Fractal

Η επινόηση της πραγματικότητας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

maitre_c«Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας» του Λέο Πέρουτς, μτφ: Ρόζα Ιωαννίδου, σελ. 304, Εκδ. Κίχλη

 

Κάποιοι συγγραφείς είναι «καταδικασμένοι» να δικαιώνονται αργά• οι καιροί τους, ως άλλη σουρντίνα, πνίγουν τον ήχο των προθέσεών τους και πρέπει να περιμένουν την επιβεβαίωση σε ύστερο χρόνο. Πολλοί, δε, εξ αυτών χρειάζεται να υπερασπιστούν σθεναρά την εμπρόθετη πατέντα τους και να αρνηθούν τις «αναγνώσεις» των άλλων, ακόμη και σημαντικών ομοτέχνων τους. Ο Λέο Πέρουτς ήταν μια τέτοια περίπτωση. Αν και η εργογραφία που περιλαμβάνει διηγήματα, νουβέλες και ένα θεατρικό έργο, η διεθνής αναγνώριση τις δεκαετίες ’20- ’30 τού προσέφερε το… οβολό της μόνο για τα μυθιστορήματά του τα οποία κινούνταν σε ένα ύφος σασπένς, καρυκευμένα από ψυχολογικά δράματα και σχολαστικές καταγραφές πολιτικών ζητημάτων σε έντονα μεταιχμιακές εποχές. Αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τον Χίτλερ, ο Πέρουτς αυτοεξορίζεται και συνεχίσει να γράφει για έναν ευάριθμο κύκλο αναγνωστών. Κι όμως, ο ίδιος πίστευε ότι ήταν θέμα χρόνου να βρουν τα βιβλία του μεγαλύτερη απήχηση. Μόλις μετά τη δεκαετία του ’50, το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό και να συλλέγει επαινετικά σχόλια. Φευ, τα περισσότερα από αυτά δεν έτυχαν της «έγκρισής» του. Ο πολύς Χόρχε Λουίς Μπόρχες κατέτασσε τα μυθιστορήματά του στην κατηγορία των αστυνομικών αναγνωσμάτων. Το αυτό έκανε και ο εμβληματικός θεωρητικός Βάλτερ Μπένγιαμιν. Κάποιος άλλος, αλλά όχι ο Πέρουτς, θα είχε δεχθεί ασμένως αυτά τα «παράσημα». Ο ίδιος, ωστόσο, επέμενε πως δεν έχει γράψει κανένα αστυνομικό μυθιστόρημα και συμπλήρωνε πως μοναδική του πρόθεση ήταν να συγγράψει βιβλία ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου δεν χρειάζονταν περαιτέρω ανάλυση από τους κριτικούς. Ο Μούζιλ έλεγε πως ο Πέρουτς εισήγαγε ένα νέο είδος λογοτεχνίας στο οποίο εμπλέκονταν δημοσιογραφικά στοιχεία μαζί με εκείνα της μυθοπλασίας. Κάτι αδιανόητο για την κλασικότροπη οπτική του. Ο Φρίντριχ Τόλμπεργκ σημείωνε ότι η γραφή του Πέρουτς ήταν ένα «πάντρεμα» αντίθετων στοιχείων: της Αγκάθα Κρίστι και του Φραντς Κάφκα, εν προκειμένω. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το γεγονός ότι συνεχίζουμε να συζητάμε για το έργο του αποδεικνύει ότι δεν είναι απότοκο μιας κάποιας συγκυρίας – αν, δηλαδή, ο Ουμπέρτο Έκο τη δεκαετία του ’80 τον έφερε ξανά στο προσκήνιο ή αν στα μέρη μας επανεκδίδεται τώρα το μυθιστόρημά του «Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας». Κάτι υπάρχει σε αυτόν τον συγγραφέα που τον κάνει ενδιαφέροντα και το παρόν μυθιστόρημα ενδέχεται να προσφέρει κάποιες απαντήσεις.

Ίσως θα μπορούσε να μας «φωτίσει» περισσότερο ο Χένρι Τζέιμς, ο οποίος μπορεί να έρχεται από άλλη… όχθη, ωστόσο εμφανίζει ένα σημείο σύγκλισης με τον Πέρουτς. Δεν είναι μόνο η μυστηριακή ατμόσφαιρα και η υφολογική συγγένεια, αλλά ο τρόπος που αμφότεροι θρυμματίζουν τη δομή που έχουν κατασκευάσει προς χάριν μιας παιγνιώδους, αλλά ολότελα ευφάνταστης, υπονόμευσης των λογοτεχνικών κανόνων.

