Fractal

Διήγημα: “Τα δέκα σκαλοπάτια”

Της Ευγενίας- Τζένης Μακαριάδη // *

 

il_570xN

 

Τράβηξε την κουρτίνα του παραθύρου. Είδε τις κουμαριές στον απέναντι λόφο να γέρνουν κάπως, να πετούν το χιόνι απ’ τα φύλλα τους και να ανασηκώνονται. Ακουγόταν θόρυβος ντουλαπιών που ανοιγοκλείνουν. Ένας ηλικιωμένος άντρας με μπαστούνι προχωράει στο δρόμο∙ μπροστά από το σπίτι σταματάει, ρίχνει μια ματιά ψηλά στο παράθυρο, χαιρετάει σηκώνοντας όρθιο το μπαστούνι και συνεχίζει το δρόμο του. Ο Κώστας τον έχει ξαναδεί, ο τύπος χαιρετάει και συνεχίζει το περπάτημα χωρίς να περιμένει ανταποδοτικό χαιρετισμό.

Ο Κώστας είναι γύρω στα πενήντα, έχει αραιά μαλλιά και μάτια σκούρα καστανά. Στο μέτωπό του βαθιές ρυτίδες. Είναι πλασιέ ηλεκτρικών συσκευών. Ανάβει τσιγάρο. Ακούγεται η φωνή της Άννας, της γυναίκας του, που ξυπνάει την δεκάχρονη κόρη τους για το σχολείο. Σούρσιμο βαλίτσας από την κρεβατοκάμαρα στο διάδρομο. Σούρσιμο δεύτερης βαλίτσας από την κρεβατοκάμαρα στο διάδρομο. Η φωνή της Άννας, αν θέλει να πιεί καφέ πριν φύγει. Ίδιος τόνος φωνής, όπως ο χθεσινοβραδινός που του είπε να χωρίσουνε. Όχι ότι υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος παρά μόνο ότι θέλει να συνεχίσει τη ζωή της μόνη. Μόνη χωρίς αυτόν.

Κοιτάζει ψηλά στο λόφο, ανάμεσα σε ρουμάνι ξεχωρίζει ένα εκκλησάκι. Μια φορά είχε πάει ποδαρόδρομο μέχρις εκεί. Έπιασε δυνατός αέρας, καταιγίδα, αστραπόβροντο. Χώθηκε στο εκκλησάκι να προφυλαχτεί, όμως αγωνιούσε για το παιδί και τη γυναίκα του. Έσπρωξε την πόρτα να βγει, κατακλύστηκε από τα ορμητικά νερά, τον παρέσυρε χείμαρρος, πιάστηκε από θάμνο κουμαριάς∙ η έγνοια για την οικογένειά του δεν άφησε κανένα φόβο να τον κυριεύσει και δεν έδωσε σημασία στις πάμπολλες εκδορές σ’ όλο του το σώμα.

Ο ηλικιωμένος με το μπαστούνι γυρίζει από το περπάτημα με γυρτούς ώμους και σκυφτό κεφάλι. Ο Κώστας ρίχνει ματιές στις βαλίτσες. Δεν θυμάται πόσες βαλίτσες έχει αλλάξει χρόνια τώρα. Μια βαλίτσα γέμιζε η Άννα όταν αυτός έφευγε ταξίδι, μια την άδειαζε όταν επέστρεφε. Τώρα γέμισε δυο βαλίτσες για την αποχώρησή του. Για πάντα.

Είχαν νοικιάσει το σπίτι τους έξω από την πόλη, χτισμένο σε σειρά σπιτιών στις υπώρειες δασωμένων λόφων. Ένα φιατάκι η Άννα, ένα όπελ στέισον βάγκον εκείνος. Τα Σάββατα μαζί με την Άννα στο σούπερ μάρκετ γέμιζαν με ψώνια το όπελ και μετά το μεγάλο τους ψυγείο. Πήγαιναν πού και πού κινηματογράφο σε κατάλληλες ταινίες μαζί με την κόρη τους. Διασκέδαζαν βλέποντας διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα στην σαράντα δυο ιντσών τηλεόρασή τους και συχνά συνόδευαν την κόρη τους σε παιδικά πάρτι. Ήταν πάντα τυπικοί στις κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες. Έκαναν και δυο ταξίδια στο εξωτερικό. Πήγαν στο Παρίσι, είδαν τον Πύργο του Άϊφελ και επισκέφτηκαν την Ντίσνεϊ Λαντ. Πήγαν και στη Βενετία, γαμήλιο ταξίδι, όταν το θύμιζε στην Άννα, του ‘λεγε πως εκεί πέρα η Αδριατική βρομούσε. Εκείνος πάντως δεν το ‘χε πάρει μυρουδιά.

