Fractal

“Επιστρέφω στην Ελλάδα με την τέφρα του Γεωργούλα, σαν την Ηλέκτρα”.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

978-960-03-5081-4b“Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ…” της Μαρίας Μπέικου. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 236

 

“Ο Δεκαπενταύγουστος μας βρήκε έξω από το Καρπενήσι, όπου είχαμε στρατοπεδεύσει. Ήταν η γιορτή μου. Οι κοπέλες με πείραζαν: “Δεν θα μας κεράσεις;” Θυμήθηκα που κάποιος μου είχε κάνει δώρο για τη γιορτή μου ένα κουτί ζαχαρούχο. Άνοιξα το κουτί και με ένα κουταλάκι τις κέρασα όλες. Μια κουταλιά στην κάθε μία “για χρόνια πολλά και καλές μάχες”. Αυτή ήταν η ευχή”.

Μαρτυρία, Βιογραφία, Χρονικό, η Ιστορία των τελευταίων ογδόντα ετών εκ των ένδον, η ποιητικότητα της ζωής με όλη την αγριότητα και την μαγεία της, το συλλογικό όνειρο και η πτώση του, η ανθρώπινη δύναμη και το πολιτιστικό γίγνεσθαι, ημερολογιακές σημειώσεις μιας εποχής που επεκτείνεται στα όρια πια του μύθου, όλα αυτά συνυπάρχουν στις 236 σελίδες του βιβλίου της Μαρίας Μπέικου. Αποκαλυπτικός ο τίτλος “Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ…” αφού όλοι μας την ρωτούσαμε.

Για το πώς ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι ανέβηκε παρατώντας την ιατρική και τη ζωή, ξαφνικά στο βουνό, για το πώς είναι όντας γυναίκα να είσαι αξιωματικός αρχικά του ΕΛΑΣ και κατόπιν του Δημοκρατικού Στρατού, για το πώς είναι να ζεις 14 χρόνια μακριά από τον φυλακισμένο ή μελλοθάνατο άνδρα σου, για τα χρόνια της Τασκένδης, της Μόσχας, για τον Ταρκόφσκι και την επιστροφή, ε λοιπόν η Μαρία Μπέικου τα θυμήθηκε όλα και μαζί με την Τασούλα Βερβενιώτη (εξαιρετική η εισαγωγή της) κι έτσι στους αναγνώστες φτάνει ένα ειλικρινές, αποκαλυπτικό, σπαρακτικά ηρωικό, ιστορικό εν τέλει και για τούτο ποιητικό, ατμοσφαιρικό βιβλίο:

“Με τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού εμείς θεωρούσαμε ότι απελευθερώνουμε την Ελλάδα, ότι το δίκιο είναι με το μέρος μας. Εφόσον εμείς πολεμήσαμε για την ελευθερία της πατρίδας, και μας κυνηγούσαν γι’ αυτό, τώρα έπρεπε να την ελευθερώσουμε πάλι…”

“Οραματικά, τα πάντα τα συνδέαμε με τον ΕΛΑΣ”…

Μια αφήγηση με λόγο, λιτή και ανθρώπινη, σε κάποιες στιγμές κωμική ή σπαρακτική όπως για τη Σανέλ που θεωρούσαν… σαπούνι ή για την πληγωμένη στην κοιλιά συντρόφισσα που πεθαίνοντας είχε το σθένος να πει ότι έφαγε πολλούς… κουραμπιέδες!

 

beikoy

 

Η Μαρία Μπέικου, βήμα – βήμα μας συνεπαίρνει στις κινήσεις της, τα διλήμματα και τους ενθουσιασμούς. Στην καθημερινότητα των ανθρώπων τότε που άγγιζαν ημιθέους.

“Το κλίμα της Συνδιάσκεψης ήτανε πολύ ενθουσιώδες. Υπήρχε μια ανάταση. Πιστεύαμε ότι ήμασταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, νικητές… Εμείς νιώθαμε πραγματικά ότι είχαμε προσφέρει πολλά σε αυτή την υπόθεση. Τραγουδούσαμε, χορεύαμε, αστειευόμασταν.

