Fractal

Για την Μάργκαρετ Γουώκερ (1915–1998)

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

marg1

 

Η αφροαμερικανή Μάργκαρετ Γουώκερ, από μικρή ηλικία είχε συνηθίσει να κερδίζει  βραβεία για τα κείμενά της. Το βιβλίο της  Για τους ανθρώπους μου (For My People) κέρδισε το βραβείο  νέων ποιητών το 1942, όταν αυτή διένυε το εικοστό έβδομο μόλις έτος της ηλικίας της. Το πρώτο μυθιστόρημά της, Jubilee’, είναι σημαντικό γιατί είναι το πρώτο πραγματικά ιστορικό αφροαμερικανικό μυθιστόρημα, όπως ανέφερε συνεργάτης της  WashingtonPost. Ήταν επίσης το πρώτο έργο από μια μαύρη συγγραφέα που μίλησε για την κοινωνική απελευθέρωση της μαύρης γυναίκας. Τα δύο αυτά βιβλία θεωρούνται ακρογωνιαίοι λίθοι της λογοτεχνίας που επιβεβαιώνουν τις αφρικανικές ρίζες της λαϊκής μαύρης αμερικανικής ζωής, και δίνουν ώθηση στην αναζήτηση   μιας νέας πολιτισμικής ενότητας για όλους τους αφροαμερικανούς. Ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της, ‘For My People’, υποδηλώνει ότι το θέμα των ποιημάτων αναφέρεται στη συγκεκριμένη ομάδα αφροαμερικανών. Οι φράσεις και λέξεις της σκιαγραφούν συμπαθητικούς χαρακτήρες, όπως μάγισσες, εμπόρους ναρκωτικών και νταβατζήδες, λαϊκούς ήρωες και ηρωίδες. Η λογοτεχνική της φήμη όμως στηρίχτηκε περισσότερο στο ‘Jubilee’, το δεύτερο βιβλίο της και αξιόλογο ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας σκλάβων κατά τη διάρκεια και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και χρειάστηκε  τριάντα χρόνια για να το γράψει. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, παντρεύτηκε έναν βετεράνο με ειδικές ανάγκες, μεγάλωσε τέσσερα παιδιά, δίδαξε με πλήρη απασχόληση στο Jackson State College στο Μισισιπή, και κέρδισε ένα Ph.D. από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα. Η διαπιστωμένη ποιότητα του βιβλίου αυτού, σύμφωνα με την συγγραφέα, εξηγείται εν μέρει από την μακρά κυοφορία του. Μέσα του υπάρχουν οικονομικοί αγώνες με παράλληλη αυθεντικότητα στις ζωές των πρωταγωνιστών της. Η ιστορία των κύριων χαρακτήρων του βιβλίου, ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα σημαντικό μέρος της ζωής της Γουώκερ, πριν ακόμη  αρχίσει να το γράφει, όταν άκουγε από τη γιαγιά της να της διηγείται ιστορίες για   τα δύσκολα χρόνια της δουλείας. Αργότερα, ολοκλήρωσε την εκτενή της έρευνα σχετικά με κάθε πτυχή της μαύρης εμπειρίας αγγίζοντας την καθημερινή ζωή των σκλάβων, τη μουσική τους, τα ήθη και έθιμά τους, κι ακόμα τον εμφύλιο πόλεμο και κάποια ξεχασμένα αρχεία γεννήσεων. Το ‘Jubilee’, δόθηκε στη δημοσιότητα το 1966, και εξαιτίας του κέρδισε ένα βραβείο υποτροφίας. Αργότερα οι κριτικές μελέτες του βιβλίου τονίζουν τη σημασία των θεμάτων και τη θέση του ως πρωτότυπο για όλα τα μυθιστορήματα που παρουσιάζουν τη μαύρη ιστορία από μια ‘μαύρη’ προοπτική. Ήταν για κάποιους, μια μαύρη απάντηση στη λευκή νοσταλγία για την Ανασυγκρότηση και τον προπολεμικό Νότο.