Ο Κώστας έβαλε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο, προχώρησε κουνώντας κεφάλι και χέρια στην αραιή ομίχλη. Ο δρόμος ήταν άδειος και μακρύς, έπαιρνε γρήγορες βαθιές ανάσες, άνοιγε το στόμα και κατάπινε τους υδρατμούς, σαν το πουλί που τρέχει μ’ ανοιχτό το στόμα να πιάσει υμενόπτερα. Συνέχισε ένα βαρύ κι αργό περπάτημα, παρατηρούσε ένα ένα τα σπίτια, τους κήπους, τις εισόδους, τα χρώματα των τοίχων, τα διάφορα σε σχήμα και χρώμα γραμματοκούτια. Κλότσησε στην άκρη έναν κάδο ανακύκλωσης∙ διάβασε: Μόνο χαρτόνια και χαρτιά-όχι σκουπίδια. Προχωρούσε∙ τα σκυλιά των σπιτιών έτρεχαν στις εξώπορτες και τον γάβγιζαν. Τα κοίταζε στα μάτια. Μερικά γρύλιζαν, άλλα συνέχιζαν το γάβγισμα λυσσασμένα. Τα πλησίασε, γούρλωσε μάτια, έτριξε τα δόντια του και άρχισε να γαβγίζει να γαβγίζει∙ τα σκυλιά οπισθοχώρησαν και κείνος συνέχισε να βαδίζει γαβγίζοντας. Γύρισε μετά από ώρα με γυρτούς ώμους και το κεφάλι σκυφτό. Το φιατάκι της Άννας έλειπε. Έσπρωξε την εξώπορτα, ήταν κλειδωμένη.

Μπήκε στο αυτοκίνητο, πήρε χαρτομάντιλα σκούπιζε νευρικά το μουσκεμένο του κεφάλι. Έβαλε μπρος για την Αθήνα. Κατέλυσε σ’ ένα ξενοδοχείο στο κέντρο. Προσπάθησε να κοιμηθεί, ο θόρυβος δεν τον άφησε. Βγήκε έξω.

Η θορυβώδης πόλη με αυτοκίνητα, μηχανές, μηχανάκια, ασθενοφόρα, αστυνομικά, πυροσβεστικά, φωνές, κόσμος πολύς και αδιάφορος, όλα αυτά μέσα στην κανονικότητα της κάθε μέρας. Κάποιοι τον σπρώχνουν, συνεχίζουν βιαστικοί∙ άλλοι ζητιανεύουν του λένε ότι χρειάζεται να εγχειριστούν γιατί έχουν καρκίνο, λεφτά δεν έχουν. Έδωσε πέντε ευρώ σ’ έναν, στους άλλους κουνούσε τους ώμους.

Γκρίζα ατμόσφαιρα βρεγμένοι δρόμοι, μια μυρουδιά γλίτσας καυσαερίου. Περπάτησε στο Σύνταγμα. Κατέβηκε την Ερμού, αφηρημένες ματιές στα μαγαζιά, αφηρημένες ματιές στον κόσμο. Διέσχισε την Κεραμικού. Παρατήρησε τα παλιά αθηναϊκά παρακμασμένα πλέον σπίτια. Τώρα όλα μπουρδέλα. Άναψε τσιγάρο, χάζεψε άντρες διαφόρων ηλικιών και φυλών, με τα χέρια στις τσέπες τους να κοιτάζουν ολόγυρα και μετά να μπαίνουν μέσα στα σπίτια δρασκελώντας τα σκαλιά.

Ανέβηκε την Αθηνάς, μπήκε στη λαχαναγορά. Οσμές ψαριών, λιπαρές βρομιές. Σφάγια στάζουν αίμα. Ματωμένες γουρουνοκεφαλές με μήλο στο στόμα και κλαδάκια μυρτιάς ανάμεσα στ’ αυτιά. Τα βήματά του βουλιάζουν στη γλίτσα του παλιού μωσαϊκού, παρακεί λαχανικά, μια μανάβισσα με πλούσιο στήθος ραντίζει τα σπανάκια. Φωνές πωλητών σαν βουητό ενοχλητικών ζουζουνιών. Σκύβει το κεφάλι στο στήθος, αναπνέει, εκπνέει, σούφρωσε το στόμα, ζάρωσε η μύτη, ανέβηκε ψηλά το πηγούνι, αποπνέει σαπίλα. Γουργουρίζουν τ’ άντερά του, ρεύεται, κλάνει ελεύθερα, όλα γίνονται ένα στο βουητό του χώρου.

