Fractal

Διήγημα: “Θοδωρής”

της Μαρίας Σαββάκη // *

 

writers-tyepwiterΛέγαν ότι τα μάτια του ήταν τσακίρικα. κάτι ανάμεσα στο καστανό και στο κίτρινο. περήφανο παιδί, στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά.

Αλλά ήταν άξιος, ο πατέρας χρόνια νεφροπαθής ζούσε πάντα σ’ ένα ντιβανάκι και γύρω του πετάγανε οι λέξεις «ουρολόγος, πέτρες, ουρητήρες, εξετάσεις» το λεξιλόγιο που συνοδεύει τους κατάκοιτους. Κάποιες απ’ αυτές μέναν περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια, κολλούσαν στην μπάντα του τοίχου πάνω στα κέρατα ενός περήφανου ελαφιού που ζούσε στον τοίχο ανέκαθεν τουλάχιστον όσο ο Θοδωρής θυμόταν.

Κάρφωνε λοιπόν τα μάτια στο ελάφι και το κοιτούσε το κοιτούσε, ρουφώντας τη ζέστη και αργότερα τις ιστορίες του κατάκοιτου πατέρα. Ο άρρωστος δεν έδωσε ποτέ την εντύπωση πως ήταν κακόμοιρος ή θυμωμένος. Ήταν απλώς οριζόντιος, συχνά χαμογελούσε, είχε και ένα μουστακάκι λίγο πιο φαρδύ απ’ του Χίτλερ. Η γυναίκα του, μια μεγαλογυναίκα λογική ψηλή και στέρεα, τον αντιμετώπιζε ήσυχα και φιλικά, η επίδραση της ρουτίνας ήταν φανερά ευεργετική.

Ο Θοδωρής μεγάλωνε ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα της κουζίνας προς την αυλή, γύρω στα δέκα ρώτησε τι θα πει φαρμακοτρίφτης, του εξήγησαν και δεν ξαναρώτησε για το επάγγελμα του πατέρα του. Αργότερα αυτή η σκάλα απέκτησε μια υπολογίσιμη θέση στη ζωή του, με κύρια προσθήκη ένα φυτό στη βάση της που λεγόταν τσιντόνια, είχε γερά αγκάθια και τον τσιμπούσε αλύπητα τρυπώντας τον ύπνο του, διαπερνώντας με πόνο τα όνειρά του. Έπεφτε, έπεφτε απ’ αυτή τη σκάλα και δεν προλάβαινε να βγει απ’ την εξώπορτα, ο δρόμος δεν τον περίμενε και εξαφανιζόταν.

Κανείς δεν κατάλαβε πώς χτίστηκαν τα όνειρα του Θοδωρή, μια μέρα μόλις γύρισε από φαντάρος γελαστά σχεδόν αλλά αποφασιστικά τους είπε ότι φεύγει για τη Βραζιλία μετανάστης. η λέξη Βραζιλία χτύπησε σαν άηχο κύμα στους τοίχους του σπιτιού, τ’ αυτιά της μάνας του, και ο πατέρας άνοιξε πολύ τα μάτια του και μετακινήθηκε ελαφρά στο μαξιλάρι. Μερικοί θρόμβοι ιδρώτα στο μέτωπό του και μια ξαφνική χλωμάδα μοίρασαν την προσοχή της μάνας στα δύο. Την αποπληξία του πατέρα και την απώλεια του παιδιού.

Ο εικοσάχρονος Θοδωρής τους υποσχέθηκε πως θα τους γράφει κάθε βδομάδα, και εξήγησε πώς δε θέλει να ξεφτιλίζεται άλλο ζητώντας δουλειά και φιλώντας κατουρημένες ποδιές. Είχε μάθει ελαιοχρωματιστής, το σχέδιο Μάρσαλ δεν είχε φέρει ακόμα θέσεις εργασίας.

Έφυγε με πλοίο το ‘55, και τρείς μήνες αργότερα ήρθε το πρώτο του γράμμα. Τα μάγουλα του πατέρα είχαν τραβηχτεί προς τα μέσα και η μάνα είχε ελαφρώς καμπουριάσει, μαγείρευε πιο άνοστα, τα χέρια της αποκτούσαν μια διαφάνεια.

Στο γράμμα δεν υπήρχαν λεπτομέρειες, το απέδωσαν στο χαρακτήρα του. Η μάνα είπε, είναι άξιος θα βρει δουλειά. Η εξ απορρήτων της γειτόνισσα της είπε για έναν δικό της ανηψιό πού πρόκοβε στη Βενεζουέλα, η Νότια (τότε) Αμερική ήταν ένα άθροισμα ονομάτων και θολών εικόνων από ντοκιμαντέρ στο Σινεάκ «τα γαλλικά επίκαιρα παρουσιάζουν».

