Fractal

Η διάχυτη νοσταλγία και η δρομολογούμενη αντίσταση στην ιστορική λήθη στα μυθιστορήματα του Μονταλμπάν με ήρωα τον ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για Ο ελληνικός λαβύρινθος Μεταίχμιο, 2016.Αποτέλεσμα εικόνας για «Φόνος στην Κεντρική επιτροπή». Εκδόσεις Μέδουσα,Αποτέλεσμα εικόνας για «Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο».

 

  • «Ο ελληνικός λαβύρινθος».  Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016.
  • «Φόνος στην Κεντρική επιτροπή».   Εκδόσεις Μέδουσα, 2015.
  • «Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο».  Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006

 

 

Η χρήση της νοσταλγίας και του συναισθήματος από τον Καταλανό συγγραφέα Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν στις αστικές περιγραφές της υποβαθμισμένης συνοικίας Ραβάλ και της κινέζικης συνοικίας της Βαρκελώνης,  δυτικά των γνωστών και ελκυστικών Ράμπλας, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί με κανένα τρόπο  ως απόδειξη της προσωπικής νοσταλγίας του συγγραφέα για τις  εμπειρίες της ζωής του  σε αυτές τις περιοχές της πόλης κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Μια επιλογή αστικών αναπαραστάσεων και περιγραφών από τα βιβλία, ‘Φόνος στην Κεντρική επιτροπή’ (Asesinato en el comite, 1981),  ‘Ο ελληνικός λαβύρινθος’ (El laberinto griego, 1991) και απ’ το ‘Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο’ (El delantero centro fue asesinado al atardecer, 1989), χρησιμοποιούνται για να δείξουν πώς ο συγγραφέας μας μετακομίζει τη νοσταλγία στο προσκήνιο, προκειμένου να εμπλέξει, κατά κάποιο τρόπο, και  τα συναισθήματα του αναγνώστη και έτσι να τονωθεί η διαδικασία της ανάμνησης προηγηθέντων και επώδυνων ιστορικών γεγονότων.

 

Αυτή η αφηγηματική επίδραση βασίζεται στους επίμονους φόβους του Μανουέλ Μονταλμπάν για την πολιτική κουλτούρα της ισπανικής μεταβατικής περιόδου και την διαφαινόμενη  απουσία ιστορικής μνήμης μετά το τέλος της πολυετούς δικτατορίας του Φράνκο και στην καινούργια εποχή που ανέτειλε σταδιακά στην ισπανική κοινωνία, αλλά και τη χώρα ολόκληρη. Η ονομαζόμενη κουλτούρα της ιστορικής αμνησίας, η οποία επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου του Φράνκο, έγινε σιωπηρά αποδεκτή στη συνέχεια από ορισμένα πολιτικά κόμματα και τομείς της κοινωνίας, κατά τη διάρκεια της ισπανικής μετάβασης απ’ το διδακτορικό καθεστώς στη δημοκρατία. Η επαναλαμβανόμενη, πάντως, χρήση της νοσταλγίας απ’ τους σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς στη μετα-φρανκική περίοδο υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα  αντικείμενο εκτενούς και επισταμένης έρευνας. Εκεί απορρίφτηκε η ιδέα ότι  η νοσταλγία αποτελεί άρνηση του παρόντος, και τονίστηκε ότι ο τύπος της νοσταλγικής μνήμης που προωθήθηκε  από τους μεταπολεμικούς Ισπανούς συγγραφείς ενθάρρυνε τους αναγνώστες, ειδικά τους Ισπανούς,  προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης αυτογνωσίας ειδικά σε κάποιες σχετικά πρόσφατες ιστορικές αλήθειες. Άλλοι, πάλι, υπαινίχτηκαν ότι ορισμένοι σύγχρονοι Ισπανοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν  την έννοια της νοσταλγίας ως ένα κρίσιμο εργαλείο ενάντια στον πολιτισμό της, ξεχνώντας ταυτόχρονα εκείνο το πολιτιστικό προϊόν  που συνεχίστηκε να παράγεται κατά τη διάρκεια της μετα-φρανκικής  περιόδου.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη αποτέλεσαν αφορμή για μεγάλη αστική  παρέμβαση με όλα τα θετικά  και αρνητικά επακόλουθα.

