Fractal

Διήγημα: “Ο κυρ- Αντώνης”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

f1a

 

Άνοιξε το μαγαζί του στις έξι ακριβώς το πρωί, όπως το συνηθίζει σχεδόν πενήντα χρόνια τώρα. Το σπίτι του από πάνω, το ζαχαροπλαστείο από κάτω με ότι έχει μείνει ως ενθύμιο από τότε που το πρωτολειτούργησε, ένα παλιό παραθυρόφυλλο με την αμπάρα του και την παλιά πλάστιγα, τώρα πιa ντεκόρ του μαγαζιού, όπως μπαίνεις δεξιά. Ο πιο παλιός ζαχαροπλάστης της πόλης, μερακλής, καλοσυνάτος αλλά και φειδωλός ως προς τις πληροφορίες των συνταγών -τι; να μας πάρει άλλος την τέχνη του καταϊφιού;;- κατά τα άλλα συμπαθέστατος και χουβαρντάς.

Η σφουγγαρίστρα στενάζει στα χέρια του καθότι η πρώτη κίνησή του είναι να ανοίξει διάπλατα την γυάλινη πόρτα και ν’ αρχίσει την πρωινή καθαριότητα. Η αύρα του λιμανιού έφτανε ως μέσα σε σημείο να ονειρεύεσαι πιo πολύ ούζα στην παραλία παρά γλυκά ταψιού.

«ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ & ΣΙΑ Ο.Ε.» Στις βουλευτικές εκλογές η κόρη του είχε βάλει υποψηφιότητα με τον συνδυασμό των κεντρώων. Όσο συμπαθής ήταν ο κυρ Αντώνης τόσο αντιπαθής ήταν η Ευδοκία. Καλοαναθρεμμένη, χωρίς να της λείπει ποτέ τίποτα, κακόμαθε και εξελίχθηκε σε ξιπασμένη ψηλομύτα. Ψηλή, με μεγάλη λεκάνη και τροφαντά οπίσθια που ανεβοκατέβαιναν καθώς περπάταγε και μπούστο που ακούμπαγες μέχρι ταψί επάνω -γλυκού κατά προτίμηση- τώρα θέλει και τα μεγαλεία της Βουλής λες και έχουμε λίγους ανίκανους μέσα! Στην προεκλογική της περιοδεία έπεσε πολύ γέλιο… Έβαζε τις τουαλέτες τις που πνιγόντουσαν πάνω της, έβαζε όλα τα λαχούρια της σαν την λατέρνα του Αρμάου -το γύφτικο σκεπάρνι κατά τη γιαγιά μου- και έβγαινε στο σεργιάνι να μοιράζει φυλλάδια του “αγώνα της”. Το πιο μεγάλο γέλιο έπεσε το πρωί των εκλογών, όταν βρήκε το BMW της βαμμένο σαν πασχαλίτσα, κόκκινο με μαύρες βούλες και από κείνη την ημέρα την φωνάζανε «Ευδόκα η πασχαλίτσα»!!! Όταν πια βγήκαν τα αποτελέσματα όπου είχε πατώσει, ο κυρ Αντώνης από την στεναχώρια του δεν άνοιξε το μαγαζί του για τρείς μέρες -το τριήμερο του πανηγυριού που λέμε – .

Ο αδελφός της πάλι, άλλο πράμα παιδί. Της εκκλησίας, άξιος δίπλα στον πατέρα του, εργατικός και γλυκομίλητος, ο καλύτερος για γαμπρός στην περιοχή. Το μόνο κουσούρι του ήταν οτι τραύλιζε λίγο και οι πελάτες μέχρι να αγοράσουν τα γλυκά τους, ψοφάγανε στα γέλια…

-Τι τι τι τι τι τι τι τι θα θα θα θα θα θα θα ππππππάρε-ΤΕ;;;;;

Σαν τη θεια Σωτήρα, που όποτε τον έβλεπε τον πείραζε… Ρε Στράτο, του ‘λεγε, μέχρι να πεις σ’ αγαπώ θα σου φύγει η γκόμενα ρε….

Το παρκάκι απέναντι με την παιδική χαρά, τώρα που καλοκαίριασε για τα καλά, γέμισε παιδικές φωνούλες και ο κυρ Αντώνης γέμιζε έναν ταμπλά με κουλουράκια και πεταγόταν ίσαμε κει να φιλέψει τα μικρά.Τα προσωπάκια τους λάμπανε από χαρά όταν τον βλέπανε από μακριά και αρχίζανε να φωνάζουν ρυθμικά «κυρ Α-ντώ-νης, κυρ Α-ντώ-νης, κυρ Α-ντώ-νης, κυρ Α-ντώ-νης !!!»

