Fractal

Διήγημα: “Το τέρας”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

f9

 

Εκείνη τη βραδιά, το σπίτι την έπνιγε. Βγήκε στη βεράντα να πάρει μιαν ανάσα. Ψιλόβρεχε κι είχε μια υγρασία που την διαπερνούσε αλλά την είχε τόσο ανάγκη να την αισθανθεί. Έκατσε στον καναπέ ανάβοντας τσιγάρο. Τώρα που κοιμούνται όλοι, μπορεί να κάτσει να τα “πει” με τον εαυτό της.

Οι ροδιές των αυτοκινήτων που περνούσαν ακουγόντουσαν κάθε λίγο και λιγάκι καθώς γλιστρούσαν στη βρεγμένη άσφαλτο. Οι λεύκες του δρόμου της έκρυβαν την ορατότητα αλλά ούτε που την ένοιαζε. Τελευταία δεν ένοιωθε και πολύ καλά. Οι ψυχικές της αντοχές στερεύανε. Όλο και περισσότερο έπιανε τον εαυτό της βουρκωμένο, όλο και περισσότερο σφιγγόταν το στομάχι της.

Ήθελε και δεν ήθελε. Γέλαγε και δεν γέλαγε. Ένα βήμα μπρος, τρία πίσω.

Το ‘βλεπε, το οσμιζότανε δηλαδή πως ερχότανε, ίσως όχι τόσο φανερά αλλά αργά και σταθερά.

Το τέρας! Εκείνο το τέρας που τρώει τα σπλάχνα της, αδυσώπητα, χωρίς να ντρέπεται. Ποτέ της δεν το κάλεσε. Ποτέ της δεν το τάισε. Πώς προέκυψε;

Μόνο του έπαιρνε πρωτοβουλία και την τύλιγε με τα πλοκάμια του σαν τεράστιο χταπόδι. Ύστερα, την καταβρόχθιζε σιγά-σιγά και μετά από καιρό, την έφτυνε στα κακά της τα χάλια.

Το ίδιο τέρας είχε γαντζωθεί και εκείνο το βράδυ στα κάγκελα. Για την ακρίβεια, τα ‘χε φάει! Τόσα κιλά σιδερικό, τα ‘χε εξαφανίσει. Στη θέση τους βρισκόταν αυτό, μα μες το σκοτάδι, ούτε που το πήρε είδηση.

Καθώς πλησίασε να δει αν βρέχει ακόμα, ακούμπησε τα χέρια της στα κάγκελα-τέρας και το ξύπνησε. Αυτό θύμωσε, συνοφρυώθηκε! Την άρπαξε απ’ τη μέση και την έφερε μπροστά στα μάτια του που γυάλιζαν μες το σκοτάδι.

Ανοίγοντας το πελώριο στόμα του, την έκανε μια χαψιά! Ούτε κιχ δεν έβγαλε! Κανείς δεν την πήρε χαμπάρι! Ούτε πως έφυγε το τέρας και επέστρεψαν τα κάγκελα. Όλα ήταν στη θέση τους. Αυτά, ο καναπές, οι λεύκες, ο βρεγμένος δρόμος, τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Όλα. Πλην αυτής.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top