Fractal

“Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ…” – ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Άνδρες συγγραφείς – γυναίκες ηρωίδες

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Man_and_Woman_by_melisulas

 

«Βάλε σ’ έναν άνθρωπο μια μάσκα και θα σου πει όλη την αλήθεια. Αν μιλήσει με γυμνό το πρόσωπο, τα περισσότερα που θα σου πει θα είναι ψέματα» (Όσκαρ Ουάιλντ).

 

Περισσότερο από ένας αιώνας πέρασε από τότε που ο μεγάλος Γουστάβ Φλωμπέρ δήλωνε με αυθάδεια «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ», εξάλλου σάρκα από την σάρκα του, γέννημα του μυαλού του ήταν η Έμμα Μποβαρύ που εμείς οι γυναίκες πρωτίστως αγαπήσαμε.

Έκτοτε, πολλοί τον μιμήθηκαν,

Εξάλλου ποιος ξέρει καλύτερα τον γυναικείο πόνο και πόθο από τον δημιουργό και τον αποδέκτη τους;

Γι’ αυτόν- πιθανώς- τον λόγο προθύμως έγινε ο Τέννεσι Ουίλιαμς, κυρία Στόουν. Ο Λέων Τολστόι, Αννα Καρένινα. Ο Ερρίκος Ιψεν, Εντα Γκάμπλερ και κυρά της θάλασσας. Ο δικός μας Εμμανουήλ Ροίδης, πάπισσα Ιωάννα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Φραγκογιαννού και ο Κώστας Ταχτσής, Εκάβη. Ακόμα και ο πολύς και βίαιος Στήβεν Κίνγκ δεν ξέφυγε από τον πειρασμό και έγινε Ρόουζ Μπάαντερ.

Το αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ή τριτοπρόσωπη γραφή μερικές από τις σπουδαιότερες ηρωίδες της παγκόσμιας δραματουργίας. Αλλά και αθάνατα κλασικά μυθιστορήματα με κεντρικό πρόσωπο κάποια γυναίκα αξεπέραστη: «Η εξαδέλφη Μπέττη» και η «Ευγενία Γκραντέ» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Γουστάβ Φλωμπέρ. Η «Άννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι. Η «Έντα Γκάμπλερ» και «Η κυρά της θάλασσας» του Ερρίκου Ιψεν. «Η ρωμαϊκή άνοιξη της κυρίας Στόουν» του Τέννεση Ουίλιαμς. «Μια γλυκιά γυναίκα» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Η «Ρόουζ Μπάαντερ» του Στήβεν Κίνγκ. Η «Ξέφρενη πορεία» και «Η φάλαινα με τα πράσινα μάτια» του Κριστιάν Μπομπέν. Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού. «Η τρισεύγενη» του Κωστή Παλαμά. «Η πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη. Η «Κερένια κούκλα» του Μάνου Χριστομάνου. «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Η «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου.

Αλλά και οι σύγχρονοί μας. Πολλοί υπέπεσαν στον πειρασμό να ερωτευθούν και να χωρίσουν, να φοβηθούν και να πονέσουν, να ζήσουν και να πεθάνουν «γυναικεία».

Τα ερωτηματικά, φυσικά, ερωτηματικά. Τι είναι εκείνο που κάνει τον Πέτρο Αμπατζόγλου να «καθαρίζει» ως κυρία Φρήμαν; Κι ο Γιάννης Ξανθούλης; Γιατί αποπειράται να αυτοκτονήσει ως Μαργαρίτα; Τι είναι εκείνο που κάνει τον Αλέξη Σταμάτη ως Λήδα να φεύγει «Σαν τον κλέφτη μέσ’ στη νύχτα» σαν κυνηγημένος; Ο Κωστής Γκιμοσούλης; Γιατί χωρίζει ως Κατερίνα; Ξεχνιέται εύκολα η Λούλα του Ραπτόπουλου; Οσο για την Κυρία Κούλα είναι διασημότερη ακόμα και από τον συγγραφέα της, τον Μένη Κουμανταρέα.

Κάπως έτσι, λοιπόν, με πολλές ερωτήσεις αλλά και άπειρη απόλαυση ο Πέτρος Αμπατζόγλου έγραψε «Τι θέλει η κυρία Φρήμαν». Ο Παύλος Μάτεσις σχεδίασε μια σπαρακτική Ραραού στο μυθιστόρημά του «Η μητέρα του σκύλου» και μια σπαραξικάρδια κυρία Αρσενία στο «Πάντα Καλά». Ο Γιάνης Ξανθούλης μας έδωσε «Το τρένο με τις φράουλες». Ο Αλέξης Σταμάτης το «Σαν τον κλέφτη μέσ’ στη νύχτα». Ο Γιώργος Μανιώτης το «Ροζ μυθιστόρημα». Ο Κωστής Γκιμσούλης, δύο: «Μια νύχτα με την κόκκινη» και «Χέρι στη φωτιά». Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος τη «Λούλα». Ο Μάνος Κοντολέων «Συνέντευξη εκ βαθέων» και ο Μένης Κουμανταρέας την «Κυρία Κούλα» του.

Όλες, γυναίκες αλησμόνητες που μίλησε μέσα από τη φωνή τους ένας άντρας.

Το πως και τα γιατί, από τους ίδιους, όμως. Χωρίς καθόλου να αψηφούμε το γεγονός πως το άλλο φύλο μονίμως όλοι έχουμε στο μικροσκόπιο. Για να το σαγηνεύσουμε, να το κατανοήσουμε, να το κατακτήσουμε, να το καταστρέψουμε. Κατ’ αυτό τον τρόπο όντας και αρμοδιότεροι κάποια στιγμή να το σκιαγραφήσουμε. Να γράψουμε και να μιλήσουμε γι’ αυτό.

 

abaΠΕΤΡΟΣ ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ:

 

Το βιβλίο του «Τι θέλει η κυρία Φρίμαν» που κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο» το 1987 άφησε εποχή. Διότι ήταν το πρώτο από τα βιβλία γυναικείου μονολόγου που έγραφε όχι απλώς άνδρας συγγραφέας, αλλά συγγραφέας.

