Fractal

«Βιβλίο σαν αυτό δεν θα ξανάβρεις»

Γράφει η Κατερίνα Μαλακατέ //

 

 «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος», Μαργαρίτα Καραπάνου, εκδ. Καστανιώτη, 1997, σελ.188

 

Η Κασσάνδρα και ο λύκοςΤρομακτικά όμορφο, απίστευτα διεστραμμένο, αναντίρρητα μακάβριο, μια ιδέα αποπνιχτικό, εντελώς τρελό και μοχθηρό. Ένα σίχαμα, μια ελεγεία, ένα ανάγνωσμα εθιστικό. Και εμετικό. Όλα αυτά κι άλλα τόσα είναι «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Μια ωδή στο παράλογο, ένα ποίημα από κείνα με τον πόνο. Και το χειρότερο από όλα- ή το καλύτερο- είναι η αφιέρωση: «Στην μητέρα μου, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, με αγάπη».

Η Κασσάνδρα είναι ένα τετράχρονο κοριτσάκι, είναι έφηβη, είναι γυναίκα, είναι ανήλικη ερωμένη ενός τραβεστί μπάτλερ, είναι ένα κορίτσι που ζει μες στα χρυσάφια απέναντι από το Μπάκινγκχαμ, μια κοπελούδα που η μάνα της ζει στο Παρίσι κι έχει φίλο τον Ιονέσκο. Είναι κακό και εκδικητικό παιδάκι, που σκοτώνει και σκοτώνεται, που βιάζει και βιάζεται, που δεν μιλά κι όλο φτιάχνει τις πιο φριχτές ιστορίες. Είναι ενήλικη και την κλείνουν στο τρελάδικο.

Μια μέρα, η μαμά μου, η Κασσάνδρα, μου έφερε μια ωραία κούκλα για να μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγκους.

Την κοίμισα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει.

Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ.

Η βιαιότητα της παιδικής ηλικίας, η ανεξήγητη- ή και εξηγημένη- βαρβαρότητα περνούν από αυτές τις σελίδες, και στην αδυναμία για επεξήγηση κρύβεται η γοητεία του. Η Καραπάνου λέει αυτά που κάποτε θα θέλαμε να πούμε για τους εαυτούς μας αλλά ποτέ δεν θα τολμούσαμε. Καταβυθίζεται στον εφιάλτη, γιατρεύει και γιατρεύεται, πεθαίνει και σκοτώνει. Ανελέητα.

«Έλα να δούμε το βιβλίο με τις εικόνες».

Έτρεχα στο δωμάτιό του με το βιβλίο κάτω από τη μασχάλη και του το έδινα με τρυφερότητα.

Η πρώτη εικόνα είχε ένα λύκο που άνοιγε το στόμα και κατάπινε εφτά ζουμερά γουρουνάκια.

Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πως θα τα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς; Πάντα του το έλεγα και τον ρωτούσα.

Έβαζε τότε το τριχωτό του χέρι μέσα στο άσπρο βρακάκι μου και με άγγιζε. Δεν αισθανόμουν τίποτε παρά μια ζέστη.

Το δάχτυλο του πήγαινε κι ερχόταν κι εγώ κοιτούσα το λύκο. Λαχάνιαζε και ίδρωνε. Δεν με πείραζε πολύ.

Τώρα όταν με χαϊδεύουν, πάντα σκέπτομαι τον λύκο και τον λυπάμαι.

 

Η Κασσάνδρα και ο λύκοςα

 

Θέλει κότσια για να αναμετρηθείς με την Καραπάνου. Θέλει τα μάτια της ψυχής ανοιχτά, και το σώμα έτοιμο να δεχτεί την αλήθειά της. Να είσαι προετοιμασμένος να κουλουριαστείς, αλλά να μην κλάψεις. Κατάδυση; Στην ευαισθησία και την αγριότητα, αξεδιάλυτες η μια από την άλλη, χωρίς φιόγκους και φιοριτούρες. Δίχως καν θλίψη. Μονάχα με την ατελείωτη αίσθηση πως βιβλίο σαν κι αυτό δεν θα ξανάβρεις.

 

*Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στοΔιαβάζοντας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top