Fractal

Ποίηση: “Περπατώντας στο δακτύλιο του Κρόνου ή Οι εξομολογήσεις ενός άνδρα από το City”

Της Μαρίας Πανούτσου // *

 

 

poetry_typewriter

 

α΄

Ενυπάρχω εν τη ύλη της σαφήνειας

και υπάρχω για να μαρτυρήσω.

Ένα δένδρο μακριά σ’ ένα φόντο δειλινού πάλλεται.

Τι θαυμαστό! Τι θαυμάσιο! Γύρω του αέρας

και κάπου μακριά

κάτι ευθείες από δένδρα και χρώματα του κόσμου.

Περπατώ στην λεωφόρο, γεμάτος αισιοδοξία

και μέθη για σένα που τυρρανικά υπακούεις

στην κλαυθμυρή γρηγοράδα του λόγου μου.

Το πρωί δεν προλαμβάνω

το ξύπνημά σου και τώρα που το φέρνω εικόνα

λίγο μένει η γεύση από το περπάτημά σου

και η οσμή του χώρου – μυρωδιά γιασεμιού.

Είναι καλύτερα που έφυγες τότε.

Θυμάμαι την ώρα και το σκηνικό αυτής της ώρας

που ντυμένη σ’ ένα πράσινο παλτό

άθλιο και αξιοπρεπές μαζί

με κοιτούσες και έκλαιγες.

Πώς είναι δυνατόν να κλαίνε οι άνθρωποι από ασχήμια!

Πάντα λέω ότι το σπίτι το ισόγειο

είναι αιτία και αιτιατόν

πολλών καταστροφών στην πόλη.

Υπαινιγμός για κάτι που φαίνεται εύκολο

και όμως δεν είναι παρά η δυσκολία στο να

υπάρχω εν τη ύλη της σαφήνειας.

 

 

 

 

β΄

 

Το φεγγάρι γυμνό γύρισε πίσω και κοίταξε τον άνδρα

που στεκόταν ψηλά στο παράθυρο.

Κρυφομιλούσε σκεφτικός

στην απέναντι όχθη σκεφτικός.

Κρίνα στην απέναντι πεταμένα.

Κράτα την πόρτα ανοιχτή

και το ασημένιο κάτω στο νερό, φαντάζει πιο ασημένιο

από την πλευρά του γεφυριού πιο ασημένιο πιο …………..

Οι δίπλες στην ύφανση, μη ξεγιελιέσαι

είναι από την ανυπομονησία που απλώνεται.

Στριφογύρισε το σώμα δυνατά.

Το φεγγάρι δεν είναι παρόν.

Τα ασημένια νερά της πόλης, έκλεψαν την παρουσία του.

Τώρα μονός θα μ’ αγκαλιάσεις και μόνος θ’ ανάβεις στο σώμα μου

ψηλά, γυμνός με τις παλάμες γεμάτες κύμινο και γιασεμιά.

 

 

γ΄

 

Είμαι βιαστική.

Δεν θα καθήσω.

Να! Είμαι εκεί στην γωνιά ορθή

κοιτώντας τη δύση του ήλιου.

Όταν ανοίξω την πόρτα, ο θόρυβος από τον όχλο που περνά

χαμηλά, στα βάθη αυτού του σπιτιού θα ρίξει μια ερώτηση

σαν ταχυδρομικό δέμα και θα φτάσει πριν από μένα

στον προορισμό του.

Έχω κατέβει τις σκάλες.

Οι ορδές θα με παρασύρουν και το φρένο της σύνεσής μου

θα προμεταΰστερα γεμίσει τις φλέβες μου με αίμα

κατάλληλο για επιβεβαίωση της προανάθεσης προτεραιότητας.

 

 

δ΄

 

Κύκλους γύρω από τα μάτια μου.

«Θα δημιουργήσεις κύκλους γύρω από τα μάτια σου», μου είπε.

Εγώ θα δημιουργήσω κύκλους γύρω από τα μάτια μου.

Είναι καλό έχει κάτι να πει.

Θέλω να δημιουργήσω κύκλους γύρω από τα μάτια μου.

 

 

ε΄

 

Μια μπρίζα, στο άλλο δωμάτιο

λίγο πιο σκούρο άσπρο από το άσπρο

του τοίχου, κράτησε σε ευθεία

το βλέμμα μου χθες που καθισμένη

απέναντι, έξι μέτρα ήταν, όπλισε το ενδιαφέρον μου

όταν γύρω φαινόντουσαν όλα αρκετά δύσκολα,

για να τα φέρω στο τέλος.

