Fractal

Διήγημα: «Εκείνη»

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

 

f1

 

 

Καθόταν αρκετή ώρα μπροστά στη βιτρίνα με τα γλυκίσματα χωρίς να ξέρει τι να πρωτοαγοράσει. Στον πάγκο τον περίμενε ήδη ένας αχνιστός μυρωδάτος ελληνικός καφές.

-Πέντε ντόνατς θα ήθελα παρακαλώ, τρία με γέμιση σοκολάτα, ένα με φράουλα και ένα με κεράσι!

Η πωλήτρια, γλυκιά γαλανομάτα, πάντα ευγενική με όλους, του χαμογέλασε μαζί με ένα “μάλιστα κύριε”, καθώς τα χεράκια της άρχισαν να πεταρίζουν παίρνοντας το σακουλάκι και την λαβίδα. Με επιδέξιο τρόπο έβαλε μέσα τα donats. Θυμήθηκε ξαφνικά το “εν τω τηγανίω μετέφερες τους κεφτέδες;” και του ξέφυγε ένα γελάκι.

-Γιατί γελάτε κύριε; τον ρώτησε όλο απορία η πωλήτρια και αυτός ως συνήθως ξεστόμισε αυτήν την ηλίθια δικαιολογία “κάτι θυμήθηκα…”.

Τι κάτι θυμήθηκες ρε βλάκα, πετάχτηκε η φωνή από μέσα του…

Ξύπνα επιτέλους. Ο κόσμος είναι άγριος για σένα και συ ζεις μες στο χιούμορ και την καλοσύνη! Βλάκα! Ε, βλάκα!

-Βλάκας είσαι και φαίνεσαι, είπε ελαφρώς δυνατά και σχεδόν όλοι γυρίσαν και τον κοιτούσαν στο fast food με απορία. Γύρευε τι θα σκεφτόντουσαν… Πάει, το ‘χασε αυτός, θα λένε.

Παίρνοντας το σακουλάκι με τα γλυκίσματα και καθώς περίμενε τα ρέστα από το δεκάευρω που έδωσε, η ματιά του είχε καρφωθεί στην βιτρίνα που μέσα της καθρεφτιζόταν ο δρόμος, τα αυτοκίνητα και οι περαστικοί που σταματούσαν για ένα γρήγορο γιατρικό κατά της πείνας.

Εκεί, μέσα απ’ τη βιτρίνα, είδε κι “εκείνη”… Μη ρωτάτε ποιά…

“Εκείνη”… Και εκστασιάστηκε… Εκεί τελείωσε η ανάσα του, εκεί τελείωσε η μνήμη του… όλη μέρα την σκεφτόταν, όπως ξαφνικά εμφανίσθηκε, έτσι ξαφνικά εξαφανίσθηκε… Τα μαύρα της μαλλιά πέφταν ολόισια και χυτά στους ώμους και την πλάτη της. Ταιριάζαν απόλυτα με τα μεγάλα μαύρα γυαλιά της και το δεξί της χέρι, ακουμπισμένο το μισό μέσα και το μισό έξω απ’ το παράθυρο του συνοδηγού. Όχι, δεν οδηγούσε αυτή, προφανώς απολάμβανε την διαδρομή. Το κατακόκκινο κραγιόν της, τόνιζε πιο πολύ το σχήμα των χειλιών της… Πώς κατάφερε να τα δει όλα αυτά αλήθεια… Δυο λεπτά εικόνα του ήταν αρκετή για να μοιάζει με αιωνιότητα.

Πετάχτηκε έξω σαν μαγεμένος αλλά το αυτοκίνητο ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και εξαφανίσθηκε ανάμεσα σε κορναρίσματα και πλήθος.

Είχε μείνει αποσβολωμένος να κοιτά προς την μεριά που έφευγε καθώς η πωλήτρια έτρεχε ξοπίσω του φωνάζοντας “κύριε! κύριε! τα ρέστα σας!”.

Μηχανικά άνοιξε την παλάμη του, πήρε τα κέρματα, είπε ένα “ευχαριστώ πολύ” που μόλις έβγαινε απ’ τα χείλη του και τα ‘ριξε στην τσέπη του.

