Fractal

Διήγημα: “Φεύγοντας, μη ξεχάσεις να μ’ αγαπήσεις….”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

pic
Και τι έγινε που ξημέρωσε ένα ηλιόλουστο πρωινό έχοντας περάσει μια επιπλέον πρόσκαιρη ερωτική βραδιά; Όλη η ζωή της μια βιασύνη ήτανε. Βιαστικά στο σχολείο, βιαστικά στη δουλειά, βιαστικά στον έρωτα…

Τίποτα χαλαρά, τίποτα ολότελα δoσμένα, τίποτα εντελώς αγαπητό.

Τον εκάστοτε εραστή της -κι αυτόν βιαστικά- τον διάλεγε ανάμεσα σε ποτό και χορό, σε σκοτάδι και ημίφως.

Αρπαζόταν από την πρόσκαιρη θαλπωρή της μέθης και αφηνόταν στα ουράνια, στα σύννεφα, στα δάση. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον κι έτσι πέρναγε η ζωή της.

Με τον ίδιο τρόπο ξύπνησε κι αυτό το πρωινό, με μια καρδιά βαριά και με μια πέτρα σφηνωμένη στο στομάχι της. Η σκέψη ολότελα κολλημένη στο πουθενά.

Ένας περίπατος μου αρκεί, είπε από μέσα της, να γεμίσει χρώματα κι αρώματα η ψυχή μου, το είναι μου.

Βάζοντας τα κόκκινα μοκασίνια της, τυλίγοντας το κόκκινο φουλάρι γύρω απ’ το λαιμό της κι έχοντας φορέσει τα σκούρα γυαλιά ηλίου για να κρύψει το βλέμμα της, πήρε το ασημί κομπολογάκι της, μάζεψε τα κομμάτια της και ξεχύθηκε στους δρόμους.

Το ασημί κομπολογάκι της….

“Κοίτα παππού τι σου αγόρασα για τη γιορτή σου! Ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι”, του είπε όλο χαρά αλλά ο παππούς μειδίασε λες κι ήξερε ότι τα γέρικά του χέρια για λίγο, ελάχιστα θα το χαιρόντουσαν. Εκείνη τη στιγμή στο κατάστημα με είδη δώρων μαζί με το κομπολόι του παππού, ερωτεύθηκε και το δικό της. Η αλήθεια είναι πως το ζήλεψε αμέσως μόλις το είδε στη βιτρίνα λες και της έλεγε «έλα τώρα, αγόρασέ με να ξεσκάσω, να φύγω από δω, να σε κάνω συντροφιά μου».

Έτσι και τ’ αγόρασε. Έκτοτε -πάνε περίπου δέκα επτά χρόνια- βρίσκεται στην τσέπη της, στην τσάντα της και διακριτικά στο χέρι της.

Κάθε χάντρα που πέφτει κι ένα “Κύριε Ελέησον”. Τι να πρωτοελεήσει και ο Ύψιστος, σκέφτηκε…

Το μέσα της κομμάτια, η όψη της “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Τσιτσάνη με τη φωνή της Μπέλλου.

Τα πόδια της βαριά. Ας όψεται κι αυτή η αγάπη της που είχε από παιδί. Να ζωγραφίζει. Χωρίς την ζωγραφική, δε ξέρει τι θα ‘κανε. Πίνακες αιώνια κρυμμένοι στο πατάρι, καβαλέτα και χρώματα στο υπόγειο, το κασετόφωνο με τη φωνή του Καζαντζίδη στην γκρι κασετούλα.

 

΄Κι αν δεν είσαι από τζάκι-λατρευτή μου αγάπη-δεν είναι ντροπή΄….

Σίγουρα δεν είναι ντροπή, μόνο που η ζωή που ήθελε πάντα να κάνει, η ζωή των μποέμ, δεν της βγήκε σε καλό.

Ήταν τόσο ανατρεπτική όσο και συντηρητική, τόσο άσπρο όσο και μαύρο, τόσο γέλιο όσο και κλάμα.

Η πόλη έσφυζε από ζωή. Μανάδες με καροτσάκια που από μέσα τους ξετρυπώναν χαμογελαστά μουτράκια, ηλικιωμένοι να λιάζονται στα παγκάκια στηριζόμενοι στα μπαστουνάκια τους με το βλέμμα τους στο κενό.

Σάμπως και το δικό της στο κενό δεν ήταν; Και τι κενό, ολόκενο και αυτή από πάνω να χάσκει προς τα που θα πέσει. Μπρος, πίσω, στο πλάι; Μια φορά, με τα μούτρα θα ‘ναι.

