Fractal

Μάκης Μάτσας – «Πίσω από την μαρκίζα»

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

«Μια προσωπική μαρτυρία του Μάκη Μάτσα μετά από 40 χρόνια όπως τα έζησε μέσα από την Ελληνική Μουσική».

 

cover_matsas

 

«Ξεκινώντας από τον Μίνω συνεχίζοντας με τον Μάκη και προχωρώντας σήμερα στην Τρίτη γενιά με την Μαργαρίτα και τον Μίνω η οικογένεια Μάτσα κλείνει σε λίγα χρόνια ένα αιώνα προσφοράς στο ελληνικό τραγούδι και τη δισκογραφία.

Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Καλδάρας, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Βοσκόπουλος, Λοϊζος, Λ. Παπαδόπουλος, Νταλάρας, Κουγιουμτζής, Πάριος Αλεξίου, Παπακωνσταντίνου, Γαλάνη, Διονυσίου, Μαχαιρίτσας, Τόκας, Μικρούτσικος, Μητροπάνος… Δύσκολα θα βρει κάποιος σημαντικό Έλληνα συνθέτη ή τραγουδιστή που να μην ήταν ανακάλυψη ή να μην είχε συνεργαστεί στενά μαζί τους.

Η ζωή του Μάκη Μάτσα ήταν γεμάτη ριψοκίνδυνες αποφάσεις, προσωπικές συγκρούσεις, πολιτικές προεκτάσεις και πάθος για τη μουσική. Για πρώτη φορά ανέκδοτες λεπτομέρειες και αθέατες πλευρές της ελληνικής μουσικής, συνθέτουν τη θρυλική διαδρομή ενός ανθρώπου που αν και “πίσω απ’ τη μαρκίζα” επηρέασε όσο λίγοι την μουσική πορεία μιας ολόκληρης χώρας».

Και ακριβώς «Πίσω απ’ τη μαρκίζα» θα λέγεται. Αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου που αποτελεί «μια προσωπική μαρτυρία του Μάκη Μάτσα» από τις εκδόσεις «Διόπτρα» με οπισθόφυλλο το κείμενο που προηγήθηκε.

Ένα βιβλίο που διαβάζεται σαν φιλοσοφικό, μουσικό μυθιστόρημα, απολαυστικά και αποκαλυπτικά για όσα ακούσαμε, αγαπήσαμε, αναρωτηθήκαμε, σιγοτραγουδήσαμε και πάντα θα τραγουδάμε. Για το πώς ο Πάριος έγινε Πάριος, η Χαρούλα, Αλεξίου, για το πώς τα έργα του Θεοδωράκη πέρασαν από την παρανομία στη νομιμότητα, ο Μάνος Χατζιδάκις πλήρωνε με επιταγή τρεις μπύρες, για τον αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του Καζαντζίδη, για το πώς χτίζεται, τελικά, μια επιτυχία και αν υπάρχει συνταγή επιτυχίας. Για το πώς μπορεί να περάσει το τραγούδι στο λαϊκό ασυνείδητο.

 

Από την ηχογράφηση του περίφημου τραγουδιού «Αν δεν είχα τη μάνα μου τι θα ήμουν στη γη» που με την μεγάλη μου επιμονή η «μάνα» έγινα «Αν δεν είχα και σένα…..» και το τραγούδι σώθηκε. Από αριστερά Σπύρος Γιατράς, Μάκης Μάτσας, Γιάννης Πάριος, Αλέκος Χρυσοβέργης.

Από την ηχογράφηση του περίφημου τραγουδιού «Αν δεν είχα τη μάνα μου τι θα ήμουν στη γη» που με την μεγάλη μου επιμονή η «μάνα» έγινα «Αν δεν είχα και σένα…..» και το τραγούδι σώθηκε. Από αριστερά Σπύρος Γιατράς, Μάκης Μάτσας, Γιάννης Πάριος, Αλέκος Χρυσοβέργης.

 

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα. Το πιο μεγάλο και καθοριστικό κεφάλαιο, τελικά, αποτελεί ο συγγραφέας του: Μάκης Μάτσας. Ο άνθρωπος που καθόρισε τη μουσική πορεία της χώρας.

Η κοσμοθεωρία του: «Ό,τι ονειρευτείs μπορείς να το πετύχεις». «Όταν μια πόρτα κλείνει, δυο πόρτες θ’ ανοίξουν». «Ντροπή δεν είναι να αποτύχεις, ντροπή είναι να μην προσπαθήσεις».

 

1981. Απονομή χρυσού δίσκου στον Τόλη Βοσκόπουλο για το «Καρδιά μου μόνη»

1981. Απονομή χρυσού δίσκου στον Τόλη Βοσκόπουλο για το «Καρδιά μου μόνη»

 

H MEΓΑΛΗ ΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ

«Mετά από ένα βαρύ έμφραγμα του πατέρα μου Μίνου οι δισκογραφικές εταιρίες που διηύθυνε η Odeon και η Parlophone που συμμετείχε με 15% μαζί με άλλους 11 συνεταίρους πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο μέχρι που στις αρχές του 1960 έφτασαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, χρεωστώντας 2.000.000 δραχμές στο μοναδικό εργοστάσιο παραγωγής Columbia .