Η κυρία Φρίμαν που αν κάτι δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλει αυτή, το θεωρεί προσωπική προσβολή της φύσης στο πρόσωπό της. Η κυρία Φρίμαν που αγαπάει και εκτιμά τον Φρίμαν σαν ένα αξιαγάπητο μογγολάκι. Η κυρία Φρίμαν που σχεδιάζει τη ζωή, αλλά δεν την ονειρεύεται. Η κυρία Φρίμαν που θέλει να κάνει έρωτα χωρίς περιορισμούς, να δαγκώσει και να δαγκωθεί, να ξεσκιστεί και να ξεσκίσει, ελεύθερα όπως πίνεις νερό, χορεύεις σε ντίσκο, όπως τρως παγωτό κατακαλόκαιρο ντάλα μεσημέρι.

Κυρία Φρίμαν, λοιπόν, ο συγγραφέας γίνεται και προσπαθεί να την καταλάβει.

Το χρονικό της κυρίας Φρίμαν, παράδοξο. Όπως παράδοξα ξεκινούν όλες οι κεντρικές ιδέες ενός μυθιστορήματος: «Ημουνα στην Ανδρο – όπως γράφω και στο βιβλίο- πίνοντας από ένα μπουκάλι ούζο και δίπλα μου ήταν η γυναίκα μου σιωπηλή όπως συνήθως, κάνοντας ηλιοθεραπεία και μπάνιο. Εκεί μου ’ρθε στο νου η σπιτονοικοκυρά που είχαμε στο Λονδίνο, μια ηλικιωμένη γυναίκα, αποφασιστική όμως και με διάθεση να κυβερνά. Είχα ενδιαφερθεί από τότε για κείνη, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Κι είχα ζητήσει να μάθω περίπου την ιστορία της, που δεν είναι, όμως, ακριβώς όπως και στο βιβλίο».

– Κύριε Αμπατζόγλου, γιατί τελικά φτάνει να σας απασχολεί σε ένα ολόκληρο βιβλίο η κυρία Φρίμαν και όχι ο κύριος Φρίμαν;

Διότι οι γυναίκες – κατά τη δική μου γνώμη- είναι ευφυέστερες των ανδρών στις κοινωνικές τους σχέσεις. Μ’ αυτήν την έννοια ο κύριος Φρίμαν είναι ένα εύκολο θύμα- είναι θύμα της ανδρικής μονολιθικότητας. Δηλαδή, δεν έχει την ικανότητα να ελίσσεται όπως ελίσσονται οι γυναίκες. Καλοπροαίρετα το εννοώ.

Ο κύριος Φρίμαν την ερωτεύεται την κυρία Φρίμαν, επειδή έτσι το θέλει αυτή. Όπως συμβαίνει συνήθως. Και στην ουσία είναι μια χιουμοριστική ιστορία η κυρία Φρίμαν, γιατί η κυρία Φρίμαν στο φινάλε, δεν θέλει τίποτα.

Έτσι όπως κοιτάζω, λοιπόν, τη θάλασσα στην Ανδρο μου έρχεται αυτή η ιστορία της κυρίας Φρίμαν. Γιατί ουσιαστικά αντιπροσωπεύει οποιονδήποτε άνθρωπο, είτε άνδρα είτε γυναίκα. Και την επιθυμία του να ζήσει, γιατί να ζήσουμε θέλουμε. Με μια διάχυτη, βέβαια, μοναξιά, που μοιάζει να είναι το τελικό αποτέλεσμα κάθε ανθρώπου.

– Κύριε Αμπατζόγλου, αλήθεια, έχετε σκεφτεί ποτέ το γιατί επιλέγει ένας συγγραφέας να τα… πει σαν γυναίκα;

Βέβαια, δεν το αρνούμαι ότι ξέρω τα μυστικά. Τι με έκανε να το γράψω; Το ότι οι άνδρες, δυστυχώς, είναι μονόχνωτοι, είναι άκομψοι. Πάρτε για παράδειγμα ένα κοριτσάκι. Είναι χαριτωμένο, ναζιάρικο… Οι άντρες είναι μπουμπούνες. Εγώ πιστεύω ότι έχουμε ένα μεγάλο ατύχημα, να μας κυβερνάνε οι άντρες. Γιατί οι γυναίκες, ό,τι και να ‘ναι, έχουν μια ευελιξία, έχουν μια ικανότητα. Δεν τους χωνεύω καθόλου τους άντρες! Βέβαια, είμαι άνδρας δυστυχώς. Αλλά έγραψα αυτό το βιβλίο για να εκφράσω αυτό το «έξυπνο».

 

matesisΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ:

 

«Λέγε με Ραραού καλύτερα.
Ρουμπίνη είναι το βαφτιστικό μου…»

Σίγουρα είναι ο έλληνας συγγραφέας που μας έδωσε τις περισσότερες και τις καλύτερες ηρωίδες, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μάλιστα. Με πρώτο και καλύτερο το βιβλίο του «Η μητέρα του σκύλου» που έκανε άπειρες επανεκδόσεις, μεταφράστηκε και βραβεύτηκε και μας έδωσε μια Ραραού που σχεδόν αυτονομήθηκε.

Αλλά αυτόνομα κινούνται και πορεύονται – ακόμα και μέσα στο βιβλίο όπου εμπεριέχονται, ο ίδιος ο συγγραφέας τους το επιτρέπει- και η κυρία Αρσενία στο «Πάντα καλά» και η μικρή Μυρτάλη, η κουτσή πόρνη στον «Σκοτεινό οδηγό». Κάνοντας μας να σπαράξουμε στο γέλιο η πρώτη, κι η δεύτερη στο κλάμα. Αφήνοντας και οι δυο μια σταγόνα από το αίμα τους στα δοκίμια του συγγραφέα τους.

Τώρα, το γιατί η Ραραού, η Αρσενία και η Μυρτάλη κρίθηκαν οι πλέον αρμόδιες να μας μιλήσουν για τον πόνο, τον θάνατο, την ιστορία και τη ζωή, τις απαντήσεις τις αναζητήσαμε από τον ίδιο τον Παύλο Μάτεσι.