Απ’ την τρύπα της φόδρας κατρακύλησε στο οδόστρωμα ένα πενηντάλεπτο. Ο ήχος του, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. “Ποιός είσαι συ που θα γυρίσει να σε δει τέτοια γυναίκα ρε τρόμπα;” αναρωτήθηκε καθώς έσκυψε να το πάρει από κάτω…

Η ώρα στο γραφείο δεν κυλούσε με τίποτα. Όλα του μοιάζανε βουνό. Δουλειές ρουτίνας δεν μπορούσε να τις βγάλει εις πέρας. Η σκέψη του, η ανάσα του, τα μάτια του, όλα του, δηλώναν “εκείνη”…

Γύρισε στο σπίτι μουδιασμένος. Ούτε το κρύο ντους δεν τον συνέφερε.

“Τι μάτια να ‘χει άραγε; Τι χρώμα; Τι σχήμα;” Τα μαύρα της γυαλιά, του κρύβαν τις απαντήσεις όλες. Για το μόνο που μπορούσε να πάρει όρκο, είναι η ελαφριά μελαγχολία που την διέκρινε. Ναι, πράγματι, δεν έκανε λάθος. Το χέρι της, όπως έπεφτε στην πόρτα του αυτοκινήτου, το ελαφρώς γερμένο δεξιά κεφάλι της, η ακινησία του κεφαλιού της, τα μαλλιά της, όλα αυτά στα μάτια του δείχναν μια γοητευτική κατά τα άλλα μελαγχολική γυναίκα. Θα την ξανάβλεπε άραγε….;

Την επόμενη βδομάδα η εταιρεία όπου εργαζόταν τον έστειλε επαρχία. Έπρεπε να εποπτεύσει ένα μεγάλο αποχετευτικό έργο που ξεκίνησε στο Θέρμο και αυτό το είδε κάπως ανακουφιστικά ως μέσο να ξεφύγει από την μίζερη καθημερινότητά του. Ο σκύλος του βολευότανε. Ευτυχώς υπάρχει και ο Πέτρος, τι φιλαράκι θα ήταν αλήθεια;;;

Μαζί του πήρε δυο τρεις αλλαξιές και τα μάτια της.

Αλήθεια, τα μάτια της δεν τα ‘χε δει όμως τα ‘βλεπε νοερά, με την φαντασία του… Γαλάζια θα ‘ναι, σίγουρα, ναι, ναι, το δίχως άλλο με μακριές πυκνές βλεφαρίδες. Και το βλέμμα της, λάγνο, κάρβουνο αναμμένο.

Αυτά σκεφτόταν μέχρι που ξυπνούσε μέσα του ο άλλος του εαυτός λέγοντάς του “ρε συ, δεν πας καλά”!!

”Αλήθεια”, μονολογούσε, ”σίγουρα δεν πάω καλά” καθώς εκείνο το πρωινό κατευθυνόταν για την τοποθεσία που θα ξεκινούσε το έργο.

-Πρόσξε πιδί μ, θα μι πατεί΄ς, έβγαλε μια κραυγή η γιαγιάκα καθώς διέσχιζε κάθετα το οδόστρωμα!

-Ζαγάρ! Ντιπ μυαλό διν έχς; Κιόρι, ε κιόρι!

Μέχρι κι η γιαγιά το κατάλαβε. Το μυαλό του το ‘χασε από κείνο το πρωινό.

“Εκείνη”, ήρθε κι εγκαταστάθηκε βαθιά μέσα στο μυαλό του μη μπορώντας να ζήσει πλέον φυσιολογικά.

Η ζωή του για τρεις μήνες κυλούσε με πολύ κούραση. Πρωϊνότατο ξύπνημα κατά τις πέντε, αργά για ύπνο και ”εκείνη” χαλκομανία μπρος στα μάτια του. Έπειτα και αφού τελείωσε το έργο, γύρισε στην Αθήνα…

Από κεί και ύστερα, άρχισε η αναζήτησή της. Ναι, το ‘βαλε σκοπό, αν δεν την έβρισκε δεν είχε πια νόημα η ζωή του.

Κάθε μέρα που ξημέρωνε, κάθε λουλούδι που φύτρωνε, κάθε παιδί που γεννιόταν, συνέβαινε για κάποιο σκοπό που ο Μεγαλοδύναμος μόνο ήξερε.

Για κάθε συννεφάκι ορφανό, για κάθε πέτρα που κυλά, για κάθε μίζερη πράξη, για κάθε βαριά ανάσα, για κάθε πόνο, ποιός άραγε είναι ο φταίχτης και για πόσο;

Για πόσο ακόμα αλήθεια θα παιδεύεται…; Όχι. Απόφαση. Θα την βρει. Δεν πάει άλλο! Θα την βρει κι ας χαθεί!

