Fractal

Δι’ εσόπτρου

Γράφει η Εύα Μ. Μαθιουδάκη // * 

 

«Οι αφετηρίες» Μαρία Λιάκου επιμέλεια σειράς: Νέστορας Πουλάκος Vakxikon.gr, 2015 92 σελ. ISBN 978-618-5144-33-3

 

afe

 

Τα ταξίδια είναι σαν τα ισπανικά χάνια, les auberges espagnoles, έλεγε ο Stendhal, πηγαίνεις κουβαλώντας πάντα το καλάθι σου. Ετούτο το βιβλίο έχει να κάνει με ταξίδια ψυχής. Είναι το καλάθι βαρύ από απώλειες αλλά και η λύτρωση σε περιμένει στην επόμενη στροφή του δρόμου, του δικού σου δρόμου.

 

Με χειρουργική ακρίβεια η συγγραφέας Μαρία Λιάκου απλώνει πάνω στην αποστειρωμένη πράσινη ποδιά το εμαγιέ μπλε φασόλι, το ψαλίδι, το μπαμπάκι, τη γάζα, σε υποτυπώδη χειρουργεία απομακρυσμένων νησιών, σε βουνά και σε ραχούλες. Με τάξη και ακρίβεια ξεδιπλώνει την ψυχή των ηρώων της αλλά και με τον ίδιο πάλι μεθοδικό τρόπο τα σύνεργα της αναδιάταξης τους.

«Οι αφετηρίες» απαρτίζονται από δύο αυτοτελείς νουβέλες, δύο κείμενα γραμμένα με πολύ «αίμα» και προσωπική δουλειά. Δουλειά για να χωρέσει ο πόνος, να ενσωματωθεί και να μεταμορφώσει την αδυναμία σε δύναμη. Τη νέα δύναμη, αυτή της Μαρίας Λιάκου.

 

«Παράσταση για ένα Θεατή»

 

Η Ελένη, έχει καταρρεύσει προ πολλού, έχει βιώσει τις συμφορές πολύ πριν την βρει και η ανεργία. Στα πενήντα της χρόνια το περίβλημα, η πανοπλία που φορούσε τόσα χρόνια έχει σκουριάσει. Σαθρή σαν από ψυλλόχαρτο καταρρέει. Μένει μια νέα Ελένη, μια Ελένη με μόνη κινητήριο δύναμη αυτή της επιβίωσης.

Η Πάτμος του προσωπικού της ταξιδιού δεν είναι τυχαία όπως τυχαία δεν είναι και η Θάλεια η γερόντισσα με την οποία συναντάται στο νησί. Η Θάλεια μετουσιώνει την μάνα, τις γέννες της γενιάς της, την ίδια την Παναγιά που θέλει να της δείξει το δρόμο. Τα ξέρει η Θάλεια και η κάθε Θάλεια τα κατατόπια. Λίγο να παραπατήσεις και πέφτεις στο γκρεμό, λίγο να σου φύγει ο πόντος στο βελονάκι και πρέπει να ξαναρχίσεις από την αρχή, λίγο να σου αρπάξει το φαί στην κατσαρόλα, λίγο δεν χρειάζεται πολύ! Η υπόλοιπη ιστορία δεν είναι πια πάρα το προϊόν της επιτυχημένης μυθοπλασίας της συγγραφέως, το καμουφλάζ για να έρθει ομαλά το θαύμα, να μην τρομάξουμε εμείς οι μικροί και κατακαημένοι.

Και εκεί που παραπατάμε ακόμη από την μαγεία του νησιού της Αποκάλυψης, έρχεται το «Πνίγεσαι και στην στεριά» για να μας οδηγήσει στα ορεινότερα αυτής της προσωπικής και λογοτεχνικής αναζήτησης της Μαρίας Λιάκου.

Και ενώ στην Πάτμο τα πρόσωπα λούζονται στο ιλαρόν φως της θείας αποκάλυψης, στο ορεινό χωριό της Θεσσαλίας το τοπίο είναι σκοτεινό και ομιχλώδες. Καλά κρυμμένα μυστικά, γιοφύρια-σκιάκτρα πνιγμένων αναμνήσεων, αρχαιολογική σκαπάνη που αντί για αρχαιολογικές δόξες ανακαλύπτει σκελετούς και ψυχές με κομμένα φτερά. «Διάτρητες και ματωμένες», όπως λέει και η Μαρία Λιάκου.

Στην δεύτερη αυτή νουβέλα η συγγραφέας διεισδύει πλέον δυναμικά και χαρισματικά στην μυθιστοριογραφία, με μια αστυνομική σχεδόν πλοκή, που αντί να διαλευκάνει εγκλήματα και φόνους, έρχεται να φωτίσει τραύματα και αυτοτραυματισμούς μιας ολόκληρης μικρής κοινωνίας.

Όλοι ή σχεδόν όλοι ασθενούν. Εξαιρετική απεικόνιση της Ελληνικής επαρχίας, με μόνα τα παιδιά να περπατούν χέρι-χέρι στο μέλλον και τις μικρές ανθισμένες αυλές να αναδύουν το άρωμα μιας ευτυχίας που είναι εδώ, αλλά εμείς όλο την κλωθογυρίζουμε. Τυφλοί, κωφοί και άλαλοι.