 

Στην περίπτωση, ειδικότερα, του Μονταλμπάν, η μορφή αυτή της νοσταλγίας εκδηλώνεται κυρίως μέσω συναισθηματικά φορτισμένων αναπαραστάσεων και περιγραφών  κεντρικών και  παραδοσιακών συνοικιών της εργατικής τάξης στη Βαρκελώνη, όπως είναι η Ραβάλ και το Μπάριο Τσίνο. Η νοσταλγία εν προκειμένω  δεν πηγάζει από την εξιδανίκευση αυτών καθ’ εαυτών των γειτονιών, των ετοιμόρροπων  παλιόσπιτων και των στενοσόκακων κατά τη μεταπολεμική περίοδο, αλλά από την επιθυμία έκφρασης ενός θραύσματος της ιστορικής μνήμης μιας εντοπισμένης κοινότητας ή μιας συγκεκριμένης εργατικής τάξης αριστερών σαφέστατα πολιτικών πεποιθήσεων, μια μνήμη που όπως πίστευε ο Μονταλμπάν  είχε αποκλειστεί όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια από τις επίσημες αφηγήσεις, και επομένως, εξυπηρετεί μια σημαντική αισθητική και ηθική λειτουργία στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Μανουέλ Μονταλμπάν με πρωταγωνιστή  τον παρακμιακό ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο.

 

Ακριβώς δυτικά των Ράμπλας στις παλιές συνοικίες της πόλης, αφθονούν οι εικονιζόμενες γειτονιές με τα ανάλογα σπίτια τους.

 

Η πρώτη εικόνα της συνοικίας Ραβάλ, στη σειρά του Καρβάλιο, αντιπροσωπεύει την καθημερινή εργασία και τους  ρυθμούς ενός εργασιακού περιβάλλοντος, καθώς τα καταστήματα κλείνουν για το αναγκαίο  μεσημεριανό διάλειμμα των εργαζομένων. Οι νοσταλγικές εικόνες αυτής της κοινότητας είναι απόπειρες  του Μονταλμπάν να εκπαιδεύσει τον αναγνώστη στην ιστορία αυτής της υποβαθμισμένης  περιοχής της Βαρκελώνης και,  ευρύτερα, στην ιστορική διαλεκτική για να αντισταθεί στην δρομολογούμενη μέσα στην ισπανική κοινωνία κουλτούρα της λήθης, ανοίγοντας έτσι ένα μεταφορικό χώρο διαλόγου μεταξύ του δύσκολου παρελθόντος και του παρόντος. Αυτή η αφηγηματική ακολουθία αναμφίβολα αμαυρώνει, ή και καταρρίπτει θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε άφοβα,  τον ισχυρισμό όσων ισχυρίζονται εύκολα, αβασάνιστα και  αψυχολόγητα, ότι το όραμα του ντετέκτιβ των αστυνομικών ιστοριών και μυθιστορημάτων δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία, αλλά παραμένει επικεντρωμένο στην εξιχνίαση κάποιου εγκλήματος. Ο Καταλανός συγγραφέας κάνει ιδιαίτερα χρήση αυτού του τύπου νοσταλγικής αναπαράστασης η οποία επιτρέπει στους αναγνώστες να προβληματιστούν με το πέρασμα του χρόνου, τη μεγάλη αυτή ενδοχώρα του ‘χαμένου χρόνου’ που εξακολουθεί να είναι κάπως ακόμα μαζί μας. Για τον Μανουέλ Μονταλμπάν, οι παραδοσιακές περιοχές της εργατικής τάξης, όπως είναι ακόμα σήμερα η Ραβάλ και το Μπάριο Τσίνο, ήταν χρυσοφόρες και αναντικατάστατες αποθήκες ιστορικής μνήμης, και προσπαθεί να διατηρήσει ένα κομμάτι της ιστορίας αυτών των περιοχών απ’ την εν λόγω μεταπολεμική περίοδο. Οι απόψεις του Μανουέλ Μονταλμπάν  υπαινίσσονται ότι θα ήταν ηθικά λάθος να επιτρέψουμε τη μνήμη όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για την επιβίωση κάτω από εξαιρετικά σκληρές συνθήκες να χαθούν και το σπουδαιότερο να ξεχαστούν στα πολυδαίδαλα μονοπάτια και στους ξεχασμένους αποθηκευτικούς χώρους της υπομονετικής ιστορίας.

