Fractal

Διήγημα: “Ώρες”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

hours (1)

 

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, υπέροχη, φωτεινή, διάφανη σαν Παναγιά. Μια καλοκαιρινή ζεστή ημέρα.

Ζώστηκε το φαρδύ τζιν παντελόνι, σφήνωσε το πουκάμισο στο ύψος της ζώνης, έχωσε τα πόδια στις γαλότσες, έβαλε το αλά σομπρέρο ψάθινο καπέλο και βγήκε απ’ το σπίτι.

Να χαρώ εγώ κορδελίτσα, σκέφτηκε μειδιάζοντας καθώς την έκανε ένα φιογκάκι για να μην ανεμίζει και την ενοχλούσε.

Δε λέω, ντρεπόταν που ήταν γυναίκα, στεναχωριόταν που δεν έβαψε ποτέ τα νύχια της, που δεν έβαλε μια φορά κραγιόν, που τα δάχτυλά της είχαν βαθιές χαραγματιές σαν μαχαιριές και ήταν τραχιά στην αφή τους, αλλά έπρεπε… Αισθανόταν αμήχανα για το ντύσιμό της αλλά αυτό είχε μάθει από παιδί να κάνει καλά, να δουλεύει την γη και μ’ αυτό ζει πια την οικογένειά της οπότε εφόσον της αποφέρει τα απαραίτητα, γι’ αυτήν ήταν ευλογία.

Εδώ άλλοι πεινάνε, έλεγε και ξαναέλεγε από μέσα της, εγώ εδώ θα κωλώσω;

Έδωσε μια και ανέβηκε στο πορτοκαλί τρακτέρ, έκανε τον σταυρό της, χαμογέλασε στον Αγιούλη που τον είχε παρεούλα κολλημένο στο παρμπρίζ κλείνοντάς του το μάτι κατά το σύνηθές της.

«Τώρα τα δυό μας Άγιε Παπούλη μου. Ε; Θα πάνε όλα καλά και σήμερα.., ναι; Γεννηθήτω το θέλημά Του και σήμερα και αύριο και χθες!»

Το περιβόλι, στα περίχωρα της πόλης την χαιρέταγε από μακριά. «Κύριε Ελέησον, Κύριε Ελέησον, Κύριε Ελέησον, Κύριε Ελέησον, Κύριε Ελέησον….». Μέχρι να φτάσει στην πόρτα του έψελνε ό,τι τροπάριο της ερχόταν στο μυαλό μαζί με το Κύριε Ελέησον.

«Χαίρε Χρυσούλα! Τα μπρόκολα μετά σου!» μουρμούρισε σχεδόν φωναχτά μέσα από το κουβούκλιο του αγροτικού μηχανήματος αλλά ο θόρυβος από τη μηχανή ήταν τόσος πολύς που ούτε αυτή δεν άκουσε τη φωνή της ούτε και το γέλιο της με το αστείο.

«Πως δεν κουφάθηκα τόσα χρόνια μπρ μπρ μπρ με το τρακτέρ [ή μπας και κουφάθηκα;;]»

Το «Αλάνι» την πήρε πρέφα από μακριά. Σάμπως γινόταν κι αλλιώς; Και νεκρούς ανάσταινε στο διάβα της η Χρυσούλα με τέτοια φασαρία. Η εξάτμιση κάπνιζε σαν τσιμινιέρα!

– Να πάω να ανοίξω την ούτα να μην με πάρει η ώρα. Να ποτίσω καλά-καλά μη μου ξεραθούν τα φυτά… Καλοκαιράκι γαρ, ζέστη μπόλικη…

Της άρεσε που χανόταν μέσα στις αλέες με τα ζαρζαβατικά και τα λαχανικά καθώς τα πόδια της βουλιάζαν στο ζεστό και υγρό χώμα. Τι όμορφα που είναι, σκεφτόταν…

Κάτι τέτοιες στιγμές είναι «οι ώρες μου»… Οι στιγμές που έρχονται στο μυαλό άλλα πράγματα, εκτός περιβολιού και τειχών. Ήταν ο χώρος της…, το κομμάτι της ζωής της που της έδινε το έναυσμα να προχωρήσει παρακάτω, να σκεφτεί τα μελλούμενα, να βάλει μια τάξη στη ψυχή της.

