Fractal

Διήγημα: “Απάθεια”

Της Μαρίας Αμέντα // *

 

 

f5

 

Στις έξι ακριβώς έκλεινε την εξώπορτα του συγκροτήματος των κατασκευών όπου είχε εγκιβωτιστεί τα τελευταία χρόνια που ήλθε για να μείνει. Ήλθε και έμεινε στην οδό Ξεχασμένης, όχι επειδή επέλεξε να μείνει στην οδό Ξεχασμένης, αλλά γιατί εκεί μόνο υπήρχε διαθέσιμη κατασκευή που να χωράει μια ανθρώπινη οντότητα και καθέτως. Όχι μόνο οριζοντίως, αλλά και καθέτως. Έτσι μπορούσε εκτός από να κοιμάται, να κάθεται και να τρώει, καθώς και να παρακολουθεί τη λειτουργία ανακύκλωσης γεγονότων στο μηχάνημα άλεσης πληροφοριών, κυρίως αυτό παρά να τρώει, αλλά και να σηκώνεται να ξεμουδιάζει λίγο. Το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να βολτάρει εκεί μέσα γιατί δεν υπήρχε αρκετός χώρος για κάτι τέτοιο. Έτσι έβγαινε έξω όποτε είχε ανάγκη να περπατήσει λίγο και να παρατηρήσει ο,τι συνέβαινε γύρω του. Το προάστιο όπου ζει, δηλαδή όχι ακριβώς προάστιο, μια συνοικία, απέχει λίγη ώρα από τον κεντρικό ιστό της μεγάλης πόλης. Η πόλη αυτή είναι η πρωτεύουσα μιας χώρας που μάλλον δεν υπάρχει στο χάρτη, τουλάχιστον ως αυτόνομο κράτος, ή που οι άλλες χώρες δεν πιστεύουν πια ότι υπάρχει στο χάρτη, ακόμη κι αν υπήρξε κάποτε, οπότε και η πόλη αυτή μάλλον δεν υπάρχει. Το πιο πιθανό είναι το κρατίδιο αυτό να συγχωνεύτηκε εν αγνοία του, ή να προσαρτήθηκε με τον καιρό στην παντοδύναμη συμμαχία των κρατών που εκπονούν το σωτήριο σχέδιο της παγκόσμιας κάθαρσης.

Μόλις βρέθηκε στο δρόμο, προχώρησε βιαστικά για να προλάβει να επιβιβαστεί στο επίμηκες μεταφορικό μέσο όπου εκεί ήταν αδύνατο βέβαια να αξιώσεις να καθίσεις. Μπορούσες απλά να τοποθετηθείς όπως-όπως στο χώρο που σου αναλογούσε μέχρι το τέλος της διαδρομής. Ο πρωινή δροσιά βοηθούσε πολύ ώστε να μην φθάνουν μέχρι τα ρουθούνια του οι οσμές από τους παραφορτωμένους εδώ και εβδομάδες κάδους απορριμμάτων, καθώς ο δήμος της συνοικίας της Λήθης όπου διέμενε, άλλα και όλοι οι δήμοι της πόλης, δεν είχαν αρκετούς υπαλλήλους για να κάνουν αυτές τις δουλειές. Και όσοι είχαν απομείνει λίγο πριν συνταξιοδοτηθούν, τους είχαν για πιο βαριές και κατεπείγουσες εργασίες, όπως να ενημερώνουν τους δημότες για τα απαραίτητα δικαιολογητικά σύναψης γάμου μεταξύ υπερηλίκων και για να πρωτοκολλούν ληξιαρχικές πράξεις θανάτου.

Το μόνο ευχάριστο ήταν πως πολλοί δημότες έπαιρναν την πρωτοβουλία και αλάφρωναν κάπως τους κάδους από το μεγάλο βάρος τους, μεταφέροντας ο,τι πολύτιμο έβρισκαν στο χώρο όπου διέμεναν οι ίδιοι ή το κατανάλωναν επί τόπου. Έτσι, ευτυχώς, κάθε βράδυ οι κάδοι ψιλοάδειαζαν από τους πολλούς για να μπορέσουν οι λίγοι, οι πιο ευνοημένοι σε αγαθά δημότες, να τους ξαναγεμίσουν.

Λίγο πριν βγει στη λεωφόρο, σε ένα παρακείμενο παρκάκι, χωρίς ίχνος οιασδήποτε βλάστησης, άκουσε ένα περίεργο θόρυβο. Γύρισε ενστικτωδώς το κεφάλι του και ξεχώρισε μέσα στο πρώτο φως του πρωινού δύο ρακοσυλλέκτες, αυτήν την κατηγορία πολιτών που ανακηρύχθηκαν προσφάτως επίτιμοι δημότες της πόλης, επειδή βοηθούσαν συστηματικά στην αποσυμφόρηση των κάδων, να μαλώνουν μεταξύ τους για μια σκουριασμένη τρομπέτα. Έστρεψε το κεφάλι του μπροστά και συνέχισε το δρόμο του ώσπου επιβιβάστηκε στο μεταλλικό όχημα.