 

 

 

στ΄

 

Βαβέλ, ο Πύργος, ο Ίψεν

ο Προύστ, που ακόμη δεν γνωρίζω

το γεφύρι της Άρτας, ο Ασπρόπυργος

η σκέψη του Ναπολέοντα

η αλληλουχία.

 

 

 

ζ΄

 

Ευδιαθεσίες.

Φτάνει. Η ώρα τελείωσε.

Εκεί που πάμε ο ήλιος θυμίζει καφενείο, σχολείο, εκκλησία

σπίτι, φαγητό, ύπνο.

Όχι αστειεύτηκα. Αυτό έγινε χθες.

 

 

η΄

 

Πονέσανε είπανε αλλά ο κόσμος δεν άκουσε

ούτε είδε τον πόνο

στα μάτια τους

γι’ αυτό όλοι ήταν ευτυχείς.

Πρέπει να τιμωρήσω την μικρή Ελένη που κάθεται και κλαίει

επειδή δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.

 

 

θ΄

 

Σε είδα με πρόσωπο γεμάτο από το χαμόγελο σύμβαση

στην από τώρα και στο εξής μικρή ζωή μας

και την γλυκύτητα και την μανία

του χαμένου χρόνου της ελευθερίας.

Οι ταπεινοί πέφτουν νωρίς στο κρεββάτι

το πάπλωμα σωστά βαλμένο, κι’ εσύ πότε θα καταλάβεις;

Θέλω τη φυγή σου να δω να έρχεται.

Μακριά από τις αγάπες

το χάδι που σηκώνει τις τρίχες,

και το ιδρωμένο μουστάκι να μιλάει ήδη για ένα παρελθόν.

 

 

 

ι΄

 

ΑΠΤΕΙ ΟΠΛΗ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 

Όχι… δεν…

ούτε, εφόσον τότε….

…….. ίσως,

θα, ήταν…, αν και

Λυσιτελώ

πριν ο κόσμος δικός μου

Δεν άντεξα την αλλαγή σου να περπατάς με το κεφάλι κάτω.

Δεν ξέρω γιατί να με κοιτάς τόσο πνιχτά

και με το σώμα σου να τυραννάς την μοίρα, την κόκκινη χλαίνη.

Στον κάμπο με τα αγριολούλουδα που λιμοκτονούν τα της πολιτείας

και οι οσμές κυνηγούν τις πέρδικες και τα κεράσια πέφτουν σε

χαμόγελα και ερεθίζουν με αίμα, τότε εσύ να φύγεις για την πολιτεία

και να ξεχειμωνιάσεις εκεί.

Δεν θα χωρέσεις στις αναθυμιάσεις

από αδρά σπέρματα άλογου

και μουγκρητά φοράδας.

Εδώ η γης, μεγάλη και ο Θεός δεν σπαρταρά παρά για ηδονή.

Πριν ήταν πολύ νωρίς και τώρα ο κόσμος πολύ μεγάλος για να

τον σπρώξω να χαθεί.

 

 

ια΄

 

Κρυφός ο έρωτάς σου για μένα (κατ’ αρχάς).

Πρώτα, ο πόθος σου για ’κείνη.

 

 

 

ιβ΄

Κρυφακούω.

Λίμνες γαλάζιες και γκρι

και άσπρες και μπλε

και καφέ και κόκκινες και λιλά.

Να περπατάς πάνω στα χρώματα

και να λυγίζεις το κορμί

στο ρυθμό του αέρα που κατρακυλά.

Να πιτσιλάς τις όχθες της περιφέρειας, χτιστής από τις ανάγκες

μιας ζωής που θόλωσε πριν φύγει για μακρινό ξεκάθαρο παιχνίδι.

Στη χωματένια οσμή τα καλέσματα, να προσκυνάς και να ελπίζεις.

Η τρέλα θα μείνει μακριά μου γιατί πολύ αγάπησα την πύρινη

ζώνη στη μέση σου και τα λουλούδια χωμένα στον κόρφο σου

και τις ρόγες …

ανεβασμένες μέχρι το στόμα το αρσενικό, μέχρι το ποτήρι.

Θα πιεις στην υγειά μου και όλα θα ξαναρχίσουν από το μηδέν

σαν ένα καινούργιο μυρωδάτο τετράδιο με καθαρές γραμμές.

 

ιγ΄

Οι Μούμιες σαν τελική αφαίρεση της Ιωνικής μορφής

 

ιδ΄

 

Φτάσαμε στις ηλιοφώτιστες κυκλοθυμικές νύκτες

Δισταγμοί.

Κρυμμένοι ατσαλένιοι τί;

Καμπάνες ισχυροποιούν την ρουφηχτή μέρα.

