Fractal

Τρία ποιήματα

Της Μαρίας Πανούτσου //

 

 

f30d8e5825f65f273b3d59b629d48112

 

 

Αγώνας Άγονος

Στον Αγαπημένο που γυροφέρνει μέσα στην νύχτα

Το κοίταξες εκείνο το κουκούτσι/ που άφησα στο πέτο σου/

Σου είπε καλή μέρα και κύλησε στο πάτωμα/ την βλέπω την σκηνή/

δεν πρόλαβες ν ‘αγγίξεις / σκύβεις/ και μαζεύεις το φευγιό

Κατάλαβε το θα με χάσεις / θα χαθούμε / όπως κοιτάς αριστερά /

και ξαφνικά γυρνάς απ’ την άλλη/ και όλα έχουν αλλάξει /

Έχεις προσέξει πόση ησυχία υπάρχει /όταν κάποιος πεθαίνει/

Λες και η φύση ξεκουράζεται από τον παλμό ενός ακόμη ανθρώπου/

Μείνε λοιπόν λίγο κοντά μου/ ακόμη λίγο / ο χρόνος δεν μας φτάνει/

Έβαλα το σακάκι λοιπόν/ σωστά στην πολυθρόνα/ και δίπλωσα τα ρούχα τα δικά μου πριν ντυθώ / σαν νάθελα να μείνω εκεί για πάντα/ γυμνή και παγωμένη /με πεθυμιά μιας ζεστασιάς/τα δυο σου μπράτσα

Κοίταζα το πουκάμισο το άσπρο/ σου πηγαίνει /και η πλάτη/ θέλω να σε βλέπω έτσι / δεν είναι η παλμός στα μήνιγγα / είναι η ζώνη του παντελονιού σου /που μ’ αφήνεις να ξεζώσω/και εκείνη η ορμή που αρπάζει την νύχτα /και την σφίγγει μέχρι το αίμα να ροδίσει τις γωνιές του κορμιού/

Αφάνισες την ομορφιά μ ένα φιλί/ και στράγγιξες τα χείλια μου σαν αχιβάδα που άδειασε /και γύρισε στην θάλασσα / στολίδι από το παρελθόν/

Πόσο λίγη με βρίσκω/ καθώς η εικόνα μου μικραίνει τραγικά/ και χάνεται μέσα στις δυο μου παλάμες/ στον δρόμο / στο δρόμο / όλα για τον δρόμο /πριν χαθώ μέσα στα δυο σου μάτια /με το χρώμα του λυγμού / μικρό παιδί εσύ και εγώ/ ένα κάδρο

 

 

 

 

Όποια λέξη και να πλάσεις υπάρχει πριν από σένα

Tι έχεις να πεις γι’ αυτό;

 

she doesn’t like to be too uncomfortable, no

she doesn’t like to be too uncomfortable, no

she doesn’t like to be too uncomfortable

Charley Genever

 