– Κύριε Μάτεσι, πώς γεννήθηκαν οι ηρωίδες σας, Μάρθα στο θεατρικό «Εξορία», Ραραού στο μυθιστόρημα «Μητέρα του Σκύλου», Μυρτάλη στον «Σκοτεινό οδηγό»… Υπάρχει κοινός άξονας;

Είναι γυναίκες που έχουν υποστεί μια καίρια αδικία, ή διάψευση, δηλαδή δεν τους δόθηκε αυτό που δικαιούνται ή προσδοκούν. Ετσι, υποκαθιστούν τον Νόμο, καθαιρούν τον θεό, γίνονται αυτές θεοί (όχι θεές) και επιβάλλουν μια δική τους κοσμική τάξη. Από τις διαψεύσεις και αδικίες που έχουν υποστεί, δυσπιστούν ως προς τις δυνατότητες του θεού, τον απορρίπτουν, και υφαρπάζουν τα όπλα του, πχ. Το θεικό προνόμιο να αφαιρούν ζωές χωρίς να θεωρούν τον εαυτό τους ένοχο. Είναι ηρωικές επειδή δεν διαθέτουν εφόδια, δηλαδή είναι: εκτός θρησκείας, εκτός παιδείας, χωρίς κοινωνική επιφάνεια ή περιουσία, έχουν δηλαδή το βασικό γνώρισμα του αδύναμου ατόμου, είναι αθωράκιστες. Όμως είναι ανυποχώρητες και ηρωικές και, κυρίως, δεν τους έχει χαριστεί η αγάπη. Το κρίσιμο σημείο εδώ δεν είναι η απουσία αγάπης, αλλά ο εθισμός στην απουσία αγάπης, μια υψηλής τάσεως αναπηρία. Άτομα αδέσποτα δεν έχουν που να προσφύγουν, κανέναν να επικαλεσθούν, να ονειρευτούν, να ερωτευθούν, απελπιστικά ελεύθερες, γι’ αυτό άξιες οίκτου αλλά και, ανελέητες, εφαρμόζουν τη δική τους άποψη περί δικαιοσύνης. Και προσφεύγουν σε μένα να τους δώσω βήμα και φωνή.

– Τι οδηγεί έναν άντρα συγγραφέα να μιλήσει μέσα από μια ηρωίδα;

Δεν μιλάω εγώ, αλλά αυτές. Δεν τις έπλασα με βάση λογικές ή κοινωνιολογικές διεργασίες. Μαγεία και όχι λογική τις έφερε, από τα ερέβη όπου συμβιώνουν με τις «νυκτός παίδες άπαιδες» (Αισχύλος), τις Ερινύες, αλλά δίχως τη μεγαλοπρέπεια εκείνων: αντί για κοθόρνους φοράνε γόβες ξεχειλωμένες. Είναι σκεύη κραταιά, που επωάζουν, με αταραξία αλλά χωρίς μίσος, την Άτη (η θεά της βλάβης και των συμφορών, γέννημα ύβρεως), απρόσβλητες από τύψεις και ενοχές, στοιχείο αυτό θεού και όχι ανθρώπου.

– Τι κάνει μια γυναίκα- ηρωίδα να είναι πιο σημαντική από τον άντρα και τι μπορεί ενδεχομένως να βιώσει μια γυναίκα που αδυνατεί να βιώσει ένας άντρας;

Εδώ δεν παίζει ρόλο το φύλο, αλλά το βάθος ψυχισμού του ανθρώπου. Στον τυχερό συγγραφέα προσέρχονται και προσφέρονται εθελοντικά και πιεστικά, γυναίκες – θεοί που επιπλέον διαθέτουν την αντοχή να μη συγχωρούν (αντοχή που δεν διαθέτει ο άρρην). Συνορεύουν με τον τρόμο και τον φόβο, όχι με τη χαρά. Και προτιμάει ο συγγραφέας τον φόβο και τον τρόμο, επειδή ως πρώτη ύλη, είναι ισχυρότερα από τη χαρά και την καλοκαγαθία.

 

alexisΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ:

 

«Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα» μπήκε στη ψυχοσύνθεση της Λήδας και την απελευθέρωσε. Μέσα από την παράσταση και το έργο την οδήγησε μέχρι την άκρη της γης. Καμία φορά η αυτογνωσία απαιτεί απόσταση. Έστω και αν εκείνο που ψάχνουμε είναι κάτω από τη μύτη μας. Εμείς θα πρέπει να τηνε κάνουμε, εν τω μεταξύ, την διαδρομή. Για να λυθούν ένας μετά τον άλλον όλοι οι κόμποι- γρίφοι του σκοτεινού παρελθόντος μας.

Στο μυθιστόρημά του «Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα» που κυκλοφορεί από τον «Καστανιώτη» ο Αλέξης Σταμάτης επιλέξει για ηρωίδα του μια γυναίκα, την Λήδα Λοίζου, την καλύτερη ηθοποιό της γενιάς της, για να ταξιδέψει μέσω αυτής στον χώρο και στον χρόνο.

Για την επιλογή της Λήδας, να βιώσει δύο σπουδαίες συμπαντικές έννοιες τον Έρωτα και τον Θάνατο, ο συγγραφέας υποστηρίζει:

«Η επιθυμία μου ήταν να βρω ένα πρόσωπο που να είναι σε θέση να καταδυθεί ψυχικά και σωματικά ως το ίζημα των πραγμάτων. Να περάσει σε ένα «αρχαίο» τόπο, ένα τόπο μνήμης και κάθαρσης που κατοικείται ταυτόχρονα από το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Η Λήδα, η ηρωίδα μου, ήθελα να βρίσκεται σε μια ειδικά φορτισμένη κατάσταση την περίοδο που θα κληθεί να αρχίσει αυτό το ταξίδι. Άρχισε λοιπόν να την σχεδιάζω με βάση αυτό το κεντρικό ζητούμενο. Ήθελα να είναι ηθοποιός ώστε να λειτουργεί πάνω της η θερμοκρασία του ρόλου – και μάλιστα ενός τόσο «ανοιχτού» ρόλου όπως είναι η Ελίντα της «Κυρίας από την Θάλασσα» του Ίψεν την οποία υποδύεται. Ήθελα να είναι έγκυος ώστε η ορμονική της ιδιαιτερότητα να την κάνει πιο «ανήσυχη» και τέλος ήθελα να έχει ένα παρελθόν κλειστό και «υποθαλάσσιο» ώστε να υπάρχουν θαμμένα ζητήματα προς αναμόχλευση. Όλες αυτές οι ιδιότητες έπρεπε να συνεργάζονται ώστε να είναι ανοιχτή σε μια εντελώς ιδιαίτερη εμπειρία που θα την κάνει να ακολουθήσει, να ταυτιστεί ουσιαστικά με το ίδιο της το ένστικτο».

