Fractal

Όσα δεν ξέρουμε για την Μάργκαρετ Γουώκερ

Γράφει ο Περικλής Σφυρίδης //

 

Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης “Το πιο διάσημο πρόσωπο του κανένας δεν ήξερε. Μάργκαρετ Γουώκερ (1915-1998)”, Αθήνα 2017, εκδ. «Οδός Πανός», σελ. 192.

 

Τον συνάδελφο (με τη διπλή ιδιότητα: του γιατρού και συγγραφέα) Γιώργο Νικ. Σχορετσανίτη δεν τον ξέρω προσωπικά. Τον πρωτογνώρισα ως συγγραφέα όταν το 2013 είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλίο του Οδοιπορικό στη Σοβιετική και Νέα Βαλτική (ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, 2013), όπου, παρόλο ότι πρόκειται για βιβλίο που ανήκει στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, το διάβασα με μιαν ανάσα. Με είχε συνεπάρει τόσο η γλώσσα του όσο και το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για ένα καλογραμμένο κείμενο ταξιδιωτικών εντυπώσεων αλλά για μια παράλληλη, εν συντομία, μελέτη της ιστορίας, της λαογραφίας, της αρχιτεκτονικής των πόλεων, των μουσείων, των μνημείων, των λαϊκών παραδόσεων, ακόμα και της λαϊκής ιατρικής των τριών αυτών μακρινών χωρών (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία), για τις οποίες πολύ λίγα πράγματα γνώριζα. Του έγραψα αμέσως τις εντυπώσεις μου με τη μορφή μιας βιβλιοπαρουσίασης, η οποία και αναρτήθηκε σε κάποια ιστοσελίδα.  Ακολούθησαν ορισμένα άλλα βιβλία του με ταξιδιωτικές εντυπώσεις παρόμοιου τύπου, όπως τα: Στη… σιωπηρή Ζωροαστρική πόλη της Γιαζντ (24 Γράμματα, 2013), Οι μυθικές πολιτείες της Ανατολής (ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, 1014 – εισαγωγή σε εικονογραφημένο ημερολόγιο), Ποιητές του Αζερμπαϊτζάν (ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, 2015 – εισαγωγή σε εικονογραφημένο ημερολόγιο), Στη γη της αιώνιας φωτιάς (ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, 1016). Στα δύο τελευταία βιβλία υπάρχει συνδυασμός της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας με την ιστορία της λογοτεχνίας και την παρουσίαση των πιο σημαντικών ποιητών των εξωτικών – και άγνωστων τουλάχιστον σε μένα – μακρινών αυτών χωρών. Να το πω και αλλιώς: Ο Σχορετσανίτης με ταξίδευε σε τόπους και πολιτισμούς προσγειώνοντας  την όποια φαντασία είχα γι’ αυτούς σε μια ευχάριστη πραγματικότητα.

Το επόμενο μεγάλο ξάφνιασμα για μένα ήρθε πριν λίγο καιρό όταν μου έστειλε το βιβλίο του για τη Μάργκαρετ Ουώκερ. Για να γίνει κατανοητή η λέξη «ξάφνιασμα» που χρησιμοποίησα, ας μου επιτραπεί εδώ μια μικρή παρέμβαση, γιατί αφορά την αμερικανική λογοτεχνία που πίστευα ότι τη γνώριζα αρκετά καλά. Αποφοίτησα το 1952 από το Αμερικανικό Κολέγιο «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης. Τα ακριβά δίδακτρα του σχολείου αυτού (με λαμπρούς καθηγητές, τόσο Έλληνες όσο και Αμερικανούς) τα κάλυπτε μια υποτροφία για άπορους μαθητές που ύστερα από εξετάσεις είχα αποσπάσει. Σύμφωνα με το αμερικανικό πνεύμα έπρεπε να ξεπληρώνω την υποτροφία δουλεύοντας κάπου στο Κολέγιο. Μου έδωσαν τη θέση του βοηθού βιβλιοθηκάριου στην πλουσιότατη βιβλιοθήκη του σχολείου. Έτσι ήρθα σ’ επαφή με την αμερικανική λογοτεχνία από τα δεκατρία χρόνια μου κι όχι μόνο διαβάζοντας όλα αυτά τα χρόνια λογοτεχνικά βιβλία διάσημων αμερικανών συγγραφέων που υπήρχαν άφθονα στη βιβλιοθήκη, αλλά υπήρχε και ξεχωριστό μάθημα «Αμερικανικής Λογοτεχνίας» που το δίδασκαν αμερικανοί φιλόλογοι. Η αγάπη μου για την αμερικανική λογοτεχνία και τους συγγραφείς της συνεχίζεται  μέχρι τώρα (εκτός των άλλων έχω διαβάσει κι όλα τα μυθιστορήματα του Φίλιπ Ροθ, που τον θεωρώ ως τον σημαντικότερο εν ζωή σύγχρονο αμερικανό συγγραφέα παγκόσμιας εμβέλειας).