Προς το παρόν έπεσε πάνω σε μια μουσική μπάντα που έπαιζε Χατζιδάκι, σκαρφαλωμένη στην στημένη εξέδρα στην άκρη της πλατείας του Αγίου Γεωργίου.

Στ’ αυτιά της έφτανε μια γνώριμη μελωδία…
΄Με τ’ άσπρο μου μαντήλι
θα σ’ αποχαιρετήσω
και για να μου `ρθεις πίσω
στην εκκλησιά θα μπω.
Θ’ ανάψω το καντήλι
και το κερί θα σβήσω
τα μάτια μου θα κλείσω
και θα σ’ ονειρευτώ.
Γιατί είσαι λυπημένο
και δε μιλάς και συ
πουλί ταξιδεμένο
σε μακρινό νησί;
Είχα τα δυο σου χείλη
κρυφό της νύχτας αστέρι
μα το δικό μου αστέρι
μη παίρνεις από δω.
Σου χάρισα κοχύλι
να το κρατάς στο χέρι
ως τ’ άλλο καλοκαίρι
που θα σε ξαναδώ.΄
Πιο «άσπρο» καίγεσαι σκέφτηκε…

Η μπάντα έπαιζε όμορφα, μαγικά, μαγευτικά… Απέμεινε να τους κοιτάζει σα χαζή. Τα χέρια τους, τα βλέμματά τους, όλα προσηλωμένα στα θεϊκά όργανά τους, τα πόδια τους ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά σύμφωνα με τη θεσπέσια μουσική.

Απ’ το λήθαργο την έβγαλε η Σοφία που της φώναζε απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο.

-Αντιγόνη! Αντιγόνη μου! Εδώ! Τι κάνεις;;; καλημέρα, καλό μήνα! Καλή Πρωτομαγιά έλεγε σχεδόν ουρλιάζοντας και κουνώντας πέρα-δώθε ρυθμικά το χέρι της.

Ώστε Πρωτομαγιά ήτανε…. Ούτε που το ‘χε καταλάβει -εξάλλου ποιός έδινε σημασία πια στον χρόνο, στις μέρες, στις ώρες-. Μόνο σκόρπιες στιγμές η ζωή της.

Πού ‘σαι ρε πάλιο Φίφα της είπε χαριτολογώντας καθώς έπεφτε πάνω της αγκαλιάζοντάς την. Φορούσε πάντα το ίδιο άρωμα, DOLCE GABBANA με το κόκκινο καπάκι, κλασσική μυρωδιά, τριαντάφυλλο.

Το άρωμά της την ταξίδεψε με μιας σε γνώριμο κήπο, πατρογονικό. Τριαντάφυλλα φυτρώσαν εμπρός της, ζουμπούλια, πασχαλιές, νυχτολούλουδα. Τζιτζίκια ακούγονταν παντού -από πού ξεφυτρώσαν τόσα τζιτζίκια;- και ένα μικρό παιδί να τρέχει καταμεσής της ζεστής καλοκαιρινής ημέρας του Αυγούστου, ανάμεσα στις φρεσκοποτισμένες λεμονιές.

-Αντιγόνη μου, ξανάπε, ξύπνα βρέ! Χαθήκαμε, ούτε για ένα καφέ δε με παίρνεις τηλέφωνο, να βγούμε να τα πούμε όπως παλιά, θυμάσαι; Θυμάσαι στη δουλειά τι πλάκες κάναμε στον Κύριο Κώστα;;

Θυμάσαι που πληκτρολογούσαμε το 141 και του το συνδέαμε εσωτερικά ώσπου ερχόταν απορημένος λέγοντάς μας “τα τηλέφωνα μπερδευτήκανε! χτυπάει το τηλέφωνό μου, το σηκώνω και ακούω «στον επόμενο τόνο, η ώρα θα είναι, δώδεκα-και-πέντε-ακριβώς». Με το ζόρι κρατούσαμε τα γέλια μας, θυμάσαι;

Και βέβαια θυμάται, ήθελε να της πει, απλά η ζωή της, το κέφι της, όλα αυτά τα άφησε κάπου εκεί. Στα είκοσι πέντε της χρόνια. Τώρα πιά οδεύει στα πενήντα, δίχως προοπτική, δίχως ενδιαφέρον, δίχως εργασία.