– Τι είναι εκείνο που κάνει η Λήδα που δεν θα μπορούσε να κάνει ένας άντρας, κύριε Σταμάτη, αν βρισκόταν στη θέση της;

Εάν η Λήδα ήταν άντρας, ίσως να μη διακινδύνευε αυτό το ταξίδι στα μύχια της ψυχής της. Οι άντρες συνήθως δεν είναι τόσο συναισθηματικά γενναίοι. Λειτουργούν πιο πολύ με τη λογική, με το φαινομενικά αρραγές δίδυμο αίτιου- αποτελέσματος. Δύσκολα θα θεωρήσουν δεδομένη μια εκ πρώτης όψεως «μη λογική» κατάσταση, ώστε να μπουν μέσα και να ρισκάρουν να απομακρυνθούν από την επικράτεια του «φαίνεσθαι» των πραγμάτων. Ο άντρας εξηγεί. Η γυναίκα βιώνει. Είναι ένα φυσικό χάρισμα που ζηλεύω αφόρητα.

– Και τι είναι εκείνο, κατά τη γνώμη σας, που κάνει έναν άντρα συγγραφέα να επιλέξει ως κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα σε ένα βιβλίο;

Τα βάθη της γυναικείας ψυχής είναι για έναν άντρα ένας πολύ μακρινός πλανήτης. Σκεφθείτε λοιπόν αν για κάποιο λόγο κληθεί να βουτήξει ως τον πυθμένα, να σκεφθεί, να λειτουργήσει σαν γυναίκα. Δεν μιλώ για μια εξωτερική παρενδυσία που θα αρκούσε μια trans μεταμφίεση αλλά για μια παρενδυσία ψυχής με τον άντρα να συνδέεται παροδικά με το υπόγειο εργαστήριο της γυναικείας φύσης εκεί που τελούνται οι μυστικές ζυμώσεις της θηλυκής λειτουργίας. Δεν ξέρω άλλο τομέα στον οποίο μπορεί να επιτελεστεί πιο ουσιαστικά αυτή η «παρά φύση» κατάδυση, παρά εκείνον της λογοτεχνίας. «Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ» έφτασε να πει ο Φλωμπέρ. Ως άντρας συγγραφέας, το να επιλέξεις για κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματός σου μια γυναίκα είναι μια άκρως επικίνδυνη απόφαση, είτε χρησιμοποιήσεις το πρώτο είτε το τρίτο πρόσωπο. Πόσο μάλλον εάν αυτή η γυναίκα είναι ηθοποιός.

Σαν ηρωίδα μυθιστορήματος η γυναίκα- ηθοποιός είναι ένα πλάσμα τρομακτικά ενδιαφέρον, μια και ανθίσταται στον δημιουργό της με όλο της το είναι. Ον φευγαλαίο και εφήμερο, δεν την χωράει το χαρτί. Η κατάκτησή της ή όχι- εξαρτάται από την χημεία συγγραφέα και χαρακτήρα. Αν δεν συμβεί, η ηθοποιός ηρωίδα θα παραπαίει μεταξύ σκηνής και σελίδας, ακονίζοντας με τα χέρια της αέρα ώσπου να καταρρεύσει Σα χάρτινος ρόλος. Αν συμβεί, μπορεί και να μείνει στο χαρτί και στην καρδιά του δημιουργού της για πάντα, κάτι που ελπίζω να έγινε με τη Λήδα.

 

maniotisΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ:

 

Μια γυναίκα κυριολεκτικά στα αχνάρια της… Θάτσερ, παρ’ όλη της τη σαγήνη – κίνδυνο για όλο τον γυναικείο πληθυσμό στην εποχή μας- σκιαγραφεί αριστουργηματικά ο Γιώργος Μανιώτης στο μυθιστόρημά του «Η αδρεναλίνη… πάντοτε ψηλά!» που κυκλοφόρησε από τον «Πατάκη» το 1999.

Για του λίγου, μάλιστα, το αληθές και το… σαφές το αφιερώνει «Σε όλες τις ανεξάρτητες και απελευθερωμένες γυναίκες».

Η Αμάντα Στόουν, μια σαγηνευτικά όμορφη γυναίκα σε τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι πια εκείνη που επιβάλει τον ρυθμό της ζωής, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο του καθενός, αρχής γεννομένης από τον παλαιότατο εκείνο του άνδρα.

«Στο πρόσωπό της, το αιώνιο θήλυ – όπως επισημαίνει ο συγγραφέας- απέραντα οργισμένο, γίνεται ο γλυκός και καταστροφικός δαίμων που εν μία νυκτί από υπάκουος δεσμώτης της κουζίνας μεταβάλλεται σε απόλυτο εξουσιαστή του θεωρούμενου κυρίαρχου φύλου».

Την είχε προετοιμάσει ο ίδιος, εξάλλου, αυτή την επανάσταση. Μέσα από το μυθιστόρημά του «Το ροζ και το μπλε» με τον υπότιτλο «ένα ερωτικό μυθιστόρημα» όπως το χαρακτήρισε το 1996. Που κυκλοφόρησε, επίσης, από τον «Πατάκη». Εκεί η Λίζα είναι ακόμα μπερδεμένη. Και τα αρσενικό- μπλε και θηλυκό- ροζ, εκείνοι οι περίφημοι ρόλοι- χρώματα παίζουν ακόμα σημαντικό ρόλο.