Όταν κατέβηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης, είχε μόλις ξημερώσει. Το γκρίζο φως του πρωινού στεκόταν δειλά πάνω από τη τσιμεντένια επιβλητική κατασκευή με τις σιδερόβεργες, που προεξείχαν ολόγυρα από το ακαθόριστο σχήμα της και θύμιζαν ένα πελώριο χταπόδι με απλωμένα τα πλοκάμια του να ξεραθούν στον ήλιο. Το τσιμεντένιο γλυπτό, ήταν δημιούργημα ενός φημισμένου καλλιτέχνη, εντολοδόχου του παρασημοφορημένου για την προσφορά του στην πόλη δημάρχου Πάνχωστου Χρυσοδάκτυλου. Ο εν λόγω τοπικός άρχοντας ήθελε με τον τρόπο αυτό να χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη των πολιτών και των επισκεπτών της πρωτεύουσας η ένδοξη εποχή της άναρχης δόμησης. Να δεσπόζει το έργο τέχνης στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, διασκεδάζοντας την καχυποψία των σκεπτόμενων πολιτών και συντρίβοντας τη μεμψιμοιρία των μονίμως αντιρρησιών, για την προσφορά του εκλιπόντος εθνικού ευεργέτη Θεόπεμπτου Διαφθορίδη, διατελέσαντος υπουργού Δημοσίων Έργων, που είχε αναθέσει στον επιφανή εργολάβο Πανάρετο Αλάδωτο να αντιμετωπίσει τα καραβάνια των άξεστων επαρχιωτών που συνέρρεαν στα αστικά κέντρα μετά τον αλληλοσπαραγμό που διαδέχθηκε τον πόλεμο.

Έριξε ένα βιαστικό βλέμμα στο σύμβολο της πόλης. Σε ώρες αιχμής συγκέντρωνε πλήθος τουριστών και η φήμη του είχε φθάσει μέχρι την Ασία και την Άπω Ανατολή, ώστε να γίνει εξώφυλλο σε ευρείας κυκλοφορίας περιοδικά του εξωτερικού. Εκείνου δεν του έκανε πια καμία εντύπωση μιας και ήταν στο μενού του καθημερινού του δρομολογίου. Μόνο όταν είχε πρωτοέλθει στην πόλη καθόταν με τις ώρες και περιεργαζόταν το αινιγματικό του σχήμα. Έστριψε στο μακρόστενο δρόμο που περνούσε μπροστά από το κτίριο του υπουργείου όπου εργαζόταν. Μια σειρά από κτίρια δομημένα στο ίδιο μοτίβο και με απαράλλακτο σταχτοκαφετί χρώμα ήταν παραταγμένα στη σειρά κολλητά το ένα στο άλλο, έτσι που έδιναν την εικόνα ενός ενιαίου οικοδομήματος. Αυτό που ήταν ιδιαιτέρως παράξενο στην πόλη αυτή, εκτός από τις υπερυψωμένες σε συστοιχία γκρίζες κατασκευές που αντανακλούσαν ένα μολυβί φως στον ουρανό, ήταν η καθολική ανυπαρξία οποιαδήποτε μορφής χλωρίδας, όχι μόνο στο κέντρο αλλά και στις γύρω συνοικίες. Ελάχιστοι κορμοί δέντρων έστεκαν σκόρπιοι σε τυχαία σημεία υψώνοντας τα αποστεωμένα κλαδιά τους όπως σε ικεσία αρχαίου χορικού.

Περπατούσε με ένα βήμα σαν να παρελαύνει και πρόσεξε πως και οι λιγοστοί που βρέθηκαν την ίδια ώρα εκεί, προχωρούσαν με τον ίδιο βηματισμό και με βλέμμα ανέκφραστο. Ξάφνου σκόνταψε σε ένα σωρό από κουβαριασμένα ρούχα. Από τα ανακατεμένα κλινοσκεπάσματα ξεπρόβαλε ένα βρώμικο αναμαλλιασμένο κεφάλι. Τριγύρω του παραγεμισμένες σακούλες με πάσης φύσεως υλικά. Η αποφορά από δημόσια ουρητήρια ήταν τόσο γνώριμη, που όταν τα συνεργεία καθαρισμού έβγαιναν κάποτε για να αναλάβουν δράση, ξεσηκωνόταν πλήθος διαμαρτυριών από τους περίοικους ενάντια στην αλλοίωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της πόλης.

