Fractal

Διήγημα: “Το εργόχειρο ήταν το πρόσχημα”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

f4

 

Η κυρά Βασιλική σκούπιζε σκυφτή τον προαύλιο χώρο του σπιτιού της. Η αυλίτσα της μικρή, μα καθαρή. Τα ρούχα της μπαλωμένα αλλά αστραφτερά. Πού και πού αναστέναζε μουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικα. Τα ‘χε χάσει λίγο από τότε που ‘μεινε χήρα. ‘Έπειτα ήταν και τ’ άλλο. Ο γιος της την παράτησε νωρίς, έρμαιο στους πέντε ανέμους. Από πού να γαντζωθεί κι αυτή… Ποιός να την προσέξει; Λάλησε μονάχη της… Παραμιλούσε. Όταν της έφυγε, αμούστακο παιδί ήταν. «Θα μπαρκάρω» της είπε ένα βράδυ κι ο μπουκιά, της έμεινε αμάσητη στο στόμα. Την επομένη έφυγε. Τα είχε ήδη δηλαδή κανονίσει όλα από πριν. ‘Έπειτα τράβηξε το ζόρι της μονάχη της.

Την παρατηρούσε ώρα πολύ απ’ το παράθυρο. Η Σοφία. «Σοφία η προφητού» την φώναζε και έτρεμε ελαφρώς από φόβο.

Η Σοφία όμως δεν της κρατούσε κακία καθότι ήξερε πως κι αυτή μιαν ομοιότητα με την κυρά Βασιλική την είχε…

Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο καπνίζοντας και ακούγοντας μουσική. Κάπου κάπου κουνούσε τα χέρια της ρυθμικά σαν να διηύθυνε μιαν αόρατη ορχήστρα. Η μουσική από παιδί ήταν η αγάπη της αλλά το μόνο που κατάφερε να μάθει ήταν τα τραγούδια της Βέμπο στην αρμόνικά της. Τώρα όμως, τώρα που περάσαν τα χρόνια και δεν μπορούσε να μάθει πια κάποιο όργανο, της αρκούσε να φαντάζεται τον εαυτόν της σαν μία δημοφιλή μαέστρο. Εντός του δωματίου της δηλαδή…, γιατί εκτός….

Στο «Έλα σε μένα» ήταν το φλάουτο. Στο «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» το πιάνο. Στο «Dance of vartan» σε αυτό το βιντεάκι του you tube, τα μανταλάκια στο κεφάλι…

Ύστερα, γινόταν η ησυχία…. Ταβάνι γινόταν, κρύο. Κενό αέρος.

Ο δρόμος μονάχος του στεκόταν στο λιοπύρι, ιδρωμένος. Ούτε ένα δέντρο δεν είχε την ευγένεια να τον συντροφέψει λίγο με την σκιά του. Η Σοφία με βλέμμα απλανές κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο την γηραιά γειτόνισσα, την κυρα Βασιλική, που σκούπιζε εδώ και ώρα το ίδιο σημείο της αυλής λες κι ήθελε να ξορκίσει ως άλλη μάγισσα το «κακό» που οσμιζόταν πως ερχότανε. «Προφητού»! Ναι, αυτό της είπε μια μέρα καθώς μετά από το συνηθισμένο καλημέρισμα -μα πώς της ήρθε ξαφνικά;- ξεστόμισε «τι ζέστη κι αυτή! λες και θα εκραγεί ηφαίστειο, λες και θα κάνει σεισμό!», ε κυρά Βασιλική;

Και ήρθε. Ο σεισμός. Σείστηκαν τα πάντα.

«Προφητού» την έλεγε η κυρά Βασιλική, καθ’ ότι αγράμματη, αλλά ευκόλως μπορούσε να σε στολίσει με διάφορα περίεργα κοσμητικά και καλολογικά στοιχεία κι από τότε, απ’ αυτόν δηλαδή τον μεγάλο σεισμό που αρκετά σπίτια γίναν ακατοίκητα και πάμπολλα γκρεμίστηκαν, την απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι.