Ζεσταίνομαι, τα μάγουλά μου δυό στρογγυλές χρυσές τρύπες.

Πόση ασφάλεια στο γενικό πλάνο των ανθρώπων!

Μακριά εγώ και εκεί τόσα γιατί.

Τί να τους πω, το στόμα μου δεν θέλω να ψευδίζει

ούτε να τους δώσω παλάμη μελένια

η ανάσα της ζωής ξεφεύγει από τα ποδοβολητά της πολιτείας που

γκρεμίζεται στα πνιχτά φώτα, αλλοπαρμένη για τις ημερήσιες

αναθυμιάσεις, μιας ενέργειας παραδεχτής στα νυφοπάζαρα της

αγοράς μιας δύσης, που υφίσταται άνευ της δικής μου

παραδοχής. Δυναμώνω την αγάπη μου για σένα, καρφώνω τα

νύχια μου στα δυό σου μάτια και σε διατάζω να με κρατήσεις.

Πρόσεχε, ήρθε ο καιρός που η φωνή μου ν’ ακουστεί αλαζονικά

στο οροπέδιο μιας νεφέλης πυργωτής.

 

 

ιε΄

 

Ρηχές ακρογιαλιές, δάκτυλα πού βγαίνουν από τα βότσαλα

Γιακάδες που σιδερώθηκαν πέρυσι και περιμένουν την νύχτα

παρέα μου, τα στάχυα να θεριέψουν.

Η χειρονομία βγήκε έξω από την συνάντηση

βγήκε έξω από τον λόγο.

Να βρέξει ο ουρανός και πάλι να στεγνώσει το δάκρυ.

Ήταν η μαύρη μπλούζα του αρχιπελάγου που με κράτησε και η

απόφασή μου έγινε όνειρο, όχι όνειρο που λέμε αμήχανα στο

κενό, συχνά χαμογελώντας μηχανικά, αλλά το όνειρο το βραδινό,

που έρχεται αυγή να σε ξυπνήσει, για να γλυτώσεις από το φευγιό

στον άλλο κόσμο.

 

 

 

ις΄

 

Ελευθερία

Όσοι με πληγώσανε μένουν στην απέναντι όχθη.

Εκεί θα πάω και εγώ.

 

 

ιζ΄

 

VIVRE POUR TOUJOUR

Τους ευνουχίσανε μια μέρα στα κρυφά

όλους μαζί στο ίδιο ταμπλό

Αυτοί και αυτοί.

Ο χρόνος ο σημερινός έχει γύρει

προς τα πίσω και η πράξη

αυτή καθ’ εαυτή σιγά – σιωπηλά τρώει σαν

ξεδοντιάρικο μωρό, το παξιμάδι

χωρίς όρεξη και με δήθεν σαβουάρ-βίβρ.

 

ιη΄

 

Δεν είμαι μόνη, κρυώνω αλλά δεν είμαι μόνη, η θλίψη στα πόδια μου

πιο τρυφερή από ποτέ και εγώ κρατώ το βιβλίο της Σαπφούς.

Δεν διαβάζω για τον έρωτα, αυτόν τον θάψαμε τελειωτικά την χρονιά

που οι τουλίπες βγήκαν μπλε αρζάν

Ναι, τότε που οι θάλασσες χάθηκαν από φόβο

για το χώμα που ματωμένο, έφτανε μέχρι τις παραλίες.

Και με βοή σιγουριάς, εισχώραγε στα υγρά μονοπάτια.

 

 

ιθ΄

 

Κρεμάστηκε

Δεν προετοίμασε κανέναν

για την απόφαση αυτήν που φάνηκε παράξενη και σιωπηλή συνάμα

αφού σιωπή γύρω σκόρπισε.

Οι πάντες στις Κερκυραϊκές μπάντες της Κυριακής

βρήκαν να ξεχάσουν την έκπληξη.

Δεν κάνω μνεία για κάποιον που κρεμάστηκε

Για την ανθρώπινη μοίρα που κτυπάει σε μορφή επανάληψης

μιλάω.

 

 

 

κ΄

 

Κάτι μου λέει πως δεν θα ξανανθίσουν οι μυρωδάτες

χνουδάτες παπαρούνες. Κλειστές θα μείνουν.

Μίσεψε το πράσινο ξερό φύλλο να στολίσει τον δρόμο

για το πρώτο έχε γειά. Βάψανε τους δρόμους κόκκινο

και το ασφαλτοστρωμένο ρυάκι, χέρσος τόπος έγινε περίπου

θύμηση από αγρό και βουκολικό μυθιστόρημα.

