Fractal

Παραμύθι: «Tα ψιθυριστά που φωνάζουν»

Της Μαρίας Ρούσση //

 

whispering1

 

Λένε ότι η φωνή είναι χαρακτηριστική για κάθε άνθρωπο. Λένε ότι πρέπει να μιλάς ανάλογα με τις περιστάσεις. Να τη χρωματίζεις και να την προσαρμόζεις κατάλληλα. Μπορείς να μιλάς φωναχτά ,όταν είσαι με την παρέα σου, αλλά είναι καλό να μιλάς πιο ήρεμα σε μία σοβαρή συζήτηση. Αυτός είναι ένας από τους κανόνες της φωνής.

Κανείς ,όμως, ποτέ δεν έμαθε κάτι που εγώ ήδη ξέρω. Να σας το πω; Κι αν θέλετε, το κρατάτε μυστικό. Σσς… Θα το πω εντελώς σιγά για να το ακούσετε καλά…

Σ’ ένα σπίτι φωτεινό, σ’ ένα σπίτι ολόγιομο από μαξιλάρες, κορνίζες κι ενθύμια ταξιδιών υπήρχε μία… να την πω ιδιαιτερότητα; Υπήρχε τέλος πάντων κάτι ξεχωριστό. Κάτι που δε συνέβαινε σε κανένα άλλο σπίτι. Ούτε σε σχολείο, ούτε σ’ εστιατόριο, ούτε σε θέατρο, ούτε καν σε μαντείο…

Σε αυτό το σπίτι ανατρεπόταν ένας βασικός κανόνας. Δηλαδή… η φωνή δεν ακουγόταν. Ναι, αυτό ήταν. Πνιγόταν η φωνή οποιουδήποτε το επισκεπτόταν. Όποιος έμπαινε στο σπίτι και μιλούσε δυνατά ήταν σαν να μη μιλούσε καθόλου. Αναρωτιέστε πώς φαινόταν μήπως; Ε λοιπόν έμοιαζε με κάποιον που απλώς ανοιγόκλεινε το στόμα του. Ήχος όμως δεν έβγαινε κανένας!

Μια νύχτα σκοτεινή ,ο κύριος Φ., ο ενοικιαστής του σπιτιού, κάλεσε για πρώτη φορά σε αυτό τους κοντινούς του φίλους. Ήθελε να γιορτάσουν όλοι μαζί το ότι ο άρρωστος παπαγάλος του άρθρωσε λέξη μετά από τρεις ολόκληρες βδομάδες σιωπής.

Μαζεύτηκαν, λοιπόν, ένας ζογκλέρ, ένας τραγουδιστής, ένας πιανίστας, μία καταδύτρια, μία μπαλαρίνα και μία πλανόδια πωλήτρια χαλιών. Μπήκαν όλοι στο σπίτι και κάθισαν στο γιορτινό τραπέζι. Ύψωσαν τα ποτήρια τους να ευχηθούν στην υγεια του παπαγάλου και τότε… Τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο. Κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τη δυνατή φωνή του άλλου, που ταίριαζε τόσο στη χαρούμενη ατμόσφαιρα. Κοιτάζονταν μεταξύ τους και τα ’χαν εντελώς χαμένα.

Ο τραγουδιστής άρχισε να τραγουδά το νέο του τραγούδι με βροντερή φωνή, μα δεν ακουγόταν τίποτα. Εντελώς τίποτα! Ο ζογκλέρ, που ήταν πολύ αστείος τύπος, κόντευε να σκάσει! «Ποιος θα ακούσει τώρα τα νέα μου ανέκδοτα;» ,

φώναζε και ξαναφώναζε δίχως αποτέλεσμα. Η καταδύτρια αναρωτιόταν σε ποιον θα εξιστορούσε την καινούρια της εξόρμηση. Αυτή στην οποία έπιασε δύο πολύχρωμους αστερίες που δάγκωναν. Εξάλλου, κανείς δε θα μπορούσε να την ακούσει…

Εν τω μεταξύ, όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους με στόμα ορθάνοιχτο. Ώσπου η μπαλαρίνα ψιθύρισε: « Ωφ, πώς θα συνεννοηθούμε τώρα;». Και τότε τα πρόσωπα όλων έλαμψαν. Η μπαλαρίνα ακούστηκε! Ναι! Ακούστηκε! Αυτή, όμως, τους διαβεβαίωνε ξανά και ξανά με δυνατή φωνή που δεν ακουγόταν καθόλου ότι δεν το είπε δυνατά. Αν ήταν αλήθεια, όμως, τότε πώς την άκουσαν ολοκάθαρα όλοι τους;