Προσπέρασε και βημάτισε προσεκτικά αυτή τη φορά για να μην σκοντάψει και σε άλλους σωρούς που κείτονταν κατά μήκος του μεγάλου δρόμου. Στην πορεία του αναγκάστηκε να κάνει κάποιους ελιγμούς περνώντας ανάμεσα από την ελικοειδή ανθρώπινη αλυσίδα που είχε σχηματιστεί μπροστά από την καγκελόπορτα του Κέντρου Διεξαγωγής Αγώνων Πείνας. Λίγο πριν φτάσει στον περίβολο του Υπουργείου Εθνικής Παλιγγενεσίας, Τομέας Διάσωσης και Ανασυγκρότησης, όπου εργαζόταν, μια κοινή φυσιογνωμία ανθρώπου αγνώστων λοιπών στοιχείων κείτονταν κουλουριασμένος στο φαρδύ πλακόστρωτο με καρφιτσωμένη ακόμη την απελπισία στις φλέβες του. Στο πρόσωπό του, «ταμπλό βιβάν», μια ανησυχαστική σιωπή. Παρέμενε από χθες στο ίδιο σημείο. Το συνεργείο περισυλλογής «άχρηστων αντικειμένων και αζήτητων υποκειμένων» του δήμου δεν είχε αναστείλει ακόμη την απεργία. Παραδίπλα δυο σκελεθρωμένες φιγούρες χτυπούσαν με μανία μια άλλη επίσης ισχνή φιγούρα ανθρώπου που μαζί με τα ματωμένα του δόντια έφτυνε σακουλάκια στο χρώμα της βανίλιας. Από την απόσταση που βρισκόταν εκείνος, το σύμπλεγμα από σκελετούς παρουσίαζε ένα θέαμα ιλαροτραγικό.

Το πρώτο φως της μέρας έφερνε στην επιφάνεια όλες τις κατηγορίες επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στην πόλη τη νύχτα. Φθάνοντας σε μικρή απόσταση από την κεντρική είσοδο του κτιρίου, πέντε ζευγάρια απελπισμένα γυναικεία βλέμματα που κάτι δοσοληψίες είχαν εκείνη τη στιγμή με κάποιον με ξαναμμένη όψη και βαρύ οπλισμό στο χέρι, κοίταξαν εναγωνίως τον υπάλληλο που πέρασε ανενόχλητος την πόρτα του μεγάλου κτιρίου. Προχώρησε στο εσωτερικό του. Σχεδόν όλοι οι άλλοι υπάλληλοι, δηλαδή οι δυο-τρεις εναπομείναντες μετά την τελευταία εκκαθάριση εξυγίανσης που είχαν υποδείξει σε εντεταλμένα όργανα της κυβέρνησης ανώτατοι αξιωματούχοι των χωρών που συμμετείχαν στην εφαρμογή που σχεδίου της παγκόσμιας κάθαρσης, είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και γενικότερα όλων των ημερών οι υπάλληλοι του υπουργείου αυτού δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αρχειοθετούν φακέλους και να αναμένουν άνωθεν εντολές, καθώς το τελευταίο σχέδιο της κυβέρνησης για τη διάσωση και την ανασυγκρότηση της χώρας είχε αποτύχει παταγωδώς και είχαν όλοι πλέον, κυβέρνηση και λαός, εναποθέσει τις ελπίδες τους σε ένα νέο πρωτοποριακό και δοκιμασμένο στο εξωτερικό σχέδιο εθνοκάθαρσης. Εξάλλου, το συγκεκριμένο υπουργείο δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες συναλλαγές με το κοινό, αλλά ούτε και τα άλλα υπουργεία είχαν πια πολλές δοσοληψίες με πολίτες, μιας και οι τελευταίοι προτιμούσαν πλέον να συχνάζουν περισσότερο στα νοσοκομεία, ή στα νεκροτομεία.

Την μονοτονία της ημέρας στο υπουργείο έσπαγαν ιαχές από συγκεντρωμένους στο δρόμο που διεκδικούσαν κάτι που το είχαν διεκδικήσει και πενήντα χρόνια πριν, το πήραν τότε με το έτσι θέλω και επειδή τώρα τους το πήραν πίσω, βγήκαν πάλι μήπως και το ξαναπάρουν. Τα ερμητικά κλειστά παράθυρα του κτιρίου παραβίαζαν ήχοι από κλάξον αυτοκινήτων που προσπαθούσαν να περάσουν ανάμεσα από τους διαδηλωτές, το χαρακτηριστικό γκρέμισμα των γυάλινων προσόψεων των μαγαζιών, ποδοβολητά και ρυθμικό ανεβοκατέβασμα των γκλόπς από τα μπαλέτα της ασφάλειας που κατέφθαναν με το επιστρατευμένο για καμουφλάζ λεωφορείο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ώστε την ώρα του αιφνιδιασμού καλλιτέχνες να ψάλλουν άριες στους τρομοκρατημένους τουρίστες.