Όποτε έβγαινε να σκουπίσει, η ματιά της δεν πήγαινε παραπέρα απ’ το πορτί της. Χαμηλή και κρύα, σαν κι αυτό. Κοφτή και πνιγηρή. Ως το τσιμέντινο πεζούλι. Ως το πεζοδρόμιο. Ποτέ παραπέρα. Και πάντα σκυφτή. Την φοβόταν. Φοβόταν τον λόγο της γι’ αυτό και την «ξόρκιζε» όποτε μπορούσε σκουπίζοντας μ’ αυτήν την παλιά χόρτινη ξεδοντιασμένη σκούπα, που νόμιζες ότι την είχε από τον πόλεμο του 1940.

Την κοιτούσε ώρα πολύ απ’ το παράθυρο. Πρέπει να ‘ταν όμορφη στα νιάτα της. Ξανθή, με δυο βαθιά γκριζογάλανα μάτια. Αδύνατη…, με ωραίες αναλογίες. Τώρα απέμεινε μονάχη. Ο γιός της ναυτικός. Πού και πού της στέλνει κανά γράμμα. Από Βραζιλία…, Χιλή…., Αργεντινή….

Τι σημασία έχει πια από ποιά χώρα έστελνε αφού η μοναξιά δεν έχει αποστολέα ούτε παραλήπτη.

Είναι εκεί, σταθερή και αμετάβλητη. Ενίοτε σκουπίζει. Κάποτε μαγειρεύει. Άλλοτε κοιμάται.

Μα υφίσταται.

Το cd player έπαιζε τις «ΩΔΕΣ» με την Ειρήνη Παπά. Αγαπημένη κι αυτή. Ως παρουσία…, ως φωνή…

Όταν οι φίλες της πηγαίναν να λικνιστούν στον ρυθμό της ντίσκο, αυτή αναζητούσε τις «ΤΡΩΑΔΕΣ» στο βιντεοκλάμπ της γειτονιάς.

Όταν ακούγανε Bonie Tyller , αυτή έβλεπε ξανά και ξανά, κάθε μεσημέρι, ίσως και δυο φορές την ημέρα «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ». Τι ταινία κι αυτή… Τι ηθοποιοί… Ένας ένας διαλεχτοί… Να τους πιείς στο ποτήρι. Ως και οι κομπάρσοι, ως κι αυτοί οι κάτοικοι του νησιού, υπέροχοι…, θεϊκοί.

Έβαλε τα σκούρα γυαλιά της και ετοιμάστηκε να φύγει. Το κινητό έμεινε σπίτι, εσκεμμένα. Ήθελε να περπατήσει με ησυχία. Ούτε τηλεφωνήματα από φίλους, ούτε τίποτα…

Η κυρά Βασιλική σκούπιζε στωικά το ίδιο σημείο της αυλής. ‘Έκανε πως δεν την είδε, ήθελε να την αποφύγει μα η Βασιλική σήκωσε τα μάτια της και της έγνεψε με το χέρι. Περίεργο… Δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο τέτοια κίνηση από την Βασιλική και η Σοφία στην αρχή ήταν διστακτική.

-Έλα πιο κοντά! της είπε με αυστηρό τόνο. Ε, συ «προφητού»! Κόπιασε!

Η Σοφία άνοιξε το πορτάκι της αυλής και δρασκέλισε προς τα μέσα. Είχε να διαβεί την αυλή τόσα χρόνια που δεν θυμάται πια… Μικρό κοριτσάκι ήτανε όταν της έπεσε το τόπι και της έβαλε τις φωνές γιατί της έσπασε τα λουλούδια. Έκτοτε όποτε την έβλεπε, την απέφευγε.

Η κυρά Βασιλική πέταξε την σκούπα στην άκρη. Έλα, της είπε καθώς της έγνεψε να την ακολουθήσει. Ήταν σοβαρή και αποφασισμένη. Για ποιό πράγμα; Άρχισε και φοβόταν. Μπας και μου δώσει καμιά στο κεφάλι με κανά μπαλτά έτσι που τα ‘χει χαμένα; έλεγε η Σοφία από μέσα της.

