Fractal

Διήγημα: “Η επίσκεψη”

Της Μαίρης Πέστροβα // 

 

f8

 

 

Η βροχή έξω λύσσαγε λες κι ο Θεός τα ‘χε βάλει με τους ανθρώπους και είχε βαλθεί να τους εξοντώσει. Όλους πλην αυτής. Σιγά μη φοβόταν μια βρωμοβροχή. Είχε περάσει τόσα λούκια στη ζωή της που τίποτα πια δεν την φόβιζε.

Η μουσική του Χατζιδάκι που έπαιζε στo cd player την ηρεμούσε και την μελαγχολούσε ελαφρώς αλλά την προτιμούσε καθώς καθάριζε το μέσα της σαν την χλωρίνη στο άσπρο μάρμαρο.

Το κουδούνι πλάνταξε σπαρακτικά. Πετάχτηκε τρομαγμένη -ποιός να ‘ναι πρωί-πρωί αξημέρωτα;

Η αντρική φιγούρα την κοιτούσε χαμογελαστή. Η μαύρη καμπαρντίνα είχε μουσκέψει τόσο πολύ που έσταζε στο πάτωμα πάνω στο πατάκι της εξώπορτας. Το καπέλο είχε χωθεί τόσο πολύ στο κεφάλι του που τα αυτιά εξείχαν σαν του κάπταιν Σποκ.

«Αλέκα;» την ρώτησε αιφνιδιάζοντάς την. «Αλέκα, εσύ;»

«Ναι» απάντησε κάπως διστακτικά προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παράξενου ανδρός. «Με ποιόν έχω την τιμή να ομιλώ;»

«Ισίδωρος. Ισίδωρος Γεννάδειος… Ποτέ μου δεν περίμενα ότι δε θα με αναγνώριζες» απάντησε στεναχωρημένος. «Βέβαια, δε λέω, περάσαν τριάντα χρόνια περίπου αλλά στο ότι δεν είμαι αναγνωρίσιμος, έχεις βάλει και συ το χέρι σου».

«Ι-σί-δω-ρε…, ε-σύ;;;» πρόλαβε να ψελλίσει προτού σωριαστεί στα χέρια του που βιαστικά άπλωσε αυτός σαν από ένστικτο.

Το κορμί της είχε απλωθεί στον καναπέ. Από την ελαφρώς ανασηκωμένη φούστα της, φαινόντουσαν τα καλλίγραμμα πόδια της έως τα μέσα των μηρών. Τα χέρια της ελαφρώς ζαρωμένα από το πέρασμα των χρόνων και την χειρονακτική εργασία. Μπορεί να είχε τρείς μήνες που βγήκε στην σύνταξη, αλλά τόσα και τόσα χρόνια ξεροστάλιαζε στην ορθοστασία στο εργοστάσιο κυτιοποιίας όπου δούλευε από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Άλλα ήθελε να κάνει στη ζωή και αλλιώς της βγήκαν.

Ο άντρας έτρεξε πανικόβλητος να βρει την κουζίνα και γύρισε κρατώντας ένα ποτήρι νερό.

«Έλα, πιες μια γουλιά», της είπε καθώς την βοήθησε να ανασηκωθεί. Το πλούσιο στήθος της έγειρε πάνω του ανασύροντας μνήμες από το παρελθόν. Τότε που ζούσαν τον απόλυτο Έρωτα, την απόλυτη Αγάπη. Τότε που όλα μοιάζαν διαβολικά υπέροχα και που τίποτα δεν έδειχνε στον ορίζοντα τον χωρισμό τους. Όταν ξημεροβραδιαζόντουσαν κλεισμένοι στο διαμέρισμα μόνο κάνοντας έρωτα, τρώγοντας, ακούγοντας μουσική και πάλι κάνοντας έρωτα, τρώγοντας, ακούγοντας μουσική….

Μνήμες-τσιρότα πάνω σε πληγές…

«Είσαι καλύτερα;» την ρώτησε η ζεστή αντρική φωνή. Τα μάτια του είχαν μια λύπη, παρόλα αυτά είχαν διεισδύσει τόσο βαθιά μέσα στα δικά της, είχαν γίνει ένα δηλαδή.

Η γυναίκα πετάχτηκε μονομιάς επάνω σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτήν την ματιά την ήξερε καλά… Έφτιαξε μηχανικά την φούστα της, έριξε πίσω τα μαλλιά της και απομακρύνθηκε από κοντά του σοκαρισμένη. Έξω απ’ το παράθυρο μάλωνε ο Θεός με το Θεό αλλά και μέσα, ποιός είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε!

«Έχεις το θράσος να μου χτυπάς την πόρτα έπειτα από τόσα άδεια χρόνια και από όλα όσα μού ‘κανες; Παράτησα μια ανερχόμενη και πολλά υποσχόμενη καριέρα ως γλύπτρια, άφησα τον εαυτό μου να μαραζώσει για πάρτη σου, τα πρωινά με έβρισκαν κλαμένη και μεθυσμένη στους δρόμους σα να ‘μουνα καμιά ξετσίπωτη και μετά από όλα αυτά, έχεις το θράσος να με ρωτάς αν είμαι καλύτερα;»

Η γυναίκα είχε αφηνιάσει. Οι λέξεις, χείμαρρος που ξεχύθηκε μεμιάς και φούσκωσε τον ξεχασμένο ξεροπόταμο.

Ο άντρας ξαφνιασμένος απ’ την απότομη αλλαγή που πήραν τα σχέδιά του είχε σωριαστεί στην πολυθρόνα με κατεβασμένο το κεφάλι.

«Δεν σε αδικώ» ψέλλισε μέσα απ’ τα δόντια του, «αλλά ξέρεις πολύ καλά πως έπρεπε να αναζητήσω την τύχη μου αλλού». Το πρόσωπό του είχε χλωμιάσει τόσο πολύ που νόμιζε ότι θα πάθαινε την καρδιά του και θα πέθαινε μπροστά της… Μετά από αρκετή προσπάθεια σηκώθηκε από την πολυθρόνα και στυλώθηκε στα πόδια του.