Μετά την διεκπεραίωση της οκτάωρης καθήλωσης, βγήκε με νεκρική ακαμψία από το κτίριο του υπουργείου. Τα συνεργεία του δήμου είχαν επιταχθεί λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης στους δρόμους για να περισυλλέξουν γυαλιά και σπασμένα κεφάλια. Η φασαρία είχε μεταφερθεί στην άλλη κεντρική πλατεία της πόλης όπου οι διαδηλωτές πολιορκούσαν τώρα το Εθνικό Κτίριο Αποτέφρωσης Λαϊκών Δικαιωμάτων. Μια ομάδα από ομοειδή καλογυαλισμένα κεφάλια και ογκώδη σώματα με χαραγμένα στα μπράτσα τους αρχαία ινδουιστικά και βουδιστικά σύμβολα, που μιλούσαν μεταξύ τους μια ακατάληπτη διάλεκτο, αποκόπηκαν από το ρεύμα των διαδηλωτών με τους οποίους είχαν εντέχνως αναμειχθεί, για να παίξουν ποδόσφαιρο με ένα μελαψό κεφάλι. Τα όργανα της τάξης πέρασαν ακριβώς από μπροστά τους και επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο της λυρικής. Το όχημα ξεκίνησε υπό τους ήχους της «Τραβιάτα».

Παρασυρμένος από το ρεύμα της οπισθοφυλακής της πορείας των διαδηλωτών έφθασε στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Δίπλα από τους εξεγερμένους πέρασε βολίδα μια πολυτελής Λαμποργκίνι που άφησε τη σκόνη της πάνω στο εξαγριωμένο πλήθος. Τα ελάχιστα από τα ακριβά μαγαζιά που παρέμεναν ανοικτά, έσπευσαν να κατεβάσουν ρολά απομακρύνοντας τις βαρυφορτωμένες με ψώνια πελάτισσες τους. Στο μέσο της πλατείας είχαν στηθεί εδώ και καιρό αυτοσχέδια μαγειρεία και χώροι συγκέντρωσης ειδών πρώτης ανάγκης για την ανακούφιση του πλήθους των εξαθλιωμένων που συνέρρεαν από μια χώρα που επίσης κάποιοι αποφάσισαν να σβήσουν από το χάρτη και η μυρωδιά από τους καπνούς της πυρπολημένης σάρκα της έφθαναν μέχρι εδώ.

Τα πανό που προέτρεπαν τους πολίτες να μην αποστρέφουν το βλέμμα τους από τους πεινασμένους, ανακατεύονταν με διαφημίσεις από τα ινστιτούτα αδυνατίσματος που υπόσχονταν γρήγορο αδυνάτισμα ενόψει του καλοκαιριού χωρίς πείνα… επιδεικνύοντας αφίσες με σμιλευμένα σώματα σε εξωτικές παραλίες και δημοφιλείς προορισμούς. Ορισμένοι από τους διαδηλωτές ξεστράτισαν και προσέγγισαν από περιέργεια ένα πλήθος ανθρώπων που χτυπιόταν μανιασμένα για τη σειρά μπροστά από ένα κατάστημα. Από το συνονθύλευμα μόλις που μπορούσες να διακρίνεις την εκτυφλωτική διαφήμιση πώλησης του νέου εξελιγμένου μοντέλου ανθρώπινης αποβλάκωσης.

Όλοι, ωστόσο, γύρισαν αιφνιδιασμένοι από μία φοβερή έκρηξη. Το Εθνικό Κτίριο Αποτέφρωσης των Λαϊκών Δικαιωμάτων είχε τυλιχθεί στις φλόγες…

 

 

* H Αμέντα Μαρία σπούδασε Θεολογία στο ΕΚΠΑ και δημοσιογραφία σε εργαστήρι ελευθέρων σπουδών. Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε Γραφείο Τύπου. Δραστηριοποιήθηκε πολλά χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο συμμετέχοντας στις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Οργανισμού δήμου Καλλιθέας και Ρέντη. Κείμενα της πολιτιστικού περιεχομένου έχουν δημοσιευθεί σε εκπαιδευτική εφημερίδα. Ασχολείται με τη συγγραφή χρονογραφημάτων, διηγημάτων και ποίησης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top