Ο Αντωνάκης…., που από παραγιός στον μπάρμπα Μήτσο, τον πρώτο ιδιοκτήτη του ζαχαροπλαστείου, έγινε ο κυρ Αντώνης, ο άρχων της περιοχής. Αχάριστος δεν ήτανε. Θυμόταν πάντα τα λόγια της γιαγιάς του: «παιδίτσι μου, του ‘λεγε, ποτέ μη χέσεις στο πιάτο που τρως` και αυτός το έκανε σημαία στο κατάρτι του. Όταν ήρθε η ώρα να συνταξιοδοτηθεί ο μπαρμπα Μήτσος, άφησε στο πόδι του τον Αντωνάκη -καθ΄ότι ο γιός του έφυγε για την Τζέντα και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, μήτε γράμμα, μήτε γραφή. Έτσι, από την μια μέρα ως την άλλη, από Αντωνάκης έγινε Αντώνης. Από παραγιός, αφεντικό. Από τσιράκι, μάστορας της ζαχαροπλαστικής τέχνης. Μια ζωή μες στις μυρωδιές και στα σιρόπια…. Τα ρούχα του μύριζαν βανίλια, τα χέρια του μαχλέπι, τα μαλλιά του κανέλλα και το στόμα του γαρύφαλλο. Τι να την κάνει την κολόνια; Μοσχομύριζε ολάκερος!!! Ο άνθρωπος-μπακλαβάς!

Τις Κυριακές, έβγαζε τραπεζάκια έξω περιμένοντας το εκκλησίασμα να περάσει και να πάρει το γλυκό του. Η Ευδόκα κατέβαινε από το σπίτι αγουροξυπνημένη κι ας είχε πάει η ώρα έντεκα. Την βλέπανε μέσα στα λούσα της και τα τεράστια καπέλα της που έμοιαζαν σαν τέντα περιπτέρου και τους πέφταν τα πιρουνάκια απ’ τα πιατάκια! Γελούσαν αλλά και ντρεπόντουσαν για το “βλαστάρι” του ταλαίπωρου κυρ Αντώνη…

Όταν περνούσε δε ανάμεσα από τα τραπεζάκια κατευθυνόμενη προς το αυτοκίνητό της, τα πιτσιρίκια κάναν μπουρμπουλήθρες με τα καλαμάκια μέσα στα μπουκάλια των πορτοκαλάδων τους.

Μπουρ, μπουρ, μπουρ, μπουρ, μπουρ και η Ευδοκία το ‘χε πάρει χαμπάρι αλλά χοντρόπετση καθώς ήτανε, ούτε που την ένοιαζε…

Τώρα που εφηύρε και μια καινούργια συνταγή για γαλακτομπούρεκο ο κυρ Αντώνης, ήταν όλο χαρά, αλλά για να του πάρεις πληροφορίες περί αυτής, τσιμουδιά. Καλύτερα να του ‘παιρνες τη ζωή παρά να μαρτυρούσε τα μυστικά του. Είχε ένα μικρό κιτρινισμένο τετραδιάκι, γύρευε από πότε, αφού στο πίσω μέρος είχε τυπωμένη την προπαίδεια!, όλο σημειώσεις και δοσολογίες… Τρία μέρη ζάχαρη, τρία μέρη σιμιγδάλι, γάλα φρέσκο, βούτυρο αγελαδινό κλπ κλπ. Έχει διώξει βοηθούς και βοηθούς επειδή τον ρωτάγανε “τι δοσολογία θα βάλουμε στο καζάνι;”… Εκεί, είχε τον κάλο του. Και τι κάλο…. Τρίκαλο!!!

Κάθε πρωί, προτού ανοίξει το μαγαζί, έπαιρνε το φορτηγάκι του και έφευγε από τα άγρια χαράματα να φέρει το γάλα της ημέρας από τον συνεταιρισμό. Φρέσκο-φρέσκο και λαχταριστό!

Α, όλα κι όλα! Χαλάλι να του γίνει! Το γλυκό του, από τα καλύτερα της περιοχής -αν όχι το καλύτερο-, παραδοσιακά φτιαγμένο, με κόπο και μεράκι.

Μεγάλωσε γενεές και γενεές με τα γλυκά του ο Παπανικόλας. Ο παππούς αγόραζε πια για τον εγγονό και ο εγγονός για το παιδί του. Και αυτός, ο κυρ Αντώνης χαμογελούσε όλο ικανοποίηση…

Έτσι τον βρήκαν εκείνο το πρωινό, με ένα χαμόγελο ικανοποίησης καθώς είχε γείρει στον μαρμάρινο πάγκο του εργαστηρίου κρατώντας το γράδο στο ένα χέρι και στο άλλο την κουτάλα που ανακάτευε το σιρόπι. Το πάτωμα κόλλαγε από το ξεχειλισμένο από το πολύ βράσιμο σιρόπι και ο κυρ Αντώνης πέρασε στην αιωνιότητα έτσι απλά, ανώδυνα και μυρωδάτα.

Τον κλάψανε πολύ και πολλοί, ο καθένας για τον δικό του λόγο, μα πιο πολύ, τον έκλαψε η πιτσιρικαρία που ήξερε ότι πια δε θα έπαιρνε κουλουράκια από τον συμπαθέστατο κυρ Αντώνη. Τον παλιό μάστορα της ζαχαροπλαστικής που έφυγε ανήμερα της ημέρας που πρωτοπήρε το μαγαζί στα χέρια του και που έκανε πράξη σε όλη τη ζωή του τη συμβουλή της γιαγιάς του «παιδίτσι μου, ποτέ μη χέσεις στο πιάτο που τρως» και αυτός το έκανε σημαία στο κατάρτι του._

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top