Fractal

Τρία διηγήματα

Της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ // *

 

f12

 

 

Φιλοξενία

Αεροπλάνα, πλοία, τρένα, μηχανές. Με όλα ή σχεδόν όλα ταξιδεύεις χωρίς στιγμή ν’ αναρωτηθείς ως πότε και μέχρι πού αρκεί να φτάσεις στη φιλοξενία των ανθρώπων και των τόπων. Σπουδαία αρετή και ίσως πια σπάνια η φιλοξενία, όση διάρκεια κι αν έχει. Να μην αισθάνεσαι έξω απ’ το πετσί σου, να βρίσκεσαι εκεί που βρίσκεσαι όχι προσωρινά και ας είναι για λίγο, να νιώθεις μόνιμος και ας φεύγεις σε κάποιες ώρες. Φιλόξενα είναι εκεί που κοιμάσαι στην τάβλα και νιώθεις σαν πούπουλο, εκεί που ένας καφές, ένα κρασί, ένα τραπέζωμα, διανυκτερεύσεις με ατελείωτες συζητήσεις συνδέουν τον ξενιστή με τον ξένο ανώδυνα and everything makes sense.

Και από την άλλη υπάρχει η αφιλοξενία κι η αξενία,  η απροθυμία ν’ ανοίξεις τις πόρτες και τις αγκάλες σου στους ανθρώπους, η έλλειψη φιλόξενης διάθεσης. Μαγκωμένες στιγμές ζεις όταν ξυπνάς στην πολυτέλεια και θες να δραπετεύσεις, όταν ο μάλλον γλυκύς καφές γίνεται χολή και το φαγητό σού κάθεται στο στομάχι. Όταν η τσιγκουνιά εσωτερική κι εξωτερική του «νοικοκύρη» και η μικροψυχία του σ’ απομακρύνει χωροχρονικά και σου αφήνει μια στυφή γεύση και έναν λεκέ στα μέσα σου.

Να πηγαίνεις εκεί που αισθάνεσαι όμορφα, εκεί που οι άνθρωποι αγκαλιάζουν τις ιστορίες σου φιλόξενα, άφοβα, αζήλευτα και ας σε «χαστουκίζουν» και σε «τσιμπάνε» μερικές φορές γιατί σε νοιάζονται. Να γεύεσαι κάθε στιγμή, κάθε δροσιά της θάλασσας, κάθε κόκκο της άμμου, κάθε κουκούτσι του καρπουζιού, κάθε ανατολή και δύση του ήλιου, όλες τις διαδρομές, όλες τις ανηφόρες και τις κατηφόρες του δρόμου και του σώματος. Τότε ανοίγονται αδιανόητα τοπία και εκεί ξαναγυρνάς, στον τόπο που σε «φιλούν» και τους «φιλάς».

Ένα-δυο ανθρώπους χρειάζεσαι, λίγους, αλλά να είναι υπαρκτοί. Και κλείνοντας την πόρτα δεν φεύγεις και τ’ αφήνεις όλα πίσω, αλλά τ’ αφήνεις όλα ανοιχτά για να ξαναγυρίσεις εκεί που στεγάζεται η Φιλοξενία των ανθρώπων και των τόπων.

 

121

(Φωτό: Σκληθρί, Σκιάθος)

 

 

Το μέλι του παππού

Κάθε Σάββατο πρωί περνάει έξω από το σπίτι μας ένας παππούς και φωνάζει: «’Εχει μέλιν, άλλος για το μέλιν». Τον ακούω χρόνια, δεν τον είδα ποτέ. Σήμερα το πρωί βγήκα εξαιτίας της αναβροχιάς να ποτίσω τον κήπο κι ακούω τον παππού να κατεβαίνει με το καροτσάκι του και να μιλάει για το μέλι του τρυφερά σαν να κρατούσε το εγγόνι του στην αγκαλιά του. Τον κοιτάω και βλέπω ένα γλυκό ρυτιδιασμένο πρόσωπο και δύο μάτια θαλασσιά ενός ογδοντάχρονου ανθρώπου, που με βελούδινη φωνή αγνοώντας τα χρόνια του γυρνάει στους ηλιοκαμένους δρόμους να πουλήσει το μέλι του. Σταματάει μπροστά στην είσοδό μου και λέει: «Καλημέρα κόρη μου, να΄σσεις πάντα τον ήλιον στην θωρκάν σου τζαι το μέλιν στα σσείλη σου» (= να βλέπεις πάντα τον ήλιο και να έχεις στα χείλη σου πάντα το μέλι).