Οργισμένοι οι Άγγλοι ιδιοκτήτες του εργοστασίου αντέδρασαν βίαια και άδικα τουλάχιστον για τον Μίνω, σταματώντας αμέσως να τροφοδοτούν με δίσκους και τις δύο εταιρίες, παρότι η Parlophone δεν χρωστούσε δεκάρα.

Εγώ παρέμεινα για αρκετό καιρό σιωπηλός. Από τη μία στεναχωριόμουν που έβλεπα τον πατέρα μου σε πλήρες αδιέξοδο κι από την άλλη η αδικία που είχε γίνει εις βάρος του με όπλιζε με δύναμη, καθώς το πάθος μου για μια δουλειά που αισθανόμουν ότι χανόταν αναίτια φούντωνε μέσα μου μέρα με τη μέρα.

Περνούσα ολόκληρα βράδια ξάγρυπνος, σαν να ήθελα, ασυνείδητα μάλλον, να βρω λύση για όσα συνέβαιναν. Οραματιζόμουν ότι εγώ θα κατόρθωνα να ανασυγκροτήσω και τις δύο εταιρείες και ότι θα αναλάμβανα μόνος μου να σώσω την κατάσταση. Και αμέσως μετά θυμάμαι να αναρωτιέμαι αν είμαι τρελός και αν από την αϋπνία ζούσα το παραμύθι του Δον Κιχώτη. Έβαζα τα χέρια στις τσέπες και επανερχόμουν στην πραγματικότητα. Όλη μου η περιουσία δεν ήταν παρά μόνο λίγες δραχμές που είχα χαρτζιλίκι για να περάσω τη βδομάδα μου.

Μου πήρε μέρες για να επιστρατεύσω όσο θάρρος μπορεί να διαθέτει ένα εικοσιτριάχρονο παιδί και να σκεφτώ τον κατάλληλο τρόπο να μιλήσω στον πατέρα μου, καθώς φοβόμουν την αντίδραση του.

Χωρίς να έχω προειδοποιήσει για το παραμικρό τον Μίνω, όπως καθόμασταν στο τραπέζι , ένα βράδυ του λέω:

«Πατέρα, αυτή η δουλειά που τόσα χρόνια κουράστηκες να δημιουργήσεις, δεν πρέπει να πάει χαμένη. Θέλω να με βοηθήσεις να τη συνεχίσω εγώ. Πρέπει όμως να μου δείξεις εμπιστοσύνη. Εσύ προσωπικά δεν χρωστάς τίποτα στο εργοστάσιο της Columbia. Η Parlophone είναι πεντακάθαρη. Θα πάω στο εργοστάσιο να τους μιλήσω και θα τους εξηγήσω ότι θέλω να μου δώσουν την ευκαιρία να μπορέσω να συνεχίσω εγώ με όλες τις δυνάμεις μου αυτή τη δουλειά, για να σωθεί. Πιστεύω ότι κάτι μπορεί να πετύχω».

Η Odeon όπως σας είπα χρωστούσε σε σημερινά χρήματα τουλάχιστον εφτά εκατομμύρια ευρώ. Ο πατέρας μου χαμήλωσε το κεφάλι του. Δεν είπε όχι, αλλά ποτέ δεν άκουσα από το στόμα του τη λέξη «προχώρα». Από το βλέμμα του ωστόσο και από την έκφραση του προσώπου του μπορούσα να μαντέψω τις σκέψεις του. Δεν πίστευε ότι θα καταφέρω να πείσω τους Άγγλους και παράλληλα ανησυχούσε για το τι θα γινόταν στην αντίθετη περίπτωση. Ήταν προφανές ότι θεωρούσε πως του είχα βάλει άλλον έναν μπελά στο κεφάλι του. Δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα έκανα στη ζωή μου αν γνώριζα μια τόσο μεγάλη απογοήτευση στον πρώτο μου στόχο.

Εγώ πάλι, θέλοντας να πιστεύω ότι είχα τη σιωπηρή συναίνεση του, ή έστω την ανοχή του, την επομένη κιόλας τηλεφώνησα στο εργοστάσιο της Columbia και ζήτησα ένα ραντεβού με τον γενικό διευθυντή της, τον Βασίλη Τουμπακάρη.

Ο Τουμπακάρης ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Κοντός και μικροκαμωμένος, με κάποιο πρόβλημα στο δεξί χέρι, που πάντα το είχε δεμένο. Είχε μικρά μάτια και το οξύ βλέμμα του αισθανόσουν ότι σε διαπερνά, σαν να ήθελε να σε ακτινογραφήσει. Ήξερα από τον πατέρα μου ότι ο Τουμπακάρης είχε ξεκινήσει την καριέρα του από κλητήρας και με σκληρή δουλειά και την ατσαλένια θέλησή του σπούδασε και τελικά κατόρθωσε να διοικεί το εργοστάσιο μαζί με τον τότε Άγγλο διευθυντή Ρόμπερτ Μακένζι.

Σε δύο μέρες το ραντεβού είχε κλειστεί και βρισκόμουν στο γραφείο του φορώντας μαύρο κουστούμι και μια σκούρα γραβάτα, για να δείχνω όσο μπορούσα πιο μεγάλος, και κυρίως σοβαρό και αποφασισμένος.