Τα γράμματα ερχόταν πολύ αραιά, είχαν στοιχειώδες περιεχόμενο, καμία φωτογραφία σε αντίθεση μ’ αυτούς που είχαν προτιμήσει τη Βόρεια Αμερική ή τον Καναδά. Η γειτονιά δεν ρωτούσε, η μάνα του άσπρισε μέσα σ’ ένα χρόνο κι όπως είχε μαύρα μαλλιά φάνηκε πολύ. Οι κόρες του πατέρα απόχτησαν μια θολή περίμετρο, το ελάφι στον τοίχο άρχισε να ξεθωριάζει. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους είχε βαρύνει, ένας ακυβέρνητος ψόγος φυσούσε χωρίς λόγια μέσα στο σπίτι, χωρίς εκπεφρασμένο περιεχόμενο, η αρρώστια μάλλον έφταιγε που δεν είχαν κάνει άλλο παιδί, μήπως έφταιγε που έφυγε κι’ αυτό;

Ένα χειμωνιάτικο πρωί, ο Θοδωρής εμφανίστηκε ξαφνικά στην πόρτα της κουζίνας με τη φωνή της Γερμανίδας γειτόνισσας να τον σπρώχνει μπροστά «καλωσόγισε, καλωσόγισε!». Φορούσε μια παράξενη στρατιωτική χλαίνη μεγάλη απάνω του, ήταν αδύνατος πολύ με καναδυό άσπρες τρίχες.

Η μάνα του χύθηκε απάνω του και ο άρρωστος προσπάθησε να σηκωθεί και σχεδόν τα κατάφερε. Αμέσως μετά σωριάστηκαν απ’ το σοκ.

Ο Θοδωρής κάθισε στην άκρη του ντιβανιού ακούμπησε στα πόδια του πατέρα την παλάμη του, τα χάιδεψε και είπε: δεν τα κατάφερα. Δεν πειράζει μάτια μου είπε η μάνα, ο πατέρας βουρκωμένος του είπε αργά-αργά: Τα κατάφερες αλλά δεν το ξέρεις!

Ποιός θα κατάφερνε στα 20 να πάει μόνος του στη Βραζιλία και να βρει το δρόμο να γυρίσει και να έχει παραδεχτεί τα λάθη του! Τα τσακίρικα μάτια του Θοδωρή βούρκωσαν κι ένα σπαραχτικό αντρίκιο κλάμα τάραξε το κορμί του. Οι γονιοί έμειναν σιωπηλοί, αυτός σκουπίστηκε στη χλαίνη, σηκώθηκε και την έβγαλε. είχαν ντολμάδες έφαγαν. Το μόνο σχόλιο της μάνας ήταν «σα να το ‘ξερα και τους έφτιαξα».

Κοιμήθηκε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί και μετά πλύθηκε ξυρίστηκε και έφυγε.

Δεν τον ρώτησαν, φαινόταν σα να ‘χει κάποιο σκοπό. Στο καράβι της ατέλειωτης επιστροφής ένας λοστρόμος του μίλησε για το Κόμμα. Για τους εργάτες, για το άδικο. Ο Θοδωρής του είπε για τα παγκάκια που κοιμήθηκε, για τους μαχαιροβγάλτες, τις πουτάνες και ότι άλλο είδε στη Βραζιλία. Για την αστυνομία με τα μαύρα γυαλιά και τους τεράστιους σκύλους. Για τις συμμορίες των μικρών παιδιών. Τον ρώτησε αν μπορούσε να βγάλει φυλλάδιο να μπαρκάρει. Ο λοστρόμος του είπε δεν είσαι για ναυτικός είσαι κανακάρης. του το είπε με αγάπη, δεν τον πείραξε.

Στο Κόμμα γινόταν αναβρασμός. Δεν πολυκατάλαβε, έψαξε για το γνωστό του λοστρόμου. τον βρήκε, ένα κοντό μελαχρινό παιδί όλο νεύρο. τον πήρε παράμερα σε κάτι κιβώτια δίπλα και τον ρώτησε καχύποπτα με λεπτομέρειες από πού ξέρει το λοστρόμο. Ο Θοδωρής του απάντησε αθώα, στο πέλαγος δεν τηρούνταν κανόνες ασφαλείας και ο λοστρόμος δεν τον είχε ενημερώσει.