«Αυτό έλειπε να με αδικούσες κιόλας! Με παράτησες Ισίδωρε! Με παράτησες στα κρύα του λουτρού αφήνοντάς μου ένα κωλοσημείωμα που μου ζητούσες συγνώμη. Τι συγγνώμη Ισίδωρε; Για ποιό απ’ όλα;;; Για το φευγιό σου; Για την ζωή μου; Για ποιό απ’ όλα Ισίδωρε; Ε; Με πέταξες σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι και μαζί με μένα …..»

«Μαζί με σένα τί Αλέκα;» ρώτησε ο άντρας απορημένος αλλά η Αλέκα κοντοστάθηκε. Δεν ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει στα λόγια της. Ό,τι ήθελε να πει το κράτησε μέχρι τα δόντια της. Έπειτα το κατάπιε. Θα ‘θελε βέβαια να του πει «άντε στο διάολο Ισίδωρε», αλλά δεν μπορούσε, δεν έβγαινε απ’ το στόμα της.

Η επιστροφή του τις έξυσε της πληγές που νόμιζε ότι είχε επουλώσει, την γέμισε οργή και αγανάκτηση και το παράπονο ξεχύθηκε με μιας από μέσα της.

Άρχισε να περπατά γρήγορα και νευρικά. Έφτασε μέχρι την εξώπορτα και κοντοστάθηκε λιγάκι ζυγίζοντας την καρδιά με την λογική. Ήθελε να τον πετούσε έξω με τις κλωτσιές αλλά δεν το μπορούσε. Γι’ αυτήν, ήταν ένα κομμάτι της ζωής της. Ίσως το πιο γλυκό. Ίσως το πιο καθοριστικό. Εκείνο, που την έκανε «γυναίκα»…

Τα μπράτσα του την είχαν αγκαλιάσει καθώς την είχε πλησιάσει αθόρυβα. Ήταν τόσο δειλό και ταυτόχρονα θερμό το αγκάλιασμα που της εξαφάνισε τις προηγούμενες σκέψεις της. Η οργή της μετατράπηκε σε κλάμα. Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά τόσο που τον ξάφνιασε και τον τρόμαξε ταυτόχρονα. Έσκυψε και την φίλησε απαλά στο μάγουλο, με διάρκεια…

«Σε παρακαλώ, μη μου κλαις» της είπε σιγανά, «δεν ήρθα για να σε στεναχωρήσω αλλά το είχα τόσο ανάγκη να σε έβλεπα, να σε άγγιζα, να σε μύριζα. Τόσα χρόνια κοιμόμουν και ξυπνούσα με την σκέψη μου σε σένα. Τι να κάνει άραγε, έλεγα, τώρα θα κοιμάται; τώρα θα τρώει; θα πλένεται;»

«Άργησες Ισίδωρε…, άργησες πολύ δυστυχώς. Γεράσαμε πια…» είπε εκείνη μειδιάζοντας…

«Ποτέ δεν είναι αργά Αλέκα» απάντησε κοφτά αυτός εξακολουθώντας να την σφίγγει στην αγκαλιά του. Τα χείλη του κατεβήκαν προς τον λαιμό της, κάνοντάς την να ανατριχιάσει ελαφρώς.

Έχε γούστο, είπε από μέσα της… Αυτό μου έλειπε να κυληθούμε ξανά στα πατώματα! Μετά από τόσα χρόνια “απραξίας” και έπειτα από μια σχέση κα-τα-λυ-τι-κή, πώς μπορείς αλήθεια να ξαναθυμηθείς “το φιλί”; Πώς γίνεται να αφήσεις ξανά το κορμί να κολυμπήσει σε μυστηριώδη νερά;

Ποιός θυμάται τα μονοπάτια των χαδιών, τα ρίγη των φιλιών, την φλυαρία των ματιών, τις ανάσες των λέξεων, ποιός αλήθεια;

«Αλέκα σ’ αγαπώ… Πάντα σ’ αγαπούσα, δεν σε ξέχασα ποτέ! Στο ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό. Στα κόκκαλα του πατέρα μου!»

Στα κόκκαλα του πατέρα του… Θυμάται από παλιά ότι αυτός ο όρκος για εκείνον, είναι κάτι παραπάνω από ιερός!

«Σταμάτα!» του πε με στόμφο. «Τι σημασία έχει πια; Τι νόημα;»

«Γιατί το λες αυτό; Πρέπει να παραιτηθούμε απ’ τη ζωή επειδή δεν είμαστε πια τριάντα χρονών; Βέβαια άργησα, άργησα πολύ να έλθω να σε βρω. Φοβόμουν μήπως έβρισκα μπροστά μου άντρα και παιδιά».

«Τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει Ισίδωρε» τον σταμάτησε απότομα εκείνη, «τίποτα απ’ αυτά δεν υπήρξε ποτέ» του ‘πε χαμηλόφωνα σχεδόν με παράπονο.

Εκείνος ξεθάρρεψε πιο πολύ, ένα βάρος ετών έφυγε από πάνω του με έναν της λόγο.

«Α-γά-πη μου!!! Το ‘ξερα! Πάντα το ‘ξερα πως μετά από μένα δεν θα υπήρχε άλλος στη ζωή σου!»

Τα μάτια του γυαλίζανε κι η φωνή του έβγαινε τρεμάμενη.

«Το ‘ξερα, το διαισθανόμουνα!»

«Και τώρα τι θες; Την γυναίκα-λάφυρο πίσω; Τι ζητάς; Γάμο και παιδιά;»

«Εσένα» της είπε με συγκίνηση και άρχισε να την σφίγγει όλο και πιο πολύ «εσένα μόνο αγάπη μου» της ψιθύρισε στ’ αυτί καθώς τα χείλη του κατρακυλούσαν στον λαιμό της.

Τα μέλη της είχαν παραλύσει. Ε, δεν το περίμενε κι αυτό στα εξήντα της χρόνια να ξαναζούσε τα νιάτα της. Γερνάει όμως ο άνθρωπος;

Παραιτείται απ’ τη ζωή;

Βολεύεται σε μια γωνιά περιμένοντας το τέλος; Ίσως όχι…

Τα χέρια του από την μέση της κατρακύλησαν στους γοφούς. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της καθώς αργά και σταθερά καταλάβαινε πως παραδιδότανε σ’ αυτό το μεθύσι.