Συνεπώς η ιδιαίτερη μορφή της φανταστικής νοσταλγίας είναι
άρρηκτα συνδεδεμένη με την αίσθηση του ηθικού καθήκοντος, περισσότερο, παρά με την απλή θλιβερή σκέψη για όλα όσα έλαβαν χώρα εκείνες τις επώδυνες, για όλους τους Ισπανούς και ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, εποχές. Οποιαδήποτε συζήτηση, συνεπώς, γίνεται για τον συναισθηματισμό και τη νοσταλγία, καθώς και για τις χρήσεις αυτών των εννοιών στη μεταπολεμική ισπανική λογοτεχνία και την κουλτούρα γενικότερα, πρέπει να διαφοροποιείται προσεκτικά, όπως στην περίπτωση της νοσταλγίας μεταξύ του τύπου των επικλήσεων που χρησιμοποίησε το δικτατορικό καθεστώς του Φρανθίσκο Φράνκο, το οποίο βασίστηκε σε μια αταλάντευτη ιδεολογία που αρνήθηκε ξεκάθαρα να αναγνωρίσει τα συναισθηματικά τραύματα που υπέστησαν μεγάλα τμήματα του ισπανικού πληθυσμού, και τον τύπο του συναισθηματισμού που χρησιμοποίησε ο Μονταλμπάν στις αναμνήσεις του από το μεταπολεμικό Ραβάλ στα μυθιστορήματα με ήρωα τον ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο. Εκείνη η μορφή του συναισθήματος παραποίησε πλήρως την ιστορία και αρνήθηκε να ασχοληθεί σε μεγάλη έκταση με τα επακόλουθα του εμφυλίου πολέμου και της μεταπολεμικής περιόδου πολυποίκιλης καταστολής.  Όπως βέβαια και στην περίπτωση της νοσταλγίας, πρέπει να δεχτούμε πως υπάρχουν πολλαπλές και ανταγωνιστικές ερμηνείες του συναισθήματος. Η χρήση της συναισθηματικότητας του Μονταλμπάν στα βιβλία του,  μπορεί να γίνει αντιληπτή ως αντίδοτο στην ευρύτερη κουλτούρα της ιστορικής αμνησίας, την οποία ο συγγραφέας θεωρούσε μια από τις κύριες ελλείψεις της μετα-φρανκικής περιόδου, με τις συναισθηματικές αναμνήσεις του ντετέκτιβ να αποκτούν μια σκόπιμη λειτουργία, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από ένας  σημαντικός χώρος πολιτικού διαλόγου μεταξύ διαφορετικών πολιτικών ομάδων. Η συναισθηματική νοσταλγία, στο πλαίσιο αυτό, κοιτάζει προς το εξωτερικό, προς το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της μετα-φρανκικής Ισπανίας. Η συλλογική χρήση και αρκετών δημοφιλών τραγουδιών για να έρθει στο προσκήνιο  ξεκάθαρα η ευνόητη απογοήτευση και η τρομακτική απώλεια των ηττημένων, είναι μια σαφής έκφραση του τύπου του συμμετοχικού συναισθήματος με το οποίο ο Μονταλμπάν παροτρύνει τους αναγνώστες του μέσω των αστικών περιγραφών του της υποβαθμισμένης Βαρκελώνης, στη σειρά του ντετέκτιβ Καρβάλιο.