Για τα επόμενα είκοσι χρόνια δούλευε το πρωί ελαιοχρωματιστής το βράδυ για το κόμμα. Ο πατέρας ήταν στα τελευταία του είχε καταφέρει να επιβιώσει πολλών ουρολόγων πολλών ελπίδων, πολλών «ο καθηγητής είπε», πολύ οίκτου.

Μια μέρα έφερε στο σπίτι τη Σωτηρούλα από την Πετρούπολη και τη γνώρισε στη μάνα του. Δούλευε καθαρίστρια στο Υπουργείο, τα είχαν ήδη τρία χρόνια.

Ήταν πονηρή με μάτια ξεπλυμένα και επιδεικτικό χαμόγελο. Η μάνα εθισμένη στη στωικότητα, τη δέχτηκε με κουρασμένη ευγένεια και είπε στην εξ απορρήτων της «αυτός τη διάλεξε, αυτός θα ζήσει μαζί της». Η γειτονιά σκέφτηκε κρίμα τ’ ομορφόπαιδο, ο πατέρας δεν έβγαλε άχνα, στο γάμο περίμενε υπομονετικά να γυρίσουν να του πούνε τα νέα.

Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στον κάτω όροφο του προικώου της μάνας, ο Θοδωρής άφησε το επάγγελμα στο οποίο δεν είχε επενδύσει πολλά απ’ ότι φαίνεται γιατί ενώ το έκανε καλά δεν τραγουδούσε, και έγινε επαγγελματικό στέλεχος στο Κόμμα γιατί με τη διάσπαση χρειαζόταν πολλοί.

Το πρώτο σύννεφο στο ζευγάρι ήρθε γιατί το Κόμμα δεν τους ασφάλιζε και η καθαρίστρια Σωτηρούλα με πολύ γερότερο ταξικό κριτήριο και κόρη πολυμελούς οικογενείας, δεν μάσησε από ιδεολογίες και τον αποπήρε «οι βουλευτές σας όμως είναι ασφαλισμένοι». Στα χρόνια που ακολούθησαν η ρωγμή ανεπαισθήτως μεγάλωνε αλλά δεν έγινε ρήγμα, στασιμοποιήθηκε με την έλευση της μικρής Βασιλικούλας, και την απόφαση του Θοδωρή να κάνει μερικά μεροκάματα, τα έκανε αδιαμαρτύρητα και πλήρωνε το υπόλοιπο ΙΚΑ. Τα πρακτικά λυνόταν με ευκολία μέσα στο Κόμμα, η Σωτηρούλα παραδέχτηκε πως είχε κι αυτό τα πλεονεκτήματά του.

Ο Θοδωρής άλλαζε. Γινόταν όλο και πιο φανατικός, σαν κάτι να τον απειλούσε, έκοψε κάθε επαφή με το σόι της μάνας, απ τον πατέρα έτσι κι αλλιώς δεν είχε, και το πρόσωπό του σκλήρυνε. Ανέβηκε αργά αλλά σταθερά στην ιεραρχία του Κόμματος και έπαιρνε μαζί του τη μικρή που μεγάλωνε, του έμοιαζε πολύ, ήταν πονηρούτσικη και όμορφη, πήρε κι απ’ τους δύο. Η γιαγιά κι ο παππούς, την καμάρωναν έκανε κι αυτή τη θητεία της στο ελάφι, ομόρφυνε τα γεράματά τους και μια μέρα ρώτησε τον παππού της γιατί είναι τόσο σκληρά τα νύχια του, της είπε ότι έτσι είναι τα νύχια των γέρων και τον ρώτησε τί τα χρειάζεται ,και δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε αυτή ούτε ο παππούς της γιατί τα νύχια των γέρων είναι τόσο αχρείαστα σκληρά.

Η μικρή εκεί στα 11 άρχισε να βαριέται τα απογεύματα και τις εκδηλώσεις στο Κόμμα, άρχισε να βάφει τα νύχια της και να μη διαβάζει καθόλου. δεν την πίεζαν και πολύ, κανένας τους δεν ήταν καλός μαθητής, ο παππούς είχε πεθάνει και αυτό το συμπαγές νεφέλωμα στοργής λειτουργικότητας και ευταξίας που είχε δημιουργήσει η γιαγιά γύρω από την αρρώστια του εξαφανίστηκε σταδιακά, η καθαρίστρια ήγειρε τις προσωρινά θαμμένες βλέψεις της και τα πράγματα πήραν μια αναμενόμενη πορεία, με τη μάνα να μετακομίζει στις αδερφές της στην επαρχία και την οικογένεια του Θοδωρή να μετακομίζει στον πάνω όροφο, το δε ελάφι ξηλωμένο απ’ τα χρόνια και τον καημό να πηγαίνει στα σκουπίδια ενώ τα νιάτα του Θοδωρή είχαν σαφώς αποδράμει αφήνοντάς τον σε μια συντροφική μοναξιά, ποτισμένη με νικοτίνη, τσιτάτα και ρόζους στα χέρια.

