πεθαμένος όμως ανέπνεε, έβλεπα το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει βαριά. Τόλμησα να τον ρωτήσω: «μπορώ να σας βοηθήσω;» «μη μου μιλάτε» μου απάντησε «γιατί είμαι πεθαμένος. Ναι, μην απορείτε, η ψυχή μου έχει πεθάνει, το σώμα μου έχει πεθάνει. Έχασα την κόρη μου. Αυτή που δεν ήταν ακριβώς κόρη μου αλλά που την είχα σαν κόρη μου. Μου την πήρε η γυναίκα που γνώρισα σ’ αυτήν ακριβώς τη λίμνη. Ήταν καλοκαίρι και τότε. Ανέβηκαν σ’ ένα σύννεφο μια μέρα που είχα στρέψει αλλού το βλέμμα μου. Από τότε έγινα αόρατος και μόνο με τα ρούχα σχηματίζεται το κορμί μου. Κοιτάξτε.. κοιτάξτε…». Και τότε έγινε κάτι ασυνήθιστο . Πετάχτηκε επάνω και χορεύοντας έναν παράξενο ρυθμικό χορό άρχισε να πετά ένα ένα τα ρούχα του. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί εκεί γύρω δεν μιλούσε, μόνο ακολουθούσε τον ρυθμό της αναπνοής του ανθρώπου που χόρευε, κάτι σαν άλαλη συνοδεία φωνής. Πριν βγάλει και το τελευταίο ρούχο του γονάτισε. Ένα ρυάκι σχηματίστηκε στο κέντρο του μονοπατιού. Το χώμα δεν μπορούσε να το καταπιεί. Τότε καταλάβαμε ότι έκλαιγε γοερά…

 

* H Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο ΑΠΘ, ιταλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Perugia, έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον Μ. Φάις, επιμέλεια κειμένου με τον Χ. Κυθρεώτη, έχει κάνει μεταφράσεις βιβλίων και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στο fb.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top