Fractal

Μαρία Πολυδούρη* Ποιήτρια- Ερωτευμένη γυναίκα θύμα της εποχής και του άτυχου έρωτά της

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

pol_1

 

(Απόσπασμα)

 

…Όποια κι αν είναι η οπτική μας σήμερα, όσο ρεαλιστικά κι αν την κρίνουμε την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη, σημασία έχει το γεγονός, ότι, ογδόντα χρόνια μετά το θάνατό της και ύστερα από κάποιες φιλότιμες απόπειρες προσέγγισης της αδρής  προσωπικότητας και ερμηνείας του έργου της με βάση τον τρόπο ζωής και τη σχέση της με τον αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, είναι περίεργο και τραγικά κωμικό να νομίζουμε πως υπήρξε αποκλειστικά το εξιλαστήριο θύμα του γενναιόδωρου και άτυχου αισθήματός της και πως έγραψε ποίηση εξαιτίας του ανεκπλήρωτου έρωτά της, όταν το έργο της αντέχει διαχρονικά, διαβάζεται με ενδιαφέρον, εμπνέει και προκαλεί αντιστάσεις.

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε ποιήτρια, υπήρξε όμως και θύμα της εποχής της, του άτυχου έρωτά της, του αυθορμητισμού της και γιατί είχε την ατυχία να γεννηθεί πολύ πιο μπροστά από την εποχή της, στις αρχές του πιο σκληρού αιώνα(1902), στα πρώτα και πιο δύσκολα χρόνια του αιώνα που ξεκίνησε κι ολοκληρώθηκε με κοσμογονικές εσωτερικές και παγκόσμιες κοινωνικές αναταραχές, ανακατατάξεις, πολέμους, ιδεολογικές αναταράξεις και επαναστατικά κινήματα, του αιώνα της κρίσης των ιδεών της άρνησης και της αμφισβήτησης των πάντων. Ωστόσο κατάφερε να μεγαλώσει ελεύθερη, να ζήσει τη ζωή της όπως την ήθελε, ανεξάρτητη και να δημιουργήσει έργο διαχρονικό σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και μάλιστα κάτω από πολύ δύσκολες και αντίξοες, ως τραγικές, οικογενειακές, κοινωνικές και εθνικές συνθήκες.

Το ποιητικό της έργο αποτελούν δυο συλλογές: Οι τρίλλιες που σβήνουν, Ηχώ στο χάος, τα Ανέκδοτα και οι μεταφράσεις ολίγων ποιημάτων από τα γαλλικά.

Επηρεασμένη από τα μανιάτικα μοιρολόγια, από ην απώλεια των γονιών της, από το νοσηρό κλίμα του νεορομαντισμού και από διάφορες άλλες αιτίες, όπως ήταν η καθημερινή πλήξη, η έλλειψη κατανόησης από το περιβάλλον, όμως, αποφασιστικά και τελεσίδικα, την αιχμαλώτισε και την έσερνε στο άρμα του άσπλαχνου έρωτά της, μαύρος Καβαλάρης, ο ποιητής της: Έρωτας/ Θάνατος, ο Κώστας Καρυωτάκης. Με αφετηρία το άσβεστο πάθος της για εκείνον, χάραξε τον δικό της ποιητικό της δρόμο και οριοθέτησε το έργο της πάνω σε τρεις συντεταγμένους άξονες που είναι το τρίδυμο: Έρωτας – Πόνος – Θάνατος και δημιούργησε το ευσύνοπτο ερωτικό της σύμπαν με καθαρά διαχρονικά λυρικά στοιχεία ζώντας τον δικό της ποιητικό και ερωτικό χρόνο, έξω και μακριά, θαρρείς από τα κοινωνικά δρώμενα, μπερδεμένη ανάμεσα στην πίκρα και στην ηδονή χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τη χαρά από τη λύπη:

 

Το ίδιο ποτήρι μου κερνά την πίκρα και την ηδονή,

             όταν τη μια συναπαντώ κι η άλλη δεν απολείπει.