«Οι ώρες», ήταν το ξεχείλισμα του όλου, του οποιουδήποτε όλου που την περιτύλιγε και την ασφυκτιούσε έως να κάνει μια συγκεκριμένη κίνηση απελευθέρωσης. Να βγάλει από την τσέπη του πουκάμισου το διπλωμένο χαρτί στα τέσσερα με το μικροσκοπικό μολύβι και να κάνει κατάθεση ψυχής, εκεί στην ερημιά, μακριά από γνωστούς και φίλους, αυτή και το νερό που κυλούσε ανάμεσα στα φυτά, αυτή και ο Θεός.

«Ώρες»: Οι στιγμές που παίρνει μορφή το μέσα σου, γεννιέται «κάτι» με σάρκα και οστά, δίνη που σε καταβροχθίζει για να σε ξεράσει εκ των υστέρων καταταλαιπωρημένο, γυμνό και πένη κάπου στο σύμπαν.

Ναι, τον φοβάται κάπου-κάπου τον κρυφό εαυτό της, γι’ αυτό εξάλλου και κρυφός. Τον εαυτό της και τους στίχους της -κρυφοί κι αυτοί-.

– Αλτ! Τις ει;;

– Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω. Στρατιώτης Βλήτος Ραπανάκης του Παντζαρίου και της Λαχανίδος!

Ε ρε τι σκέφτεται ο άνθρωπος ντάλα καλοκαίρι με τον ήλιο να χτυπάει κατακούτελα…

Το κολατσιό στη ρίζα της ελιάς λιτό. Ψωμί, ντοματούλα, τυράκι, ελίτσες και κρασί. Ευλογημένο δεν είναι κι αυτό; Και κρασί λοιπόν. Μπόλικο, να ευφρανθεί το μέσα μας…

«Καμ πούν» σκέφτηκε και έπειτα από το μισάωρο της ξεκούρασης στυλώθηκε ξανά στα πόδια της.

Μεσημέριασε πια. Ευτυχώς έχω μαγειρέψει για τα παιδιά, σκέφτηκε… Σαν θα ‘ρθουν πεινασμένα από το σχολείο θα τους περιμένει μια τιμημένη φασολάδα, όσο για μένα, μου αρκεί μια τηγανιτή μελιτζάνα με μια ντοματούλα στα τέσσερα και μπόλικο ψωμάκι με φετούλα.

Το βραδάκι σαν έφτασε την βρήκε να κάθεται στην αυλή χωμένη μες την πολυθρόνα της. Τα παιδιά είχαν αφοσιωθεί στο playstation και εκείνη την στιγμή απολάμβανε την ησυχία στο έπακρο. Κάτι τέτοιες στιγμές της λείπουν πολλοί και πολλά… Ποιούς και τι να πρωτοαριθμήσει, αριθμοί εξάλλου είμαστε όλοι μας. Τον άντρα της; Την μάνα της; Τον αδελφό της; Την φίλη της;

Τέτοιες ώρες, είναι «οι ώρες» της…

Δόξα τω Θεώ, μονολόγησε τελειώνοντας τη γουλιά από το ουζάκι πού ‘χε βάλει…

Αύριο θα ξημερώσει ο Θεός, κάτι καλύτερο για μας…

Όπως λέει και η Γερόντισα, «Τι ωραίο που είναι το Μυστήριο του Αύριο!!!»._

 

Αφιερωμένο σε όλες τις γυναίκες του μόχθου, παντός είδους. Σ’ αυτές που έζησα κι αγάπησα βλέποντάς τες να σκαλίζουν τη γη, να μαζεύουν τις ελιές και τις φιστικιές, να ασχολούνται με την κτηνοτροφία, απαρνούμενες πολλές φορές το φύλο τους.

Σ’ αυτήν την γυναίκα στην λαϊκή την περασμένη Τετάρτη που παρόλο που φώναζε σαν άντρας, μου εκμυστηρεύτηκε ότι όση φασαρία κάνει, άλλο τόσο αρνί είναι. «Μόνο μια φορά με νευρίασε κάποιος που του ‘δωσα μια μπουνιά και ήμουν και έγκυος» μου εκμυστηρεύτηκε γελώντας και «άμα ανέβω στο φορτηγό μού ‘ρχεται να τους πάρω όλους σβάρνα!».

Στην θεία Μίνα που βάλθηκε να ξεπουλήσει και που δεν ήθελε τίποτα άλλο όπως μου είπε παρά «Να πάω σπίτι, να τηγανίσω καμιά μελιτζάνα και να ανοίξω μια παγωμένη μπύρα!» Γειά σου θεία Μίνα! Μαζί σου και ‘γω!

Μαζί σας γενικώς… Να τους σβαρνίσω θέλω και ‘γω και είναι και μπόλικοι.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top