Αντίσταση δεν έφερε καμία. Αυτός ο άντρας την υπνώτισε. Πάντα την υπνώτιζε.

Η φούστα σωριάστηκε στο πάτωμα αφήνοντας να φανεί το γυμνό της σώμα κάτω απ’ το εσώρουχο. Για την ηλικία της το σώμα της θα το ζήλευε εικοσάχρονη! Τα κουμπιά της μπλούζας ασφυκτιούσαν μπροστά απ’ το πλούσιο στήθος της. Εξακολουθούσε να είναι όμορφη γυναίκα. Βέβαια οι κάποιες ρυτίδες στο πρόσωπο μαρτυρούσαν την ηλικία της αλλά και αυτές ήταν ελάχιστες και είχαν μια αρμονία με τα λοιπά χαρακτηριστικά της. Τα σχετικά παχιά χείλη, την ελαφρώς γαμψή μύτη, τα τοξωτά φρύδια, το θεληματικό πηγούνι, τα κοκκινισμένα μάγουλα.

Άρχισε να την φιλά παντού με πάθος –το διέκρινε πεντακάθαρα αυτό, το πάθος δηλαδή-. Στην πλάτη, στην μέση, στην κοιλιά, ανάμεσα στους μηρούς, ψηλά-ψηλά.

«Έλα» της είπε και την έβαλε ευγενικά στον καναπέ.

Βγάζοντας κι αυτός βιαστικά τα ρούχα του, αποκαλύφθηκε γυμνή η αλήθεια.

Το τεχνητό πόδι του από το γόνατο και κάτω, την έκανε λίγο να κομπιάσει αλλά βλέποντας το πάθος του και την λαχτάρα του να την ξανακάνει δική του, δεν μίλησε καν.

Το πρωί τους βρήκε κουρασμένους και σκεφτικούς. Με μια πρόχειρη κουβέρτα είχαν σκεπάσει ελαφρώς την γύμνια τους. Σίγουρα δεν ήταν οι εραστές των κινηματογραφικών ταινιών αγάπης, σίγουρα αυτή δεν ήταν η Κατρίν Ντενέβ και αυτός ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, αλλά όποιοι και να ‘ταν, όπως και να ‘ταν, ήταν δυο άνθρωποι που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ.

Στο τραπέζι τους περίμεναν δυο αχνιστοί ελληνικοί καφέδες. Η Αλέκα πάντα ήταν των απλών καταστάσεων, λίγα και καλά που λέμε. Στην δουλειά της ήρεμη, καλόβολη και χαμογελαστή, ποτέ δεν αντάλλαξε κακιά κουβέντα με τις συναδέλφισσές της αν και το αφεντικό της είχε το θράσος μια μέρα να την ρωτήσει ποιά κατά την γνώμη της δουλεύει καλύτερα στην παραγωγή. Η Αλέκα έγινε έξαλλη μαζί του αλλά προτίμησε να του πει ένα ξερό «δεν ξέρω» από το να του πει «άντε και γαμήσου παλιο μαλάκα!»

Μετά από την φυγή του δεσμού της ήταν η πρώτη εργασία της εκεί στην κυτιοποιία και έμελε να ήταν και η τελευταία. Τα πρώτα χρόνια, της ήταν δύσκολα. Από την γλυπτική στα χαρτόκουτα. Από την τέχνη στα πρακτικά για τα προς το ζην. Έπειτα, τότε ζούσε κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας της που έπρεπε να φροντίζει. Ο καημένος ο μπαμπάς της… Βοηθούσε κι αυτός όσο μπορούσε με την συνταξούλα του και με το να μαγειρεύει ώστε να βρίσκει έτοιμο φαγάκι ερχόμενη από το εργοστάσιο.

Όταν την έβλεπε λυπημένη την έπαιρνε στα γόνατά του και η Αλέκα τον κοιτούσε όλο λατρεία…

«-Μπαμπάαα…., δεν είμαι μικρό κορίτσι πια», του έλεγε χαμογελώντας. «Έπειτα, θα πονέσουν τα πόδια σου που με κρατάς κοτζάμ γαϊδάρα», αλλά αυτός την έσφιγγε τόσο πολύ πάνω του λες και ήθελε να της πει «το ξέρω ότι είσαι μεγάλη πια, αλλά για μένα θα ‘σαι πάντα η κορούλα μου…».

Τρελαινόταν να τον φιλά στα μάγουλα και που και που του ‘σκαγε κι ένα φιλί στο στόμα.

«Έλα τώρα, μη το κάνεις αυτό. Είμαι γέρος άνθρωπος, δεν κάνει! Δεν το ξέρεις ότι οι ηλικιωμένοι είναι σάπια κρέατα;;»

«Ε όχι και σάπιο κρέας ο μπαμπάκας μου που μοσχομυρίζει after shave!», τον πείραζε κι αυτός κοκκίνιζε σαν μαθητούδι. Τα πράσινα ματάκια του γυαλίζαν σαν φαναράκια, τα μαγουλάκια του ροδαλά και το δερματάκι του ήταν άσπρο-άσπρο σαν το γάλα. Ο χρόνος είχε σεβαστεί την κόμη του η οποία έστεκε ακόμη αγέρωχη και ξανθωπή σε σύγκριση με την δική της που είχε αρχίσει πια να γκριζάρει.

Ο καημένος ο μπαμπάς… Αφότου έφυγε, έσπασε το μέσα της. Μικρά-μικρά κομματάκια έγινε. ‘Ένα ξεφουσκωμένο μπαλόνι που δεν έσκασε με κρότο αλλά σιγά-σιγά, τόσο σιγά που δεν το παίρνει είδηση κανείς, ούτε καν αυτός που το κουβαλά.

Τον βρήκε πεσμένο στο πάτωμα μια μέρα καθώς γύρισε απ’ τη δουλειά. Ήταν κι αυτό το όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Ήταν ένας κόκορας, λέει, ο οποίος κελαηδούσε αλλά από ένα σημείο και μετά ήξερε ότι τον χτίσανε μέσα σε έναν τοίχο και έπαψε πια να κελαηδά. Σκιάχτηκε όταν ξύπνησε αλλά δεν το ‘πε σε κανέναν. Ήξερε ότι κάτι κακό θα την έβρισκε αλλά το μυαλό της δεν πήγε στον πατέρα της.