«Ακούστε, κύριε Τουμπακάρη», του είπα. «Ξέρω ότι είστε ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος και θέλω να με βοηθήσετε κι εμένα να πετύχω το στόχο που έχω βάλει. Αν αποδεχτείτε την πρότασή που σας κάνω, είμαι βέβαιος ότι κι εγώ με τη σειρά μου θα μπορέσω να σας βοηθήσω να λύσετε τα προβλήματα που έχετε με την Odeon. O πατέρας μου και η Parlophone δεν σας έχουν καθυστερήσει ούτε μια δεκάρα. Είμαστε διατεθειμένοι να αναλάβουμε όλα τα χρέη της Odeon και τελικά να μη χάσετε τα λεφτά σας, αρκεί να μας εμπιστευτείτε. Σας ζητώ λοιπόν να αρχίσετε και πάλι να μας παραδίδετε τους δίσκους που σας παραγγέλνουμε και για κάθε δίσκο να μας χρεώνετε στο εξής τρείς δραχμές πάνω από την κανονική τιμή του. Κατ΄αυτό τον τρόπο το χρέος της Odeon σιγά-σιγά θα αποσβεστεί. Αν δεχτείτε την πρότασή μου, είμαι βέβαιος ότι το αργότερο σε τρία-τέσσερα, το πολύ πέντε χρόνια από σήμερα, θα έχετε εισπράξει όλα τα χρήματα που σας χρωστούν. Αν δεν την δεχτείτε, επειδή γνωρίζω την κατάσταση των έντεκα συνεταίρων της Οdeon, φοβάμαι ότι στο τέλος δεν θα εισπράξετε ούτε δεκάρα».

Ειδικά το τελευταίο, που πρέπει να ακούστηκε και ως έμμεση απειλή, ειλικρινά δεν ξέρω πως βγήκε απ’ το στόμα μου. Κατόπιν εορτής κατάλαβα ότι μου προέκυψε αυθόρμητα, επειδή ήμουν βέβαιος ότι ο Τουμπακάρης γνώριζε καλύτερα από μένα την οικονομική κατάσταση των μετόχων της Odeon-Parlophone.

Όση ώρα μιλούσα, ο Τουμπακάρης με παρακολουθούσε προσεκτικά, αλλά ήταν τελείως ανέκφραστος. Αισθανόμουν το στόμα μου να έχει στεγνώσει από την αγωνία, όταν σηκώθηκε τελικά από το γραφείο του και με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου, σαν προβολείς ανάκρισης, μου είπε:

«Μου ζητάς κάτι που δεν μπορώ να το αποφασίσω ούτε εγώ ούτε η διοίκηση του εργοστασίου (κατάλαβα ότι εννοούσε τον Μακένζι). Θα πρέπει να επικοινωνήσω με το Λονδίνο, γιατί μόνο εκεί μπορεί να ληφθεί μια τόσο σημαντική απόφαση. Σ΄ ευχαριστώ όμως για την επίσκεψη σου και δώσε σε παρακαλώ πολλούς χαιρετισμούς στον πατέρα σου. Μόλις έχω νεότερα, θα σας ειδοποιήσω».

Δεν ξέρω αν ήταν η ανακούφισή μου που μπόρεσα να αρθρώσω τόσο καλά την πρόταση που είχα σκεφτεί ή αν ήταν η ελπίδα που με έκανε να διακρίνω κάπου μέσα στα μικρά του μάτια ένα λιγοστό φώς, ότι μπορεί και να έβλεπε θετικά την ιδέα μου. Μου έκανε πάντως μεγάλη εντύπωση ότι με συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα, γεγονός που επίσης το εξέλαβα ως ενθαρρυντική ένδειξη. Ίσως γιατί ήθελα τόσο πολύ να μην απορρίψει την πρότασή μου.

Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα. Πέρασε και δεύτερη, μπήκε και η τρίτη, όταν χτύπησε επιτέλους το τηλέφωνο. Το νέο ραντεβού κλείστηκε και το επόμενο μεσημέρι χτυπούσε ξανά την πόρτα του.

Μόλις μπήκα, σηκώθηκε αμέσως από το γραφείο του και μου πρότεινε να καθίσουμε στον καναπέ.

«Τις προάλλες, παιδί μου, δεν σου κρύβω ότι με εντυπωσίασε το πάθος με το οποίο μου μίλησες. Κουβέντιασα με τον Μακένζι και τους επιτελείς στο Λονδίνο. Μου ζήτησαν η ελληνική διοίκηση του εργοστασίου να τους στείλει την εισήγησή της πράγμα που κάναμε αμέσως. Τελικά το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας στο Λονδίνο αποφάσισε να δεχτεί την πρότασή σου υπό δύο όρους …»

 

Τόλης Βοσκόπουλος με την  κόρη της Μαρινέλλας  Τζωρτίνα, Μάκης Μάτσας  και Μαρινέλλα. Από την ίδια απονομή.

Τόλης Βοσκόπουλος με την κόρη της Μαρινέλλας Τζωρτίνα, Μάκης Μάτσας και Μαρινέλλα. Από την ίδια απονομή.