Αφού τον καλημέρισα σκέφτηκα, πως ενώ εμείς τρωγόμαστε ανάμεσά μας και τσιμπάμε σαν σφήκες τους γύρω μας υπάρχουν ακόμα ποιητές σε τούτο τον κόσμο που έχουν μόνο μέλι στην γλώσσα τους και κάνουν τις μέρες, τις στιγμές πιο φωτεινές και πιο γλυκές.

 

 

Πράσινα ξινούθκια αθασούθκια*

Ήταν Μάρτιος, όταν μπήκα στο σχολείο και βρήκα στο τραπέζι του καθηγητικού συλλόγου καμιά σαρανταριά πράσινα ξινούθκια αθασούθκια,  μυρωδιά και γεύση της παιδικής μου ηλικίας. Δώρο ενός συναδέλφου από τον κήπο του να μας καλοκαρδίσει, να πάει καλά η μέρα, να ξορκίσουμε κάθε πίκρα. Στο διάλειμμα με πέτυχε να τα τρώω ο μαθητής μου ο Γιάννης.
– Ξινά κυρία τούτα, σαν την μάνα μου, μου λέει.

– Γιατί Γιάννη μιλάς έτσι για την μάμα σου; ρώτησα με παιδική αφέλεια.

– Γιατί δεν μ’ αγάπησε ποτέ, δεν με δέχτηκε ποτέ. Δεν χαίρεται να με βλέπει να χορεύω, να λικνίζομαι, κάτι που έμαθα από κείνην βλέποντας την να χορεύει από παιδί τόσα χρόνια τώρα. Εσύ νομίζω νοιάζεσαι παραπάνω για μένα απ’ αυτήν και ας είσαι ξινή και αυστηρή  μαζί μου μερικές φορές.

Ο Γιάννης, ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι είναι ομοφυλόφιλος μέσα κι έξω φανερά, φυλακισμένος σ’ ένα χωριουδάκι ενός μεγαλύτερου χωριού στη Μεσόγειο. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή με κεραυνοβόλησε η στυφή γεύση όχι του αμυγδάλου, η άλλη της απόρριψης, της μη αποδοχής, του διαφορετικού.

Τούτη την πίκρα, την κρατάω στα χέρια μου κάθε χρόνο και κάθε αμύγδαλο μου θυμίζει τον Γιάννη, τον Νικόλα, τον Αλέξανδρο, τον Αντρέα, παιδιά που έχω συναναστραφεί όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην τάξη, αγόρια που γεννήθηκαν σε λάθος σώματα και παλεύουν να ζήσουν φυσιολογικά σε μία  κοινωνία άκρως συντηρητική και αρκετά ομοφοβική.

Τον περασμένο Μάιο έλαβε χώρα το δεύτερο Cyprus  Pride και ο Γιάννης ήταν παρών, για να λικνίσει ρυθμικά το σώμα του μ’ άλλα σώματα χαρούμενα, που ξεγύμνωσαν την πίκρα τους και φόρεσαν τα καλά τους και εκείνη την μέρα και κάθε μέρα πια.

*τα πικρούτσικα αμύγδαλα

 122

 

 

* Η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ γεννήθηκε στην Κύπρο. Έχει κάνει σπουδές Φιλολογίας και Μουσικής στην Αθήνα και μετεκπαίδευση στην Πολιτιστική Διαχείριση στη Γερμανία. Από το 2009 ζει και εργάζεται μόνιμα στην Κύπρο σαν φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση. Διατηρεί το μπλόγκ marouthki και κείμενα του μπλόγκ της δημοσιεύτηκαν στο The Greek ClOUD.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top