Fractal

Πέντε ποιήματα

Της Μαίρης Πέστροβα  //

 

f2

 

 

Η φωνή μου στο χαρτί

 

Ποτέ δεν τηλεφώνησα

χωρίς να χαράξω τη φωνή μου

πάνω σε κάτι.

Σ’ ένα ξύλο,

σ’ ένα βότσαλο,

σ’ ένα χαρτί.

Αποτυπωμένες συζητήσεις

κάτω από ζωγραφιές

και σχεδιάκια

κυρίως

λουλουδιών.

Η φωνή μου

στο χαρτί,

ύλη γίνεται.

 

 

 

Όταν αγναντεύω

 

Όταν αγναντεύω να με προσέχεις.

σαν με σπρώξεις,

θα διαλυθώ,

σαν μου χαμογελάσεις,

θα ξυπνήσω,

σαν μου μιλήσεις,

τάχα θα σ’ ακούσω,

σαν μου πεις “κοίτα”

θα πετάξω!

 

Τι ωφελεί αλήθεια

η τόση σιωπή

με όλους τους ψίθυρους

του κόσμου τριγύρω.

 

Κάπου το σύμπαν συνωμοτεί

άστρα και δέντρα ολούθε

και ‘γώ προσπαθώ να τ’ αγγίξω,

έστω,

μα με τα χέρια στις τσέπες,

πώς αλήθεια να το καταφέρω;

Τι συνήθειο κι αυτό…

 

Ξέρεις,

από παιδί δεν μπορούσα ν’ αντέξω

την τόση Ποίηση, αλλά,

πώς να γινόμουν πιστευτή

πώς να μ’ ακούγανε

με τόσο σιγανή φωνή.

 

Και τώρα

που το κορμί μου άπλωσε

ακόμα αδυνατώ να το αντέξω

μα θα υπομείνω το πέρασμά μου

αφού μπορεί μια πασχαλίτσα

στην άκρη του δρόμου,

θα μπορέσω και ‘γώ.

 

Εσύ τουλάχιστον

με καταλαβαίνεις…

 

 

 

Φωλιά αγκαλιά

 

Θα πεις πως έχεις μια μικρή αγκαλιά

θα πω πως έχω δυο πουλιά

θα ‘ρθείς να πιάσεις τα πουλιά

θα ‘ρθω να μπω στην αγκαλιά

θα ‘ρθείς να φτιάξεις μια φωλιά

σαν ξεχαστώ στην αγκαλιά.

 

Θα δεις, θα έρθει η Άνοιξη ξανά

θα δεις, πως τρέχουν τα παιδιά

στην κατηφόρα την πλατιά

και με πελώρια την καρδιά

στο λόφο με τα μπλε κλειδιά

που ξεκλειδώνουν την καρδιά.

 

Ζωή, σε κέρδισα με δυο σπαθιά

ψυχή, που τρέχεις μακριά

πέρα στα πέρα τα κλαδιά

έχω κρεμάσει δυο σχοινιά

στο ‘να έχω δέσει την οργή

και στ’ άλλο μια κρυφή πληγή.

 

Μαζί, θα φτάσουμε σε μια πηγή

θα πιεις νερό να δροσιστείς

θα γύρεις για να ξεχαστείς

κι όταν στην πόρτα μου βρεθείς

πέντε φορές θα μ’ αρνηθείς

στο παραθύρι σαν σταθείς

πέντε φορές θα μου το πεις.

 

“Θα πεις πως έχεις μια μικρή αγκαλιά

θα πω πως έχω δυο πουλιά

θα ‘ρθείς να πιάσεις τα πουλιά

θα ‘ρθω να μπω στην αγκαλιά

θα ‘ρθείς να φτιάξεις μια φωλιά

σαν ξεχαστώ στην αγκαλιά.”

 

 

 

Ψυχή μου

 

Λατρεμένη, αδέσμευτη ψυχή μου.

Σκορπισμένη στους τέσσερις ανέμους

σε πρόδωσα πολλάκις

και άλλο τόσο σε αγάπησα

κάτω από έναστρους ουρανούς

καλοκαιρινών νυχτών,

πέρα από το τόξο του ήλιου

φωτεινών ημερών

πάνω από τα σύννεφα των σκέψεων

αυτού του λιγοστού κορμιού.