Θα ζωγραφίσω την άλλη μέρα τους τοίχους με μαύρο επίσης.

Κλείστε τα παράθυρα. Κτίστε τα.

Τούβλα στυλώθηκαν και όρθωσαν ναούς λατρείας. Ένα δάκτυλο να

βρισκόταν ελεύθερο να σταματήσει το τραίνο, που περνά έξω από της

Αττικής τα τείχη, και παραμυθέεται τον κόσμο, που γαλουχείται με

την ευθυγράμμιση του τζαμιού.

 

 

 

κα΄

 

Κριτική του εαυτού σου κάνεις, τί κοιτάς εμένα;

Δεν ανηφορίζω πλαγιές

σπαρμένες με δρεπανιστά στάχυα

ούτε πέλαγος μανιασμένο.

Τη φύση να φοβούμαι πιότερο από τις φοβερές ανθρωποφαγίες

που έχεις σκοπό να δικαιολογήσεις.

Δεν φοβάμαι παρά τα μάτια μου που αξεπέραστα τρελά

με καθηλώνουν σε πεδιάδες γεμάτες έντομα

που λυσσαλέα διαγράφουν την εξωτερική κατάσταση

που επηρεάζει ωσάν περίγυρος

την εσωτερική μου ευδαιμονία.

 

 

 

κβ΄

 

Τί να προσθέσεις σ’ ένα κόσμο

ορμαθός και λιβάνι.

Κρεάτινο μαντήλι στο κεφάλι.

Θέλετε να παραμερίσω την αγάπη για τον εαυτό μου;

Παιδιά τυλιγμένα σε όρους μετάνοιας

να μένουν βουβά και προσεχτικά

γιατί ο φόβος μεγάλος;

Δεν κατηφορίζω.

Γεννήθηκα μια μέρα που ο ουρανός γεμάτος άστρα

και ο κόσμος περίμενε έναν άνθρωπο.

Να μείνω στην μήτρα πιότερο δεν ήθελα η ζεστασιά της δεν μου

ήταν αρκετή, αγάπησα την ζεστασιά του κόσμου πιο πολύ και μένω

πιστή σ’ αυτόν.

Το βράδυ εκείνο που θολός ο ουρανός από το φως πάγωσα θυμάμαι

και ανατρίχιασα.

Ρόγες ερωτικές δεν γεύτηκα.

Δεν πρόφτασα το γάλα στη θηλή και το νερό στην χωματένια βρύση.

Τώρα θα περιμένω στην περατζάδα την γυναίκα με το μαύρο

πουλόβερ που ζητιανεύει τις λέξεις από το βιβλίο των ψαλμών, να

με γεμίσει ρόδα της αυγής, γιατί αυγή η μέρα που γεννήθηκα.

 

 

κγ΄

 

Τις κόκκινες παντιέρες ν’ ανεμίζουν έξω από το σπίτι

 

δεν μου ζήτησες να κρεμάσω;

Η Μάνα δεν ήθελε τον μόχθο της να δείξει.

Εγώ της έδωσα χαιρετίσματα,

όπως μου είπες. Θα θυμάμαι όσα μου έχεις πει.

Σε βλέπω, σκυφτός να κουβαλάς, τις νύχτες της μπερδεμένης μοναξιάς

μα μη ξεπέσεις να παρακαλάς με τ’ όνομά τους τα πράγματα.

 

Τί δρόμο έκανα

και εσύ,

να με ζητάς.

Συχνά ανοίγω το ζεστό νερό και στον αχνό του, με την ζεστασιά

της σκέψης σου, τον θάνατο ιδιοτροπώντας γλυκοβλέπω.

Γλυκέ μου, κρύψου στα βάθη μιας ελιάς, στον κόρφο μιας γιαγιάς

γριάς μιας βάβως, με μαντήλι και πανέρι, στις ψάθινες κρυψώνες,

τα καλοκαίρια κοντά στα ποτάμια τα ξερά στις βρύσες με τα

πλατάνια και τις αγριοτριανταφυλλιές, στα κόκκινα κεραμίδια

σαν γάτος, ναι σαν γάτος σε κεραμίδα καφτερή.

 

 

 

κδ΄

 

Βάλε το παλτό

ή φόρεσε την μάσκα

βγάλε το ρούχο από πάνω σου

ή

βγάλε τ’ ακουστικά

τίναξε τα μαλλιά

ράψε το ρούχο

ή κατέβα στις σκάλες

ή περπάτησε πέντε ώρες

κλάψε λίγο, καθάρισε τις σκόνες

το τζάμι

γύρνα να σε δω

γύρνα σ’ εκείνους

φέρε το γάλα κρύο, γεμάτο

ποτήρι

ή άνοιξε το μπουκάλι φάε μια ελιά δες το κύμα, ο βράχος

το θέατρο, ο Θεός, ο Αδάμ, το φίδι

Τίποτα περιττό.