Εκείνη τη στιγμή άρχισαν όλοι μαζί χωρίς να το σκεφτούν να μιλούν με σιγανή φωνή. Το μυστήριο ήταν ότι τώρα ακούγονταν ολοκάθαρα! Ο ήχος έκανε μάλιστα αντίλαλο στον ψηλό θόλο του σπιτιού. « Ω! Εδώ ακούγονται μόνο τα «ψιθυριστά» μας!», είπε κάποιος. « Τι θα κάνουμε τώρα; Πώς θα συνηθίσουμε να μιλάμε όλοι με εντελώς σιγανή φωνή;», ψιθύρισε με κόπο ένας άλλος.

Τότε όλοι έπεσαν σε βαθιά περισυλλογή. Όλοι εκτός από τον πιανίστα που είπε στα «ψιθυριστά» που ακούγονταν τώρα δυνατά:

« Όλα γίνονται. Αρκεί να συνεργαστούμε και να μη γκρινιάζουμε χωρίς λόγο. Ορίστε θα σας το αποδείξω αμέσως», είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του.

«Θα παίξω τώρα ένα τραγούδι στο πιάνο και θα το τραγουδήσουμε όλοι στα «ψιθυριστά». Τι θα αλλάξει; Αφού το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο».

Η καταδύτρια και ο ζογκλέρ πήγαν σε μια γωνιά και φώναξαν έξαλλοι πως ο πιανίστας είναι τρελός και πως οι παρτιτούρες τού ’χουν πάρει τα μυαλά. Και φυσικά όσο και να φώναζαν δεν ακουγόταν τίποτα… Μόνο από τα σχήματα που έπαιρνε το στόμα τους καταλαβαίνονταν λιγάκι.

Ο τραγουδιστής ψιθύρισε ρυθμικά : « Ω ,Θεέ μου! Είναι όλοι τους θεότρελοι. Πού το βρήκε ο φίλος μου αυτό το σπίτι; Γιατί τάχα να τον βρει τέτοιο κακό;» Είχε ξεχάσει βέβαια την ιδιαιτερότητα του σπιτιού κι έτσι τα ψιθυρίσματα του ακούστηκαν παντού.

Η πλανόδια πωλήτρια χαλιών πάλι ψιθύριζε αποκαμωμένη, ενώ είχε απλωθεί σε μια πολυθρόνα : «Χαλιά αστραφτερά, χαλιά χειροποίητα, χαλιά ινδικά, χαλιά μαγικά, χαλιά… Πώς θα με ακούσετε τώρα ,αφού δεν ακούγεται σταλιά η δυνατή μου, η χαρούμενη λαλιά;» Κι εκείνη βέβαια είχε ξεχάσει πως τα ψιθυρίσματά της αντηχούσαν σε όλο το σπίτι.

Παντού επικρατούσε τρελό παραλήρημα. Αναρωτιούνταν, αν αυτή η ιδιαιτερότητα σχετικά με τη φωνή συνέβαινε σε όλη τη γειτονιά, σε όλη την

πόλη ή αν ήταν χαρακτηριστικό μόνο του συγκεκριμένου σπιτιού. Και να ’μαθαν άραγε ποτέ;

Ο κύριος Φ. ,ο κάτοικος του σπιτιού, καθόταν όρθιος στη μέση του κύκλου κάτω από το θόλο και παρακολουθούσε μία τον έναν και μία τον άλλον. Ο καθένας έλεγε τα δικά του και δεν υπήρχε η παραμικρή συνεννόηση.