Πώς έγινε η Λίζα- Αμάντα Στόουν και όλη την πολυκύμαντη εκείνη διαδρομή, και γενικότερα για τις γυναίκες των βιβλίων του, μας εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας, διατρέχοντας μάλιστα σε όλα τα… είδη των γυναικών:

«Οι γυναίκες που μπορεί κανείς να συναντήσει στα έργα μου είναι γυναίκες της γης και γυναίκες της πόλης. Υπάρχουν δηλαδή γυναίκες που αρνούνται να εγκαταλείψουν την γη, γυναίκες που με μεγάλη ευκολία εγκαταλείπουν την γη και αφομοιώνονται από την πόλη, γυναίκες που ξεχνάνε την γη μόλις βρεθούν στην πόλη, γυναίκες που αρνούνται κάθε επαφή με την γη και παραδίδονται άνευ όρων στην μέθη των φωτεινών επιγραφών και γυναίκες που δεν πατάνε πουθενά ούτε στην γη ούτε στην πόλη.

Οι γυναίκες που αρνούνται να εγκαταλείψουν την γη είναι γυναίκες που αγαπάνε τα παιδιά τους γι’ αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω.

Οι γυναίκες που με μεγάλη ευκολία εγκαταλείπουν την γη και αφομοιώνονται από την πόλη αγαπάνε τα παιδιά τους γι’ αυτό που εκπροσωπούν μέσα στον κοινωνικό χώρο, αγαπάνε δηλαδή και χαρίζουν την ευχή τους μόνον στα παιδιά τους που έχουν επιτύχει κοινωνικώς. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο είδος γυναίκας γιατί έχει χάψει ολοσχερώς το αγκίστρι του μεταπολεμικού ονείρου και προσπαθεί πάση θυσία να κάνει το παιδί της οπωσδήποτε ρέκορντμαν. Οι γυναίκες αυτές πολλές φορές χρησιμοποιούν την στοργή, την αγάπη τους και την πειθώ τους, χειρότερα από ότι ένας διευθυντής αστυνομίας παλαιού τύπου χρησιμοποιούσε τον βούρδουλα. Είναι κουτοπόνηρες και το μόνο που καταφέρνουν τις περισσότερες φορές είναι να δημιουργούν ναυάγια και ψυχολογικά ράκη.

Οι άλλες γυναίκες που βρίσκονται στην πόλη αλλά ποτέ δεν λησμονούν την γη παίζουν βέβαια το παιχνίδι των καιρών αλλά με τίποτα δεν είναι τόσο απόλυτες όσο οι προηγούμενες. Τα πρόσωπά τους είναι κατοικήσιμα και γλυκά και όταν βλέπουν ότι ο κόμπος φτάνει στο χτένι δεν σπρώχνουν τα πράγματα στα άκρα, αγαπούν και χαρίζουν την ευχή τους σε αυτό που έχουν είτε σαν μητέρες είτε σαν αγαπημένες. Οι γυναίκες αυτές είναι ο καλλίτερος συνδυασμός μητρικής στοργής και κοινωνικής φιλοδοξίας.

Οι άλλες γυναίκες που λησμονούν παντελώς την γη και παραδίδονται άνευ όρων στην μέθη των φωτεινών επιγραφών επιτυγχάνουν συνήθως επαγγελματικώς αλλά αποτυγχάνουν συναισθηματικώς. Είναι γενναίες γυναίκες και πολύ ξεκάθαρα προτιμούν τούτο από κείνο. Δεν δέχονται να θυσιάσουν το αίσθημα της ελευθερίας που έχουν και με ευθύτητα και θάρρος παίρνουν το βάρος της ζωής τους απάνω τους. Για μένα αυτό είναι ο καλύτερος τύπος γυναίκας αλλά η γυναίκα αυτή πολύ δύσκολα γίνεται σύντροφος και ακόμα δυσκολότερα μητέρα.

Οι τελευταίες γυναίκες που δεν πατάνε πουθενά είναι οι πιο συμπαθείς γιατί αυτές υποφέρουν τα περισσότερα. Συνήθως δεν ξέρουν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, είναι ευκολόπιστες και αφήνουν τους άλλους τους αρσενικούς κυρίως να τις χρησιμοποιήσουν με τον χειρότερο τρόπο. Είναι ευαίσθητες, ανήμπορες και ανυπεράσπιστες γι’ αυτό συνήθως κακοπαθαίνουν. Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την εποχή και λυγίζουν. Υπάρχουν τελευταίως και οι δήθεν προοδευτικές άλλο ένα επικίνδυνο είδος. Αυτές χρησιμοποιούν την διαλεκτική για να προασπίσουν τα μικροαστικά τους συμφέροντα και για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Συνήθως είναι εργοστάσια κυνισμού και επιφανειακής, αρπακτικής καλοσύνης. Η διαλεκτική τις βοήθησε μόνον για να κρύβουν το αδηφάγο τους πόθο για κοινωνική άνοδο και σε τίποτα άλλο.

Επίσης κλείνοντας θέλω να μιλήσω και για όλα αυτά τα καρτούν κοριτσάκια που εκστασιάζονται με τα μούσκλια των ροκ στάρς και κτυπιούνται. Εγώ συνηθίζω να τις ονομάζω ροζ χούλιγκανς και πικραίνομαι όταν τις βλέπω άνευ λόγου και αιτίας στα γήπεδα και τους δρόμους γιατί σκέφτομαι ότι έχουν να περάσουν πολλά στην ζωή τους.