Η δεκαετία του 80 διαιώνισε τα πολιτικά πάθη, ο Θοδωρής μη διαφωνώντας ποτέ με τη γραμμή συντηρούσε την αδράνεια της σχέσης του με τη Σωτηρούλα, η κόρη του πήγε σε τεχνικό λύκειο, παντρεύτηκε έναν πυροσβέστη, άνοιξε κομμωτήριο, η πολιτική δεν την ακούμπησε ποτέ και της άρεσαν πολύ τα μπουζούκια. Η γιαγιά πέθανε εκεί γύρω στο 90, πρώτη από τις αδερφές, όπως πρώτη είχε γεννηθεί, υπέργηρη στωική και ευγενική ακριβώς όπως είχε ζήσει, όταν πέθανε, η εγγονή με τα’ όνομά της ήταν εκδρομή με γκρούπ στην Ισπανία.

Ο θάνατος της μάνας του τάραξε το Θοδωρή υπόγεια και επικίνδυνα. Άρχισε να διαφωνεί στο Κόμμα, να γίνεται πολύ επιθετικός, κάποια στιγμή αποτόλμησε το ανήκουστο. με αφορμή μια αποτυχημένη απεργία, έκανε δηλώσεις στην τηλεόραση σε μια πρωινή εκπομπή επικαιρότητος. Λόγω προτέρου εντίμου βίου δεν τον απέπεμψαν αλλά τον πίεσαν να πάρει σύνταξη.

Αφάνταστα θυμωμένος με ένα καινούργιο γεροντικό πείσμα συνέχισε να καταγγέλλει πράγματα καταχωνιασμένα μέσα του από καιρό, έχασε τον ύπνο του, απέκτησε μία πέτρα στα νεφρά και για κάποιο λόγο το ελάφι ερχόταν συχνά πυκνά στο μυαλό του και του έφερνε κλάματα. Η Σωτηρούλα είχε πάρει από καιρό σύνταξη, η θεωρία της πεθεράς της ότι τον περνούσε αρκετά χρόνια αποδείχτηκε μάλλον αληθινή, τον άφηνε στον καναπέ να βλέπει βραζιλιάνικα σήριαλ, ειδήσεις, πρωινές εκπομπές, αδιαφορούσε ήσυχα για την κόρη του και τον πυροσβέστη, για το εγγόνι που απέκτησε, και μία μέρα φάνηκε ένας παλιός σύντροφος. Φύγαν μαζί και γύρισε αργά το βράδυ κάπως μεθυσμένος κουβαλώντας ένα μεγάλο δέμα. Το πρωί σηκώθηκε, έφτιαξε αργά πολύ αργά καφέ παραμέρισε προσεχτικά το καμινέτο με οινόπνευμα που είχε απ’ τη μάνα του, έβγαλε το χαρτί απ’ το δέμα, το τύλιξε προσεχτικά το ‘βγαλε απ’ τη σκάλα της κουζίνας έξω, ξαναμπήκε, άνοιξε το συρτάρι με τα εργαλεία του και πήρε ένα σφυρί και πρόκες, ξεδίπλωσε ένα καινούργιο ελάφι που βρήκε σε κάποιο παληατζήδικο στον Πειραιά, το κάρφωσε στον ίδιο τοίχο, κάθισε από κάτω κοιτάζοντάς το με τα τσακίρικα μάτια του που πέρασαν διάφορα στάδια αποχρωματισμού μέσα στις ελληνικές δεκαετίες, σκέφτηκε ώρα πολύ τη Βραζιλία και κοιμήθηκε χωρίς να ξαναξυπνήσει.

 

* Η Μαρία Σαββάκη είναι ιατρός/Ψυχογλωσσολόγος. Σπούδασε, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα στην Βοστώνη, το Καίμπριτζ και στο Ηράκλειο Κρήτης. Γράφει πολλά χρόνια. Έχει δημοσιεύσει στη «Λέξη», στο «Εντευκτήριο» και σε ηλεκτρονικά περιοδικά, επιλέγει για ηλεκτρονικά βιβλία που θα εκδοθούν και έχει βγάλει από τις εκδόσεις «Μελάνι» τα «Ταξίδια με το λύκο μου». Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top