Οι γειτόνισσες την βρήκαν από πάνω του να κλαίει και να οδύρεται.

«Μπαμπάαα, μπαμπάαα, γιατί τώρα, γιατί έτσι, τι θα κάνω εγώ μόνη; Τι;;;»

Αφού την σηκώσανε με τα χίλια ζόρια σε ημιλυπόθυμη κατάσταση οι γειτόνοι αναλάβανε να καλέσουν το ασθενοφόρο. Βάζοντάς τον στο φορείο καθόταν κοκαλωμένη να τον κοιτά σαν να ήταν υπνωτισμένη. Όταν πια τον πήρανε και φύγαν και οι υπόλοιποι, σωριάστηκε στον καναπέ αφού είχε κατεβάσει δύο νεροπότηρα ουίσκι.

Στην κηδεία χασκογέλαγε συνέχεια σε σημείο παρεξηγήσεως.

«Να χαρώ εγώ γλέντια» έλεγε χαμηλόφωνα σχεδόν από μέσα της, «Να χαρώ εγώ τύχη… Α ρε μπαμπά… όταν με γένναγε η μάνα, οι μοίρες πού ήντουσαν;;;»

«Μαμάαα!!!» φώναζε μπαίνοντας στο κοιμητήριο με όλη της την δύναμη καθώς υποβασταζόταν από τις φίλες της, «Στον έφερα! Κάνε χώρο να περάσει! Στρώσε το καλό χαλί! Άναψε όλα τα φώτα! Απόψε έχουμε γιορτήηηη!!!!»

Το καντηλάκι του δεν του το άφησε ποτέ σβηστό αφού κάθε μέρα περνούσε από το κοιμητήριο και του το άναβε.

«Καλημέρα μπαμπά. Ήρθα» του ‘λεγε καθώς καθόταν για λίγο πάνω στο κρύο μάρμαρο.

Σκεφτόταν πώς θα ‘τανε πια σαν πτώμα μετά από τόσες μέρες; Είχε ακούσει πως τα γένια, τα μαλλιά και τα νύχια μεγαλώνουν και μετά τον θάνατο του ανθρώπου αλλά για πόσο άραγε;

Αυτήν την διαδρομή προτού πάει στην δουλειά την τηρούσε με ευλάβεια για πολλά χρόνια. Μετά το καντηλάκι του το άναβε πια στο σπίτι, στο εικονοστάσι δίπλα στην φωτογραφία του και στις μορφές των Αγίων.

«Αγιοποιήθηκες μπαμπά» του ‘λεγε χαριτολογώντας καθώς έβαζε καινούργιο φυτίλι στην καντηλήθρα. «Αγιοποιήθηκες χωρίς να το καταλάβεις!» κι εγώ πια, έχω αναλάβει τα δύσκολα καθώς ένα μειδίαμα της ξέφευγε στην άκρη των χειλιών.

Είχε ξεχάσει πια και πώς χαμογελούν. Είχε ξεχάσει πια και πώς ζουν.

Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος έφυγε βιαστικά. Έπρεπε να τελειώσει «κάποιες δουλίτσες», έτσι της είπε.

Η γυναίκα παρέμεινε να τον κοιτά απ’ το παράθυρο της κουζίνας καθώς απομακρυνόταν. Πράγματι κούτσαινε ελαφρώς –μα πώς δεν το ‘χε παρατηρήσει νωρίτερα;-

Πήρε το καφεδάκι της και βγήκε στον κήπο. Για τσιγάρο ούτε λόγος! Το έλκος της, έπαθλο των «τυχερών» καταστάσεων της ζωής της, δεν της το επέτρεπε πια.

Ο κήπος αυτήν την εποχή είναι ένα μικρός παράδεισος. Ο δικός της παράδεισος.

Μετά την χθεσινή βροχή ένας υπέρλαμπρος ήλιος ήρθε και κάθισε πάνω στο σύμπαν. Η φύση λες και χαμογελούσε, ίσως και να της έκλεινε το ματάκι. Οι τριανταφυλλιές, οι φρέζες, τα ζουμπούλια, το γιασεμί, όλα, την χαιρετούσαν εγκάρδια.

Ο «Μίου» την πήρε χαμπάρι κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια της νιαουρίζοντας νωχελικά. Τον είχε μεγαλώσει από πολύ νεογνό, αυτόν και την αδελφή του. Τα ‘χε πάρει από την χαρά της πολύ-πολύ μικρά και μετά κατάλαβε πως δεν μπορούσαν ούτε απ’ το πιατάκι να πιούν γάλα! Δεν αγχώθηκε όμως, πήρε μια πελώρια σύριγγα και τοποθέτησε μπροστά λαστιχένιο μικροσκοπικό σωληνάκι και αυτά πίνανε σα να θηλάζανε!!!! Μα τι γούστο είχανε!

Όταν πια άρχισαν και στηριζόντουσαν στα ποδαράκια τους καλά-καλά, σκαρφαλώνανε στο τζιν το παντελόνι της και καταλήγανε στους ώμους της. Έτσι έπλενε τα πιάτα. Με τα ‘αγάλματα’ στους ώμους της. Έπειτα τα ‘παιρνε αγκαλίτσα και τα ‘κανε φιόγκο απ’ το ζούληγμα. Όταν αγαπάς, αγαπάς κι αυτή αγαπούσε πολύ.

Τα αγαπούσε τα ζώα –και όχι μόνο-από παιδί. Δηλαδή, αγαπούσε τα πάντα! Μα πώς γινόταν αυτό να αγαπά κανείς ‘τα πά-ντα;’ Γι’ αυτό δεν μπορούσε να ‘οριοθετήσει’ τον εαυτόν της και τα πιστεύω της. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να κάτσει ήσυχη σε μια γωνιά «παλούκια έχεις στον ποπό;» της έλεγε γελώντας η γιαγιά της γουρλώνοντας τα μάτια της μέσα απ’ τα πελώρια γυαλιά πρεσβυωπίας.