 

marg2

 

Το επόμενο βιβλίο της, ήταν το ‘Prophets for a New Day’, ένα μικρό βιβλίο ποιημάτων. Σε αντίθεση με τη συλλογή  ποιημάτων ‘For My People’, όπου η θρησκεία παρουσιάζεται εχθρός της επανάστασης, το ‘Prophets for a NewDay’, αντανακλά μια βαθιά θρησκευτική πίστη. Οι ήρωες της δεκαετίας του εξήντα, παίρνουν ονόματα από τους  προφήτες της Βίβλου, παραλληλίζονται με τους βιβλικούς χαρακτήρες και τα γεγονότα, και εκεί η συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί με το δικό της τρόπο, ότι οι μαύροι άνθρωποι από την αρχαιότητα έως σήμερα της Αφρικής, ήταν  ανέκαθεν πνευματικοί άνθρωποι  που πίστευαν σε μια ‘ύπαρξη πέρα ​​από τη σάρκα’. Αυτή η ποίηση φαίνεται ότι προέρχεται από μια βαθύτερη περιοχή της ψυχής, ‘εκείνη που αγγίζει τη μυθική περιοχή της συλλογικής ευημερίας και αναπαριστά τις τελετουργίες οι οποίες ορίζουν ένα  μαύρο συλλογικό εαυτό’. Σε όλα όμως τα ποιήματά της, υπάρχουν καταπιεσμένοι άνθρωποι που εν τέλει αναδύονται θριαμβευτές.

Μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι στο Νότο με πλούσια κληρονομιά και μαύρη κουλτούρα. Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1915, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, αλλά η οικογένεια μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη, όταν η Γουώκερ  ήταν μικρό παιδί. Ο πατέρας της με καταγωγή από τη Τζαμάικα, ήταν ένας σοβαρός μελετητής που κληροδότησε στην κόρη του την αγάπη για τη λογοτεχνία,  την Αγία Γραφή, τον Βενέδικτο ντε Σπινόζα, τον Αρθούρο Σοπενχάουερ, τους Άγγλους συγγραφείς   και την ποίηση.  Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κυμαινόταν κι η μητέρα της, με ανάλογη κλίση προς τη μουσική και αγάπη για την ποίηση. Στην ηλικία των έντεκα ετών, η Μάργκαρετ Γουώκερ άρχισε να εντρυφά στην ποίηση του Λάνγκστον Χιουζ και του Κάουντυ Κάλλεν. Η Elvira Dozier, γιαγιά  από την πλευρά της μητέρας της, ζούσε με την οικογένειά της, κι έλεγε συχνά στη Γουώκερ  ιστορίες και μύθους, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας της ίδιας της μητέρας της, πρώην σκλάβας στη Γεωργία. Πριν προλάβει να τελειώσει το κολέγιο στο Πανεπιστήμιο Northwestern του   Ιλινόις, στις αρχές του 1930, η Γουώκερ είχε ήδη ακούσει τον James WeldonJohnson να διαβάζει αποσπάσματα από τα ποιητικά ‘τρομπόνια του Θεού’ (God’s Trombones, 1927), άκουσε τη Marian Anderson και τον Roland Hayes να τραγουδούν στη Νέα Ορλεάνη, και το 1932, άκουσε τον ίδιο τον Λάνγκστον Χιουζ  που διάβαζε   ποίησή του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Ορλεάνης, όπου δίδασκαν εκείνη την εποχή οι γονείς της. Όταν συναντήθηκαν, ο τελευταίος,  την ενθάρρυνε να συνεχίσει να γράφει ποίηση, κι έτσι το 1934, δημοσιεύθηκε το πρώτο της ποίημα  στο ‘Crisis’.

Έζησε στη βόρεια πλευρά του Σικάγου και εργάστηκε ως εθελόντρια σε έργα αναψυχής. Κάποια στιγμή της ανέθεσαν να συνδεθεί με τα  λεγόμενα ‘παραβατικά κορίτσια’, κυρίως κλέφτρες και πόρνες, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το δικό της διαφορετικό υπόβαθρο θα μπορούσε να εξασκήσει  θετική επίδραση πάνω τους.  Το 1936, προσλήφθηκε από την εταιρεία Works Progress Administration (WPA) στο Σικάγο ως υπάλληλος πλήρους απασχόλησης. Το 1937, το γραφείο WPA της επέτρεψε να έρχεται  στο κέντρο της πόλης μόνο δύο φορές την εβδομάδα, έτσι ώστε  να παραμένει περισσότερο χρονικό διάστημα  στο σπίτι όπου εργαζόταν για το μυθιστόρημά της. Αργότερα, στη δεκαετία του 1940, άρχισε παράλληλα να διδάσκει, στο Livingstone College της Βόρειας Καρολίνας το 1941 και στο State College της Δυτικής Βιρτζίνιας το 1942. Το 1943 παντρεύτηκε τον Firnist James Alexanderκαι συνέχισε την έρευνά της σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο με σκοπό να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά της. Το 1949 μετακόμισε στο Τζάκσον του Μισισιπή, και άρχισε τη μακρά καριέρα της διδασκαλίας στο Jackson StateCollege, το σημερινό  Jackson State University. Η ιστορία του βιβλίου ‘Jubilee’, χωρίζεται σε τρία τμήματα. Τα  προπολεμικά χρόνια στη Γεωργία στις φυτείες John Dutton, τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και την εποχή της Ανασυγκρότησης.

