Fractal

Ένα ποίημα: “Μάνα”

Της Μαρίας Ρούσση // *

 

 

f16

 

 

Μάνα

 

Μάνα με τους κρυφούς καημούς που τους θρηνείς μονάχη

Μάνα που την ψυχούλα σου στ’ αγκάθια τη σκορπίζεις

Που τον πατέρα ακλουθείς και μόνο μαραζώνεις

Που κορασίδες δε θωρείς, στα ξένα παντρευτήκαν

Που σύζυγο δε χαίρεσαι, τον τρώει η μαύρη αρρώστια

Που λογική δε γνώρισες, την κέντησαν με τρέλα

Στην κρήνη δεν επρόφτασες μήτε να ξαποστάσεις

Μόν’ πήγες, πέτρα άγγιξες, νερό κι ας θυσιάσεις

Που νυφικό δεν πρόκαμες μήτε να το φορέσεις

Μόνο τη μνήμη φόρεσες πως ξεγεννάς σαν νύφη

Σαν άγγιξες την πόρτα σου με άνθη στο κεφάλι

Ούτε που φανταζόσουνα τον πόνο που ήταν να ’ρθει

Πριν ξεπορτίσεις βόγκηξες «Κορίτσι, μαία, κορίτσι»

Σάμπως να το αισθάνθηκες προτού στο εμφανίσει

Νερά γιομίσανε σωρό οι πλάκες της αυλής σου

Κι ώσπου να πεις «εγώ γεννώ», στο φως η κόρη βγήκε

Κορίτσια γέννησες μεμιάς το ένα ξωπίσω απ’ τ’ άλλο

Κι ούτε που φανταζόσουνα πως θ’ απομείνεις μόνη

Πως τον πατέρα θα κρατάς σ’ ολοδικούς σου ώμους

Αυτός αμίλητος βαρύς θα μπουσουλά στα χρόνια

Άρρωστος μα ν’ αναφωνεί μονάχα τ’ όνομά σου

Μάνα μου, τι δυνάμωσε την άχρωμη σου κράση

Μάνα μου, πώς προχώρησες μπρος στον σκληρό σου δρόμο

Αγόγγυστα ανάσανες, δεν ψέλλισες κουβέντα

Μόν’ τα κορτσούδια σκέφτηκες εκεί μακριά στα ξένα

Μην μάθουν κείνες τίποτα, μην μυριστούν αρρώστια

Και την αρρώστια έκρυψες εσένα να βαραίνει

Δυνάμωσες τους ώμους σου, τους κάρφωσες σαμάρια

Μην τύχει κι αποκάμουνε, το άχθος μην προδώσεις

Μοίρα βαριά σ’ αντάμωσε, ας τη ραντίσεις όλη

Τι το ’θελ’ ο Πανάγαθος εσένα να φορτώσει

Κάλλιο που σου ’δωκε καρδιά γερή να προχωρήσεις

Μην τύχει τα κορίτσια σου και διπλομαραθούνε

Μην τύχει κι αποκτήσουνε ’πό τα δικά σου βάρη

Μην τύχει και ξακρίσουνε το φως από το βλέμμα

Μην έρθουν βέλη και τρυπούν βαθιά τα σωθικά τους

Κι αν τα κορίτσια φτάσουνε από την ξένη πόλη

Εκεί να στέκεις ολόρθη να τα καλωσορίσεις

Δάκρυα να κρύψεις άδολα, πόνους να μανταλώσεις

Κι όταν εκείνες πέσουνε στην ανοιχτή σου αγκάλη

Χρώμα να χύσεις άπλετο, να τες φιλέψεις γέλιο

Γιατ’ είν’ οι δυο σου άγγελοι, τα δυο σου τα κορτσούδια

Γιατί δε θες, μητ’ άντεχες, να τα κακοκαρδίσεις

Γιατ’ είν’ δυο άστρα φωτεινά οι δυο σου οι κοπέλες

Γιατί το άπλετό τους φως με σκότος να θαμπώσεις

Άχθος κι αρρώστια θα σβηστούν απ’ το δικό σου χέρι

Ώσπου να δεις τις Oμορφιές γλυκά ν’ αναγαλλιάζουν

Ώσπου να νιώσεις λίγο πια έν’ απαλό τους χάδι

Να γαληνέψ’ ελάχιστα η δυνατή ψυχή σου

Ω, μάνα που δεν πρόφτασες λεπτό να ξαποστάσεις

 

 

 

* H Μαρία Ρούσση σπούδασε στο Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης και αγαπά τη δημιουργία, το χορό, το ταξίδι, το θέατρο, «το μοίρασμα» και τους ανθρώπους.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top