Έπειτα στην δουλειά οι μισοί την είχαν για αριστερή και οι άλλοι μισοί για δεξιά αλλά αυτή μέσα της ήξερε πολύ καλά από παιδί το στημένο παιχνίδι και την πονηριά του συστήματος. Το ‘βλεπε, το ‘νιωθε –μα καλά, μόνο αυτή το ‘βλεπε;- Ένιωθε πως όλα ξεκινάν απ’ την αγάπη και από το τι είναι ηθικό για τον πολίτη. Τι άσπρο και μαύρο; Όταν κάποιος πεινά ή κακοπερνά ή φιμώνεται ή δυσφημίζεται δεν φταίνε γενικά οι πάντες. Φταίει ειδικά ο καθένας που ασχολείται με το πόστο του σε λάθος βάση χωρίς να υπολογίζει τον λαό του. Φταίνε τελικά οι άνθρωποι οι συγκεκριμένοι, οι εκάστοτε «άρχοντες του τόπου» δηλαδή που διαχειρίζονται κατά το συμφέρον τους τα πάντα και φταίει εν τέλει η συγκεκριμένη μάζα του λαού που κρέμεται απ’ την λαδωμένη ποδιά της «εξουσίας». Πώς λοιπόν σε ένα σύστημα δια-φθο-ράς περιμένεις προκοπή; «Όχι κύριοι. Δεν ανήκω πουθενά. Ανήκω στον Θεό και στον εαυτό μου. Και αν κάτι με έσωσε τόσα χρόνια ως σωσίβιο στο ναυάγιο της ζωής μου, ήταν το χιούμορ, η μουσική και το διάβασμα». Μετά την λιποταξία του Ισίδωρου, σμίλη δεν ξανάπιασε στα χέρια της –αυτό το ορκίστηκε- όμως που και που έγραφε ή ζωγράφιζε αλλά και αυτά έπαιρναν το δρόμο για το καλάθι των αχρήστων. Τίποτα δεν έμενε ως ανάμνηση της συγκεκριμένης ψυχικής δημιουργικής κατάστασής της. Στο τέλος, ένα μάτσο χαρτιά γινόντουσαν, τσαλακωμένα, σαν την ίδια.

Από το τραπεζάκι του κήπου ακουγόταν ο Παπαγιαννόπουλος… «Μπαμ! Πού βόσκεις βρε; Δεν ακούς που σε φωνάζω; Ε; Ξελαρυγγιάστηκα!» .

Αυτό το κομματάκι με την φωνή του Παπαγιαννόπουλου από εκείνη την υπέροχη ταινία το ‘χε κάνει ringtone. Τόσο που της άρεσε! Την έκανε να γελά κάθε φορά που χτυπούσε το κινητό! Περισσότερο όμως γελούσε ο συγχωρεμένος ο μπαμπάς της. Ο Παπαγιαννόπουλος ήταν η αδυναμία του.

«Παρακαλώ;» ρώτησε λαχανιασμένη καθώς έτρεχε να το προλάβει.

Δεν κατάλαβε και πολλά… Κάποιος χτύπησε…; Η αλήθεια είναι ότι ακουγόντουσαν σειρήνες αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Πυροσβεστικής ή ασθενοφόρου.

«Κυρία» της ξαναμίλησε η γυναικεία φωνή, «είσαστε συγγενής του»;

«Ποιανού;»

«Κυρία…, υπάρχει ένα τροχαίο…., με ακούτε;»

«Μάλιστα» είπε όλο αγωνία η Αλέκα.

«Το τηλέφωνό σας το βρήκαμε στην τσέπη του τραυματία. Δεν είχε λοιπά στοιχεία. Το μόνο που μπορούμε να σας πούμε, είναι ότι έχει ξένο μέλος στο πόδι του. Καταλάβατε περί ποιού πρόκειται;»

«Ο Ισίδωρος…» ψέλλισε χαμηλόφωνα. «Έρχομαι αμέσως! Σε ποιο νοσοκομείο είναι παρακαλώ; Στο ‘ΣΩΤΗΡΙΑ’; Ξέρω, ξέρω… »

Βιαστικά έφυγε από το σπίτι παίρνοντας μαζί της κινητό, λεφτά και φορώντας κάτι πρόχειρο.

Ο ‘Μίου’ την κοίταζε περίεργος όπως πάντα από το πρεβάζι του παραθύρου της κουζίνας. Της νιαούρισε δυο-τρεις φορές κουνώντας ρυθμικά την ουρά του, αλλά αυτή ούτε να τον χαϊδέψει δεν είχε όρεξη…

Αχ μωρέ Ισίδωρε… ‘Όλα λάθος… ‘Όλα άτυχα… Εγώ…, εσύ…

Το ταξί της άφησε απ’ έξω απ’ το νοσοκομείο. Είχε ξαναπάει, το θυμάται -δυστυχώς- καλά. Την αυλή την είχε περπατήσει σπιθαμή προς σπιθαμή όταν «έχανε» την μάνα της μέσα σε κάποιο θάλαμο. Όσο ευχάριστο ήταν απ’ έξω το περιβάλλον, τόσο δυσάρεστο ήτανε μέσα. Έσυρε την πόρτα και μπήκε μέσα σε αλλόφρονα κατάσταση.

Στην ρεσεψιόν ζήτησε πληροφορίες.

«Είναι στην εντατική κυρία μου. ‘Ένα πλευρό του έχει τρυπήσει τον πνεύμονα. Ξέφυγε της πορείας του κάποιο αυτοκίνητο και έπεσε στην στάση του λεωφορείου. Ο κύριος στάθηκε πιο τυχερός».

«Μωρέ τύχη να σου πετύχει», είπε σχεδόν φωναχτά και πήγε να κάτσει λίγο στο σαλονάκι περιμένοντας νεώτερα. Τα μηνίγγια της χτυπούσαν τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα πάθει εγκεφαλικό. Για δεύτερη φορά ζει την «γλύκα» της αίθουσας αναμονής σε τούτο δω το κτίριο.

