Fractal

Διήγημα: “Η διαδρομή”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

route-66-the-legend-road-13523_2

 

************* Το ξυπνητήρι και σήμερα χτύπησε στις 04:00. Τι συνήθειο κι αυτό, νισάφι πια, Σάββατο ξημέρωσε αλλά σήμερα έπρεπε να κάνει αυτές τις αναθεματισμένες τελευταίες εξετάσεις που έπειτα από την μικρή περιπέτεια της υγείας της, ήταν απαραίτητες. Αφού σηκώθηκε και έπλυνε τα δόντια της, βάφτηκε -όχι τίποτα σπουδαίο, λίγο μολύβι στα μάτια και ένα απαλό κραγιόν στα χείλη να μην πάει ούτε σα βαμπ, ούτε σαν πτώμα- ντύθηκε και πήρε από το προηγούμενο βράδυ την έτοιμη μπεζ τσάντα της. Για καφέ ούτε κουβέντα, αυτή η πολυτέλεια κατόπιν εξετάσεων -και τό΄χε τόσο ανάγκη…- Βγαίνοντας από το σπίτι την ερέθισε η πρωινή καλοκαιρινή δροσιά τόσο που αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το διαγνωστικό κι ας ήταν αρκετά μακριά. Δεν την ένοιαζε διόλου, απεναντίας έβγαλε το κομπολογάκι της από την τσάντα, έβαλε τα γυαλιά ηλίου και άρχισε να απολαμβάνει την διαδρομή βήμα-βήμα, αργά-αργά και απολαυστικά. Οι χρυσαφί φλατ γόβες της τονίζανε τις καλογραμμένες γάμπες της. Λογικό ήταν, με τόσα χρόνια αθλητισμό κι ας έχει γίνει σα γιουβαρλάκι πια…. Περπατούσε από τους παράδρομους αφουγκραζόμενη τους πρωινούς ήχους, ρουφώντας την πρωινή υγρασία, καταγράφοντας τις κατά τη διαδρομή εικόνες. Τα τιτιβίσματα των πουλιών, τα θροϊσματα των φύλλων στα κλαδιά των δέντρων, οι μακρινοί διάφοροι ήχοι της πόλης…

-Αν περπατούσα πριν είκοσι χρόνια θα άκουγα και βελάσματα, σκέφτηκε θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια… Επαρχιακή η πόλη βλέπεις, αγροτοκτηνοτροφική…

Μπαίνοντας στο διαγνωστικό καλημέρισε εγκάρδια την κοπέλα στη ρεσεψιόν. Αλήθεια, γιατί οι άνθρωποι δεν καλημερίζονται όπως παλιά; “Η καλημέρα είναι του Θεού”,

λέγαν οι παλαιότεροι, το πιστεύαν, το αισθανόντουσαν και την έλεγαν… Οπωσδήποτε! Σήμερα όμως; Πάρα πολλοί την προσπερνάνε, ούτε τον κόσμο στα μάτια δεν κοιτάνε πια, δε χαμογελούν, δε χαϊδεύουν, δε φιλούν, δεν αγαπούν. Αυτό είναι, σκέφτηκε, δεν αγαπούν… Αυτό που έλεγε και η Γερόντισσα Γαβριηλία “Όλα ξεκινούν και καταλήγουν στην Αγάπη” -ή μήπως δεν το είπε εκείνη; αλλά τι σημασία έχει, η ουσία είναι αυτή, ότι στερούμεθα Αγάπης, είναι πια γεγονός-.

Έδωσε το παραπεμπτικό των εξετάσεων και περίμενε υπομονετικά στο σαλονάκι βγάζοντας το βιβλίο της μέχρι να την καλέσουν. Να περάσει η κυρία Ρούσσου παρακαλώ, ακούστηκε μια κοπέλα με τσιριχτή φωνή. Οι εξετάσεις γίνονται προληπτικά για να ησυχάσει το μέσα της έπειτα από την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας της. Παίρνοντας το ιστορικό της, της έδωσαν να πιεί ένα σκεύασμα που της έφερε αναγούλα. “Η Μαρίτσα είναι δυνατή” είχε πει κάποτε η μαιευτήρας της, οπότε, ε, ας μην την απογοητεύσει και τώρα, έδωσε μια και τo ‘πιε άσπρο πάτο!

-Ξέρετε, της είπε η νοσηλεύτρια, θα παραμείνετε κανά τετράωρο! -Έχω προνοήσει μάτια μου, της απάντησε χαμογελώντας, πέραν του βιβλίου έχω φέρει αντίσκηνο και αντηλιακό!