Το σπιτάκι της μικρό, περιποιημένο. Σεμεδάκια, τραπεζομάντηλα κοφτά, πορτοκαλοκαφέ φλυτζάνια τσαγιού στο σκρίνιο, φωτογραφίες σε σκούρα ξύλινα κάδρα παντού μέσα στο σπίτι. Και ο μπαλντάς;;; Που στο καλό τον έχει κρεμασμένο;;; Μα πού πήγε;; Τώρα το κατάλαβε πως είχε μείνει μόνη της στη σάλα. Αχ Παναγιά μου! Πάει να τον κατεβάσει! Την σκέψη της διέκοψε το βήξιμο της κυρά Βασιλικής. Είχε τον σκοπό του κι αυτός.

Ερχόταν αργά και σταθερά λες και κρατούσε εξαπτέρυγο Επιταφίου. Στα χέρια της κρατούσε ένα ασημένιο κουτάκι που από μακριά της έμοιασε σαν μικρό μπαουλάκι. Κοσμηματοθήκη, είπε από μέσα της, εκεί έχει το πιστόλι. Ναι, ναι, με πιστόλι τελικά θα την καθάριζε. Μπαμ και κάτω και ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Έπειτα θα την έριχνε στο πηγάδι με το σκουριασμένο μαγκάνι και ουδείς θα την αναζητούσε!

-Κάτσε βάιζα μου! ήχησε η φωνή της…

Βάιζα μου…., δηλαδή κόρη μου….., δηλαδή βάιζα από πού κι ως πού; Έλα Χριστέ και Κύριε! Μια ζωή προφητού με αποκαλούσε και τώρα κόρη;; Από που ξεφύτρωσε τούτο πάλι;;; Ααααα, αρχίζω ν’ αγριεύομαι!

-Κάτσε, δε δαγκώνω της είπε ξανά σχεδόν με παράπονο λες και διάβασε την σκέψη της.

Η Σοφία έκατσε στο κασελοντίβανο. Για την ακρίβεια, σωριάστηκε. Η Σοφία. Η «προφητού». Η «βάιζα»…

Ο ήλιος άρχισε να δύει. Οι γειτόνισσες παίρναν τα σκαμνάκια τους και μαζευόντουσαν να περάσουν την ώρα τους. Το εργόχειρο ήταν η πρόφαση. Η ουσία ήταν η ανάλυση του «γιατί δεν παντρεύτηκε ακόμα ο Σίμος», «είδες ποιά χώρισε;», «καναν αρραβώνα θα μας πείτε;» και άλλα σοβαρά

άλυτα θέματα. Η Βασιλική απείχε πάντα από αυτά. Ίσως γιατί δεν ήθελε να την ρωτήσουν για τον γιό της αφού δεν ήξερε καλά καλά αυτή γι’ αυτόν. Η Βασιλική πάντα μάλωνε μονάχη της. Με την σκούπα της. Με την κατσαρόλα της. Με την φωνή της. Με το εργόχειρό της. Κένταγε κι έπλεκε αφάνταστα υπέροχα. Το θέμα είναι πως κανείς μα κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πως ζωγράφιζε…!!! Σχεδίαζε σε χαρτί διάφορα θέματα. Λουλουδάκια, γλάστρες ολάνθιστες, βαρκούλες στο γιαλό… Αυτή, που ποτέ της δεν απομακρύνθηκε από το σπίτι της, δημιουργούσε εντός του. Αυτή, η ζαβή κι απόμακρη, έβγαζε όλο το κάλος της μέσα από δημιουργήματα που δεν μπορούσε να συλλάβει ανθρώπινος νους και πόσο μάλλον της περιοχής της.

-Πάρ’ το! είπε απότομα στη Σοφία. Χωρίς λόγια και κομπολόγια… Κόρη δεν απέκτησα. Νύφη δεν ξέρω αν έχω -εδώ δεν ξέρω αν έχω γιο-. Ό,τι έχει μέσα το κουτί είναι δικό σου με έναν όρο. Θα το ανοίξεις μετά τον θάνατό μου. Δεν έχει μα και ξε-μά , διέκοψε την Σοφία που πήγε κάτι να ψελλίσει. Είναι η ευχή και η κατάρα μου. Κι αν δεν το πάρεις θα στο φέρω στο κεφάλι. Είμαι και ‘γω ένα αρβανίτικο κεφάλι, χειρότερο απ΄το δικό σου, είπε, καθώς απλώνοντας τα χέρια της το άφησε στα γόνατα της Σοφίας.

-Φύγε τώρα και μην πεις κουβέντα πουθενά. Και όπως είπαμε. Μετά την Δύση!