 

Ψυχαναλύοντας τον εαυτό μου και τους ανταγωνιστές μου

«Από τη στιγμή που η «Μίνως Μάτσας & Υιός» έγινε πραγματικότητα και μπόρεσα να αποκτήσω το πρώτο μικρό κεφάλαιο κίνησης με τις λίγες αναντικατάστατες λίρες που μου εμπιστεύθηκε ο πατέρας μου, έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Η ζωή μου έκτοτε έγινε ένα τραγούδι, όχι πάντα χαρούμενο. {…} Εννοείται ότι σήμερα κάθε άλλο παρά έχω μετανιώσει. Αντιθέτως ευλογώ την τύχη μου που έζησα μια σπάνια ζωή περιτριγυρισμένος από εκατοντάδες ανθρώπους της τέχνης του τραγουδιού. Συνθέτες, στιχουργούς, μαέστρους, τραγουδιστές, μουσικούς, ηχολήπτες, ζωγράφους που δημιούργησαν εξώφυλλα αριστουργήματα και, βέβαια, συντροφιά με αναρίθμητα τραγούδια. {…}

Δεν έχω λόγια να περιγράψω το συναίσθημα που νοιώθεις σε αυτή τη δουλειά, όταν ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι μια δική σου επιλογή, μέσα σε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα, γίνεται η αγαπημένη ενός ολόκληρου λαού. Όταν βλέπεις ταυτόχρονα τους Έλληνες, λες και είναι συνεννοημένοι, από τα ακριτικά σύνορα του βορρά μέχρι το Καστελόριζο, να κάνουν κατάδικό τους και να αγαπούν ένα τραγούδι που εσύ είχες την τύχη να πρωτακούσεις, να το εκτιμήσεις σωστά και να το επιλέξεις. Νοιώθεις σαν ένας μικρός θαυματοποιός».

Ο Μάκης Μάτσας απάντα στο βιβλίο του και στο διαχρονικό ερώτημα αν υπάρχει συνταγή επιτυχίας:

«Υπάρχει συνταγή και θα προσπαθήσω να σας την περιγράψω, δίνοντας σας και τα ανάλογα παραδείγματα» {…}

«Τα τραγούδια που βρίσκουν τεράστια απήχηση θα μπορούσα να τα παρομοιάσω με ένα κύτταρο που έχει μέσα του το σπέρμα της επιτυχίας. Κάποιες φορές το σπέρμα αυτό πλημμυρίζει το κύτταρο και είναι ώριμο να εκραγεί και να κάνει το θαύμα του αμέσως μόλις έρθει σε επαφή με τον αέρα που θα το ταξιδέψει στους ακροατές του. Κάποιες άλλες φορές, όμως, το σπέρμα κατά τη δημιουργία των τραγουδιών βρίσκεται σε λήθαργο ή έχει τρυπώσει και κρύβεται βαθιά μέσα στο κύτταρο. Έχει δηλαδή μια λειτουργική ατέλεια, η οποία χρειάζεται την κατάλληλη παρέμβαση για να διορθωθεί και να λειτουργήσει σωστά. {…}

«Μετά από σχεδόν μισό αιώνα στην μουσική βιομηχανία νιώθω μεγάλη ικανοποίηση γιατί έχω σώσει τις ζωές δεκάδων τραγουδιών, ακόμη και αν χρειάστηκε η αλλαγή μιας μόνο λέξης σ’ έναν στίχο για να αποκαλυφθεί το σπέρμα της επιτυχίας τους και να έχουν καθολική απήχηση».

Και για όσους αμφιβάλλουν ότι ακόμη και μια μόνο λέξη μπορεί να κάνει την διαφορά, ο Μάκης Μάτσας αναφέρει στο βιβλίο ουκ ολίγα παραδείγματα τέτοιων τραγουδιών. Ιδού ένα πραγματικά εντυπωσιακό:

 

Το πρώτο συμβόλαιο με τον Καζαντζίδη και ο ρόλος της Μαρινέλλας

«Είναι πια Δεκέμβριος του 1963. Η Ελλάδα βρίσκεται λίγες εβδομάδες μετά από εκλογές βυθισμένη σε μια πρωτοφανή πολιτική αβεβαιότητα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου πιέζει για νέα προσφυγή στις κάλπες, ενώ ο Καραμανλής έχει παραιτηθεί αιφνιδιαστικά από την ΕΡΕ και βρίσκεται στο Παρίσι. Και εγώ μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, βρίσκομαι στο δικηγορικό γραφείο του Xαράλαμπου Δανιηλίδη, κάπου στη Γενναδίου. Από τη μια πλευρά του μεγάλου τραπεζιού κάθονται ο Στέλιος Καζαντζίδης με τον δικηγόρο του και τη Μαρινέλλα. Από την άλλη ο πατέρας μου, σε μια από τις σπάνιες παρουσίες του, ο δικηγόρος μας Θεόδωρος Σεργάκης και εγώ.

Ο δικηγόρος του Καζαντζίδη ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Συμπατριώτης του από τον Πόντο, τον αγαπούσε ειλικρινά και πάντα φρόντιζε για το καλό του, ανεξάρτητα από το ότι ο Στέλιος τον αντιμετώπιζε συνήθως με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία.