Έπειτα από τα γέλια που ρίξανε, πήρε τα μπογαλάκια της και ξαναστρογγυλοκάθισε στο σαλονάκι. “Άνοιξε την τσάντα, έβγαλε το μικρό τσαντάκι, έκλεισε την τσάντα, άνοιξε το μικρό τσαντάκι”…., μα τι σκέφτομαι; (γελά από μέσα της) θα σαλτάρω τόσες ώρες εδώ, ευτυχώς που πήρα το βιβλίο και το κομπολογάκι μου για κανά ενδόμυχο “Κύριε Ελέησον”.

Κόσμος άρχισε να μαζεύεται στο ιατρικό κέντρο. Ηλικιωμένοι οι πιο πολλοί, κρατώντας το τσαντάκι με τα ούρα τους σαν τρόπαιο… [Έτσι θα γίνω και γω;;; Την κάτσαμε…]

Δεν μπορεί να βολευτεί στον καναπέ, μα τι άτσαλους που τους φτιάχνουνε !!! Το βλέμμα της έπεσε στο βάθος του διαδρόμου σ΄ αυτόν τον ηλικιωμένο άντρα που περίμενε υπομονετικά καθηλωμένος στο αναπηρικό καρότσι την κοπέλα που τον

φροντίζει. Η απέναντι από αυτόν κυρία ήταν πιο ανήσυχη. Τα μάτια της πηγαινοερχόντουσαν, τα χέρια της παίζανε νευρικά και ο ήχος της φωνής της στο τηλέφωνο ήταν γεμάτος άγχος… Ας βάλει ο Θεός το χέρι του για όλους μας… Ευτυχώς που υπάρχουν και οι φύλακες Άγγελοί μας, σκέφτηκε, ευτυχώς που υπάρχουν και οι Άγιοι κοντά μας που μεσολαβούν για μας τους ανεπρόκοπους.

“Άγιε μου τάδε, σε παρακαλώ, βάλε το χεράκι σου, κάνε τέλος πάντων ό,τι νομίζεις, ό,τι καταλαβαίνεις για τον δείνα. Άντε, θα πας να βοηθήσεις;; Σε παρακαλώ!! Μου χαμογελάς;; Και γω σου κλείνω το ματάκι!!!!”

Παναγιά μου, αν το κεφάλι μου είχε καμιά φωτεινή επιγραφή από νέον εξωθέν του και γραφότανε ό,τι σκεφτόμουνα θα με πήγαιναν κατευθείαν για το Δρομοκαϊτιο!!! Και τι θράσσος! Να μιλά στον Άγιο στον ενικό αντί να παρακαλά… Αίσχος!

Μάλιστα κύριοι ένορκοι, μάλιστα κύριοι δικαστές και αγαπητό ακροατήριο! Η μάρτυς ομιλεί εις τον ενικόν στους Αγίους, πράμα α-πα-ρά-δε-κτον και α-νε-πί-τρε-πτον!!! Φτου σας κυρία μου!

Φτου μου λοιπόν και μένα, αλλά δεν ξέρω άλλον τρόπο επικοινωνίας πέραν του άμεσου. από μικρή με μάθανε να μιλάω στον πληθυντικό και το έκανα με μεγάλη ευχαρίστηση… “Τι κάνετε”- “Πόσοι είμαστε;;;;” / “Θα περάσετε να με πάρετε;” – “Πόσοι θα περάσουμε;;” / “Τι θα φάτε σήμερα;;;” – “Πόσοι θα φάμε;;”

Όταν κατάλαβα οτι η πολύ ευγένειά μου φαινόταν σαν ηλιθιότητα, τον κατήργησα.

“Θά΄ρθεις; Πεινάς; Πονάς; Αγαπάς;” Τέλος! Αυτό αποφασίσθηκε προ πολλού! Στον Ενικό πια!

Οι νοσηλεύτριες πηγαινοερχόντουσαν νευρικά. Δύσκολη μέρα, πολύς κόσμος… Το μάτι της έπεσε στην πιτσιρίκα του μικροβιολογικού. Κοίτα να δεις τι ωραία φουστίτσα φοράει… Και πόσο την κολακεύει! Σε στυλ “Αλφα”, να εβαζάρει, από το πιό αγαπημένο στυλ φούστας της! Ριχτή και ώπου πάει!!! Όλα

να τα κρύβει και να διαγράφει ελάχιστα για τους πολλούς… Εξάλλου η ζωή της σε έναν δόθηκε που την “κατσαδιάζει” κάθε τόσο όταν κάνει αυτήν την κίνηση Αγάπης και Σεβασμού, σαν ένα ατελείωτο “ευχαριστώ που υπάρχεις στη ζωή μου”. Σε Έναν. Τον Μοναδικό Σύντροφό της, Συνοδοιπόρο της, Φίλο της, Εραστή της… [“Ο μπαμπάς μ΄αφησε σε καλά χέρια, έλεγε και ξανάλεγε, τα καλύτερα, πως να μην του φιλώ το χέρι…..”] Α! Και πρόσφατα τό΄κανε σε μια μικρή καρδούλα μες την ψυχή της. Δεν ήταν προμελετημένο, της βγήκε αυθόρμητα… Πουθενά αλλού. Τίποτα. Ποτέ… Και αυτή την κίνησή της την έχει κληρονομήσει και η κόρη της που ΟΥΔΕΠΟΤΕ την είδε να το κάνει… Όταν της πρωτοφίλησε το χέρι και της είπε “πόσο σ΄αγαπώ μανούλα” της ήρθε να πατήσει τα κλάμματα…

