Fractal

Αφήγημα: “Η φάρσα της γιαγιάς Μαρίας”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

 

f10

 

 

Ήταν κοντά ένας μήνας, που η γιαγιά Μαρία είχε πέσει σε κώμα. Το εφηβικό δωμάτιο είχε μετατραπεί σε νοσοκομειακή μονάδα. Η απαραίτητη ενδυμασία και τα σαμπό λείπανε και η ταμπέλα απ’ έξω να γράφει HOSPITAL, όλα τ’άλλα όμως στη θέση τους, σταθερά.

Η Στέλλα πηγαινοερχότανε νευρικά νιαουρίζοντας. Είχε χάσει το στέκι της, το κρεβάτι μου και την σόμπα της, τα πόδια μου.

Όταν βράδιαζε και καταλάβαινε ότι είχα πάει πια στο κρεβάτι, δεν έχανε ευκαιρία. Ερχόταν, με κοιτούσε επίμονα μέχρι να την ρωτήσω “τι θες;” και αυτή να μου απαντήσει “μιάου” με την βραχνή της φωνή που μόλις ακουγότανε, μισοκλείνοντας τα μάτια της και σπρώχνοντας τα ποδαράκια της, προς το μέρος μου και δειλά- δειλά έμπαινε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Κάποιες φορές η πονηρή ανέβαινε μέχρι το μαξιλάρι μου, αλλά αυτό της το ‘χα ξεκόψει!

Τώρα όμως τι; Τι να κάνει που έχασε την μανούλα της, διότι εγώ εξόριστη γαρ, κοιμόμουν στην σάλα στον καναπέ κοντά στο τζάκι, αφού στο κρεβάτι πια, ήταν η γιαγιά;

Οι τοίχοι του δωματίου γεμάτοι από αφίσες τραγουδιστών και ηθοποιών της εποχής. Κουκλάκια και καδράκια κεντημένα της μαμάς κρεμόντουσαν παντού. Τίποτα δεν αλλάχθηκε κι ας ήταν η γιαγιά, όπως ήταν.

Η γιαγιά Μαρία με σχεδόν νεκρικό χρώμα, με τις καφετιές κηλίδες στα χέρια της και την βαριά ανάσα της, κοίτονταν ακίνητη σαν σε πρόβα θανάτου πάνω σε ένα άκρως εφηβικό πορτοκαλοκίτρινο κρεββάτι και μέσα σε ένα χαρούμενο σουρεαλιστικό κλίμα.

Τα απογεύματα, αφού το ‘μαθε πια το σόι ότι “έμεινε” η θείτσα-Μαρίκα άρχισε και πηγαινοερχότανε στο σπίτι για να την δει, λίγο πριν το τέλος, σαν ένα μπάσιμο στα πιο δύσκολα.

Καθόντουσαν δίπλα της αφού πάντα υπήρχαν δυο-τρείς καρέκλες κει κοντά, την χάιδευαν, της μιλούσαν…

“Μαρίκ! Μόι Μαρίκ, ου γιάμ, Ελένη μόι, νούκου γκέγκε;”

Επιμονή κι αυτές, μπα σε καλό τους! Άμα καταλάβαινε δεν θα ‘ταν σαν τον θείο της Βλαχοπούλου που αναστήθηκε από την κάσα και τους πήρε όλους παραμάζωμα!

Η Στέλλα λοιπόν η καημένη, πηγαινοερχόταν σεινάμενη κουνάμενη με τόσο τζέρτζελο στο σπίτι. Μπλεκόταν στα πόδια των γηραιοτέρων που φημίζονται για τα φιλοζωικά τους αισθήματα (!) και τις τρόμαζε!

“Μόι, νι μάτσε!” φώναζαν σχεδόν ουρλιάζοντας!

Παρακαλώ πολύ! Η γάτα μας δεν είναι οποιαδήποτε “μάτσε”! Είναι η γάτα ΜΑΣ η χαϊδεμένη και έχει όνομα περί οπής! Την λένε Στέλλα και δεν κρατά μαχαίρι, πάει και τελείωσε! Προς τι ο φόβος λοιπόν;

Στο δωμάτιο λοιπόν που πια ήταν η γιαγιά, στο τοίχο ψηλά, υπήρχε μία τρύπα απ’ όπου παλιά περνούσαν μπουριά σόμπας και έβγαζε στο διπλανό πατάρι της αποθηκούλας. Η τρύπα δεν κλείστηκε ποτέ αλλά μπροστά της υπήρχε πια ένα κρεμασμένο κάδρο με την ομάδα του ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ όπου ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές ήταν κι ο μπαμπάς.

Στην αποθηκούλα αυτή λοιπόν, βάζαμε την Στέλλα μας όταν πια το λείψανο της γιαγιάς είχε γίνει ….ιερό προσκύνημα στην Αγία Ελεούσα! Μόνο ταμπλά με μαντολάτα και παστέλια δεν είχαμε έξω απ’ την πόρτα!

Το τζάκι έκαιγε όλες τις μέρες ακατάπαυστα για ζεστασιά όλων των θειάδων που καθόντουσαν τριγύρω αφού είχαν κάνει πια το καθιερωμένο …προσκύνημα! Έπειτα, αρχίζαν οι παραγγελιές! Καφεδάκι, πορτοκαλαδίτσα, νεράκι με κους κους μπόλικο, τόσο όσο να τις κάνει να ξεχάσουν τον λόγο της επισκέψεώς τους και να χαχανίζουν σαν δεσποινιδούλες. Τα προσωπάκια τους, γλυκά, ασπρούλικα και τώρα πια αναψοκοκκινισμένα από την πύρα του τζακιού.