Για αφροαμερικανούς συγγραφείς δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα μέχρι το 1993 που η αφροαμερικανίδα πεζογράφος Τόνι Μόρισον (1931- ) πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας για το έργο της. Ήταν τότε που διάβασα το μυθιστόρημά της Αγαπημένη (Beloved), έργο του 1989 που απέσπασε το βραβείο Πούλιντζερ και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Νεφέλη» κι αργότερα διάβασα και Το τραγούδι του Σόλομον (Οδυσσέας, 1993). Από το βιογραφικό της έμαθα ότι είχε σπουδάσει  σε διάσημα πανεπιστήμια του αμερικανικού βορρά, όπως το Χάρβαρντ και το Κορνέιλ και ότι ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα διδάσκοντας γλώσσα και λογοτεχνία σε διάφορα πανεπιστήμια (Τέξας, Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον). Τέλος, για πολλά χρόνια δούλεψε ως στέλεχος του εκδοτικού οίκου Random House. Αναρωτιόμουνα, λοιπόν, γιατί τόσο είχε τονιστεί το γεγονός ότι ήταν μαύρη. Στη συνείδησή μου είχε καταχωρηθεί ως μία καλή αμερικανίδα συγγραφέας, αφού το αμερικανικό έθνος είναι κράμα πολλών διαφορετικών εθνοτικών ομάδων. Θα μπορούσαμε – σκεφτόμουνα – να πούμε ότι ο Ροθ αντιπροσωπεύει την εβραιοαμερικανική λογοτεχνία;

Τα πράγματα ξεκαθάρισαν μέσα μου όταν διάβασα το βιβλίο του Σχορετσανίτη για τη διάσημη στη Αμερική και στο αγγλόφωνο ίσως κοινό – αλλά τελείως άγνωστη στο ελληνικό κοινό – αφροαμερικανίδα ποιήτρια Μάρκαρετ Γουώκερ (1915-1998), η οποία έχει εκδώσει κι ένα μυθιστόρημα, το Jubilee (1966), που το δούλευε πολλά χρόνια. Ο βίος της Γουώκερ έχει κάποια κοινά στοιχεία με τον βίο τής κατά δεκάξι χρόνια νεότερής της Μόρισον, με τη διαφορά ότι η Γουώκερ γεννήθηκε στο Μπέριγκχαμ της Αλαμπάμα (από την Αλαμπάμα κατάγονταν και οι γονείς της Μόρισον, αλλά εκείνη γεννήθηκε το 1931 στο Λορέιν του Οχάιο, όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς της), πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Νέα Ορλεάνη και πήγε για σπουδές στο Σικάγο. Η διαφορά με τη Μόρισον είναι ότι η Γουώκερ επιστρέφει το 1949 στο Τζάκσον του Μισσισιπή, αφοσιώνεται στην οικογένειά της (παντρεύτηκε το 1943), ενώ ταυτόχρονα διδάσκει στο κολέγιο (αργότερα πανεπιστήμιο) του Τζάκσον. Από το 1942 που έλαβε το Βραβείο του Νεότερου Ποιητή από το πανεπιστήμιο Γέιλ και μέχρι το τέλος της ζωής της γράφει ποιήματα, το μυθιστόρημα Jubilee για το οποίο μιλήσαμε και άρθρα ή κριτικές για λογοτεχνικά έργα. Μ’ άλλα λόγια αφοσιώνεται ταυτόχρονα και στη λογοτεχνία, μια αγάπη που κληρονόμησε από τον πατέρα της.