-Μη μου φιλάς το χέρι! Θα σε δούνε και θα σε προσβάλουνε! Θα πουν “κοίτα πόσο `υπό` την έχει”, “την κάνει ό,τι θέλει”! Δούλα κανονική, έλεγε και ξανάλεγε ο άντρας της. -Να κοιτάξουν τον εαυτόν τους και την οικογένειά τους πρώτα και έπειτα να κρίνουν. Στόμα έχω να μιλήσω -αν το θέλω-. Λογαριασμό δε δίνω σε κανέναν! Να παν να γαμηθούνε! (Ναι! Ναι! Ώρες-ώρες φουντώνουμε κιόλας!).

Εξάλλου ποιός θα κατευθύνει το μέσα της αλήθεια; Ποιός θα της πει ποιόν ν΄αγαπά και ποιόν να πονά, ποιόν να σκέφεται και για ποιόν να αγωνιά; Κανείς, μόνο αυτή πια! Στην ηλικία που βρίσκεται βλέποντας τους άλλους, διακρίνοντας το ποιόν τους, κρίνοντας από τις πράξεις τους, ε, μόνο αυτή πιά…

-Ελάτε κυρία Ρούσσου για την επόμενη εξέταση και είστε έτοιμη! Ουφ, ευτυχώς γιατί με είχε πιάσει υπνηλία από αυτό το ματζούνι, είπε από μέσα της… Αφού της πήραν αίμα για την τελευταία εξέταση, μάζεψε τα συμπράγαλά της και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Βγαίνοντας απ΄το διαγνωστικό, το πρωινό εξακολουθούσε να είναι ερωτικά όμορφο, μυρωδάτο και ήσυχο, με ελάχιστους θορύβους παρά το χρονικό διάστημα που πέρασε…

Έβγαλε το κομπολογάκι της, ξανάβαλε τα γυαλιά ηλίου, έριξε την τσάντα στον ώμο και ανηφόρισε για το σπίτι… Ωραίος περίπατος…., ωραία ώρα….. Μακάρι να μπορώ να περιπατώ όποτε θέλω, αλλά κάτι η δουλειά, κάτι τα παιδιά, κάτι όλα τ΄άλλα, που χρόνος τελικά…;

Στα χέρια της είχε δυό μικρά τραυμαπλάστ που κάλυπταν τις τρυπούλες από τις σύριγγες. Που βρίσκουν τόσο αίμα από ένα τόσο λιγοστό κορμί, είναι ν΄απορείς!

Λες να λιποθυμίσω και ποιός θα με βρει εδώ;;; Ε ρε ρεζιλίκια…. Θυμάται και απ΄τις εγκυμοσύνες της την κατάσταση της λιποθυμίας… Ανεξέλεγκτη και απρόσμενη! Και θηρίο νά΄σαι, σε πετά κάτω…

Περπατώντας διάλεγε ενστικτωδώς τους δρόμους. Όχι, από δω θα πάω…., ή καλύτερα να στρίψω από κει… Κουτσαίνει λίγο, το καταλαβαίνει, την πονά πια η μέση και το ισχίο αλλά δεν το βάζει εύκολα κάτω… Τόσα πράματα στο μυαλό της… Θυμήθηκε την παιδική της ηλικία -γιατί όσο μεγαλώνουμε αναπολούμε τα παλιά;;;- που έτρεχε με το ποδήλατό της σε αυτά τα τότε απαγορευτικά σημεία της πόλης. Τώρα, βάφεται, βάζει τ΄άρωμά της, φροντίζει παιδιά, άντρα, μάνα, σκύλο, οικογένεια γενικώς, βάζει ζελέ στα μαλλιά όταν την πιάνει η κρίση και τα κοντοκουρεύει “πάλι τα΄κοψες; αμάν πια!”, μαστορεύει, ζωγραφίζει, γράφει -την τύφλα της-, οδηγάει, μαγειρεύει, χαμογελά, γελά, χαιρετά, λυπάται. πονά, συμπονά…, πονά και συμπονά πιο πολύ από παλιά αλλά ώρες ώρες τα χέρια της είναι δεμένα και δεν μπορεί να προσφέρει όσα θέλει και λυπάται… Μελαγχολεί… πολύ όμως….τόσο πολύ που περνά αρκετός χρόνος να το ξεπεράσει κι ας χαμογελά, κι ας μην της φαίνεται που δεν έχει όρεξη να φάει -κι ας παροτρύνει άλλους-, που δεν μπορεί να μαστορέψει πια και έχει αφήσει το ραφάκι χωρίς βίδες σύνδεσης… Ε ρε και ακουμπήσει κανείς τίποτα πάνω του…. Καρουμπαλιασμένος θα βγει!!! Αλλά… τι να κάνει, δεν το ελέγχει… Γι΄αυτό έχει υιοθετήσει τώρα τελευταία τα γυαλιά ηλίου, για να κρύβεται. Παλιά όμως έκανε το αντίθετο. Έβγαζε τα γυαλιά μυωπίας, για να μη βλέπει και έτσι είχε την