Η πόρτα των χειρουργείων ανοιγόκλεινε συνεχώς και αυτήν κάθε φορά την έλουζε κρύος ιδρώτας. Πράσινες στολές, σαμπό, και κουρασμένα μάτια, άσπρες μάσκες και ιδρώτας, όλα ανάμικτα με την αγωνία της. Κάπου-κάπου της έριχναν και μια κλεφτή ματιά ή ήταν η ιδέα της;

Τα χαρτιά της μοίρας της για άλλη μια φορά είναι ριγμένα μπροστά της περιμένοντας την τσιγγάνα να τα γυρίσει αργά-αργά και να της πει τα μελλούμενα.

«Αχ Θεέ μου…, δεν μπορεί… Τόσοι γιατροί…, τόσα φάρμακα… Θα σωθεί! Κάνε Θεέ μου να σωθεί!»

Τόση θλίψη πια… Το μέσα της κατρακύλησε σε κοφτερά βράχια για άλλη μια φορά.

Περιμένοντας στην αίθουσα αναμονής από την πολύ κούραση, αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο της είδε την μάνα της να της χαμογελά. «Μάνα!» της φώναξε αλλά αυτή δεν την άκουσε. Ήτανε όμορφη με τ’ άσπρα της μαλλιά ξέπλεκα και το σταμπωτό μαντήλι στον ώμο της. Πήγαινε σε αρραβώνα, στον αρραβώνα της κόρης της. Στον δίσκο με τα δώρα που κρατούσε υπήρχε τ’ όνομά της «ΑΛΕΚΑ». Πιο πέρα περίμενε ο γαμπρός, δίχως μάτια, δίχως στόμα, δίχως μύτη. Όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του λείπανε. Έκανε να τον αγγίξει και ξάφνου κάηκε. Στάχτη έγινε μπροστά της που κάθισε πάνω της παντού. Στα χέρια της, στους ώμους, στα μάτια…, παντού.

Ξύπνησε αλαφιασμένη με ένα σφίξιμο στο στομάχι λες και είχε καταπιεί πέτρα. Δε θα ΄ναι για καλό, σκέφτηκε από μέσα της και έκανε τρεις φορές τον σταυρό της. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα των χειρουργείων. Οι γιατροί την κοιτούσαν αμίλητοι μέχρι την στιγμή που ξεπρόβαλλε μια νοσοκόμα και πήγε κατά το μέρος της.

Τα μάτια της ήταν σαν την φουρτουνιασμένη θάλασσα που είχε αναμιχθεί με τον βροχερό ουρανό. Δεν χρειάστηκε να της πει τίποτα. Τα ‘χε καταλάβει ό-λα. Αρκέστηκε μόνο να την πιάσει απ’ το χέρι τρυφερά και να της ψελλίσει «λυπάμαι πολύ…».

Λυπάται πολύ…

Αυτή η λύπη τέλος πάντων, τίνος χαρά είναι άραγε; Από ποιόν πλανήτη έχει έρθει να εγκατασταθεί στην πλάση μας; Ποιος την προσκάλεσε αφού είναι  ανεπιθύμητη; Σαν τους τελώνες της Ιεριχούς που πολλαπλάσια παίρναν απ’ τον λαό τους φόρους. Ποιος τελώνης είν’ αυτός που μου κλέβει πολλαπλάσια την ζωή μου τελικά…;

Ξημέρωσε Σάββατο, ένα Σάββατο-σάβανο που θα της μείνει αιώνια χαραγμένο στην μνήμη της.

Γυρίζοντας απ’ το νοσοκομείο, μετά από τις διευκρινήσεις που έδωσε για την «συγγένεια» της με τον Ισίδωρο, φτάνοντας σπίτι σφάλισε τα παραθυρόφυλλα και έκλεισε το κινητό της. Άναψε τον θερμοσίφωνα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Έβαλε ένα ουίσκι και το κατέβασε μονομιάς. Ήταν τόσο καμένα πια τα σωθικά της που δεν κατάλαβε τίποτα από το ξαφνικό λούσιμο του οινοπνεύματος. Την μονότονη ησυχία του σπιτιού διέκοψε ο χτύπος του σταθερού τηλεφώνου αλλά η Αλέκα κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Δεν την ένοιαζε πια τίποτα. Ξεντύθηκε και έβαλε την ρόμπα της. Πήρε μηχανικά το τηλεκοντρόλ και άναψε την τηλεόραση. Έβλεπε…, έβλεπε…, έβλεπε…, τι έβλεπε αλήθεια, ούτε που θυμόταν.

Το σταθερό επέμενε εκνευριστικά τόσο που της ήρθε να το ξεριζώσει απ’ την πρίζα!

Έκανε ένα ντους στα γρήγορα και πήγε να ξαπλώσει. Το κορμί της ήταν τόσο μουδιασμένο που τα μέλη της κινούνταν σε αργή κίνηση όπως στις ταινίες δράσης όταν απογειώνεται το αυτοκίνητο και κάνει πέντε τούμπες στον αέρα προτού σκάσει στο έδαφος. Έτσι κι αυτή. Τώρα κάνει τις τούμπες στον αέρα μέχρι να σκάσει χάμω. Το «σκάσιμο» έχει αναβληθεί για μεθαύριο στο κοιμητήριο. Εκεί, ναι. Εκεί θα προσγειωθεί για τα καλά.

Η πόρτα χτύπαγε τόσο δυνατά που νόμιζες ότι θα σπάσει.

«Αλέκα! Αλέκα είσαι μέσα; Αλέκαα!!! Αλέκα άνοιξέ μου!!!» ούρλιαζε η γυναικεία φωνή.

Σαν υπνωτισμένη της άνοιξε την πόρτα και ένα «ε-πι-τέ-λους!» ξεχύθηκε στον αέρα μαζί με τον Μίου που μπήκε τρέχοντας.

«Είσαι τρελή παιδάκι μου και κλειδαμπαρώθηκες; Έχω σπάσει τα τηλέφωνα από το πρωί, τα παράθυρα είναι κλειστά, τι σκατά έπαθες κορίτσι μου;;;» ούρλιαζε η Τέτα καθώς μπούκαρε στο σπίτι πληθωρική όπως πάντα. Αδελφική της φίλη απ’ τα παλιά. Η τύχη τις έκανε να βρίσκονται και στα καλά και στα κακά. «Αλέκα, είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές;»

«Τέτα…, ήρθε κι έφυγε ξανά…»

«Ποιος μανάρι μου;»

«Εκείνος…»

«Εκείνος… μάλιστα… Σάλταρες Αλέκα ή θες να με τρελάνεις; Με φοβίζεις! Μίλα καθαρά!»