Σπρώχνει τις αχνισμένες γυάλινες πόρτες. Φίσκα το μαγειρείο από εργάτες συνήθως, που δουλεύουν εκεί τριγύρω: Πειραιώς, Αθηνάς, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αιόλου. Έτριψε τα μάτια του∙ οι γλόμποι έριχναν ένα αδύναμο φως και η καπνίλα από τα τσιγάρα παλινδρομούσε να βρει διέξοδο. Μυρουδιές ανάκατες φαγητών και ανθρώπων∙ με την ανάστροφη του δεξιού του χεριού πίεσε τη μύτη του, οι πιο δυνατές σκόρδου και καμένου λαδιού. Δεν ξεχωρίζει πρόσωπα όλα βυθισμένα σε μιαν αχλύ που παίρνει διάφορα χρώματα από πρόσωπα, ρούχα, καπνούς, ατμούς. Δυνατές φωνές, δεν ξεχωρίζεις κουβέντες. Δυνατότερες των γκαρσονιών που φωνάζουν τις παραγγελίες και ενημερώνουν τους πελάτες επαναλαμβάνοντας, «φασόλια γίγαντες τέλος. Γαλέος σκορδαλιά, τέλος. Κρεατόσουπα τρεις μερίδες».

Κάθισε στο τραπέζι με δυο άλλους, όπως του υπέδειξε το γκαρσόνι, ένα αμούστακο αδύνατο παιδί με μαλλιά άφρο και αραιό μούσι. Οι δυο άντρες ρουφάνε με βουλιμία την κρεατόσουπά τους. Ό ένας παχύς, σταράτος, αξύριστος, γύρω στα σαράντα. Ο άλλος μεγαλύτερος, μαυριδερός, με κανονικό βάρος πολλά μαλλιά και γένια. Και οι δυο φοράνε ίδιες φόρμες βρόμικες, που αναδίνουν λαδίλα. Μιλάνε λίγο μεταξύ τους. Έχουν το νου τους στη σούπα. Δεν έχει παραγγείλει. Ψάχνει στρέφοντας το κεφάλι δεξιά αριστερά.

«Τι ψάχνεις κύριος;» Είπε ο παχύς.

«Τιμοκατάλογο», είπε.

« Ό,τι έχει στη βιτρίνα παράγγειλέ το στα γρήγορα γιατί σε λίγο θα ‘χουν αδειάσει χύτρες και ταψιά. Ερχόμαστε εδώ για την κρεατόσουπα, δεν τσιγκουνεύονται το κρέας βάζουν ένα μεγάλο κομμάτι μέσα. Χορταίνεις. Και οπωσδήποτε με ένα φισκαρισμένο κατρούτσο, να πούμε», είπε με μια γκριμάτσα γέλιου, ο μαυριδερός.

Ρουφούσε με ευχαρίστηση τη σούπα. Το φισκαρισμένο κατρούτσο άδειασε με μιας μοιρασμένο στα τρία. Και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο και πέμπτο κατρούτσο και κουβέντες του κρασιού συγκεχυμένες, μοιρασμένες στα τρία.

«Εμείς δουλεύουμε εδώ πιο κάτω στην αποθήκη του Κωστόπουλου, του λαδέμπορα Οχτώ και πολλές φορές δέκα ώρες την ημέρα χαμαλίκι». Είπε ο παχύς.

«Ταξιδεύω. Είμαι. Πλασιέ. Είπε ο Κώστας, αδειάζοντας το κρασοπότηρο. «Χώρισα. Με χώρισε», είπε από μέσα του.

«Ο Κωστόπουλος σου πίνει το αίμα για ένα ευρώ. Σηκώνουμε τα βαρέλια με λάδι στην πλάτη, τ’ ανεβάζουμε πάνω στο δρόμο και τα φορτώνουμε στο φορτηγό. Δέκα πελώρια σκαλοπάτια ανέβα κατέβα με τα βαρέλια στην πλάτη. Δέκα σκαλοπάτια. Ο Κωστόπουλος σου πίνει το αίμα μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα». Είπε ο παχύς, κοιτάζοντας τον συνάδελφό του.

Ακούμπησε το κεφάλι του στο αριστερό του χέρι∙ με το δεξί το κρασοπότηρο, κολλημένο στο στόμα, και τα μάτια κλειστά∙ πού και πού ροχάλιζε, παραμιλούσε με λόξιγκες, χασμουρητά και μισόλογα: “ανεβαίνω τα δέκα σκαλιά, γυρίζω το μεγάλο κλειδί, μπαίνω στο σπίτι μου, κάθομαι στον καναπέ, βλέπω τηλεόραση, κοιμάμαι. Κάθομαι στον καναπέ βλέπω τηλεόραση… κοιμάμαι.. κοιμάμαι”.