Το όνειρο της συνεργασίας μου με τον Στέλιο βρίσκεται ένα βήμα πριν από την υλοποίησή του. Ύστερα από πολύχρονες διαπραγματεύσεις όλα πλέον είναι έτοιμα. Ένα τετραετές συμβόλαιο για τον Καζαντζίδη με μια αμοιβή αδιανόητη για την εποχή, και ένα ακόμη συμβόλαιο για τη Μαρινέλλα που θα άρχιζε πλέον εκτός από τα σεκόντο του Καζαντζίδη να κάνει και τη δική της σόλο καριέρα. {…}

Όλα ήταν έτοιμα κι όλα συμφωνημένα. Τη στιγμή, όμως, που τα χέρια του Στέλιου και του πατέρα μου θα έπαιρναν τις πένες για να βάλουν τις τελικές υπογραφές, η γραμματέας του Δανιηλίδη μπαίνει ξαφνικά στην αίθουσα και μας αναγγέλλει ότι κάποιος ζητάει επειγόντως τον Στέλιο. Εκείνος σηκώνεται αιφνιδιασμένος και βγαίνει έξω, ενώ εμείς με τη Μαρινέλλα και τους υπολοίπους συνεχίζουμε να κουβεντιάζουμε ανυποψίαστοι.

Η ώρα όμως περνάει και αναρωτιόμαστε γιατί αργεί ο Στέλιος να επιστρέψει. Η Μαρινέλλα φανερά ανήσυχη βγαίνει στο διάδρομο και τρέχει προς την εξώπορτα για να δει τι συμβαίνει. Εμείς στο γραφείο δεν ξέρουμε τι να υποθέσουμε. Η αμηχανία του δικηγόρου του ήταν φανερή, όπως και η δική μας που προσπαθούσαμε με τον Μίνω να την κρύψουμε. Θα είχε περάσει ένα τέταρτο που εμένα μου φάνηκε ένας χρόνος. Οπότε ξαφνικά από τη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου ακούμε βήματα στο διάδρομο και τη χαρακτηριστική φωνή της Μαρινέλλας να λέει στον Καζαντζίδη με πολύ έντονο ύφος: «Άκου να δεις Στέλιο. Αν εσύ δεν φοράς παντελόνια εγώ φοράω. Πάμε μέσα!». Τα μουδιασμένα μας πρόσωπα συνήλθαν σε λίγα λεπτά, ενώ υπογράφαμε το πολυπόθητο συμβόλαιο. Αφού φιληθήκαμε και δώσαμε τις ανάλογες ευχές, χωρίσαμε για να ξανασυναντηθούμε την επομένη.

Όμως από εκείνη την ημέρα απέμενε να λυθεί ένα μυστήριο για την παραλίγο φυγή του Στέλιου απ’ το γραφείο του δικηγόρου του και την υπογραφή των συμβολαίων. Ψάχνοντας να βρω μια εξήγηση έμαθα ότι είχε εμπλακεί ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, ο γνωστός φίλος του Στέλιου που τον είχε συνοδεύσει και στο τσέκ-απ του. Ο στιχουργός αυτός με τις μεγάλες επιτυχίες και πρωτοπαλίκαρο, εκείνη την εποχή, τού Τάκη Λαμπρόπουλου, προφανώς πληροφορήθηκε ότι ο Καζαντζίδης πρόκειται να υπογράψει μαζί μας και έτρεξε να τον βρει ακόμα και την τελευταία στιγμή. Δεν έμαθα ποτέ αν ήρθε με δική του πρωτοβουλία ή ως απεσταλμένος της Columbia για να αποτρέψει τον Στέλιο έστω και στο παρά πέντε.

Στο τέταρτο περίπου που περιμέναμε στο γραφείο του Δανιηλίδη, ο Κολοκοτρώνης προσπαθούσε να τον πείσει να πάνε στον Λαμπρόπουλο που, όπως του έλεγε, ήταν έτοιμος να του προσφέρει γη και ύδωρ. Ο Κολοκοτρώνης ήξερε πολύ καλά τον Στέλιο και εκτιμούσε ότι αν τον έπειθε έστω να τον ακολουθήσει για λίγο στο γραφείο του Τάκη, θα κατόρθωνε ίσως όχι μόνο να αναβάλει, αλλά και να ματαιώσει το συμβόλαιο μαζί μας. Δεν είχε υπολογίσει, ωστόσο, τα… παντελόνια της Μαρινέλλας.

 

Τόλης Βοσκόπουλος και Ζωή Λάσκαρη

Τόλης Βοσκόπουλος και Ζωή Λάσκαρη

 

Το επεισοδιακό ξεκίνημα της Χαρούλας

«Γυρνάμε ξανά το ρολόι του χρόνου πίσω στο 1971. Ένα νεαρό ντροπαλό κορίτσι περνά την πόρτα του γραφείου μου για να μου συστηθεί: «Ονομάζομαι Χαρίκλεια Ρουπάκα», μου είπε. Κάθεται απέναντι μου και αντικρίζω μια συνεσταλμένη όμορφη κοπέλα. Το βλέμμα της από την αρχή έκρυβε μια περίεργη θλίψη. Μόλις, όμως, άνοιξε το στόμα της και άκουσα τη φωνή της, με τις πρώτες κουβέντες της αισθάνθηκα το δωμάτιο σαν να γέμισε ξαφνικά με μια θαλπωρή από τη ζεστή χροιά και το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής της. Μου έκανε εντύπωση η εξαιρετική της άρθρωση σε κάθε λέξη που πρόφερε. Αφού ανταλλάξαμε τις πρώτες τυπικές κουβέντες, τής έκλεισα ραντεβού για να έρθει στο στούντιο την ίδια κιόλας εβδομάδα για ακρόαση».