«Ο Ισίδωρος…»

«……….»

«……….»

«Ποιος Ισίδωρος….; Ο …δικός σου; Αλέκα, ο Ισίδωρος…. Απ’ τα παλιά;;; Θα με τρελάνεις;»

«Όχι Τέτα μου…, δε σε τρελαίνω… Αυτός…»

«Και πού είναι τώρα;»

Η Αλέκα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη πια. Ο Μίου έδωσε ένα σάλτο και ανέβηκε στην αγκαλιά της γουργουρίζοντας καθώς την κοιτούσε με τα γαλανά ματάκια του. Τα δάκρυα δεν άργησαν να φανούν στα μάτια της σαν κόμποι από ρετσίνι. Γύρισε και κοίταξε την Τέτα όλο παράπονο κι αυτή η δόλια δεν ήξερε τι να πει…

«Αλέκα, πού είναι ο Ισίδωρος;» την ξαναρώτησε διστακτικά.

Η Αλέκα κατέβασε τον γάτο απ’ την αγκαλιά της και στύλωσε την ματιά της στην Τέτα.

«Θα μου πεις ή θα σε χαστουκίσω;» την ρώτησε έξαλλη η Τέτα και προτού τελειώσει τον λόγο της έπεσε η Αλέκα στην αγκαλιά της κλαίγοντας. Η Τέτα σαν από ένστικτο δεν μιλούσε πια. Μόνο περίμενε την συνέχεια του έργου. Κράτησε κάμποσο την Αλέκα αγκαλιά προσπαθώντας να την ηρεμήσει.

«Σώπα…, σώπα κορίτσι μου… Μη μου κλαις άλλο και με στεναχωρείς. Θέλεις να μου ανέβει η πίεση; Ε; Θες;»

Έτσι της έλεγε σφίγγοντάς την όλο και πιο πολύ λες και ήθελε να πνίξει «το κακό». Να το εξαφανίσει, να το σκοτώσει σαν τον Ηρακλή, να το πιάσει απ’

τον λαιμό και να το σφίξει…, να το σφίξει…, μέχρι να το αποτελειώσει…, σαν τα φίδια που του έστειλε η Ήρα στην παιδική του κούνια και αν δεν τον ξυπνούσε ο Ιφικλής θα ήταν και οι δυο πεθαμένοι. Τώρα βέβαια, άλλος είναι ο πεθαμένος. Αυτός που ήταν σαν πεθαμένος, αναστήθηκε σαν τον Λάζαρο και ξαναπέθανε για πάντα πια. Τόση γρηγοράδα ποιος να την αντέξει αλήθεια….

«Πάμε!» είπε προστακτικά η Αλέκα.

«Πού;»

Η πόρτα έκλεισε βιαστικά πίσω τους. Έβγαλε το Micra απ’ το γκαράζ και άνοιξε την πόρτα να μπει η φίλη της που υπάκουσε σαν υπνωτισμένη.

Έπιασαν παραλιακή και η Αλέκα οδηγούσε άτσαλα, σαν αποβλακωμένη.

«Αλέκα μου…, σε παρακαλώ…, πού πάμε βρέ κορίτσι μου;» την ρωτούσε η Τέτα απαλά-απαλά.

«Όπου να ‘ναι…» απάντησε κοφτά αυτή.

«Καλά…, όπου να ‘ναι… Δηλαδή θα φτάσουμε ….Καλαμάτα;!!!»

«Γιατί; Τι έχει η Καλαμάτα; Ευκαιρία να πάρω και μαντίλι να σύρω τον χορό. Μετά, θα το δέσω σ’ ένα δέντρο και θα κρεμαστώ να ησυχάσω!»

«ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΤΙ ΛΕΣ;» φώναζε φουντωμένη η Τέτα.

Οι ρόδες στρίγγλισαν καθώς έστριψε τόσο απότομα σε μια στροφή παίρνοντας κατεύθυνση προς την θάλασσα. Η Τέτα έπεσε σαν τσουβάλι με άμμο στην πόρτα του συνοδηγού και κρατήθηκε τρομοκρατημένη απ’ το χερούλι της.

«Αλέκα» είπε διστακτικά «κοίτα, αν εσύ θες να σκοτωθείς, εγώ έχω παιδιά πίσω που με χρειάζονται, αλλιώς…»

«Αλλιώς, τι;»

«Αλλιώς…., δε θα μ’ ένοιαζε! Μαζί σου μανάρι μου και ’γώ!» της είπε με ήρεμη φωνή απλώνοντας το χέρι της πάνω στο δικό της στον λεβιέ των ταχυτήτων. Της το ‘σφιξε τόσο που έκανε την Αλέκα να γυρίσει και να της ρίξει μια ματιά που την έλιωσε, αλοιφή την έκανε για τα εγκαύματα. Κοιταχτήκανε για μια στιγμή δευτερολέπτων. Αυτά τα δευτερόλεπτα που σφραγίζουν την αιωνιότητα, που προλαβαίνεις τα πάντα, να κοιταχθείς, ν’ αγκαλιαστείς, να φιληθείς, να κλάψεις, να γελάσεις, να ευχαριστηθείς, να σιχτιρίσεις, όλα μαζί.

Ένα δάκρυ κύλησε στην άκρη του ματιού της αλλά δεν ήθελε να την δει η Τέτα. Έκανε πως ξύθηκε και το εξαφάνισε εν ριπή οφθαλμού. Εδώ είμαστε, είπε καθώς σταμάτησε το αυτοκίνητο σε ένα μικρό απόκρημνο σημείο που κατέληγε σε ένα υπέροχο φυσικό λιμανάκι.

Κλείδωσε το αυτοκίνητο αφού πήρε μια πετσέτα μπάνιου και κατευθύνθηκε προς το μονοπάτι που κατέληγε στη θάλασσα. Φτάνοντας έκατσε για μια στιγμή και ατένιζε σιωπηλή το πέλαγος.

