Fractal

«Κάθε ιστορία μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Όπως οι γραμμές στην παλάμη μας»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«από τη μέση και κάτω» της Μαρίας Μήτσορα, εκδ. «Πατάκη», σελ. 132

 

μαρια μήτσορα

 

«Για μια τέλεια φράση θα έπεφτα στα γόνατα; Ερωτηματικά εισπνέοντας, θαυμαστικά εκπνέοντας, ψάχνω τη στιγμή».

 

b197018Έτσι αρχίζει το ομότιτλο διήγημα και αυτό ακριβώς κάνει η Μαρία Μήτσορα για μια ζωή. Δεκαέξι διηγήματα με τέλειες φράσεις, 132 σελίδες «στιγμές». Κάποιος άλλος θα έγραφε μυθιστόρημα αναλύοντας μόνο την κάθε δική της «τέλεια» φράση. Πυκνή, γοτθική, παραβολική, ατμοσφαιρική αλλά πάνω απ’ όλα πάντα-πάντα ποιητική και ερωτική, ερωτεύσιμη, γραφή: «Δέξου να σε σβήσω και κάνε με να εξατμιστώ. Έτσι μόνο, στα απρόσμενα απελπισμένα βάθη του ωκεανού, εκεί όπου αναβλύζει λάβα της γης, δέντρα ρευστά θ’ ανάβουν για μας άνθη από φλόγες. Κάθε χρόνο τη μεγαλύτερη νύχτα, από το πένθος μας θα ξαναγεννιέται το πάθος μας” [“Βροχή στην Πετραία Αραβία”]

Από την συγγραφέα ήξερα ότι τα τελευταία χρόνια γράφει «αστυνομικό». Και θα μπορούσε αυτό το θαυμαστά τέλειο βιβλίο ν’ αποτελεί ακριβώς αυτό: ένα σπονδυλωτό νουάρ αστυνομικό μυθιστόρημα. Εάν δεν ήταν η ποιητικότητα και η απίστευτη φαντασία της Μαρίας, το διαρκές παιχνίδι με τον έρωτα και τον θάνατο, εκείνο που φαίνεται και το άλλο αθέατο ωστόσο αλλά πάντα παρόν, να το κάνει ιδιαιτέρως υπαρξιακό.

“Τρία χρόνια παρακαλούσα κάθε ορατή κι αόρατη δύναμη να τον φέρει πίσω. Αέρα νερό γη και φωτιά είχα παρακαλέσει, είχα προσευχηθεί μπροστά σε τανάλιες σε κατσαβίδια σε γιαούρτια που μουχλιάζανε… όποιο ρολόι αντίκριζα το ικέτευα ν’ ανοίξει τη στιγμή για να γεμίσουν πάλι οι αισθήσεις μου με το πλήρες σώμα του. Κι ήταν σαν να τον έβλεπα και πάλι, να παίζει με το νερό, κλείνοντας στο φως αλμυρές βλεφαρίδες” [“Το τέλος της ύλης”]

Στις σελίδες του, οι ζωντανοί και οι νεκροί της, η ζωή και η απύθμενη φαντασία της- σαν τα παιδιά, αλλόκοτη, μαγική και μαγευτική και σκληρή- τα ταξίδια της και η ταξιδιάρα καθημερινότητά της, η παγοκολόνα της μάνας της, ο σπαραγμός των απόντων, ο πατέρας- εραστής δεσμώτης και λυτρωτής. Το ολοδικό της παιχνίδι με το Προδιαγεγραμμένο και το Τυχαίο, τα ονόματα που είναι από μόνα τους μια ολόκληρη ιστορία όπως η Ρήμα στα «Κρυφά ρήματα», τα προσωπεία και το πρόσωπο, το αέναο παιχνίδι με τη ζωή «η ζαριά που καταλύει το τυχαίο» όπως στον «Καλό καιρό» ήδη μας έχει προϊδεάσει.

Στις «Οδηγίες χρήσεως» τα πολλαπλά πρόσωπα της κάθε ιστορίας [«κάθε ιστορία μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Όπως οι γραμμές στην παλάμη μας»].

Στο «Από τη μέση και κάτω» τα παιχνίδια του χρόνου επειδή «μερικές φορές το μέλλον τρέχει καταπάνω μας, πριν να σε γνωρίσω το είχα ήδη βαφτίσει κρυφά με τ’ όνομά σου».