             Όμως βαρύς ένας παλμός τα στήθη μου δονεί

             κι έφτασε να μην ξέρω πια τι’ ναι χαρά, τι λύπη…

(Άτιτλο)

 

Ερωτευμένη πάντα κυοφορεί στο μυαλό της βρέφος ενδομήτριο τον πόνο καρτερώντας τον έρωτα να κάνει την «άνεργη χαρά» της ανοιξιάτικο περιβόλι, να γεμίσει άνθη ευωδερά το «απαλότατο σύμπαν που κυματίζει» γύρω της παλλόμενο στη σιγαληνή ερημιά. Αισθάνεται ξένη, άγνωστη και μόνη και είναι σίγουρη πως θα παραμείνει άγνωστη, κανείς δεν πρόκειται να υποψιαστεί καν την άλλη ομορφιά, τον όμορφο εσωτερικό της κόσμο κι ας έχει φίλους και θαυμαστές γύρω της, κι ας είναι τόσοι και σημαντικοί και ωραίοι άντρες που τη διεκδικούν.

 

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου

                    κανείς ποτέ δεν θα την νιώσει.

 

pol_2

 

Γράφει και καλλιεργεί τον πόνο στην ποίησή της με φως ερωτικό και με θανατερό σκοτάδι, γίνεται σε όλη την άτακτη και σύντομη ζωή της ιέρεια στο ναό σύμπαντος του Πόνου, του Έρωτα και του Θανάτου.

Σε όλο σχεδόν το ποιητικό της έργο, εκδομένο και ανέκδοτο, είναι διάχυτη μια έντονη αίσθηση βιωμένου σωματικού και ψυχικού πόνου που όμως αναιρείται ενίοτε από τον τρόπο που η ποιήτρια βιώνει την καθημερινότητά της και δίνει λαβές σε κάθε αμφισβητία να τον εκλάβει ως διανοητικό, πλασματικό, ποιητικό πόνο, απότοκο του επηρεασμού από τις ιδέες του νεορομαντισμού και των ποιητών της ήττας.

Ήταν τόσα πολλά αυτά που επιδίωξε, αυτά που κέρδισε, που έχασε, αυτά που πέρασε με έρωτες κι απανωτούς θανάτους προσφιλών που την είχαν καλύψει κι είχαν γεμίσει το χρόνο της. Η κινούμενη εδώ κι εκεί ζωή της, με όλες τις αντιθέσεις που παρουσιάζει, πιστοποιεί πως η ποιήτρια ήταν τόσο ανήσυχος, αβόλευτος, ανυπόταχτος  κι ανικανοποίητος χαρακτήρας που ένιωθε άδεια μέσα της και τόσο εξογκωμένη την ερημιά που την κατοικούσε ώστε δεν την ικανοποιούσε τίποτα. Μόνο ο έρωτας έδινε πρόσκαιρα νόημα στην πολυτάραχη, την επαναστατημένη ζωή της, την κολασμένη, ίσως, για την εποχή της, εποχή της συντήρησης, του καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας. Δεν τη χωρούσε όχι μόνο το σπίτι, η οικογένειά της, η Καλαμάτα και η Αθήνα, δεν έβρισκε κανένα ενδιαφέρον στη δουλειά, στο γραφείο της Νομαρχίας Αττικής έπληττε, το υπαλληλίκι τής ήταν «βάρος περιττό», οι σπουδές στη Νομική, το θέατρο, τίποτα δεν ανταποκρινόταν στις ακάματες απαιτήσεις της, δεν την απάλλασσε από τις ανασφάλειές της, όσες εναλλακτικές προσπάθειες κι αν επεχείρησε έμειναν ατελέσφορες.

Αν και επηρεασμένη από τις ιδέες του φεμινισμού, δεν παίρνει μέρος σε κοινωνικούς αγώνες και στο σύνολο έργο της, εκτός από την κριτική που ασκεί όσον αφορά πρόσωπα συνεργατών κυρίως, μένει στο επίπεδο της κριτικής και της αμφισβήτησης. Εστιάζει τα πάντα στον εαυτό της και προσπαθεί ενστικτωδώς να φέρει τον κόσμο στα μέτρα της.