Έπρεπε όμως να περάσουμε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες, τις φυλακίσεις, τους θανάτους, τις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, για να σκεφτούμε, για να φτάσουμε μετά να δούμε πιο ρεαλιστικά τι συνέβαινε και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά θα μπορούσαν και να μη συμβούν. Δηλαδή ο αλληλοσπαραγμός…

Τότε ήμασταν δοσμένοι σε αυτό, σε αυτό τον αγώνα. Ήμασταν όπως ο κρόκος μέσα στο αυγό και αγνοούσαμε τι γινόταν γύρω. Τότε δεν ήξερα ακόμα ότι ο άντρας μου ήταν καταδικασμένος σε θάνατο. Ούτε ο Παύλος Μπέικος, ο αδελφός του, το ήξερε. Τον είχα ρωτήσει αν έχει νέα και μου είπε ότι δεν ήξερε, εκτός εάν ήξερε και δεν μου το είπε. Ο Γεωργούλας έμεινε έξι μήνες στο κελί των μελλοθανάτων…”

Η συνέχεια, πικρή κι αναπόφευκτη.

“Ήμουν πια στη Τασκένδη. Πού να το φανταστώ! Πάνω από δυο χρόνια πριν, κυνηγημένη, παράνομη και άρρωστη, υποχρεώθηκα να φύγω απ’ την Αθήνα, αφήνοντας τον άντρα μου στη φυλακή και τον αδελφό μου στην εξορία, και, για να σωθώ, επειδή έπρεπε να αμυνθώ, βγήκα στο Βουνό. Αυτό ήταν μεγάλη εμπειρία που είχε και τα καλά της και τα κακά της. Το καλό ήταν η συναδελφικότητα, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, το ότι έδινες και τη ζωή σου για το σύντροφό σου, τον διπλανό σου, χωρίς να ξέρεις αν η επόμενη σφαίρα είναι δική σου ή αν θα δεις τους συναγωνιστές σου να πέφτουν… Το αρνητικό πως όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκες σου αφήνουν τεράστια ερωτηματικά και δεν μπορείς να εξηγήσεις μέσα σου γιατί έγιναν όλα αυτά και κατρακύλησαν οι ελπίδες σου, τα ιδεώδη σου, τα οράματά σου, και μέσα σου δημιουργήθηκε ένα κενό…”

Και η επιστροφή, ως άλλη Ηλέκτρα, με τις στάχτες του άνδρα της στο χέρι. Η βεβαιότητα ότι αυτή ήταν για κείνη η διαδρομή, και ότι αν όλα ξεκινούσαν και πάλι από την αρχή, όλα θα ήθελε να είναι κάπως έτσι, μέχρι κεραίας.

Μια συγκλονιστική ιστορία με λόγο και γραφή εξαιρετική.

 

Μαρία Μπέικου

Μαρία Μπέικου

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Γεννήθηκα στην Ιστιαία της Εύβοιας. Στον πόλεμο βρίσκομαι στην Αθήνα, φοιτήτρια της Ιατρικής. Οργανώνομαι και δουλεύω παράνομα με τον Λεωνίδα Κύρκο στο πανεπιστήμιο. Συλλαμβάνεται ο αδερφός μου. Οδηγείται στις φυλακές.

Παρά την αντίθεση των γονιών μου, κατατάσσομαι στον ΕΛΑΣ. Λαχταρώ να πολεμήσω με το όπλο στο χέρι. Η πρώτη μου μάχη είναι στο Καρπενήσι. Ξέρω ότι αμύνομαι, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, απέναντί μου όμως είναι ο εχθρός. Σημαδεύω και πυροβολώ. Φοβάμαι. Καταλαβαίνω στο πρόσωπο του διπλανού μου τι σημαίνει σύντροφος. Κόβω την κοτσίδα μου για να παρελάσω στην απελευθέρωση. Παραδίδω το όπλο μου στη Βάρκιζα.

Παντρεύομαι τον Γεωργούλα Μπέικο.

Ξαναπιάνω το ντουφέκι για να αμυνθώ, δεύτερη φορά, με τον Δημοκρατικό Στρατό. Το αφήνω, ηττημένη πια, στα αλβανικά σύνορα και φεύγω περνώντας στο άγνωστο. Τρομάζω.

Ζω είκοσι επτά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Φοιτήτρια στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας, στην τάξη του Μιχαήλ Ρομ, με το συμφοιτητή και πολύ καλό φίλο μου Αντρέι Ταρκόφσκι. Σκηνοθετούμε από κοινού τους Φονιάδες του Χέμινγουεϊ. Δουλεύω ως εκφωνήτρια στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας. Είκοσι επτά χρόνια χωρίς ιθαγένεια. Ψάχνω κάποιον ν’ ακούσει την ιστορία μου. Τη λέω παντού.

Η επιστροφή. Επιστρέφω στην Ελλάδα με την τέφρα του Γεωργούλα, σαν την Ηλέκτρα. Η Ελλάδα. Στα όνειρά μου βλέπω ακόμα ότι τρέχω στα βουνά. Πατρίδα μου είναι όλα αυτά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top