Ο φιλοξενούμενος στο σπίτι, συμβολική μορφή- ο λίγο άοσμος, επιτελικός δημόσιος υπάλληλος- έρχεται σαν καταλύτης και ελευθερωτής μαζί, να φωτίσει με ένα διαφορετικό φως υπόγεια διαμερίσματα και μυστικές εισόδους, να λύσει γρίφους και αινίγματα. Και ο ίδιος βαρύς με το δικό του παρελθόν, με την δική του «τακτοποιημένη» θα λέγαμε κατάθλιψη, παρατηρεί τον κόσμο γύρω του και προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματα των άλλων, δίνει νόημα και στην δική του ζωή .Μάλλον ο ευτυχής θα παρέμενε παντελώς απροβλημάτιστος με την κατάσταση στο χωριό, θα έκανε υποτυπωδώς την δουλίτσα του και θα χαιρόταν τα τσίπουρα και τους μεζέδες της περιοχής, αλλά βέβαια όχι κάτι τέτοιο η συγγραφέας μας δεν μας το επιτρέπει! Τίθεται λοιπόν έμμεσα το ερώτημα για το κατά πόσο η προσωπική μας πορεία και οι δυσκολίες, μας κάνουν καλύτερους ή πλέον συνειδητούς ανθρώπους;

 

Η ματιά της Μαρίας Λιάκου διεισδυτική στην περιγραφή της αμίλητης μάνας, του ολοκληρωτικού αλλά και χαρισματικού πατέρα, του υιού που όντας άνδρας τολμά και ακουμπά την ψυχή του σε ένα μυστικό κήπο, περίεργο για άνδρα θα έλεγες…

Και όμως στον κήπο του ανθούν ρόδα, ρόδα σπάνια, ρόδα μοναδικά και το ξεκίνημα μιας επαγγελματικής αποκατάστασης και δικαίωσης.

«Οι αφετηρίες» αφήνουν χώρο στον αναγνώστη για πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες. Αφήνουν ένα παράθυρο ανοικτό να αναζητήσει ο καθένας μας τα δικά του σύνεργα για την προσωπική του πορεία. Τα τριαντάφυλλα, την βουκαμβίλια, το καφεδάκι, το γλυκό του κουταλιού, το λικέρ του καλωσορίσματος, το πλεκτό αέρινο σάλι, μικρά φετίχ για μεγάλα βήματα.

Και όπως λέει η συγγραφέας «ο κήπος του Ανδρέα είναι η εσωτερική του εξορία», μια εξορία όμως που φέρνει και την δικαίωση του ήρωα .

Θα ήθελα να τονίσω εδώ το λογοτεχνικό βάρος αυτής της δεύτερης εκτεταμένης νουβέλας που θα μπορούσε να γινόταν από μόνη της ένα μεγάλο γλαφυρό μυθιστόρημα. Μυθιστόρημα με πρωτότυπη πλοκή και ισχυρούς χαρακτήρες. Προσωπικά προτιμώ τον συντομότερο αφηγηματικό τύπο της νουβέλας, με το βάρος να πέφτει στην ψυχογραφία των προσώπων και την αναπάντεχη στροφή στην άκρη του δρόμου με τα σύννεφα.

 

Η Μαρία Λιάκου μέσω του κεντρικού της ήρωα παρατηρεί διαβάζει τα σύννεφα. Αναφέρει σε ένα σημείο: «Τα σύννεφα τρέχουν βιαστικά και αλλάζουν σχήματα χωρίς να προλαβαίνω να τα διαβάσω. Είναι μια αγαπημένη μου συνήθεια. Μια άλλου τύπου επικοινωνία με το σύμπαν..». Και λίγο παρακάτω «πίστευα ότι ο ουρανός είναι μια ανέμη». Και κλείνοντας να παρατηρήσω ότι λίγο πολύ όλοι μας και ίσως άθελα μας έχουμε την τάση να βάζουμε ετικέτες στα βιβλία που διαβάζουμε, λίγοι τολμούν να πιάσουν το νέο, το άγνωστο και να του δώσουν μια ευκαιρία. Λοιπόν οι νουβέλες της Μαρίας Λιάκου δεν μπαίνουν σε ετικέτες γιατί είναι αυθεντικές γιατί είναι το «έσοπτρον», ο καθρέπτης της ίδιας μας της ψυχής.

 

 

* H Εύα Μ. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και μεγάλωσε στην Κηφισιά. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και το Αμβούργο. Έχει ζήσει και εργαστεί για δέκα χρόνια στις Βρυξέλλες, το Παρίσι, τη Μόσχα και το Μόναχο. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1995, όπου εργάζεται μέχρι σήμερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Ασχολείται με τη συλλογή και διατήρηση σπόρων καθώς και την άνυδρη κηπουρική και γεωργία. Γράφει κυρίως μικρές ιστορίες.  Βιβλιογραφία: Αυτός ο ένας, ο Άριστος Εκδόσεις Γαβριηλίδης (2014)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top