Η τηλεόραση έπαιζε μια παλιά ελληνική ασπρόμαυρη ταινία. Πως λατρεύει αυτού του είδους τις ταινίες! Από μικρό παιδί, ιερή στιγμή η ταινία του Σαββατόβραδου κι αν ήταν και κωμωδία, ε, ακόμα καλύτερα!

Πήρε τα popcorn και την cocacola του και θρονιάστηκε στον καναπέ του.

Το τσιγάρο το ‘χε κόψει από κείνη την ημέρα που τον έπιασε ένας πόνος στο στήθος τόσο δυνατός που όλοι φοβηθήκανε το έμφραγμα. Αυτό ήταν αρκετό για να το παρατήσει μιας δια παντός.

Άπλωσε τα πόδια του στο χαμηλό καρεκλάκι που είχε κοντά στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο Χατζηχρήστος πηγαινοερχόταν νευρικά στο μπακάλικο του Δούκα. Ένα γελάκι ξέφυγε απ’ τα χείλη του. Της κακομοίρας…. Η ταινία δηλαδή, έτσι λεγόταν αλλά και στην καρδιά του, της κακομοίρας γινότανε.

Κατάλαβε τα μάτια του να τσούζουν. Ξαφνικά, χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας. Θεέ και Κύριε, περασμένες δέκα, τι θυμήθηκε πάλι ο Κλεάνθης από δίπλα… Καφέ, ζάχαρη, ουίσκυ; Τον μαλάκα κι αυτόν…. Δε θα βάλει ποτέ του μυαλό.

Σηκώθηκε βαριεστημένα, σχεδόν νυσταγμένα και σέρνοντας τα πόδια του έφτασε στην πόρτα. Κοιτάζοντας απ’ το ματάκι δεν κατάλαβε γνωστό άτομο. Διστακτικά άνοιξε έχοντας ακόμη σε χρήση το αλυσιδάκι από τον σύρτη ασφαλείας. Μόνο “εκείνη” δεν περίμενε να βρει έξω από την πόρτα του…

-Θα με αφήσεις πολύ να περιμένω ακόμα; τον ρώτησε και ένα χαμογελάκι σχηματίστηκε στα χείλη της.

Αυτός πια…, κοκαλωμένος…, στήλη άλατος….

Ξύπνα ρε ζαγάρι! του φώναζε κάποιος από μέσα του, έφτασε η “οπτασία” έως την πόρτα σου και συ ακόμα ξύνεσαι;

Τσακίσου άνοιξέ της!

Στρώσε το κόκκινο χαλί, όχι αυτό ρε βλάκα, το άλλο, της μάνας σου που σου τα ‘πρηζε όταν το λέρωνες, ναι, ναι αυτό!

Τώρα, υπόκλιση! Στις διαταγές σας μεγαλειοτάτη!

Χειροφίλημα α-πα-ραί-τη-το !!!! Τι ιππότης είσαι ρε σάχλα; Λύγισε την μέση σου! Πέσε στα πόδια της και πες της πόσο την έχεις ανάγκη. Την παρουσία της…, το χάδι της…, το φιλί της…, τα μάτια της….

Τα μάτια της… Αλήθεια, τι χρώμα έχουν τα μάτια της; Γαλανό στα σίγουρα, δε γίνεται, μελαχρινή με γαλανά μάτια…. Θεά… Θεέ μου, η θεά ήρθε σε μένα…

-Θα μου ανοίξεις ή να φύγω;;; τον ξαναρωτά.

Να φύγεις; Τώρα να φύγεις; Και ‘γώ τι θ’ απογίνω;; Να ‘ξερες πόσο έχω υποφέρει μόνο και μόνο με την θύμησή σου. Από κείνη την ημέρα έξω απ’ το fastfood μαζί με την ταχύτητα του αυτοκινήτου σου, έφυγε και το μέσα μου. Εξατμίστηκε. Χαντακώθηκε… Τσαλακώθηκε! Ήθελα να τρέξω ξοπίσω σου αλλά σίγουρα θα σκοτωνόμουν με τέτοια κίνηση. Έκτοτε, σε κυνηγώ στα όνειρά μου… Σε ψάχνω πίσω απ’ τα δέντρα, μέσα στις λίμνες, κάτω απ’ τα λουλούδια, πάνω απ’ τα σύννεφα.

