Διήγημα: “Οι όμορφοι άνθρωποι, όμορφα σιωπούν…”
Της Μαρίας Πέστροβα //
Στάθηκε μπροστά στην τεράστια σιδερένια αυλόπορτα αμήχανη. Πόσα χρόνια έλειπε; Δέκα; Δώδεκα; Ούτε που τα μετρούσε πια -το ίδιο κι ο πατέρας της που από τότε που την έδιωξε, ούτε ήθελε να την ξαναδεί, ούτε να την ακούσει-.
Χτυπώντας το σιδερένιο χεράκι άρχισε να γαβγίζει ο «Αρχοντας». Ήταν ο πρώτος που την κατάλαβε. Η ουρά του πηγαινοερχόταν μες την τρελή χαρά!
«Άρχοντα» του ψιθύρισε… «Αρχοντάκο», «εγώ είμαι…, ναι, ναι μάγκα μου, ναι» .
Ο κηπουρός ακούγοντας τα γαβγίσματα σήκωσε το κεφάλι του και έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένος. Όταν συνήλθε καλά- καλά, έτρεξε προς το σπίτι.
«Κυρία», είπε, «μία μοναχή είναι έξω από την πόρτα και περιμένει, τι να κάνω;»
Η ποδιά σωριάστηκε από την μέση στο πάτωμα λες και λύθηκε από μόνη της.
«Κόρη μου», πρόλαβε να φωνάξει προτού διανύσει τρέχοντας την τεράστια αυλή με τις πορτοκαλιές.
Ο άντρας της, μεγαλοτσιφλικάς της περιοχής, ισχυρός με την γνώμη του πάντα σεβαστή. Το χρήμα βλέπεις ‘κανόνιζε’ τα πάντα. Ένα διάστημα είχε κάνει και δήμαρχος. Τότε ήταν που συνέβη το ‘σκάνδαλο’. Βούιξε όλη η κοινωνία. Μαθητές της Γ’ Λυκείου ήταν, έφηβοι, σχεδόν παιδιά αλλά που μυαλό! Έβραζε το αίμα τους, κόχλαζε ώσπου χύθηκε και καήκαν όλοι. Μισοπεθαμένους και μισόγυμνους τους βρήκαν όλους στο αλσύλλιο, τίγκα στο μεθύσι και στο χασίσι, όλοι γόνοι ‘καλών οικογενειών’.
Αυτό ο πατέρας της, δεν της συγχώρησε ποτέ κι αυτός ήταν ο λόγος που την έδιωξε απ’ το σπίτι, μιας δια παντός.
Αλλά το αίμα νερό δε γίνεται κι αν γίνεται δεν πίνεται. ‘Ε, για να το λέει ο σοφός Λαός μας που έχει τραβήξει τόσα, κάτι παραπάνω θα ξέρει…
Το μοναστήρι την έστειλε να παραλάβει κάποια δέματα από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Η καρδιά της όμως ράγισε καθώς πατούσε ξανά το πόδι της εκεί. Εκεί από όπου είχε ορκιστεί ότι δε θα ξαναπατούσε όσο ζούσε ο πατέρας της.
“Κόρη μου”, φώναζε και ξαναφώναζε η μάνα της καθώς την αγκάλιαζε και την φιλούσε.
Έμειναν κάμποση ώρα αγκαλιασμένες καθώς τα δάκρυά τους δε στερεύαν με τίποτα.
«Κόπιασε», της είπε, «κόπιασε να πάμε στον ξενώνα». «Τι λαχτάρα ήταν αυτή; Τι έκπληξη μεγάλη;»
Στον ξενώνα…. Αυτή στον ξενώνα, λες κι ήταν ξένη… Για κάποιους βέβαια ήταν αλλά για την μάνα….
Αφού την τακτοποίησε γύρισε στο σπίτι. Τα μαντάτα είχαν φτάσει ήδη στα αυτιά του άντρα της -ρουφιάνοι άλλωστε μπόλικοι-. Εκείνος πηγαινοερχόταν νευρικά πάνω κάτω στη σάλα. Στο τέλος έδωσε μια και βγήκε από το σπίτι, ανέβηκε βιαστικά στο φορτηγάκι του και εξαφανίσθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατά το βουνό εκεί που πήγαινε πάντα όταν είχε τις μαύρες του. Γύρισε πίσω αφότου νύχτωσε. Ήθελε να σκεφτεί; Ήθελε να ξαναθυμηθεί; Ήθελε να ξεχάσει και δεν μπορούσε…
Έπεσε να κοιμηθεί χωρίς να βγάλει μιλιά. Στην γυναίκα του λέξη, κουβέντα, τίποτα απολύτως! Λες και γύρισε το χαμένο σκυλί της αυλής…
«Ανάποδε άνθρωπε» είπε από μέσα της, «ούτε να συγχωρήσεις μπορείς μα ούτε και ν’ αγαπήσεις»!!! Οι σχέσεις τους είχαν ψυχρανθεί από τότε που έδιωξε την κόρη του απ’ το σπίτι. Και να ‘φταιγε το καημένο… Ούτε χασίσι είχε καπνίσει, ούτε τίποτα. Το μόνο λάθος της ήταν που έμεινε εκεί, κοντά στην
κολλητή της να την βοηθήσει. Ούτε να διανοηθεί να την άφηνε μόνη της στο χάλι που ήταν. Αυτό πλήρωσε τελικά. Το χάλι της άλλης καθότι πέσαν «λυτοί και δεμένοι» να την βγάλουν απ’ την Ασφάλεια, άμεμπτη και αμόλυντη, πληρώνοντας τη νύφη αυτή, λόγω αγάπης, λόγω συμπόνιας, λόγω φιλίας.
Λέξη δεν είπε όμως…. Κουβέντα… Κιχ δεν έβγαλε…
Ας είναι…. Οι όμορφοι άνθρωποι, όμορφα σιωπούν…
Σαν ξημέρωσε έτρεξε να την βρει στον ξενώνα. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον.
Αντί αυτής βρήκε ένα σημείωμα με δυο αράδες.
«Φεύγω. Χάρηκα πολύ που σας είδα και είστε καλά. Θα προσεύχομαι για όλους μας…
Με Αγάπη Κυρίου
Αδελφή Θεοκτίστη»
Το σημείωμα έπεσε απ’ τα χέρια της καθώς την έπιασε ζαλάδα από την στεναχώρια.
Έκανε κι έναν κρότο… Πως ήταν δυνατόν, χαρτί πράμα να έκανε τόσο κρότο ή θα ‘ταν η ιδέα της…; Όπως και να ‘ταν, πάει, της ξανάφυγε…
Γυρνώντας το κεφάλι κατά την πόρτα, είδε κάτι γραμμένο στον παλιό καθρέφτη του ξενώνα. Πήγε κοντά και παρόλο που δεν είχε τα γυαλιά της μπόρεσε να διαβάσει τα γραφόμενα.
«Οι όμορφοι άνθρωποι, όμορφα σιωπούν»…