Αυτές οι αμφισβητούμενες απόψεις για το μέλλον της χώρας και η σχέση τους με το ιστορικό παρελθόν, καταγράφτηκαν με μαεστρία απ’ τον Μανουέλ Μονταλμπάν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στη Βαρκελώνη, περίοδο κατά την οποία τμήματα της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των προαναφερόμενων φτωχών συνοικιών, υπέστησαν ριζικές αλλαγές ως αναπόσπαστο μέρος της  προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992. Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα ‘Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο’ (El delantero centro fue asesinado al atardecer, 1989),  ο Μονταλμπάν  μετατρέπει την πόλη του σε ιδεολογικό χώρο όπου παίζεται ο ιστορικός αγώνας ανάμεσα στην Καταλανική αριστοκρατία και τις φτωχές εργατικές τάξεις της πόλης, με την πρώτη να υποστηρίζει και να διεκδικεί τελικά την πολιτική και ιδεολογική της ηγεμονία στην ισπανική κοινωνία, ή ίσως και να συνεχίζει μία ήδη υπάρχουσα από παλιότερα, ίσως με διαφορετικό κάπως προσωπείο. Σε μεταφορικό επίπεδο, βέβαια, η μερική απώλεια ή η εξαφάνιση κάποιων τμημάτων της πόλης σε προγράμματα ελπιδοφόρας ριζικής αστικής ανανέωσης,  αντιπροσωπεύει την ευρύτερη απειλή για την πιθανή απώλεια της ιστορικής μνήμης μιας εργατικής τάξης που, σύμφωνα με τα μυθιστορήματα της σειράς του Καρβάλιο, περιέχεται ήδη μέσα στο δομημένο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, ο συλλογικός συναισθηματισμός τίθεται ενάντια στο καπιταλιστικό συμφέρον της άρχουσας τάξης. Έτσι όμως καθιερώνεται, για πολλούς,  μια ψεύτικη διαίρεση μεταξύ εκείνων που επιθυμούν πραγματικά την πρόοδο και εκείνων που εμποδίζουν την πρόοδο, δηλαδή τους αριστερούς κριτικούς! Η πρόοδος, για μερικούς, έπρεπε και πρέπει να προχωρήσει με έναν φαινομενικά φυσικό τρόπο, τουτέστιν με την απουσία οποιασδήποτε πραγματικής διαλεκτικής δέσμευσης με το παρελθόν, ενώ ο Μανουέλ Μονταλμπάν και οι άλλοι στα αριστερά θεωρεία της πολιτικής, θεωρούσαν ότι η ισπανική κοινωνία θα μπορούσε να προχωρήσει μόνο εάν η ιστορία του εμφυλίου πολέμου και τα μεταπολεμικά χρόνια εξετάζονταν   σωστά και με πανταχού παρούσα τη μνήμη, και όχι την επικίνδυνη λήθη που βρισκόταν καθ’ οδόν. Η επανάληψη της ανησυχίας του Μονταλμπάν,  ήταν ότι η λεγόμενη ‘πολιτιστική λήθη’ θα θριαμβεύσει στο τέλος και ότι οι ιστορίες όσων αγωνίστηκαν εναντίον του δικτάτορα Φράνκο θα χάνονταν για πάντα. Ένα άλλο τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των Γερμανών, οι οποίοι το δεύτερο μισό του εικοστού  αιώνα είχαν ένα ειδικό καθήκον, αυτό της…. απώλειας ενός ντροπιαστικού παρελθόντος, αλλά χωρίς από την άλλη μεριά να το ξεχνούν ποτέ!

Ωστόσο, η ισπανική περίπτωση είναι σημαντικά διαφορετική από τη ναζιστική Γερμανία, καθώς κατά τη διάρκεια και μετά τη μετάβασή της  στη δημοκρατία, η Ισπανία αντιμετώπισε την προοπτική να χάσει το παρελθόν της χωρίς να έχει ποτέ τη δυνατότητα να το θυμηθεί σωστά, πρώτον λόγω των καταπιεστικών δυνάμεων της δικτατορίας και στη συνέχεια λόγω της διάχυτης, από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας,  συναινετικής πολιτικής της απαλής μετάβασης στη δημοκρατία. Οι εκκλήσεις για συναισθηματισμό που επαναλαμβάνονται σε όλα τα μυθιστορήματα του Καρβάλιο, αντιπροσωπεύουν μια προσπάθεια να συμμετάσχουν όλοι σε μια μορφή συναισθηματικής πρακτικής, να ενθαρρύνουν τους αναγνώστες να  αντισταθούν στις αμαρτίες της όποιας παράλειψης, θυμίζοντας μια περίοδο της ισπανικής ιστορίας που απειλείται να ξεχαστεί τελείως.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top