 

κε΄

 

Δεν θέλω να μείνω με τις ευλογίες της απαντημένης ερώτησης

και της φιλολογίας την πίστη.

Την ανάταση της ζωής μυρίζομαι και με μπερδεύουν οι ήχοι.

Γυμνοί επαναστατούν και τον απαγορευμένο καρπό μασουλάνε.

Δεν θα μου κλείσεις τις κουρτίνες.

Οι Καρυάτιδες μου μίλησαν εχτές κουρασμένες

και με την ρόμπα ανοιχτή, λυπημένες και ανικανοποίητες.

 

 

 

κς΄

 

Της βδομάδας το χρώμα είναι κίτρινο.

Τις μέρες δεν θέλω να χρωματίσω, τις αφήνω να πετούν πλαγιαστές και

συρτές σε τούβλα κόκκινα, κρεμασμένες γιρλάντες και το πράσινο στον

τοίχο σαν από βελονιά ανθρώπινου χεριού. Δεν είμαι για να ζω παρά

για να φαντάζομαι τον κόσμο.

Η χαρά της φοβισμένης ώρας που γελά και περιμένει μακάρια

δεν είναι για μένα.

Η ψυχή μου με προδίδει και με πιάνουν στα πράσα να ζητώ την

αθανασία μέσα από την αγάπη. Δεν θέλω να είμαι μαζί σου μόνο να μ’

αγαπάς θέλω. Θα σε περιμένω με την σφιχτή ζώνη στην μέση που

ανεβάζει το στομάχι στα χείλη και τα λόγια γίνονται άρτος και αίμα.

 

 

κζ΄

 

Κρεολή γεννήθηκε στην βάρκα

με τις σκυμμένες γριές ν’ αγναντεύουν

τρεμούλιαζε το φώς στον κρυμμένο ουρανό

που θεαματικά ανείπωτος και ακίνητος

περίμενε, ξερή όχθη με σβησμένα λουλούδια, την αλλαγή

και λιγνά κουνούσε τα λιγοστά σύννεφα, νεφέλη εκείνης της νύχτας

Πιο κάτω χέρια απλωμένα καλούσαν την αγαπημένη λαοπλάνα βροχή

να ξεπλύνει την αλμύρα από τα χείλη του παιδιού, χείλη τσαμπιά.

Το φώς είθε να ’μενε και να στόλιζε μ’ αμφιβολίες την σκοτεινή σκέψη.

Κανείς δεν μίλησε για πορεία και λατρείες και για άλλα κοσμικά

μόνο οι γριές μακριά μα δεν φτάνανε στ’ αυτιά μας οι φωνές τους

και μπορετό δεν ήταν να φαντασθείς τους ήχους.

Έφταιγε η έλλειψη άσκησης και το θλιμμένο ύφος

που κρατά την ζωή μακριά;

Μη μιλάτε άλλο οι δικοί μας άνθρωποι κι’ ας φωνασκούν λέξεις φαρμακερές είναι ωραίοι.

Η λύπη πέρασε ξυστά στα παράθυρά τους και άφησε ίχνη.

Πανιά διάφορα μαζεύτηκαν, όγκος μεγάλος

και σκέπασε το δέρμα το γλυκό

και αυτό πλάγιαζε με πίστη ή με χωρίς πίστη διόλου

δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τί, σατραπικά θα ’λεγα,

στην ξένη αγκαλιά

και την ευωδιά του αέρα ρουφούσε μ’ ανοιχτά ρουθούνια

Τα μαλλιά μύριζαν πιο πολύ από την μυρωδιά της ώρας ολάκερης

και έγινε σιωπή.

 

 

κη΄

 

Ο Κρόνος πίστευσε τα άλογα

πού του ψιθύρισε ο Γύφτος

και το κρασί χύνει

και την καρέκλα τραβά ν’ αφήσει χώρο.

Δεν ήταν της χρονιάς αυτής η γεύση και ο μούστος

Η παλαβή γριά σταμάτησε

και το σταφύλι ζουπήχτηκε κάτω από το πέλμα του παιδιού

Ποιά χρονιά ήτανε, ποιά χρονιά!

Οι ρόδες δεν γυρίζανε, το κάρο δεν σταμάτησε κι αυτές

στριγκιές βιαζόντουσαν.