«Ο γάτος που δεν ξέρει χορό» θα μπορούσε να είναι και ο κορμός απ’ εκείνο το νουάρ μυθιστόρημα «γιατί ήσουν ένα κουβάρι χρωματιστές κλωστές». Και επειδή «έτσι φεύγουν οι στεναχώριες, επιστρέφουν στον ουρανό […] Έχω διαβάσει πολλά αστυνομικά κι έχω καταλάβει ότι ορισμένοι δολοφόνοι είναι παιδιά που δεν μεγαλώσανε».

Η «Βροχή στην Πετραία Αραβία» είναι το χρονικό μιας συνάντησης. «Λυδία, σε ψάχνω πάντα στον χρόνο της γης αλλά και στα σύννεφα», «Κι όμως τότε στην Αϊτή έπρεπε να σε σκοτώσω, όπως έπρεπε να πεθάνω κι εγώ, για να μπορέσω να σου προσφέρω έναν έρωτα απόλυτο…»

«Το σουζάνι και το σκούτερ» είναι μια χαραμάδα στο θαυμαστό: «Ο κάθε ήλιος λάμπει όχι δυνατά, μυστικά και συστηματικά στα θαύματα του κόσμου του».

«Η εκδοχή της Περσεφόνης» καταλύει τα σύνορα θύτη και θύματος. Η Αξάνα «θέλει να ψάξει και να βρει την αρχή της βιασύνηςτης», η Αξάνα που «σκέφτεται σπάνια τη μητέρα της σαν μια κολόνα πάγου».

 

b197018a

 

Στο Ακρωτήρι «Το Τέλος της Ύλης» χάνεις τη μνήμη σου, γίνεσαι Μνήμη.

Το «Καφέ σκυλί τον Νοέμβρη είναι η ιστορία ενός ανίατου έρωτα. Στο «Ακατοίκητο σώμα» εκείνος έχει πια μετοικήσει, απομένει μονάχα «μια άκρη απ’ το καφέ κοτλέ παντελόνι», «τρελαίνομαι για σένα κοτλέ μου ύφασμα».

Στο «Downtown Athens»μια ηθική παγκόσμια κρίση. Μοναδική σταθερά «δυο άγνωστα αστέρια, (που) τι παράξενο, κινούνται μαζί και περιηγούνται στο σύμπαν».

Στα «Κρυφά ρήματα», μια μοιραία ιστορία, όπου η Ρήμα βουτάει στην άβυσσο για να ξαναγυρίσει στο άλλο μισό της.

«Ο Δ(ή)μος κι ο Φόβος» είναι μια ιστορία που άπτεται του φανταστικού γιατί «η Ζένια φυτεύει στη σκέψη σου κομμάτια απ’ την ιστορία της».

«Η προφητεία της Αλθαίας» ισχυρίζεται ότι «το Κακό θα εξατμισθεί μετά την Μεγάλη Έξοδο» και κινείται ανάμεσα σε θεολογία και επιστημονική φαντασία.

«Η ψυχοΝικολέτα» ενδεχομένως και να ‘ναι ένα ολόφωτο κομμάτι από τη ζωή της, εξάλλου «είναι τόσα τα υπόγεια ρεύματα ανάμεσα στη δική μου μνήμη και στη μνήμη του κόσμου…»

«Ζεντάϊντα Τζουνόνα» είναι το χρονικό μιας φυγής, εκεί όπου «τελειώνει η ιστορία κι αρχίζει η ζωή μας».

Και «Το μισητό τρυπάνι της Φύσης» μια ανάσα ανεξήγητου που ίσως να είναι και ο κόσμος ή η λύση στον γρίφο μας.

Στο σύνολό τους τα διηγήματα είναι ένα Σύμπαν που ερμηνεύει τ’ ανερμήνευτα. Παραβολικά για να τα καταλάβει όπως μπορεί κι επιθυμεί ο καθένας. Το αποτέλεσμα, Ποίηση και Σαγήνη. Ένα αίνιγμα που εμπεριέχει τη λύση του.

 

 

9701Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μία εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή, από το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Έχει γράψει τη συλλογή διηγημάτων “Άννα, να ένα άλλο” και τα μυθιστορήματα “Σκόρπια δύναμη”, “Περίληψη του κόσμου”, “Ο ήλιος δύω” και “Καλός καιρός / μετακίνηση”.
Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top