ησυχία της… Πέραν του μέτρου, ομιχλώδες τοπίο, ορατότης μηδέν που λένε. Με μισό βαθμό μυωπίας πήγε στη δουλειά στα είκοσι της χρόνια και τώρα κοντά πενήντα βρέθηκε με τρεις βαθμούς μυωπία, αστιγματισμό, πρεσβυωπεία -που να μη σώσει κι αυτή μας προδίδει- και καταράκτη στον δεξιό οφθαλμό. Μάλιστα! Μάλιστα κύριοι, μεγαλώνουμε αλλά εγώ δε θα γεράσω ποτέ, σας το΄χω πει αλήθεια;;;

Ας στρίψουμε από δω που δείχνει πιο ήσυχα είπε, κι έκανε… Από ένα αυτοκίνητο που πέρασε δίπλα της την περιεργαζόντουσαν δυο κυρίες… Τι κοιτάνε κι αυτές τάχα; Κουτσομπόλες! Ρε μπας και φαίνονται οι σκέψεις μου;;; Τώρα σωθήκαμε κι οι έντεκα, που θα΄λεγε κι η πεθερά μου!

Θα τους φτιάξω σουτζουκάκια σήμερα, να χαθώ μέσα στον κιμά, το σκόρδο και το κύμινο και έπειτα θα χτυπήσω και μια μπύρα νά΄ρθω στα ίσα μου. Η ζωή είναι μικρούλα, πολύ μικρούλα, αλλά είναι όμορφη -που λέει και το Λενιώ μου-. Και πρέπει να ρουφάμε κάθε στιγμή σα νά΄ναι η τελευταία μας. Γιατί σήμερα υπάρχουμε, αύριο όμως….; Άντε, να ζεστάνει λίγο ο καιρός να τους πάω για κανά μπανάκι, όχι τίποτα ιδιαίτερο, εδώ κοντά κι ας μην είναι ιδιαίτερα καθαρά. Θα κάνω το σταυρό μου και θα κολυμπήσουμε. Εδώ, σταυρώνεις το μολυσμένο νερό και το πίνεις χωρίς να πάθεις τίποτα, η θάλασσα θα μας πτοήσει; Θυμάται την πρώτη φορά -πέρσυ- που πήγε για μπάνιο με τα πιτσιρίκια και τη μάνα της -απ΄έξω, μπάστακας, να φυλάει τα σύνορα- ώπου έκανε το σταυρό της και μπήκε να κολυμπήσει. Όλοι την κοιτούσαν αλλά δεν την έννοιαζε. Ξέρει που πατά πια. Ξέρει που πηγαίνει. Και το πρώτο της μπάνιο ήταν δίωρο. Ένας δίωρος ερωτικός χορός, αυτή και εκείνη που αγαπούσε από παιδί. Τι αγαπούσε!!! Τρέλα κανονική! Μακροβούτια, κολοτούμπες, ρόδες, κρόουλ ό, τι νάναι… και πάντα χωρίς μάσκα και με τα μάτια ανοιχτά. Ναι, πάντα με τα μάτια ανοιχτά σα να της λέει “πού΄σαι; δε σε βλέπω! σε ψάχνω, εδώ είμαι. ξανάρθα, ακους;; βέβαια, έχω κόψει πια τα μαλλιά μου, έχουν αλλάξει λίγο τα μυαλά μου, αλλά η καρδιά μου παραμένει ίδια…”

Κύριε Ελέησον τι σκέφτεται ο άνθρωπος σε μία διαδρομή!!!!

Φτάνοντας στο σπίτι και βγάζοντας τα κλειδιά, τα πιτσιρίκια ακουγόντουσαν απ΄τη βεράντα.

Η ομορφιά του να Υπάρχεις για κάποιους, να Υπάρχεις για κάτι δε ξεπληρώνεται με τίποτα και ευτυχώς για εκείνην, υπάρχουν πολλοί και πολλά που αξίζει τον κόπο να ζεις._

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top