[Οι εφήμεροι έρωτες την ζούσαν και τους ζούσε, της άρεσε δεν της άρεσε αυτή ήταν η ζωή της πιά].
-Τι κάνεις εσύ Σοφάκι, την ρώτησε. Πώς είσαι, ο Δαμιανός, τα παιδιά, όλοι καλά;

-Δεν τα ‘μαθες φαίνεται, της είπε, χώρισα.. Χώρισα Αντιγόνη μου πέρσι. Μετά από τις καλοκαιρινές μας διακοπές στη Σύρο, μου ανακοίνωσε με επίσημο και φτιαχτά περίλυπο ύφος ότι ήθελε να χωρίσουμε. Το διαζύγιο βγήκε «κοινή συναινέσει» κι έτσι όλα πήραν το δρόμο τους.

Όσο για τα παιδιά, η μικρή τελειώνει την Γ’ Λυκείου, άριστη μαθήτρια, θέλει να σπουδάσει Πληροφορική ο δε γιος σε λίγους μήνες τελειώνει το φανταρικό του. Εσύ; Τι κάνεις;

Αυτή…; Φάσκει κι αντιφάσκει, προχωράει με την όπισθεν, μεγαλώνει και βάφει τα μαλλιά της σκοτώνοντας τον χρόνο πάνω της.

Αυτή ατύχησε, δε στέριωσε πουθενά. Έπειτα από τη φυγή της από το πατρικό, ακολουθώντας τον Πέτρο, τον έρωτα της ζωής της -έτσι τουλάχιστον νόμιζε- και πηγαίνοντας στον Καναδά “να βρουν την τύχη τους” εκείνη δεν την σήκωσε το κλίμα, αρρώστησε, μαράζωσε και γύρισε στην Ελλάδα. Όσο για τον Πέτρο, ε, αυτός την βρήκε την τύχη του….

Έκτοτε η Αντιγόνη “αναζητά την τύχη της” σ’ όλους τους Πέτρους που συναντά.

Όλα αυτά ήθελε να της πει, αλλά τελικά της απάντησε πως “όλα βαίνουν καλώς’ χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο αμηχανίας.

Η Σοφία άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε το κινητό της και της ζήτησε το νούμερό της να της κάνει αναπάντητη.

Αποθήκευσέ το να μου τηλεφωνήσεις να βγούμε κάποια μέρα, να τα πούμε, να ξεσκάσουμε. Να πάμε στην παραλία για ουζάκια, ίσως να ρίξουμε και καμιά βουτιά. Τι πειράζει που ο χρόνος μας φόρτωσε κάποια κιλάκια παραπάνω; Το πολύ-πολύ να φοβηθούν τα ψάρια και να φύγουν, είπε σκασμένη στα γέλια.

-Αχ βρε παλιό Φίφα, απάντησε η Αντιγόνη… Εντάξει, θα βρεθούμε, στο υπόσχομαι και θα πάρουμε τα μπανιερά μας μαζί με τις αναμνήσεις μας, να χαθούμε στην Εθνική και να αφεθούμε σε κάποια ερημική παραλία, να ξετσιτσιδωθούμε πέρα από τα μάτια των πολλών, να ηρεμήσουμε κάτω από τον ζεστό ήλιο του Καλοκαιριού και μακριά από συνωστισμούς και τέτοια…
Έτσι λοιπόν τα ‘πανε, φιληθήκανε κι αποχαιρετισθήκανε υποσχόμενες να ξαναβρεθούνε.

Η μπάντα τώρα έπαιζε το θέμα από το “Η Αίθουσα του Θρόνου” . Ό,τι πρέπει ήταν, σαν ντύσιμό αποχαιρετιστήριας σκηνής από ταινία όπου Εκείνος φεύγει αφήνοντας Εκείνη μες την απόγνωση και τα δάκρυα.

Κοίταξε το ρολόι της, ήταν 11:15 π.μ. Μπήκε ν’ ανάψει ένα κερί στον Άγιο, κοίταξε τα “φιλαράκια της” όπως αποκαλούσε τους Αγίους, τους χαμογέλασε σαστισμένη καθώς την έλουζε η ματιά τους καίγοντάς της την πλάτη.

“Σύνελθε παιδί μου. Η ζωή που ζεις, δεν είναι η ζωή που σου αναλογεί. Άλλαξε, σώσε τον εαυτό σου”. Έτσι νόμισε ότι της είπαν, έριξε το κέρμα βιαστικά -κι εδώ βιαστικά-, άναψε τα κεριά της (τρία, ένα για τους ζώντες, ένα για τους κεκοιμημένους και ένα για όλους τους Αγίους που την ανέχονταν όλα αυτά τα χρόνια) και βγήκε από την πόρτα.