– Με τόσο ενδιαφέροντα…. είδη γυναικών, επομένως, δεν είναι να απορούμε γιατί ένας συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει, τελικά, σαν ηρωίδα, έτσι δεν είναι κύριε Μανιώτη;

Όσο και αν φαίνεται ότι η εποχή καταπιέζει τις γυναίκες εγώ δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μπορεί να τις καταπιέζει εξωτερικά, αλλά εσωτερικά έχω την εντύπωση ότι τους δίνει μεγάλη ελευθερία. Για να γίνω σαφέστερος, έχω διαπιστώσει ότι η εποχή επιτρέπει στις γυναίκες ελευθερία συναισθημάτων, τους επιτρέπει να εκφράζονται, τους επιτρέπει τα χρώματα, τελευταίως τους επιτρέπει την πρόοδο με λίγα λόγια τους επιτρέπει να υπάρχουν ολόκληρες. Δεν είναι μεμπτό η γυναίκα να έχει φαντασία και ευλυγισία στο μυαλό. Η εποχή δεν λογοκρίνει τις κινήσεις τους, τους τόνους της ομιλίας τους, τα ρούχα τους, βεβαίως η ασυλία αυτή κάποτε φτάνει στην ελευθερία της καρικατούρας, αλλά τι να κάνουμε ο καθείς και τα όπλα του.

Εν πάση περιπτώσει οι γυναίκες σήμερα είναι το πιο ζωντανό κομμάτι του κοινωνικού χώρου και είναι φυσικό να αποτελούν ένα γόνιμο τοπίο για συγγραφικές περιηγήσεις. Κοχλάζουν από φιλοδοξίες και πάθη. Είναι οι κλειδοκράτορες του ερωτικού ενστίκτου, όλοι απευθύνονται σε αυτές. Η διαφήμιση πρώτα από όλα ολοκληρωτικά τους ανήκει. Αυτό κάτι σημαίνει. Μπορούν να παραμείνουν ο εαυτός τους ή αν το επιθυμούν μπορούν να παίξουν πολλούς ρόλους. Είναι πιο ξεκούραστες από τον ανδρικό πληθυσμό γιατί δεν είναι και πολύς καιρός που βγήκανε στα πεδία της επιβίωσης. Οι γυναίκες πλάθουν τις καταστάσεις, οι γυναίκες διοικούν τα σπίτια και πολλές τα κράτη. Σε αυτές απευθύνονται όλα τα τραγούδια. Είναι το κέντρο του κόσμου και ο κόσμος γυρίζει γύρω τους. Με λίγα λόγια είναι πιο ανθρώπινες, και πιο βατές.

Από την άλλη οι άντρες έχουν συγκεκριμένο λεξιλόγιο, συγκεκριμένα ρούχα, συγκεκριμένες σκέψεις, συγκεκριμένες ιδέες, συγκεκριμένες αντιδράσεις, είναι ένα ξερό τοπίο εγωισμού και άγονης φιλοδοξίας.

Φυσικό δεν είναι ένας συγγραφέας να προτιμήσει να κάνει ένα περίπατο στο βουερό και επικίνδυνο δάσος των γυναικών παρά να πεθάνει από την δίψα στο έρημο τοπίο των ανδρών; Με αυτό θέλω να πω ότι οι άντρες είναι πολύ προβλέψιμοι, είναι πολύ ευκολοχρησιμοποίητοι, δεν παρουσιάζουν εκπλήξεις, αγαπάνε τα αθλητικά, δεν διαβάζουν ποτέ, τους αρέσουν τα ωραία αυτοκίνητα, θέλγονται να επιδεικνύουν μια ωραία γυναίκα, ζούνε σε άλλη διάσταση, στη ζώνη του λυκόφωτος. Τι να κάνουμε, πολύ πιθανόν μονάχα έτσι να μπορούν να αντέξουν την ξηρασία του οκτάωρου. Σε όλους είναι χρήσιμη αυτή η εγωιστική τους υπνοβασία, αυτή η άπνοια του νου και της καρδιάς είναι αρκετά προσοδοφόρος. Έτσι τους μεγαλώνουν, έτσι τους ερωτεύονται, έτσι τους συντηρούν οι γυναίκες… και οι κυβερνήσεις. Αν και εγώ τελευταίως έχω σκύψει πολύ απάνω τους και θέλω να δω τι κρύβεται κάτω από την στιλπνή αυτή πανοπλία που έχει γίνει ένα με την σάρκα τους. Που θα μου πάει θα το βγάλω στο φως.

 

kostis_gimΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ:

 

«Μια ιστορία δρόμου. Μια γυναίκα, χωρίζοντας απ’ τον μεγάλο έρωτά της, παίρνει τους δρόμους».

«Θα κινδυνέψει να χάσει και την ψυχή της».

«Οι αισθήσεις και τα αισθήματά της οξύνονται σ’ απρόσμενο βαθμό κι ο ίδιος ο πόνος γίνεται ο δρόμος μιας πρωτόγνωρης αυτογνωσίας».

Κάπως έτσι παρουσιάζει την ιστορία του «Μια νύχτα με την κόκκινη» – που κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο» το 1995- ο Κωστής Γκιμοσούλης. Και μέσα από την ηρωίδα του την Κατερίνα που περιγράφει πρωτοπρόσωπα ερωτεύεται, χωρίζει, αγγίζει και ξεπερνά τα όριά του.

Ηρωίδα επιλέγει, όμως, για να διανύσει την τρέλα και το «Χέρι στη φωτιά». Βαδίζει στο πλάι της σαν αφηγητής. Τον διάλεξε, όμως, εκείνη: η Έρση. «Κάποτε θα γράψεις ένα βιβλίο για μένα» του έλεγε. Κι αυτός γελούσε. Εν τέλει δεν της αντιστάθηκε. Το γιατί δεν αντιστέκεται, τελικά, στις ηρωίδες του, μας το εξηγεί ο ίδιος:

– Κύριε Γκιμοσούλη, πώς γεννήθηκε η Κατερίνα σας; Και τι είναι εκείνο που κάνει έναν συγγραφέα να τα… πει σαν ηρωίδα;

Μονάχα σ’ ένα βιβλίο έγινα Κατερίνα. Δηλαδή μεταμορφώθηκα, χωρίς κι εγώ να καταλάβω πως, σε γυναικείο πρόσωπο και λόγο. Δεν έγινε επίτηδες και καθόλου προαποφασισμένα. Απλούστατα σε κάποια φάση της ιστορίας, κατά την διάρκεια ενός διαλόγου- μονολόγου, το πρώτο πρόσωπο της Κατερίνας ξεκίνησε να μιλάει και δεν σταμάτησε ώσπου το «Μια νύχτα με την κόκκινη» έφτασε σ’ ένα τέλος.