Απλωμένο πανί σκέπασε το σπίτι

Πάλι πίσω θα γυρίσει ο δείκτης και θα μας βρει όλους στην

αυλή και το γύφτο στο κέντρο.

 

 

 

κθ’

 

Ναι, το είδα το σημάδι.

Το κατάλαβα όπως εσύ καταλαβαίνεις τους αριθμούς που διαδέχονται ο ένας τον άλλο και ένοιωσα όπως όταν ο χρόνος περνά και χαϊδεύει τις ρίζες και τις άκρες των μαλλιών μου, όπως το κερί σκληραίνει και αντιστέκεται στην κοφτερή λεπίδα και εσύ να λες ότι το χτες έχει φτάσει στο τέλος και τώρα είναι στα πόδια μου και ανεβαίνει ολοταχώς προς το λαιμό μου.

Ρούφηξα την ανάβαση και κόμπιασα στα περάσματα μόνο που η ακοή μου έχει αφήσει κενό στο χώρο γύρω μου και τα νύχια μου έπεσαν σαν τα φύλλα του περασμένου φθινοπώρου τότε που χτύπησες το τζάμι με το κουκούτσι της ελιάς.

Μη μείνεις αλλά μη φύγεις.

Να πετάς ανάμεσα, δρασκελίζοντα τις μικρές χαρές και να ετοιμάζεσαι και για τις λύπες που ίσως μας βρουν πολύ κουρασμένους για να υπάρ-ξουν σαν λύπες πραγματικά.

 

λ’

 

Τις ορμές που δεν κατακράτησα, τις κυνήγησα με μαχαίρια, αργότερα τις φόρεσα κινέζικο καπέλο, τις μέρες εκείνες της μεγάλης νεροποντής, τις μέρες με τον ήλιο φωτεινό μέχρι δακρύων, τις μέρες με τις ομίχλες και τις βροντοφωνές που κατέβαιναν με τόσο πάθος. Στ’ αλήθεια πόσο σε κράτησα στην αγκαλιά μου. Θα μείνεις με μια εικόνα που δεν είναι δική μου μόνο ο ίσκιος μου όταν έμενα στις ανατολικές περιφέρειες και τα αστικά πεδία. Τώρα μακριά απ’ όλα, φορώντας γάντια και με μια τσουκνίδα στις άκρες των δύο δακτύλων. Τη φορώ στο πέτο στο σακάκι το γαλάζιο και το μαντήλι το άσπρο στο τσεπάκι το δεξί και το αριστερό μένει άδειο και ερωτηματικό. Τί θα κάνουμε τα χέρια μας. Άσεμνα αντιάζουν τις λέξεις που με κόπο και όνειρα μάθαμε. Την ανάμνηση του δειλινού θα αντιπαραθέσω και για επιδόρπιο θα γευτώ το πρώτο χρώμα του ουράνιου τόξου.

 

 

λα΄

 

Σαξοφωνικός ήχος στους λοβούς των αυτιών μου

στις λεπτές άσπρες τριχίτσες κοντοστέκεται.

Τζαζίστικα κουνήματα και πρόσωπα νοσταλγικά περιπλέκονται.

Μακρινοί απόκοσμοι άνδρες περνούν και φεύγουν.

Περαστικοί είναι δεν θα ξαναγυρίσουν. Το καυτό καλοκαίρι

άνθρωποι πεθαίνουν από θάνατο πολλών αποχρώσεων.

Να μείνουμε αιώνιοι στο σύμπαν βρικόλακες ενός πολιτισμού

πού να μας μοιάζει;

Ονειροπόλοι να περνάμε και να φεύγουμε

χαμογελαστοί ονειροπόλοι.

 

 

λβ’

 

Για χάρη της θεϊκής σκέψης θα χάσω την ανάσα για ζωή

και για χάρη σας θα σπαταλήσω την ομορφιά μου.

Δεν οραματίζομαι την πολιτεία

όπου άνθρωποι φωτεινοί και φωτεινοί

θα περπατούν ξεσκούφωτοι.

Την διαθήκη μου ν’ αφήσω στο είδος και να σφραγίσω με σιωπή

το γένος.

Λυπάμαι μόνο που πρέπει να μιλήσω για περασμένες εποχές.

Έχω παιδιά πού γνωρίζουν την μονιμότητα της τρυφερότητας

και σ’ αυτά θ’ αφήσω άνοιξη και φθινόπωρο.

Για μένα χειμώνα καλοκαίρι,

για τα οργιά που μέσα στο μυαλό μου θυμίζουν

για πάντα γαλεάγρα.