Οι ομοτραπεζοί του δεν τον προσέχουν∙ μιλούν μεταξύ τους. «Ο Κωστόπουλος προχθές έδιωξε τον Κωστή, γιατί του γλίστρησε το βαρέλι κάτω. Ευτυχώς δεν έσπασε και έπεσε στο πλάι. Πίσω ακολουθούσα εγώ φορτωμένος. Θα είχα σκοτωθεί να πούμε», είπε ο μαυριδερός.

Μισάνοιξε τα μάτια ο Κώστας, το κεφάλι του έπεσε βαρύ στο στήθος, χασμουρήθηκε παρατεταμένα και με μεθυσμένη φωνή: Άντε εβίβα. Μικρέ ένα κατρούτσο.

«Τον έδιωξε ο Κωστόπουλος τον Κωστή μετά είκοσι χρόνια Είκοσι ολόκληρα χρόνια του πήδαγε και τη γυναίκa. Tον φουκαρά τον Κωστή. Νυχτώνει; Ή εγώ δε βλέπω καλά; Τελευταία δε βλέπω καλά, τα μάτια μου πρήζονται, να πούμε», είπε και έτριβε τα μάτια του ο μαυριδερός. «Πήδαγε τη γυναίκα του Κωστή. Μάλιστα του πήδαγε τη γυναίκα». Συνέχισαν την κουβέντα και αδιαφορούσαν για τα μεθυσμένα μουρμουρίσματα του Κώστα., που έλεγε ξανά και ξανά, «άντε εβίβα Πάντως η σούπα ήταν καλή. Πάντως μου έρχεται αναγούλα. Πάντως είχε μέσα μια κατσαρίδα. Έφαγα την κατσαρίδα. Άντε εβίβα. Μ’ αρέσει το κρασί ρε παιδιά». Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι κι ακούμπησε το κεφάλι του. Ακουγόταν βαριά η αναπνοή του.

«Κάθε βράδυ κλειδώνεται στην αποθήκη. Μετράει μετράει μετράει. Λεφτά μετράει. Ατέλειωτα λεφτά, ο λαδέμπορας», είπε ο παχύς, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. Το κεφάλι του κουνούσε και ο μαυριδερός.

«Μικρέ φέρε κρασί∙ φέρε πολλά μπουκάλια. Είμαι ο άντρας του σπιτιού. Προστάτης της οικογένειας.. Φέρτε κρασί ρεε», παραληρεί ο Κώστας μα κανείς δεν του δίνει σημασία.

Μεσάνυχτα και οι τρεις με ένα μπουκάλι κρασί στο στόμα πίνουν καθισμένοι ανακούρκουδα στο πεζοδρόμιο της Σοφοκλέους. Ο Κώστας έχει σκύψει το κεφάλι στα γόνατα. Ακούγεται το ραχαλητό του∙ πού και πού τραντάζεται μισανοίγει τα μάτια και πέφτει σε λήθαργο.

 

Μεσημέριασε, παιδί τώρα, και τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί με άλλα παιδιά ανάμεσα σε χωράφια και λόχμες, τα τζιτζίκια στα ντουζένια τους, στα ρυάκια τρέχει ακόμα το νερό του χειμώνα, μερικές πάπιες τσαλαβουτούν στα νερά και στις γύρω λάσπες, τις κυνηγάει, τις τρομάζει, εκείνες πετούν κρώζοντας, το παιδί γελάει. Πιάστηκε από κλαδί γέρικης ελιάς. Κάνει κούνια. Πηδάει κάτω∙ τρέχει. Τα παιδιά χάθηκαν. Είναι μόνος. Φοβάται. Τρέχει. Τρέχει. Πεινάει κι η μάνα ψήνει πίτα. Στην αυλή όλοι μαζεμένοι γύρω από τον ξυλόφουρνο, ο καθένας με ένα πιάτο στο χέρι∙ η μάνα, κομματιάζει την πίτα Η πίτα αχνίζει. Βραδιάζει είναι στο κρεβάτι του. Η μάνα τον σκεπάζει με την καρό κουβέρτα μέχρι το λαιμό∙ του φιλάει το μέτωπο, του κρατάει το χέρι. Τον παίρνει ένας γλυκός ύπνος.

