Fractal

Διήγημα: “Μαρί”

Του Δημήτρη Σούκουλη //

 

f17

 

Μετά τις πρώτες βροχές, ώριμος πια Σεπτέμβρης, είχαν μαζευτεί όλοι στα διαμερίσματα κι είχαν αρχίσει να ξεμυτίζουν στη γειτονιά, για τις πρώτες αγοραστικές ανάγκες τους, σέρνοντας βαριεστημένα τα πόδια τους και τους πρώτους ιούς της γρίπης, στην στρωμένη πρόχειρα με γαρμπίλι είσοδο του ψιλικατζίδικου. Από μακριά, πριν ακόμα εμφανιστούν στη μισάνοιχτη πόρτα, λόγω μιας παρατεινόμενης καλοκαιρίας, μια οσμή ανάμεικτη από κατάλοιπα θαλασσινής αύρας, αρμύρας και αντηλιακού προανήγγειλε την άφιξη των αδηφάγων περιοίκων.

«Μπονζούρ!» ξεφώνησε στο σύμπαν, η Μαρί, η φιλόλογος γαλλικών, με σπουδές και τίτλους από το Βέλγιο και σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκαν ακολουθώντας ένα τυπικό σαρκικής συγκρότησης 102 κιλά λίπους και λοιπών ζωτικών οργάνων, περιτυλιγμένα σε ένα κιμονό εμπριμέ που, πέφτοντας μακρύ στο δάπεδο, έκρυβε τα τσόκαρά της. Η επιφάνεια της, απότομη και χρωματιστή, είχε κάτι το μεταφυσικό, πράγμα που τον εμπόδισε να δώσει απάντηση στον πρωινό χαιρετισμό. Κατάπιε.

«Τι κάνει το παλληκαράκι μας; Τι κάνει η αγορίνα μας; Κούκλο σε βρίσκω. Μαύρισες;» συνέχισε, τινάζοντας τις κολλώδεις μαύρες τρίχες από το οικόσιτο αιλουροειδές, δίνοντας τσιμπιές – τσιμπιές στο στήθος της για να τις απομακρύνει. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ότι η τεχνική αυτή είχε αποτέλεσμα, καθώς αυτός στεκόταν σε απόσταση, πίσω από τον πάγκο. Παρατήρησε όμως ότι σε όλο της το μπούστο υπήρχαν τώρα ερυθρές κηλίδες που κάποιος με ελαφρότητα θα μπορούσε να πει πως η ελληνοβέλγα έπασχε από κάποια δερματοπάθεια, από την υγρασία και την αιθαλομίχλη της Αθήνας.

«Καλώς ήρθατε μαντάμ Μαρί» απάντησε με ασταθές τόνο στη φωνή, σχεδόν τσιρίζοντας, από τις ανισσόροπες ορμόνες μιας παρατεταμένης εφηβείας. «Πως τα περάσατε στο Λουτράκι;» «Είχε αέρα;» ρώτησε αμήχανα. Η απουσία όμως ενδιαφέροντος από την πλευρά της να ανοίξει τη συζήτηση, τον αποσταθεροποίησε περισσότερο. Σε πλήρη αμηχανία, δεν βρήκε άλλη διέξοδο, ως λύση της στιγμής, από το να πιέζει με τις άκρες των νυχιών ένα μπιμπίκι στα πλάγια της μύτης που τον ταλαιπωρούσε πάνω από εβδομάδα. Διέκρινε αυτόματα τον εμπαιγμό της στο μισοσβησμένο κοραλλί κραγιόν. Πάγωσε. Ένιωσε να μικραίνει σε ύψος και να χάνει σε ανδρισμό. Κρατήθηκε με τα χέρια από τον πάγκο για να μην πέσει.

«Ξεκίνησαν τα σχολεία; Άντε κουράγιο, μανάρι μου για το απολυτήριο», ξεχείλισε η μπουρζουά αποσώνοντας ξερά: «Δυο πακέτα ΚΕΝΤ, μια σοκοφρέτα και κράτα και δυο σακούλια πατατάκια». Στο ψιλικατζίδικο ξεχύθηκε μια ηχώ. Τα τελευταία ανοιχτά φωνήεντα από τους αποξηραμένους τηγανιτούς βολβούς, ξεπήδησαν από το στόμα της, βούιξαν στους τοίχους, σύρθηκαν κάτω από το ψυγείο και άλλαξαν μέχρι και σελίδα στην ανοιχτή εφημερίδα που είχε από το πρωί αφήσει αδιάβαστη στα αθλητικά, πάνω στην καρέκλα. Φοβήθηκε μην τον αρπάξουν και έμεινε αποσβολωμένος αρκετά λεπτά, σε θέση άμυνας και απραγίας, πράγμα που εκνεύρισε φανερά τη μαντάμ Μαρί: λίγο η εμπειρία της ως καθηγήτρια, λίγο το εισαγόμενο ερωτικό της ταμπεραμέντο, από τους εκάστοτε μαθητές και εραστές απαιτούσε δουλειές γρήγορες και παστρικές.

Όλος ο συνοικιακός ανδρικός πληθυσμός που την επισκεπτόταν και κατέβαινε για μεταμεσονύχτια τσιγάρα και για συσκευασμένα γλυκίσματα, του έλεγε πως το σώμα της, μύριζε καρυκεύματα, γαλλική κολόνια και κρουασάν. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Πραγματικά. Έξυνε το τριχωτό του κροτάφου, σκούπιζε με ανοιχτή την παλάμη το κύτος της μύτης, ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα με απορία, χασμουριόταν διάπλατα σαν να είχε φτάσει σε ένα συμπέρασμα και εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει. Γι αυτόν η Μαρί, όταν τον πλησίαζε – έπαιρνε όρκο – τα χνώτα της μύριζαν κεφτέδες. Ολόκληρη. Σύγκορμη. Από όλους τους πόρους της αναθυμίαζε τσίκνα. Και σκόρδο και κρεμμύδι. Τη φανταζόταν να ανακατώνει τα υλικά, να τους πλάθει πλακωτούς, να τηγανίζει με ώρες μπροστά στο παράθυρο του φωταγωγού, να μπουκώνει τους ανυπάκουους μαθητές και εραστές και να μπουκώνεται κι η ίδια. Κεφτέδες παντού. Στο κρεβάτι, στα κομοδίνα, στην φοντανιέρα πάνω στο τραπεζάκι, στην είσοδο δίπλα στο τηλέφωνο. Μια λιγδιασμένη Κίρκη.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top