Η στάση της αυτή αποτελεί έναν τρόπο αυτοάμυνας κι αυτοσυντήρησης και καθορίστηκε από τις ανασφάλειές της εξαιτίας της απώλειας των γονιών και των δυσμενών οικογενειακών συνθηκών που εκ των πραγμάτων ακολούθησαν και υποχρεώθηκαν να επωμισθούν τις ανάγκες επιβίωσης οι μεγαλύτερες αδερφές της, η Πέπη και η Βιργινία, και να προστατέψουν και τα μικρότερα αδέρφια τους. Η Μαρία ήταν τότε δέκα οκτώ ετών, δημόσιος υπάλληλος και κυνηγούσε τα όνειρά της, ακολουθώντας τον Καρυωτάκη στην Αθήνα.

Παρασυρμένη από το κλίμα του νεορομαντισμού που καλλιεργούσε την ηττοπάθεια κι έδινε ως διέξοδο και λύση τον θάνατο, σύναψε «ερωτική» κοντολογίς, βιωματική σχέση με το θάνατο. Και, παρά στην αιτιολογημένη πια απόρριψη του έρωτά της από τον ποιητή και μετά την αυτοκτονία του, αντιμετώπιζε τη ζωή ως ένα τρελό παιχνίδι, όχι μόνο λέξεων, φραστικά, ποιητικά, αλλά παίζοντας με τον έρωτα και το θάνατο ακαταπαύστως. Ο Κώστας Καρυωτάκης, ήταν σημείο αναφοράς και άλλοθι για να αιτιολογεί τις πράξεις και τις ενοχές της. Ήταν ο αποχρών λόγος που γεννήθηκε, που ακολούθησε τα όνειρά της και που υπάρχει, ακόμα και που πεθαίνει όπως επιθυμούσε:

 

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες

τα περασμένα χρόνια.

………………………………………….

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα…

μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο

κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,

μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

 

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα

 

Μόνο γιατί με αγάπησες γεννήθηκα,

γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.

……………………………….

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες

Έζησα να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες

κι έτσι γλυκά πεθαίνω

γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 

Αλλά, και ο «αποδιοπομπαίος τράγος» που πάνω του φόρτωνε τα δικά της αμαρτήματα.

Και όταν ο άνθρωπος που τόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε στη ζωή της, έδωσε τέλος ο ίδιος στη ζωή του, η Μαρία του αφιέρωσε το «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε», ένα από τα καλύτερά της, ένα συγκλονιστικό και αποκαλυπτικό ποίημα τόσο για το ποιητικό της τάλαντο, όσο και για την ικανότητά της να κρίνει αντικειμενικά και να ψυχολογεί ακόμα και το ίνδαλμά της, Ήξερε με ποιον άνθρωπο είχε να κάνει, γνώριζε τη δύναμη και τις αδυναμίες του, την ποίησή του, ήξερε γιατί αγαπούσε αυτόν τον μυστηριώδη τύπο, τον βίαιο στον έρωτα, τον περίεργο ξένο με την αλλοιωμένη όψη που δεν έκρυβε «πως κάτι φοβερό τον περιμένει», τον παράξενα ωραίο ποιητή με το σημάδι του θανάτου στο μέτωπο. Τον αγαπούσε ίσως γιατί:

 

 Αυτόν τον καταδίωκε ένα πνεύμα

                    στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.

                   …………………………………………….

 

Έτσι, δεν θα αιφνιδιάστηκε, όταν,

 

Ένα πρωί σε μια κάρυνη θήκη

                    τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι

                    στον κρόταφο. Ήταν όλος σαν μια νίκη,

                    σαν φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

     

                    Είχε μια τέτοια απλότη και γαλήνη,

                     μια γελαστή μορφή, ζωντανεμένη!