 

 

λγ’

 

Δεν γράφω για να στεφανώσω τις λάμψεις

Τις βρεγμένες μέρες θυμάμαι και τον ήχο τριβής της ρόδας

με την άσφαλτο

την γνωστή γλιστερή άσφαλτο της νεανικής ηλικίας.

Δεν μπορώ ν’ αγαπήσω τους ήχους πιότερο από τα

ίδια τα πράγματα. Ό,τι επιθυμήσω δεν είναι άξιο της εκτίμησης

και παραβγαίνω μαζί του στην ισοπέδωση.

 

 

* Η Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο, ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Έχει ταξιδεύσει για σπουδές και για συμμετοχή σε Διεθνή Φεστιβάλ θεάτρου, με το Θέατρο Τομή, στην Αγγλία, Σκωτία, Ρουμανία, Γεωργία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Κύπρο. Έζησε στην παιδική της ηλικία στο Ιρακ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Ξεκίνησε πολύ μικρή το χορό και το θέατρο και με την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά βραβεύτηκε με πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Σκηνοθεσίας, καλύτερης παράστασης, καλύτερης παρουσίασης νεοελληνικού έργου, βραβείο γυναικείου ρόλου και έπαινος ανδρικού. Τώρα μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Είναι απόφοιτος του Έκτου Γυμνασίου Θηλαίων. Διπλωματούχος της Σχολής Κλασσικού χορού Ε. Ζουρούδη. Διπλωματούχος της Επαγγελματικής σχολής Θεάτρου Αθηνών Εχει σπουδάσει στο GROTOWSKI LABORATORIUM στο Βρότσλαβ της Πολωνίας. Τελειόφοιτος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σπούδασε στο Open University OF London Humanities- Ανθρωπιστικές σπουδές , και συμπλήρωσε την μελέτη της για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία με την παρακολούθηση: Αθηναϊκή Δημοκρατία, 5ος αιώνας, στο Open University of London.

Παράλληλα με το θέατρο και η τέχνη η Μαρία Σκουλαρίκου – Πανούτσου έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ , SALUADER και ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ Η ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟ CITY που έχουν εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο ‘Η ΠΟΛΗ’ Μελέτησε Ζωγραφική και Αγιογραφία με τον ζωγράφο Δ. Πάλμα, και Κεραμική με τον γλύπτη Ν.Σκλαβενίτη.Ζωγραφίζει από το 1982 και χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά για τον σκοπό αυτόν. Δουλεύει τον πηλό κατασκευάζοντας έργα αποκλειστικά με το χέρι και όχι με τον τροχό. Με την Φωτογραφία και τις αρχές της κινηματογραφικής τέχνης, ασχολήθηκε την περίοδο 1980-90 όπου έγινε δεκτή και στο International Film school of London. Αυτήν την περίοδο ολοκληρώνει συλλογή παραμυθιών και την νέα ποιητική συλλογή με τίτλο ‘Η Πόλη’.

 Θέατρο – 2015-2016 Ως ηθοποιός βρίσκεται συνεχώς σε αναζήτηση των δυνατοτήτων της, άλλα και της τέχνης αυτής που υπηρετεί. Θέλει να συνταιριάσει την έρευνα και το λαϊκό στοιχείο, το αυθόρμητο και την μελέτη, στις παραστάσεις της από τώρα και μετά. Θα έδινα τον τίτλο: Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Ο ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ. Ξεκινά αυτήν την εργασία με την παράσταση, ‘ΑΣΠΡΟ ΦΩΣ ιστορίες έρωτα και αναρχίας'( Πρώτη παρουσίαση στο θέατρο Ελισσός, Ιανουάριος 2015) . Μερικές στιγμές από την δουλειά της:

1980 Σπουδές στο Grotowski Loboratorium στην Πολωνία . 1982 ίδρυση της εταιρείας ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΜΉ και συμμετοχή στο Φεστιβάλ Ιθάκης .Πρώτη μου δουλειά σκηνοθετική. Η παράσταση απέσπασε 6 βραβεία.

Συμμετοχή σε προγράμματα θεατρικής παιδείας στις ανδρικές φυλακές Κορυδαλλού 1984-86 Συμμετοχή μου το 1997 με την παράσταση ‘Ιστορία με τέλος’ στο Φεστιβάλ Γυναίκες Δημιουργοί των δύο Θαλασσών, UNESCO Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.

1999 Τρίτη εκδοχή της Αντιγόνης με τίτλο: ‘Η Λατρεία των Νεκρών’ Edinburgh fringe festival

και περιοδεία στην Ευρώπη. 2001 Διδασκαλία σε σεμινάριο, ‘Προσέγγιση στην Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας’ στο Πανεπιστήμιο Edinburgh University και Glasgow University.