Σε ψάχνω στα τέσσερα σημεία της γης… Στους δυο πόλους της και σ’ όλες τις ηπείρους. Τίποτα…, πουθενά….

-Τελικά;

-Τι τελικά την ρωτά;

-Να μπω ή να φύγω; τον ξαναρωτά.

-Να μπεις φυσικά, και πάνω που δίνει μια να φτάσει το συρτάκι της πόρτας, πιάνεται η παντόφλα του στο χαλί και σωριάζεται φαρδύς πλατύς χάμω.

Τα popcorn χυθήκαν στο πάτωμα και η cocacola πάνω στην πυτζάμα του.

Στην τηλεόραση, η Νέζερ με το φακιόλι στο κεφάλι τρέχει να καλέσει σε βοήθεια καθ’ ότι “κλέβουν” οι αγαπημένοι τις αγαπημένες τους.

Ώστε, όνειρο ήτανε… Κρίμα… Ούτε να ονειρευτώ σωστά δεν μπορώ, είπε από μέσα του και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα να αλλάξει τα ρούχα του…

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε βροχερή και θλιμμένη.

Η υγρασία τρύπωνε μέσα σου ώσπου να πιάσει κόκκαλο. Ποιος πάει στη δουλειά σκέφτηκε… Χίλιες φορές να με πλακώσει το πάπλωμα παρά ο βλάκας ο διευθυντής μου, αλλά, ας όψεται η ανάγκη. Τα έξοδα τρέχουν, οπότε πήρε των ομματιών του, καβάλησε την μηχανή του και ξεκίνησε για το Τεχνικό γραφείο όπου εργαζότανε.

-Τι θα θέλατε κύριε; Τον ρωτά η γνώριμη φυσιογνωμία του fastfood.

-Το σύνηθες μάτια μου, έναν ελληνικό μέτριο.

Η ματιά του περιεργαστική κι ανήσυχη. Λες; Λες να την ξαναδώ; Λες να ξαναπεράσει;

Η καρδιά του χτυπούσε τόσο μα τόσο δυνατά μόνο και μόνο με την σκέψη της.

-Δύο ευρώ κύριε, είπε η υπάλληλος ξυπνώντας τον. Πήρε τον καφέ ευχαριστώντας την, κοίταξε μηχανικά το κινητό του, πήρε τα κομμάτια του και βγήκε έξω. Η πόλη υγρή και παγωμένη. Οι ανάσες αχνίζανε τόσο πολύ που νόμιζες ότι όλοι ‘γίναν καπνιστές θεριακλήδες.

Στάθηκε μια στιγμούλα, ίσα να ρουφήξει μια γουλίτσα απ’ τον καφέ του.

Στο νου του ήρθε ξανά ΕΚΕΙΝΗ…

Εκεί στεκόταν όταν την πρωτοείδε. Εκεί, ανάμεσα στην ζαρντινιέρα με το ξεραμένο φυτό, την φωτεινή επιγραφή από πάνω του να αναβοσβήνει «DONATS 1 ευρώ» και την διαφημιστική τέντα κάποιας μάρκας παγωτού με ένα πιτσιρίκι να κρατά ένα λαχταριστό παγωτό χωνάκι.

Ξένος μεταξύ ξένων σε μια αφιλόξενη πόλη, μόνος μεταξύ μόνων.

Η μαύρη jaquar σταμάτησε μπροστά του με συνοδηγό ΕΚΕΙΝΗ.

Ο καφές γλίστρησε απ’ το χέρι του και πέφτοντας άτσαλα κάτω του λέρωσε τα πατζάκια του παντελονιού. Ένα «συγνώμη» του ξέφυγε απ’ το στόμα.

Συγνώμη… Αλήθεια από πού ζητά «συγνώμη»; Απ’ τον καφέ, απ’ την θεά τύχη, από ΕΚΕΙΝΗ;

Συγνώμη επανέλαβε πιο δυνατά, τόσο όσο να την κάνει να γυρίσει και να τον κοιτάξει.

Τα μαύρα πελώρια γυαλιά της σταθερή αξία στο πανέμορφο πρόσωπό της.