                    Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.

                    κ’ αιτία του κακού σημαδεμένη.

 

Φιλοτεχνεί, με καταπληκτικούς στίχους αριστοτεχνικά και με ακρίβεια, χωρίς οίκτο, χωρίς συμπόνια, χωρίς να του χαρίζεται (λες και τον εκδικείται από την μια και πως τον καμαρώνει από την άλλη γι’ αυτό που ήταν), το πορτρέτο του ποιητή της, τον ζωγραφεί με απαράμιλλες   ποιητικές πινελιές που θα ζηλεύανε πολλοί σύγχρονοί μας ομότεχνοί της.

Μπουχτισμένη από όλα, απογοητευμένη από τον ποιητή της που την αποφεύγει, που δεν ενδίδει στη γυναίκα που για χάρη του γράφτηκε στη Νομική και μετατέθηκε στην Αθήνα, παρά τη θέληση των γονιών και τις παρακλήσεις της ετοιμοθάνατης μητέρας της, κατέφυγε οδηγημένη, θαρρείς, από τη φθονερή της μοίρα στο Παρίσι να μάθει κοπτική και ραπτική! Κι εκεί, ελεύθερη, ωραία κι ανεξάρτητη, απολαμβάνει τη ζωή της ευρωπαϊκής μεγαλούπολης. Όμως, αντί για διαπιστευτήρια σπουδών επέστρεψε κουβαλώντας στις αποσκευές της την επάρατη νόσο, τη φυματίωση που θα την ταλαιπωρήσει πολύ και θα τη στείλει τόσο νέα, τριάντα ετών, στον πολυπόθητο, ποιητικά, τάφο.

Πριν αποδημήσει για να «εγκατασταθεί» οριστικά εκεί, σχεδιάζει και βρίσκει τρόπους να πραγματοποιήσει σύντομες αποδράσεις από το θανατερά άθλιο περιβάλλον του νοσοκομείου και να επισκεφτεί τους προσφιλείς χώρους που τής θυμίζουν ωραίες στιγμές της ζωής της και της αναπτερώνουν τη θέληση να ζήσει και να πάρει τη ζωή από την αρχή κι ας είναι κι «από ένα μάταιο πείσμα».

Είναι άνοιξη, έξω σφύζει ο κόσμος κι ο τόπος από ζωή ανθισμένη. Η Μαρία είναι μόνο τριάντα ετών! Πώς να κλειστεί στους τέσσερις υγρούς τοίχους του νοσοκομείου η «ελεύθερη πολιορκημένη», η αδούλωτη ψυχή, η επαναστατημένη ωραία γυναίκα, η αιώνια ερωτευμένη που η φλογερή καρδιά της, ηθελημένα ακυβέρνητη αισθηματικά, δεν φοβήθηκε ποτέ το θάνατο, τουλάχιστον, και σίγουρα, στα ποιήματά της;

Αυτή που πάντα συνομιλούσε με το θάνατο, όταν αισθάνθηκε πως την αγγίζει το φτερό του, ένιωσε διαφορετικά, είδε πόσο ωραία είναι η ζωή και ότι άξιζε να ζήσει και να τη χαρεί. Η περηφάνια και η αξιοπρέπειά της, όμως, δεν της επιτρέπουν να ευτελίζεται κλαίγοντας μπροστά στους άλλους, καθώς νιώθει να χάνει το παιχνίδι με τη ζωή και με ηρωισμό απαιτεί:

 

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω.

                   δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.

                   Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο

                   χάθηκε κι είμαι μοναχή μου.

                   …………………………….

                   Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,

                   κάποια παλιά συνήθεια θα ‘ναι.         

                   …………………………..

 

————————————–

* “Μαρία Πολυδούρη / Ποιήτρια – ερωτευμένη γυναίκα – θύμα της εποχής και του άτυχου έρωτά της”, Εισαγωγικό κείμενο στο βιβλίο: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ / ΑΠΑΝΤΑ. ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 2012.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top