«Λοιπόν παιδιά» , ψιθύρισε εκείνος. « Μία είναι η λύση. Θα μιλάμε όλοι σιγανά κι έτσι θα περάσουμε καλά. Όλα γίνονται με λίγη θέληση και καλή παρέα. Αφού τη δεύτερη την έχουμε στα σίγουρα, πάμε να βρούμε τώρα και την πρώτη; Άντε γιατί με τούτα και μ’ εκείνα αποπροσανατολιστήκαμε. Μαζευτήκαμε όλοι εδώ για να το γιορτάσουμε! Ο παπαγάλος μου ξανάρχισε να αρθρώνει λέξεις! Το ξεχάσατε;»

Μετά από τα λόγια του, οι φίλοι αναθάρρησαν λίγο. Τα πνεύματα άρχισαν να ηρεμούν. Σιώπησαν όλοι… Να ακούστηκε άραγε η σιωπή σε αυτό το ξεχωριστό σπίτι; Ποιος να ξέρει; Το θέμα είναι ,όμως, ποιος μπορεί να φανταστεί!

Μετά από εξίμιση παλαμάκια του κυρίου Φ. όλοι το είχαν σκεφτεί καλύτερα. Έτσι λοιπόν έφτιαξαν έναν μεγάλο κύκλο κάτω από τον ψηλό θόλο κι άρχισαν να προσπαθούν. Στην αρχή κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Ο ζογκλέρ που ήταν βροντόφωνος γκρίνιαζε στα «ψιθυριστά» , η μπαλαρίνα δε μιλούσε καθόλου, η πλανόδια πωλήτρια χαλιών ψιθύριζε και σχεδόν πονούσε που δεν μπορούσε να φωνάξει, να διαφημίσει ,να εκφραστεί. Ο τραγουδιστής αμίλητος κοιτούσε μία τον ψηλό θόλο, μία τη θαλασσιά μοκέτα, μία τον κ. Φ, μία τον παπαγάλο του. Ο πιανίστας υπέμενε και τους ενθάρρυνε να βρουν τους εαυτούς τους. Έστω να τους βρουν με ψιθυριστή φωνή. Τι τόσο το περίεργο θα συνέβαινε ,άλλωστε, αν δε μιλούσαν δυνατά; Αφού μόνο με τα «ψιθυριστά» θα μπορούσαν να ακουστούν και να συνεννοηθούν.

Σιγά- σιγά τη συνήθισαν αυτή τη μικρή ιδιαιτερότητα. Και η αλήθεια είναι πως πέρασαν καλά. Καταπληκτικά Απερίγραπτα Λαμπρά Αξέχαστα θα έλεγε όποιος τους έβλεπε.

Έκαναν ταχυδακτυλουργικά, τραγούδησαν στα «ψιθυριστά», χόρεψαν, έπαιξαν επιτραπέζια, γέλασαν σιγά… Α! Και παίνεψαν τον παπαγάλο για το κατόρθωμά του φυσικά!

Έμειναν στο σπίτι του κυρίου Φ. ως το πρωί κι αποκοιμήθηκαν όλοι μαζί στη θαλασσιά μοκέτα κάτω από το θόλο. Φαντάζεστε με πόσα συναισθήματα πλημμύρισαν;

Έπειτα ξημέρωσε. Βγήκαν από το φωτεινό σπίτι. Άρχισαν τις δουλειές τους. Μετά από ώρες «ψιθυριστών» συνήθισαν ξανά στα «φωναχτά». Τους πήρε λίγη ώρα βέβαια, αλλά τα κατάφεραν. «Σιγά την τεράστια αλλαγή», σκέφτηκαν μέσα τους και προσαρμόστηκαν. Και σχεδόν όλοι αναρωτήθηκαν εκείνο το πρωί :

«Λες να υπάρχουν και σπίτια που να φωνάζουν και τις πιο κρυφές σου σκέψεις; Να τις αντηχούν;» Πλάκα θα ’χε πάντως…

Αυτά συνέβησαν τότε. Και οι ζωές τους κύλησαν… Φυσιολογικά, απρόβλεπτα και κάποιες φορές μαγικά. Από τότε, χρησιμοποιούσαν τα «ψιθυριστά» σε σπίτια που τα αντηχούσαν καλύτερα ή που τέλος πάντων είχαν κάποια δυσκολία στο να δεχτούν και να απορροφήσουν τα φωναχτά τους. Η ζωή περνούσε κι αυτοί μάθαιναν να προσαρμόζονται στις συνθήκες κάθε σπιτιού, στις ανάγκες κάθε ανθρώπου.

Αυτή ήταν η ιστορία μου και κάθε φορά θα την αφηγούμαι σιγανά, δυνατά ή «μετριόφωνα» ανάλογα με το θόλο των σπιτιών που επισκέπτομαι.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top