Αισθανόμουν βολικά μέσα στην ομιλία της, ήξερα ανά πάσα στιγμή τι ήθελε να ξεστομίσει – κάποιος μέσα μου μού το ψιθύριζε-, η ανάσα της ζέσταινε τ’ αυτί μου. Η αμεσότητα που πετύχαμε η Κατερίνα μου κι εγώ δεν συγκρινόταν με κανένα τρίτο πρόσωπο.

Από τότε έμαθα ένα μυστικό: ακόμα κι όταν αφηγούμαι σε τρίτο πρόσωπο, η φλόγα της καταπρόσωπο ανθρώπινης λαλιάς να μην με εγκαταλείπει.

– Τι είναι εκείνο, δηλαδή, που σου επιτρέπει μια γυναίκα ως ηρωίδα, που δεν σου επιτρέπει αντιστοίχως ένας άντρας;

«Βάλε σ’ έναν άνθρωπο μια μάσκα και θα σου πει όλη την αλήθεια. Αν μιλήσει με γυμνό το πρόσωπο, τα περισσότερα που θα σου πει θα είναι ψέματα». Νομίζω του Οσκαρ Ουάιλντ είναι η παραπάνω σκέψη και ταιριάζει γάντι στην περίπτωση.

Το πρόσωπο της Κατερίνας στο «Μια νύχτα με την κόκκινη» μου έδωσε την ελευθερία να εκφράσω συναισθήματα που ισχύουν εξ ίσου και για έναν άντρα. Απλώς εκδηλώνονται αλλιώς. Οι βαθύτερες ανάγκες δεν έχουν φύλο.

Στον έρωτα και κατά την διάρκεια της σεξουαλικής πράξης- επειδή για κλάσματα ανοίγει μια πόρτα στο άγνωστο και χάνουμε τον αυτοέλεγχο – τα μυστικά τοπία, στο φως μιας αστραπής, αποκαλύπτονται: ο άνθρωπος υπερβαίνει τον εαυτό του και κοιτάζει κατάματα τον θάνατο.

– Τελικά, η ιστορία είναι εκείνη που επιλέγει το… φύλο της; ‘Η είναι μια απόφαση λογική και αποκλειστικά του συγγραφέα της;

Η αφήγηση μιας ιστορίας, παρότι απαιτεί μεγάλη ψυχραιμία, συγχρόνως δημιουργεί υψηλές θερμοκρασίες στην ψυχή του αφηγητή. Μιλάει για ξένα πρόσωπα, αλλά η πυρκαγιά είναι δική του. Στο βάθος – βάθος, γράφοντας ένα βιβλίο επιχειρείς να λύσεις έναν κόμπο δικό σου. Κι όταν πετύχεις το σημείο του βρασμού, δεν επιλέγεις πια μ’ εργαλείο μόνο το μυαλό.

Η ιστορία μοιάζει να διαλέγει από μόνη της τον πιο αληθινό, τον άμεσο τρόπο. Η Κατερίνα για να είναι αυθεντική, ήθελε να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο.

Βέβαια, θα μου πείτε: Μα στα περισσότερα βιβλία σου, οι ηρωίδες είναι γυναίκες. Η Έρση στο «Χέρι στη φωτιά». Η Μαρία Πολυδούρη στο «Βρέχει φως».

Το μόνο που μπορώ να σας απαντήσω είναι, πως από γυναίκα βγήκα. Τα περισσότερα βήματα στο κενό, παρακινούμενος από γυναίκες τα ‘χω κάνει. Η επαφή με το άλλο φύλο σε κρατάει ζωντανό, αλλά και μπορεί να σε συντρίψει. Από σένα εξαρτάται.

Ο Χεμινγουέι μια συλλογή διηγημάτων του την ονόμασε «Άντρες χωρίς γυναίκες». Κι όμως η μορφή της γυναίκας γίνεται αισθητή σχεδόν σε όλα.

Ο ομφάλιος λώρος (βιολογικός και κοινωνικός), από τη μήτρα ξεκινάει. Οι γυναίκες είναι πιο γήινες από μας, που φαντασιώνουμε συνέχεια. Έχουν πιο στέρεη σχέση με την πραγματικότητα. Αυτές γεννάνε κι έχουν επαφή με το αίμα κάθε μήνα.

Αφήστε τους ανθρωπολόγους και τις φεμινίστριες να λένε: η εποχή της μητριαρχίας δεν τελείωσε ακόμα!

Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και ο κατάλογος των ανδρών συγγραφέων, που φλερτάρουν με γυναίκες – ηρωίδες να είναι ατέλειωτος. Ανάμεσα στις σχετικά πρόσφατες και σημαντικές εκδόσεις συγκαταλέγονται και τα εξής:

 

xanthoulisΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ:

 

Όταν το 1996 κυκλοφορούσε «Το τρένο με τις φράουλες» με εκείνη την ονειρική ζωγραφιά του τρένου με τις φράουλες στο εξώφυλλο, ράγισαν πολλές γυναικείες καρδιές.

Η Μαργαρίτα και τα είκοσι πέντε χρόνια γάμου που θυσιάστηκαν σε μια παρόρμηση, η Μαργαρίτα με τα κιλά της και με τη μοναξιά της, βρήκε πολλές πρόθυμες Μαργαρίτες να ταυτιστούνε μαζί της.

Ο συγγραφέας τολμούσε σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το κατόρθωνε, τελικά, να ζωντανέψει μια ηρωίδα με σάρκα και αίμα. Και μέσ’ από κείνη μια ζωγραφιά και μιαν ανάμνηση θαμμένη για πάρα πολλές αναγνώστριες στα βάθη του χρόνου:

Μαργαρίτα Δουφεξή, μαθήτρια Γυμνασίου, Πρώτο βραβείο πρωτότυπης ζωγραφιάς για το «Τρένο με τις φράουλες», 1954.