Στον «Μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας» διαβλέπουμε αυτή ακριβώς την πρόθεση στον Πέρουτς, δίχως όμως το αποτέλεσμα να γίνεται… εργαστηριακό. Αντιθέτως, η ψυχαγωγική διάσταση, την οποία αποζητούσε ο Πέρουτς, μένει αναλλοίωτη.

Αφηγητής είναι ο βαρόνος φον Γιος, τον οποίο και βλέπουμε στην αρχή του βιβλίου να παίζει μουσική στο σπίτι του ηθοποιού Ευγένιου Μπίσοφ. Μαζί του βρίσκεται ο δόκτωρ Γκόρσκι, η γυναίκα του Μπίσοφ, Ντίνα, και πρώην ερωμένη του Γιος, ο αδελφός της, Φέλιξ και ο τετραπέρατος μηχανικός, Βάλντεμαρ Σόλγκρουπ. Θα μπορούσε να είναι ένα ήσυχο βράδυ μεταξύ γνωστών που θα περνούσε σαν όλα τα άλλα. Αρκεί να μην αυτοκτονούσε ο Μπίσοφ. Κάτι που συνέβη με τον πλέον αδόκητο τρόπο. Μα, μήπως ήταν η μοναδική αυτοκτονία που συντάρασσε την κοινωνία της Βιέννης; Είχαν προηγηθεί άλλες και, φευ, ήταν προφανές πως θα έρχονταν και άλλες. Ωστόσο, τι οδήγησε τον λαμπρό ηθοποιό Μπίσοφ στο απονενοημένο διάβημα; Η ενοχή πέφτει πάνω στον φον Γιος, αλλά ο Σόλγκρουπ πείθει τον γιατρό Γκόρσκι να γίνουν ένα αχώριστο δίδυμο, στα πρότυπα του Σέρλοκ Χολμς, και να ανακαλύψουν όλα τα μυστήρια.

 

Leo Perutz

Leo Perutz

 

Πολύ νωρίς καθίσταται προφανές πως ο Πέρουτς δεν ενδιαφέρεται να οδηγήσει την ιστορία προς την απάντηση του κλασικού ερωτήματος που θέτουν όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα (βλ. «ποιος το έκανε;»), αλλά να δημιουργήσει παραβολικές τροχιές στις σκέψεις και τις ενέργειες των ηρώων του. Μεταξύ κλειστών χώρων και ονειροφαντασιών, τόσο ο φον Γιον όσο και οι λοιποί μετέχοντες  βιώνουν μια παραισθητική μετάλλαξη. Σαν και αυτές που προκαλούσε το πανάρχαιο μαντζούνι που «ευθύνεται» για τις αυτοκτονίες. Οι βεβαιότητες του αναγνώστη πηγαίνουν περίπατο. Ακόμη και τα στοιχεία που προσφέρει ο Πέρουτς και τα οποία μας γίνονται γνωστά μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του βαρόνου, στην εξέλιξη της ιστορίας χάνουν σημαντικό βάρος της αξιοπιστίας τους. Το συνολικό ξήλωμα θα έρθει στο τελευταίο κεφάλαιο, στον «Επίλογο του εκδότη», όπου ο Πέρουτς κλείνοντας το μάτι προς όλους μας θέτει το μέγιστο των ερωτημάτων: μήπως όλο αυτό ήταν μια κατασκευή του φον Γιος; Μήπως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, αλλά παραλλάχθηκαν από τη δύναμη της μυθοπλασίας; Εντέλει, ποια είναι τα όρια της επινόησης και ποια της πραγματικότητας; Το βιβλίο μάς αφήνει μόνους να ξεδιαλύνουμε αυτό το μυστήριο, να μελετήσουμε τα τεχνουργήματα και ίσως να βρούμε τα… κόλπα του συγγραφέα μέσα από ποικίλες αντανακλάσεις. Διότι αυτό ακριβώς συμβαίνει με το συγκεκριμένο βιβλίο: ό,τι διαβάζεις, αλλά και ό,τι συμβαίνει μπορεί να είναι μια από τις πολλές απεικονίσεις ενός ειδώλου που συνεχώς μεταλλάσσεται ως προς τον εαυτό του.

Η έξοχη μετάφραση ανήκει στην  Ρόζα Ιωαννίδου, ενώ η αισθητικά άρτια έκδοση συμπληρώνεται από ένα επίμετρο και από μια σειρά φωτογραφιών της εποχής σχολιασμένων λεπτομερώς.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top