Fractal

Διήγημα: “Χορός των δαχτύλων”

Της Μαρίας Μαραγκουδάκη // *

 

 

f6

 

Δεν πρέπει να με κοίταξε καν. Μόνο άπλωσε ένα χέρι (στον παράμεσο είχε βέρα χρυσή, σχεδόν κρυμμένη κάτω από άλλο δαχτυλίδι, χρυσό κι αυτό, με μια τεράστια γυαλιστερή πέτρα). Τα δάχτυλα κινήθηκαν χαλαρά και αδιάφορα μπρος πίσω σε ένα νεύμα που έλεγε να απομακρυνθώ. «Δεν υπάρχετε», ακούστηκε καθαρά μια φωνή πίσω από το γυαλί. «Δεν υπάρχω;» Ρώτησα με χαμόγελο, και με τη βεβαιότητα πως τα αυτιά μου με είχαν γελάσει.

«Έχουμε πολύ δουλειά, δεν βλέπετε την ουρά πίσω σας; Σας είπα δεν υπάρχετε».

Γύρισα το κεφάλι να δω τους άλλους στην ουρά. Κανένας. Ξανά χαμογέλασα και τόλμησα να απαντήσω στη φωνή της κυρίας με τη βέρα και το δαχτυλίδι στον παράμεσο του δεξιού χεριού «Μα κυρία μου, δεν περιμένει κανείς πίσω από μένα».

«Πηγαίνετε σας παρακαλώ, παρακωλύετε την εξυπηρέτηση του κοινού. Βλέπετε έχουν ήδη αρχίσουν να αγανακτούν».

«Μα δεν υπάρχει κοινό. Μόνο εγώ είμαι εδώ».

Η φωνή τότε γέλασε δυνατά και για κάποια ώρα ακουγόταν ένας επαναλαμβανόμενος αντίλαλος γέλιου. Η φωνή σταμάτησε απότομα να γελά. Ίσως σκέφτηκε πως με προσβάλει με το γέλιο, πως δεν είναι πρέπουσα και πολιτικά ορθή η συμπεριφορά αυτή απέναντι μου και σοβαρεύτηκε απότομα, «Δεν υπάρχει κανείς γιατί απλώς δεν υπάρχετε εσείς», είπε και συνέχισε θυμωμένα «Θα φωνάξω την ασφάλεια να σας πετάξει έξω. Επιτέλους! Και η υπομονή έχει τα όριά της. Πόσες φορές θα σας το πω. Δεν υπάρχετε. Δεν υπήρξατε ποτέ».

Η φωνή ήταν πλέον έξαλλη.

«Κι αν δεν υπάρχω, όπως λέτε, ποιόν θα πετάξει έξω η αστυνομία;»

Το τελευταίο επιχείρημά μου πρέπει να ήταν πειστικό. Η φωνή σταμάτησε. Σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Σε λίγο ακούστηκε ένα τακ, τακ, απανωτά, ο δείχτης και ο παράμεσος, αυτός με τη βέρα τη χρυσή και το δαχτυλίδι με την τεράστια γυαλιστερή πέτρα, άρχισαν να χτυπούν δυνατά και ρυθμικά στο τραπέζι. Τα δυο δάχτυλα χόρευαν. Τακ, τακ, τικ, τικ, τακ, τικ. Τα πρώτα τακ, τικ, ανακλώνταν στους τοίχους συναντούσαν τα επόμενα, και σχηματιζόταν

ζώνες συμβολής όπου εναλλάσσονταν η απόλυτη σιγή με τον διπλασιασμό του ήχου. Η τεράστια γυαλιστερή πέτρα συνέχισε να ανεβοκατεβαίνει με ρυθμό, λες και με τον τρόπο αυτό αναζητούσε λύση στο πρόβλημα. Απέσπασα το βλέμμα από το χορό των δαχτύλων για να δω το πρόσωπο της φωνής. Κοίταξα προσεκτικά. Τότε πρώτη φορά παρατήρησα πως τα δάχτυλα και η φωνή δεν είχαν πρόσωπο. Με ποιόν μιλούσα τόση ώρα; Η φωνή ίσως είχε δίκιο. Κι αν δεν υπήρχα; Τρόμαξα κι έφυγα. Βγήκα στους βρεγμένους δρόμους και στα πεζοδρόμια με τις μεγάλες τετράγωνες πλάκες. Εκεί μέσα είδα το είδωλό μου. Αλλά πάλι δεν είχα καμμιά βεβαιότητα αν ήταν το δικό μου είδωλο. Πάντως ένα είδωλο ανεστραμμένο με ακολουθούσε. Έσκυψα να το αγγίξω, να βεβαιωθώ.

Και τότε η παλάμη μου γέμισε χώμα.

 

 

 

* H Μαρία Μαραγκουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και μένει στην Αθήνα. Σπούδασε Μαθηματικά και εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Έστω ότι..» εκδ. οδός Πανός.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top