Κατέβηκε τα σκαλιά βουρκωμένη. Διέσχισε την πλατεία και άρχισε να ανηφορίζει την Οδό Φιλίας.

Θα αφηνόταν κοιτάζοντας βιτρίνες, είπε κι έτσι έκανε.

Ήταν ψηλός, μελαχρινός και της χαμογελούσε με νόημα παρόλο που ήταν αγκαζέ με την γυναίκα του, μια ώριμη καλοβαλμένη καθ’ όλα συμπαθητική και γλυκιά γυναικούλα.

Τι ζήταγε λοιπόν; Κοιτάζοντας την βιτρίνα η Αντιγόνη, έβλεπε τη μορφή του που καθρεφτίζονταν στο τζάμι.

Της έκλεισε το μάτι καθώς απομακρυνόντουσαν και χαθήκανε μέσα στο πλήθος.

“Περνάει ακόμα η μπογιά μου, σκέφτηκε κολακευμένη, αλλά…. σάμπως η ζωή της δεν είναι μια διαρκής μπογιά με τόσα χρώματα, καβαλέτα και καμβάδες;;;

Φτάνοντας σπίτι έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και πέταξε τα παπούτσια της στην άκρη του κρεβατιού. Έδωσε μια και σωριάστηκε σαν άδειο τσουβάλι. Απ’ έξω το μεγάφωνο του αυτοκινήτου διαλαλούσε την πραμάτειά του με μουσική υπόκρουση “Μάθε πρώτα ποιά είμ’ εγώ” της Σιδέρη.

Καστανόχωμα απ’ έξω σκέφτηκε και χώμα μέσα αυτή….

Έδωσε μια και σηκώθηκε. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε μια μπύρα και κατευθύνθηκε προς το υπόγειο. Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι έμεινε εκεί αποσβολωμένη μες το σκοτάδι για πέντε ολόκληρα λεπτά.

Πολύς χρόνος. Τόσος θα χρειάστηκε για να φάει ο κακός λύκος την κοκκινοσκουφίτσα και άλλος τόσος για να του ανοίξουν την κοιλιά σώζοντάς την.

Γεια σου ρε Αντιγόνη, μονολόγησε, γεια σου και στην υγειά σου και ευθύς σήκωσε το μπουκάλι αδειάζοντάς το μονομιάς επί τόπου…

Έτσι, απλά και βιαστικά, σαν τη ζωή της την μεθυσμένη και ανούσια, σαν τα καβαλέτα της που χάσκαν σαν γέρικα ξερά κλαδιά, σαν τα πινέλα της…., τις μπογιές της….

Σαν τους εφήμερους έρωτες, τους πρακτικά μίζερους που τελικά δεν της αρμόζαν αλλά που βιαστικά περνάγαν απ’ την ζωή της….

Η Ψυχή της όμως;;; Τόση βιασύνη πώς να την αντέξει;;

Για πρώτη φορά στη ζωή της, χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκε προς το παλιό μπαούλο του μπαμπά της. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα παλιά και ξεχασμένα αντικείμενά του, ώσπου τελικά το βρήκε. Παρόλα τα χρόνια που περάσανε, έστεκε εκεί αγέρωχο, χοντρό και τραχύ. Τόσο όσο χρειαζόταν για να το τυλίξει στη μουριά ο πατέρας και να φτιάξει αυτήν την υπέεεροχη κούνια των παιδικών χρόνων της που την πήγαινε στα ουράνια, στο άπειρο…

Και τώρα εκεί θα την πήγαινε αν δεν έσπαγε το σκοινί που τυλίχτηκε γύρω απ’ το δοκάρι του ταβανιού και γύρω απ’ το λαιμό της. Εκεί θα την πήγαινε, στα ουράνια, στο άπειρο….

Πέφτοντας ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος. Σωριασμένη στο πάτωμα με το σκοινί ένα μάτσο τριγύρω και πάνω της, έμεινε εκεί να κλαίει γοερά.

Ίσως τελικά η βιαστική ζωή της να σταμάτησε μαζί με το σπάσιμο του σάπιου σκοινιού.

Ίσως τελικά -ευτυχώς για κείνη- τώρα να αρχίζει η ζωή της….

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top