Fractal

Διήγημα: “Πρόβες θανάτου”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

death

 

Έπρεπε να πάρει λίγο καθαρό αέρα γιατί μέσα στο γραφείο πνιγότανε. Πίσω από την σφικτή καθώς πρέπει γραβάτα η φιμωμένη του φωνή. Από το πρωί έως το βράδυ, πέντε φορές την εβδομάδα, η καθημερινότητά του ήταν μία ευθύνη και αντί για ευχαριστώ εισέπραττε αρνητικά και ειρωνικά σχόλια από τον διευθυντή του. Δεν του άρεσε το ένα, δεν του άρεσε το άλλο -ίσως τελικά να μην ήξερε κι αυτός τι ήθελε. Και να πεις ότι δεν πήγαινε καλά η εταιρεία; Κάθε άλλο! Οι πωλήσεις ανέβαιναν ραγδαία φέρνοντας πολλαπλάσιο κέρδος αλλά ο κος Τυραννίας πάντα ξεσπούσε με το παραμικρό πάνω του, αναίτια. Ανάποδος άνθρωπος. Γρουσούζης! Βγαίνοντας στο δρόμο έλυσε τον κόμπο της γραβάτας του, άναψε τσιγάρο έχοντας τον καφέ του στο ένα χέρι. Ούτε καφέ δεν τολμούσε να πιεί στο γραφείο. “Δουλεύουμε εδώ”, ούρλιαζε, “δεν τεμπελιάζουμε”! [[ ‘Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Άλλες προσβολές δε θα ανεχόταν. Ανέβηκε αποφασισμένος τα σκαλιά με αργό και σταθερό βήμα. Φτάνοντας στο λογιστήριο κατευθύνθηκε στην κλειστή διευθυντική πόρτα. Της έδωσε μια σπρωξιά ανοίγοντάς την διάπλατα. Ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός έσπασε την ατμόσφαιρα στα δυο. Στα δυο ή μάλλον στα τέσσερα ήταν και η ίδια του η ζωή εκεί μέσα. ]]

Κάπως έτσι ή έτσι ακριβώς σκέφτηκε κι ένα γελάκι ευχαρίστησης σκαρφάλωσε στα χείλη του. Τελειώνοντας το τσιγάρο πέταξε την γόπα παραπέρα. Ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ του, έσιαξε τον κόμπο της γραβάτας -ευτυχώς που του ‘χε μάθει ο πατέρας του να δένει γραβάτες- και πήρε το δρόμο για το γραφείο του. Το μυαλό του κουδούνιζε. Μπαίνοντας μέσα κι άλλος εξευτελισμός μπροστά στους συναδέλφους…. “Πού ‘σουνα βρε αχρείε; Ε; Χτυπάγαν τα τηλέφωνα ρε βλάκα! Βλάααακαααα!!!!” Αυτό το πράμα, να τον εξευτελίζει μπροστά στους συναδέλφους και δη στην Κατερίνα που την συμπαθούσε ιδιαιτέρως, ε, πάει πολύ… [[ Τον έπιασε απ’ τον λαιμό και χωρίς δεύτερη σκέψη έσφιξε τις παλάμες του τόσο δυνατά όσο για να τον στείλει από κει πού ‘ρθε. Οι συνάδελφοι είχαν παγώσει… Νεκρική σιωπή πλανούνταν πάνω από τα γραφεία, πάνω απ’ τα κεφάλια, πάνω από οτιδήποτε. Πήγαν να τον χειροκροτήσουν αλλά δεν έπρεπε…. Ο ήρωας-θύμα, ο ήρωας-θύτης.]] “Ήρωες και θύματα πάμε χέρι-χέρι όλα τα νομίσματα όλα έχουν δυο πλευρές” που λέει και η Δημητρούκα….

Πήγε και κάθισε στο γραφείο του σα δαρμένο σκυλί. Κόμποι ιδρώτα τρέχαν απ’ το μέτωπό του. Τους σκούπισε, ήπιε μια γουλιά νερό που με το ζόρι κατέβηκε από το λαιμό του. Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε κάμποσα τιμολόγια προς καταχώρηση. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά να ξεχάσει τον τύραννο. Ξεχνιέται αυτός;…… Όταν σχόλασε δεν πήρε το λεωφορείο. Ήθελε να περπατήσει, να σκεφτεί. Άναψε τσιγάρο, έλυσε τη γραβάτα βάζοντάς την στην τσέπη του και έβγαλε τα γυαλιά μυωπίας. Τα μάτια του τσούζανε οικτρά. Καλύτερα στην τύφλα μου, είπε, παρά να βλέπω τέτοιον κόσμο… Σκέτη απογοήτευση η εποχή μας ή είναι η ιδέα μου;;; Έπειτα από μια ώρα ποδαρόδρομου, έφτασε στο σπίτι του και έπεσε για ύπνο, όπως ήταν, με τα ρούχα. Την άλλη μέρα το πρωί, αφού πλύθηκε και ψιλοσουλούπωσε το κοστούμι του, ξανάβαλε τη γραβάτα του και έφυγε για το γραφείο. Φτάνοντας εκεί είδε κόσμο μαζεμένο. Τι να έγινε άραγε; Όταν έφτασε πιο κοντά, πάγωσε… Ο κος Τυραννίας, ο κος Γρουσούζης κείτονταν στο πάτωμα με ένα μαχαίρι πισόπλατα. Δεν είναι δυνατόν! Τόσα σχέδια είχε κάνει και του πήραν τη χαρά μέσα από τα χέρια! Τα φρένα του περιπολικού στρίγγλισαν απ’ έξω με την σειρήνα του να σταματά απότομα, φρενάροντας κι αυτή. Δύο νταγλαράδες κατέβηκαν από το περιπολικό και κατευθύνθηκαν προς την Κατερίνα. Αυτή δεν πρόβαλε αντίσταση. Το μόνο που ψέλλισε ήταν “τον αγαπούσα, αλλά με πρόδωσε….”. Κοίτα να δεις…. Τόσες πρόβες θανάτου και πήγαν χαμένες… Τελικά, για τίποτα δεν είμαι άξιος, σκέφτηκε καθώς πέταγε τη γραβάτα του στα σκουπίδια._

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top