Αχνοσκόταδο τρέχει από δρόμο σε δρομάκι, από πλατεία σε πλατεία, από πάρκιν σε πάρκιν να βρει τ’ αυτοκίνητό του. Πολλές φορές κουρασμένος από τη δουλειά κι αφηρημένος ξεχνάει πού το έχει παρκάρει. Ξεχωρίζει το άσπρο όπελ, καταμεσής στον πελώριο άδειο δρόμο, που τον βαραίνει η σιωπή. Πατάει το γκάζι επιστροφή στο σπίτι∙ πόσο χαίρεται όταν ξεχωρίζει την κεραία της Ε.Ρ.Τ. εκεί στον Άγιο Στέφανο, μέσα σε μισή ώρα το πολύ θα φτάσει στο σπίτι. Επιτέλους τελείωσε άλλο ένα κουραστικό ταξίδι. Δεν έχει καλή ορατότητα. Ανοίγει τα μεγάλα φώτα δεν κάνουν τίποτα στην ομιχλώδη λεωφόρο. Με αργό οδήγημα συνεχίζει. Φτάνει. Χαρούμενος σφυρίζει, ήχος κούφιος. Η γκαραζόπορτα ανοίγει αυτόματα, χωρίς θόρυβο. Μπαίνει αργά με τ’ αυτοκίνητο. Βγαίνει με τη βαλίτσα στο χέρι. Η βαλίτσα χωρίς βαρύτητα,. Η γκαραζόπορτα κλείνει αυτόματα, χωρίς θόρυβο. Διασχίζει τον κήπο φτάνει κοντά στην είσοδο του σπιτιού, τα άσπρα σκαλοπάτια περιτριγυρισμένα από αραιή ομίχλη λαμπυρίζουν. Ένα σκαλοπάτι, δυο, τρία, τέσσερα. … φτάνει στο ένατο. Τώρα στο τελευταίο δέκατο σκαλοπάτι. Είναι σκοτεινά, η γυναίκα του ξέχασε να ανάψει το έξω φως, πολλές φορές το ξεχνάει. Προσπαθεί να βάλει το μεγάλο κλειδί στην πόρτα, δεν τα καταφέρνει∙. Έσπρωξε απαλά, η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει στον διάδρομο, ακούγονται πνιχτές φωνές, τρέχει στο σαλόνι κάποιος χτυπάει τη γυναίκα του, το παιδί του. Αρπάζει από το τραπέζι το βαρύ κρυστάλλινο τασάκι το πετάει με δύναμη στον εισβολέα, τον πετυχαίνει στο κεφάλι και τον ρίχνει κάτω αναίσθητο. Αγκαλιάζει σφιχτά την γυναίκα του, το παιδί του. Τις έσωσε.

Απέξω από την υπόγεια αποθήκη λαδιών της οδού Σοφοκλέους, είναι μαζεμένος κόσμος∙ δυο τρεις αστυφύλακες δεν αφήνουν τον κόσμο να πλησιάσει την είσοδο. Μέσα στην πελώρια αποθήκη και δεξιά από το πρώτο σκαλοπάτι σ’ ένα διαμορφωμένο, με πλεξιγκλάς, σε χώρο γραφείου είναι αστυνομικοί με στολές και μερικοί άλλοι με κουστούμια. Νεκρός πάνω στο γραφείο βρίσκεται, με σπασμένο το κεφάλι στα δυο, ο λαδέμπορος Κωστόπουλος. Πάνω σε μια ξεφτισμένη δερμάτινη πολυθρόνα κάθεται με τα ρούχα και τα χέρια καταματωμένα ο Κώστας σε μισολιπόθυμη κατάσταση. Ψελλίζει χωρίς σταματημό, «Τις έσω..σα.. τις έσωσα.. Ναι τον σκό..τω..σα, ναι εγώ τον σκότωσα, εισέβαλε στο σπίτι μου με σκοπό να σκοτώσει τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Ναι τον σκό..τω..σα. Ναι εγώ τον σκότ..». Ένας αστυνομικός του βάζει τσιγάρο στο στόμα.

 

*****************

* H Ευγενία- Τζένη Μακαριάδη παρακολούθησε σεμινάρια λογοτεχνίας με τους συγγραφείς Βαγγέλη Ραπτόπουλου (ΕΚΕΒΙ), Αμάντα Μιχαλοπούλου και Μισελ Φάις. Το βιβλίο της με τίτλο «Μύριαμ και Χάννα», βραβεύτηκε από την Π.Ε.Λ. και έχει εκδοθεί από τον Οίκο Λιβάνη. Έχουν δημοσιευτεί διηγήματά της σε λογοτεχνικές σελίδες περιοδικών, τοπικών εφημερίδων, καθώς και στις ιστοσελίδες: planodion –ιστορίες μπονζάι, fractalart.gr, και vivliolatria.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top