Fractal

Διήγημα: “Γιατί η ζωή είναι γλυκιά”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

jks-life-so-sweet-slice

 

Η σαπουνάδα παχιά στο λευκό πήλινο σκεύος με την κόκκινη καρδούλα στο πλάι και το ξυράφι να περιμένει παραδίπλα. Ο καθρέφτης απέναντι, αντικατοπτρίζει τη φιγούρα. Μια στενάχωρη ηλικιωμένη φιγούρα όλο εκνευρισμό. Ώρες- ώρες του ρίχνει κάτι κλεφτές ματιές. “Πώς έγινα έτσι;” μονολογούσε κάθε τόσο όλο απορία καθώς το τρέμουλο στο κορμί του ερχότανε σαν κύματα, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, μάζευε, μάζευε, φούσκωνε μέχρι να σκάσει στην ακτή. Έπειτα ηρεμία. Έως το επόμενο κύμα. -Έλα τώρα, κούκλο θα σε κάνω! Θα σε κουρέψω κιόλας. Θες; Τα μαλλιά λιγοστά πια αλλά κάτι πρέπει να πει ως εμψύχωση. Δική του αλλά και δική της. Δε βαριέσαι, έλεγε από μέσα της, όλα λύνονται. -Αφού έμαθα να δουλεύω και το ξυράφι, η πρώτη μπαρμπέρισα έγινα, του ‘λεγε για να τον κάνει να γελάσει. “Αλάνι”. Έτσι τον έλεγε η Βιβή και γελούσε. “Πού ‘σαι αλάνι;” Όταν ήταν μικρότερη -μαζί με τις αδελφές της- του βάζανε κοκαλάκια στα μαλλιά και γελούσαν οι πονηρόφατσες. Αυτός καθόταν μειδιάζοντας, χωρίς αντίσταση καμαρωτός-καμαρωτός. Μέχρι και η γιαγιά γελούσε αλλά και τσαντιζόταν. “Τι κάνετε βρε στο θείο;;;” τις έλεγε μαλώνοντάς τες. Αλλά, σάμπως αν ζούσε, πάλι έτσι δε θα καθόταν; Πράος, χαλαρός, υπομονετικός. Στωικός. Αυτό ήταν. Στωικά προσπαθούσε να ξεπεράσει την ασθένειά του χωρίς να λείπουν οι κρίσεις νεύρων. “Πως μού ‘τυχε εμένα αυτό…..;” Πράγματι. Ύπουλα ήρθε, στα ξαφνικά. Εκεί που δεν το περίμενες, εκεί που όλα μοιάζανε γαλήνια και λες ότι πήραν το δρόμο τους, παφ!, κάτι τάραξε τα νερά. “Πως μού ‘ρθε εμένα αυτό….;” Μέχρι να το συνειδητοποιήσεις, σε κυρίεψε. Μέχρι να του ανοίξεις την πόρτα ήδη ήταν μέσα -από πού; ποιός ξέρει…-. Μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα σε κοίμησε.

Μέχρι να του στρώσεις το τραπέζι, έτρωγε το μέσα σου. Πρώτα το πόδι. Έπειτα το χέρι. Μετά το κεφάλι. Όλα δηλαδή…, τα πάντα… Σειόταν το σύμπαν ολόκληρο… -Τι σε νοιάζει; Μη του δίνεις σημασία… Χέσ’ το ρε παιδί μου! Τίποτα… [Γιατί κωφεύουν σαν μεγαλώνουν…;] [Γιατί δεν φιλοσοφούν τη ζωή όπως στα νιάτα τους…;] [Γιατί φοβούνται το γήρας…;] [Μήπως φοβούνται το “τέλος του έργου”…;] Γιατί η ζωή είναι γλυκιά, μού ‘παν πρόσφατα και ορθώς… Και ξύρισμα και κούρεμα και βόλτες και μπάνιο στη θάλασσα και ουζάκια και ποδόσφαιρο… Μπόλικο ποδόσφαιρο -στην τηλεόραση πια- καθ’ ότι παλαίμαχος του είδους. Μέχρι να σφυρίξει ο “Διαιτητής” τη λήξη. Μέχρι να φύγει ο κόσμος απ’ τις κερκίδες. Μέχρι να σβήσουν και τα φώτα… Με είχε πάρει και κάποιος τηλέφωνο μια μέρα και τον αναζητούσε για συνέντευξη -απέφευγε τα τελευταία χρόνια το σινάφι του γιατί του ‘ξύναν τις πληγές-. Και ο Γεραμάνης τον αναζήτησε… Έκτοτε μού ‘παν πως ήταν κάποιος Γλύκας -όνομα και πράμα-. Όταν του ‘πα ότι ο μπαμπάς είχε φύγει, είχε μείνει πάνω στο ακουστικό επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια “συγνώμη….δεν το ‘ξερα…., τι κρίμα… “. Κρίμα ξεκρίμα ποιός μπορεί να το κρίνει τελικώς…; Σαν έναν περίπατο είναι η ζωή… Μια διαδρομή στο δάσος διανύοντας όλες τις εποχές. Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνα… Μια διαδρομή σαν αυτή της κοκκινοσκουφίτσας, με ή χωρίς λύκο, με ή χωρίς γιαγιά. Όπως και να ‘χει, ένα μπορώ να πω με βεβαιότητα.

“Λύκε, δε σε φοβάμαι πια”._

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top