«Ώρες- ώρες ομορφαίνει πολύ ο Σαρωνικός» είπε φωναχτά, «ε, Τέτα; Δεν είναι έτσι;»

Η Τέτα χαμογέλασε και αθόρυβα πήγε κοντά της αγκαλιάζοντάς την. Έπειτα της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο λέγοντάς της «είσαι για δέσιμο, το ξέρεις; Αλλά εγώ σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ για πάντα…»

Η Αλέκα την κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Το φρύδι είχε ανασηκωθεί λίγο όπως και η τρίχα τους από την αύρα της θάλασσας. Μάρτης μήνας ήτανε, δεν ήταν και Ιούλης!

«Γδύσου» της είπε η Αλέκα και προτού καλά-καλά η Τέτα συνειδητοποιήσει τι της είπε, η Αλέκα ήταν ήδη στη θάλασσα.

«Έλα! Το νερό είναι υπέροχο!!!»

Η Τέτα έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένη κάνοντας με το χέρι της την γνωστή χειρονομία ότι τρελάθηκε.

«Τέτα έλα! Χάνεις!»

«Εσύ χάνεις! Χάνεις λάδια αλλά εγώ δε θα σου κάνω το χατίρι να τσιτσιδωθώ και να περάσει ‘κανας πιτσιρίκος με το κινητό του και τραβήξει καμιά φωτογραφία για να την ανεβάσει στο διαδίκτυο!».

Όση ώρα της μιλούσε την έβλεπε, μα τώρα αλήθεια πού πήγε; Άρχισε να την φωνάζει δυνατά αλλά τίποτα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

«Γαμώτο, θα την σκοτώσω όταν βγει!» είπε δυνατά τσαντισμένη και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Φοβόταν στην κατάστασή της «το κακό». Χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε άρον-άρον τα ρούχα της μένοντας με τα εσώρουχα και βούτηξε στη θάλασσα.

«Ξερό κεφάλι…. Αρβανίτικο… καλά σε έλεγε έτσι η μάνα σου…., από μικρή …πεισματάρα! Αλλά τώρα…, που είναι ρε γαμώτο; Δώσε Παναγιά μου μην έκανε τίποτα στον εαυτό της. Αλέκααα!!! Αλέκαααα!!! …έχει γούστο….»

Εκείνη την στιγμή καταλαβαίνει ένα σώμα να αναδύεται δίπλα της κρατώντας έναν αστερία. Τρόμαξε τόσο πολύ που απ’ τον φόβο της κατάπιε την μισή θάλασσα! Η Αλέκα προσπάθησε να την βοηθήσει και την τράβηξε στα ρηχά. Όταν πια συνήλθε, της άστραψε ένα χαστούκι που ακούστηκε μέχρι τον Πειραιά!

«Να! Για να μάθεις να με τρομάζεις και να μην τολμήσεις να το κάνεις ποτέ ξανά όσο ζω! Γαμώτο Αλέκα!»

Βγήκε βιαστικά απ’ το νερό κατευθυνόμενη προς τα ρούχα της. Σκουπίστηκε πρόχειρα με την πετσέτα και τσαντισμένη τράβηξε προς το ανηφοράκι. ‘Όταν πια μπήκε και η Αλέκα στο αυτοκίνητο η Τέτα είχε πανιάσει από το κρύο και απ’ τα νεύρα της. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν μιλιότανε.

«Εμένα να μ’ αφήσεις σπίτι μου» είπε απότομα στην Αλέκα η οποία δεν της χάλασε χατίρι. Αρκετά ταλαιπωρήθηκε κι αυτή εξ’ αιτίας της. Εξάλλου, για ένα πράγμα ήταν τόσο σίγουρη πια μετά από τόσα χρόνια φιλίας. Ότι το δέσιμό τους ήταν κάτι παραπάνω από φιλικό. Ήταν ένα δέσιμο «αδελφικό» κι ας μην βρισκόντουσαν πια συχνά. Ήταν πια βλάμισσες.

Αφήνοντάς την στο σπίτι, ούτε να την κοιτάξει δεν γύρισε. Έκλεισε την εξώπορτά της με πάταγο αφήνοντάς την αποσβολωμένη να την κοιτά απ’ το αυτοκίνητο.

«Φύγε! Άντε!» της φώναζε η Τέτα απ΄το μπαλκόνι. Τί περιμένεις; Θα πουντιάσεις! Για δέσιμο είσαι τελικά!».

Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός. Τα τζάμια του σπιτιού τρίξαν τόσο πολύ που νόμιζες ότι θα σπάζανε! Φωνές πόνου, κορναρίσματα, ήχοι σιδερικών που στραπατσάρονται, όλα μαζί ανάκατα.

«Αλέκα μου!» είπε δυνατά η Τέτα καθώς πετάχτηκε έξω απ’ το σπίτι σαν από ένστικτο.

Κοντά δεν την άφησαν να πλησιάσει, γύρευε γιατί… ‘Ένα χέρι απλώθηκε και την έπιασε απ’ το μπράτσο.

«Εδώ είμαι» της είπε χαμογελώντας, «δεν ήμουν εγώ, είχα παρκάρει για τσιγάρα πιο πέρα».

Η Τέτα έπεσε στην αγκαλιά της μέσα στ’ αναφιλητά χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.

«Αλέκα…» της είπε όταν πια συνήλθε, «αφού εσύ δεν καπνίζεις…»

«Είδες; Πώς μου ‘ρθε να σταματήσω για τσιγάρα… κι εγώ ακόμα απορώ… Φαίνεται το καντήλι μου έχει ακόμα λάδι».

Έτσι είναι η ζωή. ‘Ένα τροχαίο που δεν έρχεται ή όταν θα ‘ρθει θα το αισθανθείς τόσο καλά και τόσο πολύ που θα σου αλλάξει την πορεία σου μέχρι να ξαναβρείς το κουράγιο να στρίψεις το τιμόνι στον ίσιο δρόμο. Τον δρόμο τον σωστό. Τον δρόμο σου.

 

«Για σένα ο δρόμος είναι δρόμος τι πα να πει είναι στραβός

ποιο θα `ναι το φινάλε όμως δε το μαντεύεις ακριβώς»

 Άκης Πάνου

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top