 

Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης

 

Ας έρθουμε τώρα στο βιβλίο. Είναι μια βιογραφία της Ουώκερ; Κατά κάποιο τρόπο ναι, αλλά μια βιογραφία που προκύπτει μέσα από την κριτική ανάλυση του έργου της. Κι επειδή η Ουώκερ ήταν μια κοινωνική συγγραφέας, μέσα από τις συλλογές των ποιημάτων της και από τις σελίδες του μυθιστορήματός της περνούν όλα τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα του 20ού αιώνα στην Αμερική (στο μυθιστόρημά της μάλιστα πάει ακόμα πιο πίσω στον 19ο αιώνα, αφού είχε υποσχεθεί στη γιαγιά της να γράψει την ιστορία και τη ζωή των προγόνων της από τότε που ήρθαν ως σκλάβοι στην Αμερική). Ο άκρως κατατοπιστικός πρόλογος του Σχορετσανίτη στο βιβλίο αρχίζει ως εξής: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το λογοτεχνικό έργο της Μάργκαρετ Γουώκερ άφησε το στίγμα του στην κοινωνική και πνευματική ζωή, αγγίζοντας ταυτόχρονα αρκετές πολιτικές πτυχές του εικοστού αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής […] Στο έργο της βρίσκονται, πλουσιοπάροχα, θέματα, όπως της φυλής, του φύλου και των κοινωνικών τάξεων. Μέσα σε αυτό, εμφιλοχωρεί αναγκαστικά και η φεμινιστική συνείδηση της Μάργκαρετ Γουώκερ κι ακόμα η μαρξιστική επίδραση, το Κίνημα για τα Πολιτικά δικαιώματα (Civil Rights Movement) και το Κίνημα των Γυναικών και του Μαύρου Φεμινισμού (Womens Movement and Black Feminism). Ακολούθως παραθέτει ένα απόσπασμα από συνέντευξη ή άρθρο της Γουώκερ, η οποία λέει τα εξής: «… Κανείς δεν μπορεί να μου πει τι να γράψω, γιατί σε κανέναν δεν ανήκω κι ούτε μου τραβά κάποιος τα λουριά. Δεν γράφω για να κερδίσω χρήματα, ή το ψωμί μου. Η διδασκαλία είναι η αποστολή μου. Το γράψιμο είναι η ζωή μου, αλλά είναι μια ενασχόληση που κανένας δεν μπορεί να αγοράσει. Από αυτή την άποψη πιστεύω ότι είμαι ελεύθερος άνθρωπος, ηλίθια ίσως, αλλά είμαι ο εαυτός μου και επίσης ελεύθερη…» Στη συνέχεια ο Σχορετσανίτης μάς συστήνει μια πλειάδα – πες καλύτερα αλυσίδα – αφροαμερικανών συγγραφέων, παλαιότερων της Γουώκερ αλλά και νεότερων, που απέκτησαν ευρύτερη προβολή και φήμη. Ο τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από ένα σχόλιο της νεότερης κατά είκοσι οκτώ χρόνια αφροαμερικανίδας συγγραφέως Νίκι Τζιοβάνι (1943- ) που χαρακτήρισε την Γουώκερ ως «Το πιο διάσημο πρόσωπο που κανένας δεν ξέρει». Η κριτική δεν στάθηκε ευνοϊκή μαζί της∙ κατά κάποιο τρόπο την αγνόησε. Είτε γιατί έμεινε στον Αμερικανικό Νότο και εξέδιδε τα βιβλία της από ντόπιους εκδοτικούς οίκους μικρότερης ασφαλώς εμβέλειας από εκείνους π.χ. της Νέας Υόρκης, είτε γιατί είχε δικαστικές διαμάχες με σημαντικούς μαύρους συγγραφείς, όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ (1908-1960) και ο Άλεξ Χάλεϊ (1921-1992). Ο δεύτερος ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου Ρίζες: το μακρύ περιπετειώδες μυθιστόρημα μιας αμερικανικής οικογένειας (1976) που ένα χρόνο αργότερα έγινε τηλεοπτική σειρά με ρεκόρ εκατομμυρίων τηλεθεατών. Η Γουώκερ τον κατηγόρησε για λογοκλοπή από το δικό της μυθιστόρημα Jubilee και φυσικά έχασε τη δικαστική διαμάχη. Τι θέλω να πω: από το βιβλίο προκύπτει ότι η Γουώκερ ήταν εναντίον του λογοτεχνικού και κριτικού κατεστημένου και πλήρωσε το τίμημα της προσωπικής της ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Έτσι, μας ενημερώνει ο Σχορετσανίτης, απέκτησε τη φήμη ως ένα πολιτικά ριζοσπαστικό πρόσωπο και συγγραφέας, λόγω και της σχέσης της με διάφορους κομμουνιστές συγγραφείς στη δεκαετία 1930-1940,όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ και η Άρνα Μποντάν (1902-1073). […] Αυτό είναι αλήθεια, σε κάποιο βαθμό, αφού η ποίησή της επικρίνει έντονα τον παρατηρούμενο υλισμό, τον έντονο καταναλωτισμό και τη σχετική έλλειψη αξιών και παραδοσιακών οικογενειακών δεσμών στη σύγχρονη αμερικανική ζωή. Φυσικά υπάρχει πάντοτε στο προσκήνιο της δουλειάς της η αφροαμερικανική εμπειρία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της έγινε ακτιβίστρια με όπλο το έργο της, αφού άρχισε να διαβάζει ποιήματα δημόσια σ’ ολόκληρη την Αμερική.