Η Σοφία έκανε να της φιλήσει το χέρι μα κείνη το τράβηξε απότομα. Δεν ήταν μαθημένη σε τέτοια. Με τόσα χρόνια μοναξιάς, είχε αγριέψει ή τουλάχιστον έκρυβε καλά την ευαισθησία της. Όπως και να το πεις, ίσως να ‘ταν η άμυνά της η παραξενιά.

Η Βασιλική γυρνώντας στο σπίτι σωριάστηκε στην πολυθρόνα σαν άδειο σακί με το κεφάλι να γυρίζει γύρω από το σώμα της. Τώρα πια ούτε λόγος για περίπατο. Το μπαουλάκι… Άλλο και τούτο πάλι!

Έφτιαξε ένα γάλα και έπεσε στο κρεβάτι ζαλισμένη απ’ την ένταση της ημέρας. Ο τελευταίος λόγος της τριγύριζε στο μυαλό της. Μετά την Δύση…, μετά την Δύση…, μετά την Δύση… Ποιά Δύση;

Πήρε ένα βιβλίο να διαβάσει αλλά ο ύπνος ήρθε και κάθισε βαρύς στα βλέφαρά της.

Το ασθενοφόρο ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο ουρλιάζοντας. Οι γειτόνισσες με τα εργόχειρα κοιτούσαν αναστατωμένες. Άνοιξε το παράθυρό της χωρίς να καταλάβει πολλά.

«Κάηκε»

«Πώς καλέ;»

«Έβραζε το φαγητό και πιάσαν τα ρούχα της φωτιά»

«’Ελα Χριστέ και Παναγιά! Κρίμα… πολύ κρίμα… και ποιός να ειδοποιήσει τον γιό της; Σάματι ξέρουμε πού είναι;»

Η Βασιλική ξανάκλεισε το παράθυρο και έμεινε από πίσω του αποσβωλωμένη. Ήθελε να κλάψει, μα δεν είχε δύναμη. Ήθελε να φωνάξει, μα το ‘πνιξε μέσα της. «Μετά την Δύση…» Ώστε τα ‘χε όλα μελετημένα στην εντέλεια… «Μετά την Δύση…» Γιατί σε μένα Θέ μου….;

Το παράθυρο δεν το ξανάνοιξε έως ότου βεβαιώθηκε πως όλα είχαν τελειώσει. Έπειτα ήταν και το μπαουλάκι…

Το πήρε στα χέρια της και το περιεργαζότανε προσεκτικά. Ήταν καλογυαλισμένο και άστραφτε μες το ασήμι του. Με αργές κινήσεις άνοιξε το καπάκι. Από μέσα ξεπρόβαλε ένα δαχτυλίδι, ένα ρολόι κι ένας σταυρός με κόκκινη πέτρα στη μέση. Δηλαδή, όλα είχαν κόκκινες πέτρες πάνω. Και το δαχτυλίδι και το ρολόι. Όλα, τα πάντα. Μα πώς ήξερε ότι το κόκκινο ήταν το αγαπημένο της χρώμα;

Ένα ρίγος συγκίνησης διαπέρασε το κορμί της. Τα μάτια της βουρκώσαν τόσο που μόλις και μετά βίας διέκρινε κάτω απ’ τα κοσμήματα έναν φάκελο. Στην Σοφία μου, έγραφε απ’ έξω… «Μου»… Εκεί δεν άντεξε. Ξέσπασε σε αναφιλητά και διπλώθηκε στα δυο. «Μου»… «Στη Σοφία Μου» έγραφε… «ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ ΜΟΥ»…

Μέσα είχε μια συμβολαιογραφική πράξη που ούτε λίγο ούτε πολύ της άφηνε όλη την περιουσία της. Δεν είχε και πολλά αλλά γι’ αυτήν ήταν τα πάντα, το βιός της, τα πατρογονικά της προικώα.

Αυτή, η ζαβή που σκούπιζε με την σκοροφαγωμένη σκούπα την αυλή συνέχεια και συνέχεια, την παρατηρούσε χρόνια. Σκούπιζε για να την βλέπει. Πότιζε για να την καμαρώνει. Άπλωνε για να την αισθάνεται. Το εργόχειρο ήταν το πρόσχημα…

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top