-Χριστέ μου, είπε από μέσα του, είναι υ-πέ-ρο-χη…

Έψαξε στην τσέπη του αγωνιωδώς να βρει ένα χαρτάκι για να της γράψει το τηλέφωνό του αλλά δεν υπήρχε τίποτα πέραν από ένα κουτάκι τσίκλες.

Δεν πειράζει, είπε, και γρήγορα-γρήγορα σημείωσε πάνω σ’ αυτό το κινητό του. Αφού πρόλαβε και το ‘γραψε, άπλωσε το χέρι του και της το πρότεινε.

-Κυρία, της είπε με τρεμάμενη φωνή, σας έπεσε αυτό…

ΕΚΕΙΝΗ καθόταν ατάραχη και τον κοιτούσε.

Τον κοιτούσε άραγε ή ήθελε να του δώσει μια μούντζα λέγοντάς του «άντε να χαθείς παλιό ηλίθιε;»

-Κυρία, ξεστόμισε ξανά, θέλω να σας μιλήσω…

Η φωνή του, έβγαινε δεν έβγαινε, το μήλο του Αδάμ στον λαιμό του, μηλιά έγινε ολάκερη και τον έπνιξε!

-Σε μένα απευθύνεσαι κύριε; Τον ρώτησε ΕΚΕΙΝΗ. Με γνωρίζετε;

-Όχι κυρία, δεν σας γνωρίζω, αλλά…., να…., θα ήθελα…., πώς να σας το πω….

-Κατάλαβα, του είπε ΕΚΕΙΝΗ βγάζοντάς τον απ’ το αδιέξοδο, θα θέλατε να μ’ ακούσετε! Μα, δεν είναι μακριά αν θα το θέλατε. Στο επόμενο τετράγωνο στρίψτε δεξιά και ανεβείτε στον τρίτο όροφο. Θα σας περιμένω!

«Θα σας περιμένω»….. Με περιμένει….

Τώρα μια λιποθυμιά θα ήταν ότι έπρεπε ή να άνοιγε η γη να τον κατάπινε ή να έπεφτε μια κοτρώνα στο κεφάλι του ή…..

-Σας περιμένω κύριε, ξανάπε η οπτασία καθώς έμπαινε ο οδηγός στο αυτοκίνητο κρατώντας μια νάϋλον σακουλίτσα γεμάτη μπισκότα και χυμούς.

Έτσι είπε και το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στρίβοντας στο επόμενο τετράγωνο δεξιά.

-Αλήθεια μού ‘πε, σκέφτηκε από μέσα του, άρα δεν με κορόιδεψε, άρα θέλει να με δει, άρα της αρέσω, άρα μ’ αγαπάει!

Δε σ’ αγαπάει ρε βλάκα, είπε η φωνή από μέσα του. Άκου σ’ αγαπάει….

Σε λυπήθηκε έτσι όπως ήσουν σαν κακομοιριασμένο γατί. Ούστ κοτζάμ άντρας δυο μέτρα!!! Φτού σου ρε! Σκούπισε τα σιρόπια από κάτω τώρα και τράβα να την βρεις εκεί που σού ‘πε. Χάνε! Ε χάνε!

Χάνος… Ναι, αυτό είμαι, ένας χάνος…

Σαν τον «Θωμά» από το «Ένας βλάκας και μισός» που όλοι τον εκμεταλλευόντουσαν και πιο πολύ η καλή του.

Σαν τον «Προκόπη» από το «Το γέλιο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» που πάσχιζε να γίνει αρεστός στην κόρη του Παπαγιαννόπουλου.

Σαν τον «Ζήκο» από το «Της κακομοίρας» που για να «ρίξει» την Φίφα του, έκοβε φλέβες ώσπου στο τέλος απ’ την πολύ λατρεία πήρε την μπουκάλα στο χέρι κι έφυγε.

Το κτίριο έγραφε «ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ».

Μπήκε στο ασανσέρ και ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Η καρδιά του πετάριζε. Που πας ρε Καραμήτρο;;;

Άνοιξε την μεγάλη πόρτα και βρέθηκε σε ένα αμφιθέατρο. Προχώρησε αμήχανα στο διάδρομο και πήγε και σωριάστηκε σε μια καρέκλα στην μέση της αίθουσας. Ε ρε γλέντια…

Που πας ωρέ γκιαούρη ξυπόλητος στ’ αγκάθια; Εδώ όλοι είναι κουστουμαρισμένοι και με τουαλέτες και συ είσαι σαν τον λιότση με τα κατακάθια απ’ τον χυμένο καφέ στα πατζάκια!