Πλησίασε το καράβι στα ρηχά /μικρό, χαρούμενο

Η θάλασσα έγινε όπως τότε/ με Οδυσσέα και του άλλους

Ιθάκη, το νησί της προσμονής/της τύφλωσης

Το βλέπω το λαμπάκι στην ξύλινη κολώνα/

Μη με ρωτάς αν θέλω να έρθει/ ο ένας και μοναδικός/

Φτάνει/ας μείνουν άχτιστα τα σπίτια

Για θιάσους περαστικούς /το νερό λίγο και γλυφό\

Δεν έχω αυτιά για τα τραγούδια σου/

Πες μου για τον κόσμο που αγάπησα/ αν θα ξαναδώ

Εκείνη την παντοτινή ώρα/ που μπορείς να θυσιάσεις

Τον λόγο/ τον χρόνο/ την ίαση/ την ομορφιά / το πεπρωμένο/

Όταν βρέχει ακούω μόνο ότι πρέπει

Και το βουνό καθυστερεί τον ερχομό του ήλιου το χειμώνα

Όπως τα δένδρα ξεχειμωνιάζουν γέρνοντας έτσι και εγώ

Βυθίζομαι αντάρα με αντάρα/ το κορμί σε μοναστήρι άσκεπο

Δεν φτάνει το φως μέχρι εδώ / ούτε του ήλιου/ ούτε το φεγγάρι

Δεν φτάνει μέχρι εδώ /ούτε το όνειρο που έπλασες

Δεν φτάνει ούτε η φωνή / που μυρμηγκιάζει στον λαιμό

Μίχλα παντού/ και εκεί / το τέλος του δρόμου

 

 

 

 

Μήνυμα στον αέρα που φυσά / Σε ύφος προσωπικό ΙΙ

 

Στο δρόμο που με πήρε μοναχή

Δεν ξέρω πως αλήθεια

Βρήκα μια νέα μέσα μου ψυχή

κι όνειρα βρήκα πλήθια

Μαρία Πολυδούρη

Στον Τάσο,

 

……oι απώλειες αποξενωμένες

κι ένα κομμάτι της ζωής μου κρυμμένο συνεχίζει

την άγνωστη πορεία του/

και σε μένα άγνωστη

ειλικρινά/

γιατί δεν τα βάζω με το εαυτόν μου;

να βρει τον μάστορα του τελικά/

και έτσι το άγνωστο να γίνει γνωστό

κι πέρα από αυτό να προχωρήσω

δεν θέλω να μείνω πίσω/ με αναπάντητα ερωτήματα

αυτός πως έφτασε πιο γρήγορα από μένα/

να ξέρει άραγε γιατί τρέχει ; και εγώ που πάω;

το τέλος/ κοινός τόπος όλων

γιατί προσποιούμαι λοιπόν ότι πάω προς τα εκεί;

ότι όλα εκεί οδεύουν;

 

 

κατευθύνομαι στο πρώτο μπαρ/ είναι πρωί

οι δρόμοι γλιστεροί/ το μπαρ της γωνιάς

τα χρώματα της στιγμής/ πράσινο, γκρι καφέ και μαύρο/

αλήθεια γιατί όλα τα καλά μπαρ είναι γωνιακά;

μόλις έχει ανοίξει/ ένας νέος άνδρας με καλωσορίζει σιωπηλά

η πόρτα μένει μισάνοιχτη και φέρνει τον τσουληστό ήχο το δρόμου

ο νέος άνδρας κατευθύνεται προς το μπαρ

με ένα πανί περνάει όλη την επιφάνεια του πάγκου

που γυαλίζει έτσι και αλλιώς/ κάθομαι κοντά σ ένα παράθυρο, μονό κάθισμα μικρό τραπεζάκι/

ίσα ίσα με χωρά/ μου φέρνουν καφέ/ ένα κορίτσι ξανθό -τι πρωτότυπο – βάλανε κι’ ένα κομμάτι του ‘70 .. ο καφές αχνιστός και η κινήσεις του μπάρμαν σταθερές ρυθμικές/ αργές γενναιόδωρες καθώς ταχτοποιεί γύρω, με υπνωτίζουν

έξω ψιχαλίζει και ο ουρανός ανοιχτόχρωμος γκρι / με ένα φως υπερβολικά ισχυρό

κρυμμένος ο ήλιος κινείται κάτω από τα σύννεφα σαν να γλιστράει σε νερό με θέλει μαζί του – του λέω σταμάτα – δεν θέλω να πάω αλλού από εκεί που βρίσκομαι/

 

όμως οδεύω προς μια άλλη γραμμή/ με μια σημαία άγνωστη σε πολλούς λέγεται ..αφρονηνόηση.. και είναι μιας χώρας νέας/ μόλις δύο μηνών

έτσι ξεκίνησαν όλα

από μια μικρή οπή στον ουρανό/ τυχαία την εντόπισα

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top