Η Χαρούλα ήδη από την πρώτη δοκιμή της φωνής της που έγινε με το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» ενθουσίασε όσους την άκουσαν. Τόσο πολύ μάλιστα που ο Μάκης Μάτσας αναφέρει ότι προσπάθησαν να της το κρύψουν για να μην πάρουν τα μυαλά της αέρα. Τι έμελλε να συμβεί όμως στην πρώτη δισκογραφική της απόπειρα κανείς δεν το περίμενε:

«Έχοντας γοητευθεί από το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και γνωρίζοντας πόσο ταίριαζε η φωνή της σε αυτό το ύφος, λέω στον Αχιλλέα Θεοφύλλου: «Έχουμε ήδη ηχογραφημένο ένα καταπληκτικό ζεϊμπέκικο του Βασίλη Βασιλειάδη. Το «Όταν πίνει μια γυναίκα». Δεν το δοκιμάζουμε με την Αλεξίου; Σίγουρα θα το τραγουδήσει καλύτερα».

Το τραγούδι προοριζόταν για τη Νανά Χάρμα, την κόρη του Τόλη Χαρμαντά που δεν ήταν άλλος από τον Τόλη Χάρμα (αυτό ήταν το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο) και τραγουδούσε πάντα ντουέτο με την γυναίκα του. Ήταν το γνωστό «Ντούο Χάρμα».

Η κόρη τους, όμως, η Νανά έλειπε τότε στην Αμερική και ο Βασιλειάδης βιαζόταν να κυκλοφορήσει το τραγούδι του. Για αυτό το είχαμε ηχογραφήσει δοκιμαστικά με κάποια άλλη τραγουδίστρια, ονόματι Καίτη Πετράκη, αλλά δεν ήμασταν απόλυτα ικανοποιημένοι. Γι’ αυτό πρότεινα στον συνθέτη να το τραγουδήσει η νεαρή Αλεξίου. Σε λίγες ημέρες βρισκόμασταν όλοι μαζί στο στούντιο. Όπως είχα φανταστεί το τραγούδι η Αλεξίου το ερμήνευσε υπέροχα, αναδεικνύοντας τη δύναμη που έκρυβε μέσα του.

Αποφασίζουμε να το κυκλοφορήσουμε με τη φωνή της και σε δύο εβδομάδες ο δίσκος βγαίνει στην αγορά. Αρχίζουμε να το διαφημίζουμε και από τα ραδιόφωνα. Δεν φαντάζεστε, όμως, τι μας περίμενε και τι κατάρες έμελλε να φάει η καημένη η Αλεξίου και όλοι εμείς μαζί της.

Η θύελλα που ξέσπασε μόλις κυκλοφόρησε το τραγούδι δεν περιγράφεται. Διαμαρτυρίες, φωνές, εξώδικα και μηνύσεις έπεφταν σαν βροχή πάνω στα κεφάλια μας. Τι είχε συμβεί;

Όταν παραγγείλαμε στο εργοστάσιο της Columbia να τυπώσει το θρυλικό «Όταν πίνει μια γυναίκα», με την εκτέλεση της Χαρούλας, ο τεχνικός έκανε ένα τραγικό λάθος, που πέρασε απαρατήρητο από όλη την ιεραρχία των ελέγχων. Αντί να ρεμιξάρει και να στείλει για εκτύπωση το τραγούδι με τη φωνή της Αλεξίου, στέλνει για παραγωγή την παλαιότερη ηχογράφηση του ίδιου τραγουδιού που είχαμε κάνει με την φωνή της Πετράκη! Και σαν να μην έφτανε αυτό στην ετικέτα του δίσκου είχε τυπωθεί το όνομα της Αλεξίου, ενώ βέβαια τραγουδούσε η Πετράκη. Λες και όλοι ήταν συνεννοημένοι εναντίον της άγνωστης αυτής τραγουδίστριας.

Η Πετράκη θεώρησε ότι όλα έγιναν επίτηδες, ότι εσκεμμένα βάλαμε το όνομα της Αλεξίου για να προβάλουμε την καινούργια μας τραγουδίστρια χρησιμοποιώντας τη δική της φωνή και, έχοντας κάθε δίκιο με το μέρος της, άρχισε να μας «πυροβολεί» με όλα τα μέσα που είχε. Εξώδικα, απειλητικά τηλεφωνήματα, μηνύσεις ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Το «τεχνικό» λάθος διορθώθηκε, μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, αλλά η ζημιά είχε γίνει!

Με αυτόν τον επεισοδιακό τρόπο ξεκίνησε η διαδρομή της Χαρούλας στη Minos, που έμελλε να γράψει τη λαμπρότερη γυναικεία καριέρα της γενιάς της για τα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε μια από τις πρώτες ηχογραφήσεις της, όπως έβγαινα από το στούντιο της Columbia είδα τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να κοντοστέκεται, να παρακολουθεί για λίγο την ερμηνεία της και να με ρωτάει: «Ποια είναι αυτή που τραγουδάει;» Όταν του ανέφερα το όνομα Χαρούλα Αλέξιου, με τη γνωστή θυμοσοφία που τον χαρακτήριζε συνέχισε: «Αυτή η φωνή, να ξέρεις, έχει στασίδι στην Εκκλησία!»

