Fractal

Διήγημα: “Τότε που ματώναμε τα γόνατα”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

f6a

 

Πόσο γρήγορα κυλάνε αλήθεια τα χρόνια μας, η ζωή μας, τόσο γρήγορα που μήτε ο άνεμος δεν τη φτάνει κι αν ακόμα τη ζυγώσει, πάλι θα του ξεφύγει. Σαν τα γκρίζα συννεφάκια πάνω από τη θάλασσα που σεργιανάνε όλο τον κόσμο σε έναν περίπατο χωρίς τελειωμό, όπως οι μέλισσες ως ακούραστες εργάτριες που επίμονα συγκεντρώνουν το μέλι στις κυψέλες.

Οι λεμονιές στην αυλή, εγκλωβισμένες στα τετραγωνισμένα τσιμεντένια πεζούλια τους, θεριέψανε τόσο που ο παππούς αναγκαζόταν να φέρει τον Καζαμία για να συμβουλευτεί την σελίδα της Δεντροκομίας του μήνα. Μαζί με τον μικρό ελληνικό καφέ του στο στρογγυλό σιδερένιο “στυλ καφενείου” τραπεζάκι της αυλής, ρουφούσε και τις οδηγίες “περί των εποχιακών δέντρων”. Έπειτα σοβαρός-σοβαρός έπαιρνε το κλαδευτήρι και άρχιζε προσεκτικά να τις κορφολογεί. Μάρτιος γαρ…

”Έλα δω κορίτσι μου”, μου έλεγε, ”θα τα καταφέρεις να κόψεις τα νύχια μου;” ”Φυσικά παππού”, απαντούσα όλο χαρά και δώσ’ του αφοσίωση στο έργο μου.

Τον παππού δεν πρόλαβα να τον βοηθήσω στο ξύρισμα καθ’ ότι έφυγε ξαφνικά έπειτα από μια ολιγοήμερη αδιαθεσία. Το έργο αυτό το αναλάβανε άλλοι, πιο “καλλιτέχνες” από μένα. Όταν τον φέρανε δε μέσα στο έπιπλο και τον τοποθετήσανε στη μεγάλη σάλα με την τσέργα από κάτω, λες και είχαν γίνει ένα με τον τοίχο, από παντού ξεφυτρώσανε μαυροφορεμένες με τα μαντήλια τους λυτά ως άλλα αερικά που προσμέναν να απαγκιστρωθούν απ’ τα δεσμά τους.

Έπειτα, το πιάτο που σπάει -να σταματήσει το κακό-, η πομπή που φεύγει σα σε αρχαία τραγωδία, η πόρτα που κλείνει, τα παραθύρια που σφαλίζουν.

Είδες παππού μεγαλεία; Σίγουρα θα γελάς μαζί μας όπως γελούν και οι λεμονιές που άφησες πίσω… Έτσι γελά και η Ελένη, η αγαπημένη σου πρώτη θυγατέρα, περιμένοντάς σε στην φωτεινή πόρτα.

Καλώς όρισες πατέρα, είπε φορώντας ακόμα εκείνο το λευκό κορδελάκι, όπως στην παλιά φωτογραφία του κάδρου. Καλώς σε βρήκα κόρη μου… Σ’ αναζητούσα τόσα χρόνια έπειτα από την άτακτη φυγή σου αφήνοντας αυτήν εδώ την τρύπα στην καρδούλα μου. Την βλέπεις; Η δική σου είναι, όμως τώρα θα σ’ ακουμπήσω πάνω της και θα κλείσει. Μ’ αυτήν την τρύπα κυκλοφορούσα μια ζωή. Μόνο εγώ την ήξερα και το πουκάμισό μου. Α! Και ο άφιλτρος άσσος που σχεδόν μού ‘καιγε τα δάχτυλα. Ναι, η τρύπα και τα κιτρινισμένα νύχια, είναι δημιουργία σου.”

Οι λεμονιές τώρα ανθίζουνε τρελά όπως τρελά μεθυστικό είναι και τ’ άρωμά τους. Το να σκαρφαλώνω σ’ αυτές για μένα είναι παιχνιδάκι. Κρατιόμουν με τα χέρια απ’ τα κλαδιά, έριχνα το κεφάλι πίσω και έκανα μια μεγαλοπρεπέστατη κωλοτούμπα. Το χώμα στις ρίζες τους οικείο, ζωντανό, μου μιλάει λέγοντάς μου “με βλέπεις αλλά δε με ξέρεις πως νοιώθω με τόσα ζωύφια εντός μου, με τόση φασαρία στα σπλάχνα μου”.

Και βέβαια δε ξέρω, αλλά, όταν γίνω και ‘γώ χώμα σαν τον παππού, θα σου πω, ναι; Στο υπόσχομαι…

Με την μπάλα παρά πόδας να την κλωτσώ με δύναμη στον τοίχο της μάντρας επιβεβαιώνω για άλλη μια φορά το “αστέριωτο” του χαρακτήρος μου. Κοίτα να δεις, αν ήμουν αγόρι θα διέπρεπα, αλλά τώρα… Πρέπει; Δεν πρέπει; Αυτά τα πρέπει μας φάγανε και εν τέλει δεν ξέρω τι καταλάβαμε. Οι κανόνες εξ απ’ ανέκαθεν φέρναν μια τάξη στα πράγματα και γι’ αυτό μου αρέσανε, για να ‘χα την ευτυχία να τους καταπατώ.Με ματωμένα γόνατα ενηλικιώθηκα και πολύ το χάρηκα.

Τώρα οι λεμονιές “δέσαν” τους καρπούς τους. Σιγά-σιγά θα σχηματισθούν μικροσκοπικά κομπάκια, τα αυριανά λεμονάκια. Κάποια απ’ αυτά πέφτοντας χάμω τα έπαιρνα στα χέρια μου και μύριζα την θεϊκή τους ευωδία…

Έπαιρνα το ποδήλατο και σπινιάριζα ανάμεσά τους όλο καμάρι.Ήθελα να τις κάνω να ζηλέψουν.

Είδατε τι ξέρω; Δεν πιστεύω να ζηλέψατε; Ξέρω και σούζες, βάζω και χαρτονάκι στις ακτίνες… Αμέ! Και οι σαγιονάρες μονίμως στη σχάρα πίσω, αλάνι παιδί μου -μα εντελώς!-

Έτσι μεγάλωσα…

Φύτεμα: Από Οκτώβριο έως Νοέμβριο.

Λίπασμα: Χειμώνα.

Κλάδεμα: Από Φεβρουάριο έως Μάρτιο.

Πότισμα: Από Μάϊο έως Σεπτέμβριο.

 

Και αίματα…. Μπόλικα αίματα στα γόνατα…

 

(Αφιερωμένο στον παππού Παναγιώτη και την απολεσθείσα θυγατέρα του Ελένη)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top