Εκείνη την …θρυλική Μαρτιάτικη ημέρα είχε ένα διαβολεμένο ψοφόκρυο που σου πέφταν τα σαγόνια ή σού ‘κανε ένα λίφτιγκ μούρλια με τσίτα προσωπάκι και κοκαλωμένο χαμόγελο colgate και η Στέλλα εσώκλειστη στο παρθεναγωγείο της με νεράκι και φαγητό. Η καλύτερή της να πήγαινε να χουχουλιάσει σε κανά μάλλινο πανί και να ‘ριχνε τον υπνάκο της αλλά αυτή ακούγοντας τα σούρτα φέρτα μας, νιαούριζε η κουτσομπόλα θέλοντας να βγει.

Απ’ το δωμάτιο της γιαγιάς πρώτη βγήκε η θεία Θανασούλα, η αδελφή της, κατάχλωμη και μόλις που πρόλαβε να ψελλίσει τραυλίζοντας “ΤΟ ΚΑΔΡΟ… ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΤΟ ΚΑΔΡΟ !!!”

Ευτυχώς, άμα λιποθυμούσε επειδή προερχόμεθα όλες από ομάδα μπάσκετ και έχουμε κάποιο μπόι, θα προλαβαίναμε να την πιάναμε προτού σωριαστεί!

Η μάνα μου κατάλαβε. “Την ρουφιάνα την Στέλλα”, σκέφτηκε, “μπάφιασε τόσες ώρες μόνη της κλεισμένη στην αποθήκη” και προτού προλάβει να εξηγήσει το τι συνέβαινε, άρχισαν να πετάγονται οι γριές σαν τα κοτόπουλα απ’ το κοτέτσι όταν τα κυνηγά αλεπού! Από δω τα μισοφόρια, από κει τα μαντήλια, πιο πέρα τα χέρια.

“ΜΌΙ ΠΩ ΠΩ!!!! ΒΟΥΛΑΑΑΑ, ΒΟΥΛΑΑΑΑ, ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΔΡΟΟΟΟ ΜΕΣΑ!!!! ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΔΡΟΟΟΟΟ!!!!

Η μάνα μου αιφνιδιάστηκε, εμείς είχαμε ψοφήσει στα γέλια, αυτές σταυροκοπιόντουσαν και πιλαλάγαν σαν κατσίκια στον κάμπο! Ξεχάσαν πονεμένα γόνατα, ξεχάσαν πονεμένους γοφούς, ξεχάσαν και την θείτσα Μαρίκα αμανάτι μέσα! Ποιά θείτσα Μαρίκα; Βρε, όπου φύγει φύγει σου λέω!

Όταν ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε στο δωμάτιο, είχε μείνει η θεία Σταματίνα και η συμπεθέρα της γιαγιάς που σταυροκοπιόταν εν πλήρη κατάνυξη λέγοντας “ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΟΛΥ, ΚΑΝΤΕ ΛΙΓΗ ΗΣΥΧΙΑ. ΕΧΟΥΝ ΕΛΘΕΙ ΤΑ

ΑΓΓΕΛΑΚΙΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΟΥΛΑ ΤΗΣ” και δώσ’ του σταυροκόπημα!

Το κάδρο πηγαινοερχόταν όλο και πιο πολύ, αυτές εκστασιασμένες το κοιτούσαν σαν να ‘ταν εκκρεμές υπνωτισμού ώσπου κάποια στιγμή ακούγεται ένα ΓΔΟΥΠ! και πέφτει η Στέλλα στη βιβλιοθήκη που βρισκόταν κάτω απ’ το κάδρο!

Τύφλα να ‘χε η Γκρέτα Γκάρμπο… Άρχισε να κατεβαίνει νωχελικά όλο λίκνο και καμάρι τα ράφια της βιβλιοθήκης, ώσπου έπιασε έδαφος!

Η θεία Σταματίνα να ‘χει κατουρηθεί απ’ τα γέλια καθ’ ότι ήξερε γιατί είχε ρωτήσει την μάνα μου πριν μέρες για ποιό λόγο κουνιέται το κάδρο αλλά το κλου της βραδιάς ήταν “η συμπεθέρα κόκαλο”! Κρίμα, με μιας κατέρρευσε η θεωρία της περί “αγγέλων”, χώρια που αν την άκουγε η γιαγιά θα της έλεγε “τσ θοτ μόι ιμάρ΄”!!!

Η είδηση μαθεύτηκε γρήγορα και το χρώμα επανήλθε στα προσωπάκια των θειάδων… “Μόι, εγώ το ‘ξερα” έλεγε η μία στην άλλη αλλά το ότι σφουγγαρίζαμε το πάτωμα που γέμισε απ’ το φόβο τους, ούτε συζήτηση!

Έτσι λοιπόν η Στέλλα είχε μείνει στην ιστορία και που και που θυμόμασταν εκείνο το βράδυ και γελούσαμε.

Τελικά, μέσα στον πόνο κρύβεται το γέλιο και μέσα στη χαρά το δάκρυ. Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν μια φάρσα της γιαγιάς, που ήθελε να ελαφρύνει το βαρύ κλίμα του πένθους που θα ‘ρχόταν… Ίσως…

Μετά από λίγες μέρες, κοντά του Ευαγγελισμού, “έφυγε” κι η γιαγιά σε μια παρόμοια κρύα νύχτα, με το τζάκι να καίει και τους πολύ κοντινούς τριγύρω της… Η μόνη που έλειπε, ήταν η Στέλλα να μας έκανε να γελούσαμε με την κάθοδό της αλλά τώρα πια η κάθοδος ή μάλλον η άνοδος, ήταν αλληνής που μόνο τα γέλια δε χωρούσαν…

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top