 

Αντζελα Γκερέκου, Τόλης Βοσκόπουλος, Μάκης Μάτσας μετά το γάμο τους

Άντζελα Γκερέκου, Τόλης Βοσκόπουλος, Μάκης Μάτσας μετά το γάμο τους

 

Ένας πρίγκιπας στην πίστα: Τόλης Βοσκόπουλος

Καθώς δεν διστάζω να μιλήσω για τις ιδέες μου, που συνέβαλαν καθοριστικά στην πορεία πολλών τραγουδιστών και δημιουργών, έτσι δεν διστάζω να παραδεχτώ ότι με τον Τόλη Βοσκόπουλο έπεσα έξω στις προβλέψεις μου, τουλάχιστον στην αρχή της καριέρας του. Ίσως με μπέρδεψαν οι πολύπλευρες δραστηριότητές του.

Ο Βοσκόπουλος πρωτοεμφανίζεται το 1963 και παρουσιάζεται ταυτόχρονα σαν ηθοποιός, ζεν πρεμιέ, αλλά και τραγουδιστής. Έκανε λίγο απ’ όλα.

Τον παρακολουθούσα, αλλά δεν είχα διακρίνει κάτι ιδιαίτερο να μου κινήσει το ενδιαφέρον. Όταν όμως μέσα του ξεκαθάρισαν τα πράγματα και άρχισε να επικεντρώνει την προσοχή του στο τραγούδι, υπήρξε μια στιγμή, το 1967, που δεν ξεχνώ. Ήταν μόλις άκουσα το τραγούδι «Σαν της γαρδένιας τον ανθό»,. Είχε ένα πραγματικά πολύ ωραίο ρεφρέν, στο οποίο για πρώτη φορά πρόσεξα τη φωνή του.

Αποφάσισα να πάω στο κέντρο που δούλευε με τη Δούκισσα. Του συστήθηκα, γνωριστήκαμε και είδα έναν άνθρωπο πραγματικά ξεχωριστό. Είχε μια ανεπιτήδευτη μεγαλοπρέπεια έναν αέρα σχεδόν πριγκιπικό, σαν να είχε ανατραφεί από γονείς μεγάλης αρχοντικής οικογένειας.

Όταν ύστερα από λίγο καιρό έγινε η συνάντηση, εγώ είχα ήδη αποφασίσει μέσα μου ότι τον Τόλη έπρεπε οπωσδήποτε να τον φέρω κοντά μου. Δεν πέρασε όμως ούτε ένα εξάμηνο απ’ αυτή τη συζήτησή μας και οι προβλέψεις μου για τη μουσική εκτόξευσή του δικαιώνονται πανηγυρικά, αλλά δυστυχώς για μένα σε άλλη εταιρεία. Το 1968 κυκλοφορεί την περίφημη «Αγωνία» του Γιώργου Ζαμπέτα σε στίχους του Μπάμπη Βασιλειάδη −του επονομαζόμενου και «Τσάντα»− και χαλάει ο κόσμος. Ο Βοσκόπουλος γίνεται το είδωλο της εποχής, αρχίζει να τραγουδάει στα μεγαλύτερα μαγαζιά, οι γυναίκες παθαίνουν υστερία μόλις τον βλέπουν. Κι εγώ με τη σειρά μου, ακούγοντας διαρκώς στα ραδιόφωνα τον Τόλη να έχει απογειωθεί ερμηνεύοντας το «Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι, / αγωνία δυστυχώς να σε μοιράζομαι», άρχισα να αγωνιώ ότι λόγω της επιτυχίας του θα μου έμενε τελικά μόνο η λαχτάρα να τον φέρω στην Minos.

Eγώ είχα ήδη αποκτήσει στο δισκογραφικό σινάφι τη φήμη ανθρώπου που ασχολείται προσωπικά με τους καλλιτέχνες, παρακολουθώντας καθημερινά τη διαδρομή τους, αλλά και προτείνοντας ιδέες και μουσικές κατευθύνσεις για να φτάσουν στην επιτυχία.

Νομίζω ότι αυτή ακριβώς τη σιγουριά που είχε ήδη αρχίσει να εκπέμπει η Minos εκτίμησε ο Τόλης και, παρά την τεράστια επιτυχία που είχε κάνει στη Philips, πήρε τη μεγάλη απόφαση να μετακομίσει σ’ εμάς.

Η είδηση έπεσε στη Philips σαν κεραυνός εν αιθρία. Οι άνθρωποί της πάγωσαν. Ο Τόλης ήταν το μεγάλο αστέρι που είχαν δημιουργήσει για πρώτη φορά έπειτα από δέκα χρόνια λειτουργίας. Τα έβαψαν μαύρα, αλλά κι εγώ αισθανόμουν κάπως άβολα.

Ήταν η πρώτη φορά που είχα τύψεις για μια μεταγραφή, και όχι χωρίς λόγο. Ο διευθυντής της Philips, ο Νίκος Αντύπας ήταν φίλος μου.