«Δύο βαγόνια φορτωμένα φράουλες. Μεγάλες, αρωματικές, δροσερές φράουλες. Μέχρι επάνω. Πήχτρα στις φράουλες, που είχαν το μέγεθος κολοκύθας».

Στο πρόσωπό της και στα πάθη της συγκέντρωνε όλη την αποτυχία των σχέσεων και τα αδιέξοδα της σύγχρονης μοναξιάς. Ενδεχομένως διότι μόνο μια γυναίκα τολμούσε και να βιώσει και να συνειδητοποιήσει. Να τα τραβήξει τα πράγματα μέχρι τα έγκατα των σπλάχνων της.

 

raptopoulosΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ:

 

«Είναι είκοσι χρονών, φοιτήτρια της Φιλοσοφικής και υπερβολικά όμορφη. Και ταυτόχρονα σεμνότυφη και ανασφαλής και αθώα. Το μεγάλο της πρόβλημα είναι ότι δε φτάνει σε οργασμό». Την λένε «Λούλα» και τη γνωρίσαμε το 1997 που κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο». Και έκτοτε ουδείς την ξέχασε.

Η Λούλα Παπαχατζή μέσα από τις 500 σελίδες της ιστορίας της – που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο ο συγγραφέας- καθιέρωσε «μια νέου τύπου πεζογραφία» όπως γράφτηκε.

Αλαφροίσκιωτη και ανυπότακτη κατά συνέπεια, η Λούλα, ήταν η μόνη που θα μπορούσε αυτόν τον ρόλο να τον επωμιστεί.

 

manos-kontoΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ:

 

«Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων» – αυτός ήταν εξάλλου και ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1995 από τον «Πατάκη»- επέλεξε ο συγγραφέας και με διαμεσολαβητή τον αφηγητή ναι σκιαγραφήσει δύο τεράστιους γυναικείους αντιφατικούς χαρακτήρες. Την ορφανή Θάλεια και την αλέγρα θεία Αγγέλα.

Και πάνω τους να στήσει ένα μωσαικό μεταπολεμικής αγωνίας και προσπάθειας μιας Ελλάδας που τολμά και το κατορθώνει να σηκώσει, τελικά, κεφάλι.

Οι γυναίκες δεν είναι, εξάλλου, που θέλοντας και μη φορτώνονται όλα τα δύσκολα;

 

 

menis_kouΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ:

 

Η «Κυρία Κούλα» του είναι μόλις 77 σελίδες. Είναι, επίσης, 24 χρονών! Το 1978 κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο». Μια συντηρητική γυναίκα ώριμη, που γνώρισε ένας τρελούτσικος φοιτητής σε μια διαδρομή από Θησείο ως Κηφισιά. Κι έκτοτε θεωρείται πια κλασική.

 

 

 

 

 

 

 

mpampis_tsΜΠΑΜΠΗΣ ΤΣΙΚΛΗΡΟΠΟΥΛΟΣ:

 

Όπως κλασική, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι θεωρείται και η Ελένη από το μυθιστόρημα «Ερασιτέχνης άνθρωπος» του Μπάμπη Τσικληρόπουλου που κυκλοφόρησε το 1998 από τον «Πατάκη». Με τίτλο- δάνειο από έναν στίχο της Κικής Δημουλά, η νεαρή πόρνη φοιτήτρια της Ιατρικής, έχει γίνει συνώνυμο του αγώνα επιβίωσης σε μια ανθρώπινη ζούγκλα, διατηρώντας ταυτόχρονα και αλώβητη την ψυχή της.

 

 

 

 

desyllasΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΣΥΛΛΑΣ:

 

Απ’ τους νεώτερους συγγραφείς – της νέας γενιάς θα λέγαμε- ο Χρήστος Δεσύλλας, επιλέγει κι εκείνος μια γυναίκα για κεντρική ηρωίδα του, Στο μυθιστόρημα που φέρει κιόλας το όνομά της για τίτλο του «Αχ, Αντριανή» και κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1996 από τον «Πατάκη». Μια Αντριανή που καλείται να αποκαλύψει τα πάθη μέσα από τον κοινωνικό ιστό της Ελλάδας μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η ηρωίδα του θα χαράξει την τρελή διαδρομή της κι έπειτα θα δώσει τη ζωή της σαν σκυτάλη σε μια άλλη, για να φτάσει κι αυτή στις εσχατιές των αισθήσεων.

 

 

 

ΗΡΩΙΔΕΣ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΝ ΕΠΟΧΗ:

Αλλά και η Μήδεια, η Λυσιστράτη, η Αντιγόνη, η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα, η Κλυταιμνήστρα, η Εκάβη, η Ανδρομάχη, ακόμα και η Ελένη η απειθάρχητη και η όμορφη από ανδρός γραφίδα ακόμα κι εκείνη πλάστηκε. Διότι αν δεν ήταν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης, καμία απ’ αυτές τις σπουδαίες κυρίες του Αρχαίου Δράματος δεν θα ΄χε δει το φως το χρόνου. Αλλά και η Λυσιστράτη, δίχως τον Αριστοφάνη επανάσταση δεν θα ‘κανε. Κι ούτε ποτέ θα είχε μιλήσει για ειρήνη.

Και όσο για τη μάνα, κι αυτή από δυο άντρες πρωτίστως υμνήθηκε. Τον Γκόργκι στην «Μάνα» του και τον Μπέρλτροχ Μπρεχτ στη δική του «Μάνα Κουράγιο». Η Περλ Μπακ, ακολούθησε.

Διότι μπορεί αυτός ο κόσμος να φτιάχτηκε και να υμνήθηκε από άντρες. Αλλά από γυναίκες γεννήθηκε και οι γυναίκες – απ’ ότι φαίνεται και απ’ ότι ομολογείται- ήταν και παραμένουν «το άλας της γης».

 

ΥΓ. Δημοσιεύθηκε στο Golem το 2007. Όταν είχε γραφτεί ζούσαν ακόμα ο Πέτρος Αμπατζόγλου και ο Παύλος Μάτεσις. Το αφιερώνουμε στη μνήμη τους!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top