Μετά τον πρόλογο ακολουθούν στο βιβλίο επτά κεφάλαια («Γράφοντας για τον αιώνα της», «Η λογοτεχνική κληρονομιά της Μάργκαρετ Γουώκερ», «Η αριστερή πολιτική ενηλικίωση της Μάρκαρετ Γουώκερ», «Για τους ανθρώπους μου – Μια σημαδιακή ποιητική συλλογή», «Οι επόμενες δεκαετίες και το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων», «Τα καινούργια φεμινιστικά κινήματα», «Αποτίμηση του έργου της») και ακολουθεί βιβλιογραφία για πληρέστερη ενημέρωση. Για τη λογοτεχνική κληρονομιά της μαθαίνουμε ότι είχε μελετήσει επισταμένως και θαύμαζε τους Άγγλους ρομαντικούς ποιητές, αλλά τα δικά της ποιήματα διέφεραν θεματικά από το ποιητικό έργο εκείνων. Εκείνη επέλεγε τα θέματά της από ιστορικές αθλιότητες της αφροαμερικάνικης ζωής που διήρκησαν αιώνες και δυστυχώς, στον Νότο, συνεχίζονται μέχρι σήμερα, παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες αξιώθηκαν να έχουν τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρό τους Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος το 2012 απένειμε στην Τόνι Μόρισον, σε λαμπρή τελετή στον Λευκό Οίκο, το Μετάλλιο της Ελευθερίας (ύψιστη τιμή που μπορεί να αποδοθεί σε αμερικανό πολίτη), κάτι που, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει η Γουώκερ. Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ είναι ένας από τους άγγλους συγγραφείς που φαίνεται να επηρέασε την Γουώκερ στην ποίησή της, ίσως γιατί ως εκλεκτική συγγένεια τους συνέδεε η θρησκευτική προσήλωση. Από την άλλη, μας λέει ο Σχορετσανίτης, έντονη στο έργο της υπήρξε και η επίδραση του Ουώλτ Ουίτμαν (1819-1892). Όπως εκείνου, έτσι και τα περισσότερα δικά της ποιήματα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο. Όπως ο Ουίτμαν χρησιμοποίησε την επική φόρμα για να εκφράσει ρεαλιστικά, κι όχι μυθικά, επίκαιρα θέματα του καιρού του, έτσι και η Γοώκερ ακολούθησε τα βήματά του για να φέρει στο προσκήνιο σοβαρά φυλετικά θέματα του δικού της καιρού (θυμήθηκα ότι την ποίηση του Ουίτμαν μάς τη δίδασκαν στο Ανατόλια).

Ακολουθώντας χρονικά τη λογοτεχνική πορεία της Γουώκερ ο Σχορετσανίτης σταματάει σε σημαντικά της έργα, όπως η ποιητική της συλλογή Για τους ανθρώπους μου ή το μυθιστόρημα της. Στην ανάλυση του έργου της παραθέτει ως τεκμήρια ποιήματά της μεταφρασμένα από τον ίδιο. Πολλές φορές παραθέτει δίπλα στη μετάφραση και το πρωτότυπο κείμενο. Τα αγγλικά μου με βοήθησαν να αξιολογήσω τις μεταφράσεις του Σχορετσανίτη και τις βρήκα πολύ καλές. Κρίνω σκόπιμο να κλείσω την παρουσίαση του βιβλίου παραθέτοντας ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα Για τους ανθρώπους μου:

 

Για τους ανθρώπους μου που αδέξια και ψαχουλεύοντας και παραδέρνοντας

            στο σκοτάδι των εκκλησιών και των σχολείων

            και των συλλόγων και στις κοινωνίες,

            τις ενώσεις τα συμβούλια και τις επιτροπές

            και τις συνελεύσεις, αναξιοπαθούντες και διαταραγμένοι

            και εξαπατημένοι και καταβροχθισμένοι από τη δίψα

            του χρήματος που γίνονταν βδέλλες στη λαχτάρα για δόξα,

            εύκολα θηράματα της δύναμης του κράτους και τη μανία

            και την καινοτομία,

            από ψευδοπροφήτες και άγιους πιστούς

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top