 

Όσα αγάπησα εν ολίγοις τα πρόδωσα

μαζί με σένα.

Συμπάθα με.

Σε προσπέρασα κάνοντας ότι δε σε έβλεπα

και σε πίκραινα καθώς περίμενες

κάτι παραπάνω από μένα

πέραν του ενός μπουκέτου ανθισμένων γιασεμιών

σε χρόνους δίσεκτους

να σου δείξει πως κάπου κάποιος σε θυμάται

κι ας μην στο δείχνει συχνά,

κάπου κάποιος σ’ αγαπά

κι ας μην στο λέει πάντα,

εξάλλου

μες στη σιωπή γεννιούνται τα πολλά,

στην ησυχία γεννιέται το φιλί.

 

Ψυχή μου,

τόσα χρόνια σε έριξα σε θάλασσες τρίσβαθες

σε σεργιάνισα σε στράτες δύσβατες

περνώντας από σκοτεινές γειτονιές

από καλντερίμια πλακόστρωτα.

Κάτω από παραθύρια στεκόσουνα

υπομονετικά,

κοιμόσουν αποκαμωμένη σε πεζούλια με φρέζες,

σε πεζοδρόμια από ασβέστη μυρωδιασμένα

καρτερώντας τι τάχα να δεις

αφού τον ίσκιο σου

χαμένο τον είχες πάντα.

 

“Το μεγαλύτερο ταξίδι μας το κάνουμε με την ψυχή μας”

και ‘γώ, ως άλλη ταξιδιώτης του ονείρου,

στερνή φορά θα σε αρνηθώ

στερνή φορά θα σε αγνοήσω.

Θα ανέβω στο καράβι μου και θα περιπλανηθώ

εκεί όπου δεν πρόκαμε να πάει ο Οδυσσέας.

Στης Καλυψούς θα αφεθώ την αγκαλιά

χωρίς να την φοβηθώ

αφού σαν φόβος ήμουν πάντα

προσπεράσιμος πια.

Τώρα ήλθε η ώρα

που θα σε καρφιτσώσω στο πέτο μου

σαν γεράνι.

 

Θα κοσμίζεις την όψη στο σακάκι μου

και από κει θα οράς την πλάση

μαζί μου.

Θα ταξιδέψουμε όπου δεν ταξιδέψαμε.

Θα χορτάσουμε με ό,τι δεν φάγαμε.

Θα φιλήσουμε ό,τι έμεινε αφίλητο.

Θα αγκαλιάσουμε ό,τι έμεινε μονάχο.

Θα ζήσουμε δηλαδή, ό,τι δεν ζήσαμε,

θα χορέψουμε σε καταπράσινα λιβάδια,

θα ερωτευτούμε την ζωή, μαζί.

 

Θα ξενιτευτούμε σε μέρη άγνωστα

κι ας χαθούμε, δε με νοιάζει,

αφού πια θα είμαστε μαζί

αιώνιοι εραστές

του πιο μακρινού μας άστρου.

 

 

 

 

Το δικό μου παράθυρο

 

Πάντα μου άρεσαν τα παράθυρα….

Η θέα τους…

η θέση τους….

 

Το δικό μου παράθυρο

έχει την θέα του

όπου αγαπά

όπως εκείνη την ημέρα

που κιτρίνισαν όλα έξω

ώχρα γέμισαν

σαν από ηλιοβασίλεμα

παρά από πρωινό.

 

Έπειτα,

έγειρα στον ώμο σου

σαν παιδί στην αγκαλιά

της μάνας.

Στην ποδιά σου

είχα ανέβει

με τα πόδια ανοιχτά

και το στήθος

στο στήθος σου

αγκαλιάζοντάς σε

και συ

μόλις που ψέλλισες

και με ορμήνεψες

τι να κάνω

μετά από σένα.

 

Τελικά,

μήπως ήταν για μένα….;

 

Το δικό μου παράθυρο

έχει την θέα σου

και την θέα

όπου ΑγαπΩ._

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top