Η ποιητική συλλογή  Prophets for a New Day’ δημοσιεύθηκε το 1970, τα περισσότερα ποιήματα της οποίας   έχουν σχέση με  το κίνημα Δικαιωμάτων των πολιτών. Το ποίημα με τίτλο, ‘Προφήτες για μια καινούργια ημέρα’ (Prophets for a New Day) και τα επτά ποιήματα που ακολουθούν, κάνουν  ευθέως συγκρίσεις μεταξύ των βιβλικών προφητών και των μαύρων ηγετών  οι οποίοι κατήγγειλαν τη φυλετική αδικία και προφήτευσαν τη μεγάλη αλλαγή κατά τη διάρκεια του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960. Κάποιοι προφήτες συνδέονται με συγκεκριμένες πόλεις του Νότου που χαρακτηρίζονταν από έντονες φυλετικές αναταραχές. Στο ποίημα ‘Για τους ανθρώπους μου’, η Γουώκερ  προέτρεψε τη φυλή της σε δραστηριότητα η οποία πρέπει να αντικαταστήσει τον  εφησυχασμό, αλλά στους ‘Προφήτες για μια καινούργια ημέρα’ επικροτεί την καινούργια μέρα της ελευθερίας για τους μαύρους ανθρώπους, εστιάζοντας σε γεγονότα, τοποθεσίες, και τους αγωνιστές  ανθρώπους. Η Μάργκαρετ Γουώκερ, πέθανε από καρκίνο του μαστού στο Σικάγο το 1998.

Το ποίημα ‘Θέλω να γράψω’, εκφράζει τη βαθύτερη επιθυμία της ποιήτριας   να καταγράφει και να δώσει προς τα έξω τις εμπειρίες, τα συναισθήματα και την ψυχή των Αφροαμερικανών. Επιδιώκει με τρόπο λυρικό να συλλάβει τα όνειρα, τα συναισθήματά τους, και μας μεταφέρει αυτή την ευγενική προσπάθεια, μέσα από την ποίησή της, χρησιμοποιώντας εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς και ζωντάνιας. Όταν λέει ‘Θέλω να κορνιζάρω τα όνειρά τους σε λέξεις, τις ψυχές τους σε νότες’, μας εξομολογείται ότι επιθυμεί να γράψει για  πράγματα όχι μόνο προφανή, αλλά και για όλα εκείνα  που είναι πιο μυστικά και βαθιά διατηρημένα   για τον  εαυτό της. Αν και μερικά από τα ποιήματά της είναι δύσκολο να κατανοηθούν, εν τούτοις το συγκεκριμένο γίνεται μάλλον εύκολα κατανοητό. Είναι ένα από τα πολλά ποιήματα που γράφτηκαν για το λαό της, τους ανθρώπους της, που απορρέει από μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση αγάπης και εξαιρετική ευαισθησία για αυτούς τους ανθρώπους και όχι μόνο.

 

Θέλω να γράψω

 

Θέλω να γράψω

Θέλω να γράψω τα τραγούδια του λαού μου.

Θέλω να τους ακούσω να   τραγουδούν  μελωδίες στο σκοτάδι.

Θέλω να πιάσω τα τελευταία άστατα τσιρίγματα από τα αναφιλητά του  λαρυγγιού τους.

Θέλω να κορνιζάρω τα όνειρά τους σε λέξεις, τις ψυχές τους σε νότες.

Θέλω να πιάσω τη λιακάδα του  γέλιου τους σε μια σφαίρα

Να πετάξω σκούρα   χέρια σε ένα πιο σκούρο ουρανό

και να τα γεμίσω αστέρια

Κι ύστερα να τσακίσω και ανακατέψω  τα φώτα μέχρι να γίνουν

μια αντανάκλαση στιλπνής  πισίνας στην αυγή.

 

 

 

 

I Want to Write

 

I want to write

I want to write the songs of my people.

I want to hear them singing melodies in the dark.

I want to catch the last floating strains from their sob-torn

       throats.

I want to frame their dreams into words; their souls into

        notes.

I want to catch their sunshine laughter in a bowl;

 

fling dark hands to a darker sky

and fill them full of stars

then crush and mix such lights till they become

a mirrored pool of brilliance in the dawn.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top