Το δυνατό χειροκρότημα τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Το κοινό είχε σηκωθεί όρθιο και επευφημούσε κάποιον. Μέσα στο χαμό ούτε έβλεπε, ούτε ήξερε για ποιο λόγο είχε μπει στην αίθουσα, δηλαδή ήξερε, αλλά δεν ήξερε τι θα επακολουθούσε.

Ο κύριος με το παπιγιόν πήρε το μικρόφωνο και με στεντόρια φωνή άρχιζε να λέει: «Είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσουμε πως απόψε είναι κοντά μας η διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης

Κα Έρη Παπαγιάννη την οποία και καλωσορίζουμε!»

Ώστε είναι διδάκτορας Πανεπιστημίου…

Πώς το λέει το τραγούδι; Εσύ ‘σαι αριστοκράτισσα και ‘γώ φτωχός μπατίρης; Ε, κάπως έτσι…

Αλλά, πού είναι; Δεν φαίνεται καθόλου! ‘Η εγώ κόντυνα ή εκείνη είναι αόρατη!

Α! Να ‘την! Η οπτασία… ΕΚΕΙΝΗ…!!!

Το αμαξίδιο το οδηγούσε το ίδιο παλικάρι που οδηγούσε πάντα το αυτοκίνητο. Τα γυαλιά που φορούσε, είναι τα ίδια γυαλιά που είχε όταν την πρωτοείδε.

Το χαμόγελο, είναι το ίδιο χαμόγελο που φώτιζε το σύμπαν από τότε που την γνώρισε.

Το μόνο που δεν είχε υπολογίσει ήταν το αναπηρικό αμαξίδιο…

Η καρδιά του κομματιάστηκε με μιας…

ΕΚΕΙΝΗ, η οπτασία, ανάπηρη…

Την καημένη, ψιθύρισε η γυναίκα δίπλα του, έπειτα απ’ το τροχαίο που είχε καθηλώθηκε αλλά δεν το ‘βαλε κάτω. Συνέχισε τις διαλέξεις της σα να μη συνέβαινε τίποτα!

Της κούνησε καταφατικά το κεφάλι κάνοντας πως ήξερε. Ξεράδια του. Τώρα πια κι αυτός από τρακάρισμα προέρχεται.

Θεέ μου, μονολόγησε, γιατί…;

Γιατί…

Αυτό το αιώνιο «γιατί;» που πάντα μπαίνει εμπόδιο όταν όλα έχουν πάρει το δρόμο τους.

‘Όταν τα πάντα συναινούν στο τέλειο, ξαφνικά ένα «γιατί» έρχεται και κάθεται πάνω στο «διότι» και το συνθλίβει… Αστερόσκονη το κάνει…. Ένα τίποτα το κάνει…

Σηκώθηκε αμήχανα και προσπέρασε προσεκτικά όσους κάθονταν στην ίδια σειρά καθισμάτων με εκείνον.

Δεν τον ένοιαζε να τον βλέπει να φεύγει ούτως ή άλλως, άδειο κορμί πια, μόλις που σέρνει τα βήματά του.

Στο ασανσέρ που κατέβαινε δεν άντεξε και τον ‘πιάσαν τα κλάματα.

Έλα, του ψιθύρισε η φωνούλα από μέσα του, μην κάνεις έτσι…, άντρας είσαι-φέρσου σαν άντρας.

Και τι είναι ο άντρας; Πέτρινος ή σιδερένιος;

Ο αέρας που φυσούσε βγαίνοντας απ’ το κτίριο τον συνέφερε λιγάκι.

Στάθηκε για μια στιγμή κάτω απ’ την τέντα του περιπτέρου σκεπτικός.

-Τι θέλει ο κύριος παρακαλώ;

-Ένα πακέτο τσιγάρα…

-Μάρκα;

-Δε με νοιάζει…, πιάσε ένα πακέτο ό,τι θες εσύ… Κι αναπτήρα!

-Δε μου φαίνεσαι για καπνιστής, του ‘πε ο περιπτεράς. Ντέρτια;

Τον κοίταξε με μια λυπημένη ματιά, πήρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, πλήρωσε κι έφυγε χωρίς κουβέντα.

Η νύχτα αυτή, είναι του φευγιού.

Η νύχτα αυτή, είναι του δικού του, του κατά δικού του θανάτου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top