2007-2014 A project in progress House of flesh by Yussuf Idris

Προσέγγιση του Αραβικού πολιτισμού με το έργο ενός από τους πιο σημαντικούς Άραβες λογοτέχνες.

 Για την περίοδο 2016-2017 Ολοκληρώνει συλλογή παραμυθιών και την νέα ποιητική συλλογή με τίτλο ‘Η Πόλη’.

 ‘Ιστορίες έρωτα και αναρχίας’ Κείμενα προφορικής παράδοσης από Ανατολή Δύση, Βορά και Νότο.

Αφηγήσεις για ενήλικες. Ιανουάριος 2015. Συνεργασία με τον μουσικό, Σταμάτη Δελλαπόρτα. Πρώτη παρουσίαση στο θέατρο ΕΙΛΙΣΣΟΣ 2015

Ξεκινά συνεργασία με τον σκηνοθέτη και δάσκαλο Σταμάτη Ευσταθίου με θέμα την Aπώλεια. Προετοιμασία θεατρικής παράστασης με τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, Σταμάτη Πολενάκη.

 PERFORMANCES THROUGHT DECADES

 A.PROJECT ‘Foyer’ 2009-2012 Μουσική παράσταση βασισμένη στο διήγημα του Yussuf idris ‘House of flesh’.Συνεργασία με την μουσικό και συνθέτρια, ΤΑΝΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ.

B.PROJECT Αντιγόνη 1997 – 2007 H ΔΕΚΑΧΡΟΝΗ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ

 C.PROJECT 2012-2017 Νίκα Μαρτοπούλου. Μαρτυρία της Δ. Μ Μιχαλακέα. Μάιος – Συνεργασία με την σοπράνο και performer ΒΙΒΙΑΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ.

 «Αυτό που μ’ ενδιαφέρει πρώτιστα στην τέχνη του Θεάτρου είναι η σχέση του ανθρώπου με αυτό που επιμελώς κρύβει βαθιά μέσα του και που εκφράζεται για λίγο σε κάποιες οριακές στιγμές, για να ξανακρυφτεί και πάλι πίσω από λόγια δισταχτικά και αδέξια σαν τ’αχνάρια ενός πληγωμένου ζώου πάνω στο χιόνι… Το Θέατρο μας δίνει, κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να μακρύνουμε το διάστημα αυτής της αποκάλυψης και στη συνέχεια να έρθουμε σε επαφή με τους συμπολίτες μας μέσα από αυτήν. Μια επαφή που μπορεί να θεωρηθεί, απαραίτητη» Έχει συνεργαστεί με τους, Σ. Τσιώλη, Ν. Αγγελίδη Σ. Θεοδωράκη στο σινεμά και δούλεψε στο ραδιόφωνο και τηλεόραση 1979 με 1989. Από το 1989 αφιερώθηκε στην θεατρική έρευνα και εκπαίδευση. Για την Μαρία Πανούτσου το Θέατρο, είναι ένας χώρος έρευνας των εκφραστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, χωρίς να αρνείται τον παιδαγωγικό, ψυχαγωγικό και θεραπευτικό του χαρακτήρα. Ιδιαίτερη αφοσίωση έδειξε στην μελέτη της κίνησης του σώματος, μαθητεύοντας σε διαφορετικές τεχνικές. Πιστεύει ότι η κίνηση του σώματος ολοκληρώνεται μόνο με τον έντεχνα εκφρασμένο λόγο. Από το 1992 χρησιμοποιεί εκτός του θεατρικού κειμένου, το ποιητικό, πεζογραφικό, δοκιμιακό κείμενο και με εφαλτήριο τον σύνθετο λόγο του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, συνεχίζει την αναζήτηση, της σχέσης λόγου, κίνησης, νοήματος, δημιουργώντας ένα δικό της θεατρικό κώδικα επικοινωνίας. Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της είναι η διδασκαλία που εκτός από λειτούργημα την θεωρεί μία ακόμη μορφή τέχνης. Την ενδιαφέρουν οι δύο ρόλοι που ενυπάρχουν στην διδασκαλία, του διδάσκοντος και του διδασκόμενου και βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση στην εναλλαγή αυτών των ρόλων.

Η μέθοδο της είναι ουσιαστικά, μια στάση απέναντι στο υλικό (μνήμη-κοινωνία) που συσσωρεύει καθημερινά ο άνθρωπος καλλιτέχνης, καθώς και ένας “τρόπος” εξάσκησης για την εφαρμογή μιας όσο γίνεται πιο προσωπικής έκφρασης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top