Θυμάμαι ότι την εποχή εκείνη τραγουδούσε στο «Καν-Καν» και γινόταν λαϊκό προσκύνημα. Για να καταλάβουν οι νεότεροι, ο γυναικείος πληθυσμός λιποθυμούσε με το που εμφανιζόταν ο Βοσκόπουλος στην πίστα. Θα μπορούσα αστειευόμενος να τον χαρακτηρίσω «πρόδρομο του Ρουβά». Ο Τόλης τότε με το που πάταγε το πόδι του στην πίστα, κατόρθωνε να δημιουργεί υστερία σε κορίτσια από δεκαοχτώ χρονών μέχρι την ηλικία που κάθε γυναικεία καρδιά μπορούσε να χτυπάει ακόμη ερωτικά. Την εποχή εκείνη ήταν τρελά ερωτευμένος με τη Ζωή Λάσκαρη. Επίσης πρέπει να κέρδιζε περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη, αλλά αυτό έμοιαζε να μην τον απασχολεί καθόλου. Τα ξόδευε χωρίς να το σκέφτεται ή και χάριζε λεφτά σε όσους του ζητούσαν.

Ο χρόνος πέρασε σαν νεράκι κάνοντας μαζί του τις επιτυχίες την μία μετά την άλλη μέχρι που ήρθε η ώρα να ανανεώσουμε το συμβόλαιό μας.

Τότε έγινε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Ήμουν πολύ ανήσυχος αν θα δεχτεί την ανανέωση μετά τις τεράστιες επιτυχίες που έκανε. Ήξερα άλλωστε ότι όλες οι ανταγωνίστριες εταιρείες τον πολιορκούσαν με απίστευτες προσφορές − η μία μεγαλύτερη απ’ την άλλη.

Έρχεται στο γραφείο μου και παραγγέλνει έναν καφέ. Τον θυμάμαι πάντα να ρίχνει μέσα λίγες στάλες παγωμένο νερό, γιατί δεν του άρεσε να τον πίνει καυτό. Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν το κοντέρ της αγωνίας μου πήγαινε να σπάσει, κι ας προσπαθούσα να δείχνω απολύτως ψύχραιμος. Αναρωτιόμουν αν θα είναι στοιχειωδώς λογικός ή αν θα μου ζητήσει κάποιο αστρονομικό ποσό.

Ο Τόλης πίνει μια γερή γουλιά καφέ, βγάζει από την τσέπη του ένα στυλό, παίρνει το συμβόλαιο μπροστά του και με το γνωστό μεγαλοπρεπές ύφος του μου λέει:

«Πού να βάλω την τζίφρα μου;»

Τα έχασα.

«Μα όλα τα οικονομικά θέματα είναι ανοιχτά», του λέω.

«Μάκη, συμπλήρωσε ό,τι θέλεις και δώσε μου να το υπογράψω», ήταν η απάντησή του.

Επέμενα να το διαβάσει, αλλά ήταν κατηγορηματικός.

«Τι να διαβάσω; Αφού σ’ εμπιστεύομαι».

Δεν μου είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο !

Οι εκπλήξεις που δοκίμασα βεβαίως με τον Τόλη δεν προήλθαν μόνο από τη μεγαλοσύνη του, αλλά κι από τον παροιμιώδη αυθορμητισμό του. Το 1973, έχοντας χωρίσει με τη Ζωή Λάσκαρη, παντρεύεται τη Μαρινέλλα. Αφού γίνεται μεγάλο πανηγύρι, έρχεται μια μέρα στο γραφείο και μου λέει: «Αύριο ετοιμάσου να υποδεχτείς τη γυναίκα μου. Θα την πάρω από τη Philips και θα ’ρθει εδώ, να κάνουμε μαζί τους δίσκους μας. Φαντάζεσαι τι θα γίνει; Θα χαλάσει κόσμος».

Μόλις το άκουσα, πάγωσα. Σκέφτηκα αμέσως ότι μετά το πλήγμα που είχε δεχτεί η Philips και ο φίλος μου ο Νίκος Αντύπας, αν προχωρούσα στη μεταγραφή και της Μαρινέλλας, θα ήταν η χαριστική βολή για τη σχέση μας. Δεν το ήθελα αυτό.

Όταν κατέφτασε ο Τόλης στην εταιρεία συνοδευόμενος από την Μαρινέλλα σκόπιμα άρχισα να επικαλούμαι διάφορες προσχηματικές δικαιολογίες για να ματαιώσω το όνειρο του:

«Μαρινέλλα εκεί που είσαι σε έχουν βασίλισσα εμείς φοβάμαι μήπως δεν μπορέσουμε να ανταποκριθούμε όπως σου πρέπει και όπως σου αξίζει».

Ο Βοσκόπουλος σαν να μην άκουγε τίποτα με διέκοπτε συνέχεια και μου περιέγραφε τα υπέροχα ντουέτα που θα έκαναν πάταγο αν τα τραγουδούσαν μαζί.

Έγινε και δεύτερο ραντεβού εγώ να λέω τα δικά μου και ο Τόλης τα δικά του οπότε τον βλέπω σε κάποια στιγμή να ανάβει να πετάγεται πάνω σαν ελατήριο και να μου λέει την απίστευτη ατάκα

«Ρε Μάκη δεν έχεις το θεό σου ,σου φέρνω το μ…. στο πιάτο και εσύ το κοιτάς στα δόντια ειλικρινά δεν σε καταλαβαίνω».

Πώς να του εξηγήσω τη θυσία που έκανα για τον φίλο μου τον Αντύπα.

 

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Το εξώφυλλο του βιβλίου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top