Fractal

Διήγημα: «Παναγία η Φανερωμένη» εν έτη 1925

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

f13

 

Εκείνο το πρωί ξύπνησε ιδρωμένος. Ήταν δεν ήταν τρισήμιση αξημέρωτα και ο Μιχαλιός ακόμα ήταν τρομαγμένος. Παναγία μου, μονολογούσε, τι ήταν αυτό που είδα;

Βγήκε στην μικρή αυλίτσα του σπιτιού του βαστώντας το καφεδάκι στο τρεμάμενο χέρι του. Η μάνα πιο πέρα με το μαντήλι ριγμένο στους ώμους, πότιζε τους βασιλικούς της. Τα γκρίζα της μαλλιά κατέληγαν σε δυο ψιλές πλεγμένες πλεξούδες, πιασμένες γύρω γύρω απ’ το κεφάλι, δεμένες στο τελείωμα με μαύρο κορδονάκι, λαμπυρίζανε στο πρώτο φως της αυγής. Το μαύρο μεσοφόρι, το μαύρο πουκάμισο, το μαύρο μαντήλι, όλα δηλώναν την χηρεία της. Μόνο η γκρίζα ποδιά με το μαύρο καρό, έσπαγε την μονοτονία των σκούρων ρούχων. Και τα μάτια της. Δυο καταγάλανα μάτια με δυο μαύρα στίγματα στο δεξί, σαν ελίτσες. Δεν είναι τίποτα, είπε η μαμή που ξεγέννησε την μάνα της, γούρι, γούρι είναι, καλότυχο και γερό θα’ ναι μια ζωή!

Η πρώτη ευχή δεν έπιασε. Χήρεψε νωρίς με δυο μικρά παιδιά στην ποδιά της. Ξενόπλενε για να τα αναστήσει. Αφουγκραζότανε τις νύχτες την ανάσα τους για να κοιμηθεί κι αυτή ήσυχη ότι είναι ζωντανά. Με χίλιους κόπους τα άνδρωσε. Το ‘να παντρεύτηκε σε άλλο τόπο και στέριωσε εκεί. Τ’ άλλο, το πιο «μαζεμένο», ήταν ακόμα στην ποδιά της κι ας τριαντάριζε.

Άναψε τσιγάρο και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά καπνού. Έπειτα ήπιε μια παχιά γουλιά καφέ και άρχισε να παίζει αργά αργά το κομπολόι του.

Μάνα, είπε σιγανά ξύνοντας αμήχανα το κεφάλι του, κάτσε λίγο να σε δω. Κείνη παραξενεύτηκε. Δεν την είχε συνηθίσει να της απευθύνεται με τόση σοβαρότητα κι ανησύχησε. Έκλεισε την βρύση, πέταξε το λάστιχο παραπέρα και πήγε και κάθισε σιμά του. Τα ροζιασμένα χέρια της σκούπισαν τον ιδρώτα από το μέτωπό της.

-Τι είναι Μιχαλιό μου; τον ρώτησε απορημένη, πρώτη φορά σε βλέπω τόσο σοβαρό και με ανησυχείς!

-Μάνα…,χτες βράδυ είδα ένα όνειρο…

-Τι όνειρο παιδί μου; Κακό για καλό;

-Δεν ξέρω… Εκεί που κοιμόμουν ήρθε μια ωραία γυναίκα ντυμένη στα λευκά… Σήκω!, μου ‘πε, κι έλα να με βρεις!

-Βρε συ! Μήπως έχεις καμιά κοπέλα στο μυαλό σου και την βλέπεις και στον ύπνο σου; Άμα είναι να πάμε σαν νοικοκυραίοι να την γυρέψουμε!

-Όχι μάνα…, δεν είν’ αυτό… Εκείνη είχε μια αρχοντιά…, ήταν…, πώς να στο πω…, δεν πατούσε στην γη μάνα!

-Χριστός και Παναγιά, αναφώνησε τρομαγμένη και άρχισε να σταυροκοπιέται. Τι είν’ αυτά που λες γιόκα μου;

 

Ο Μιχαλιός ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το τελείωμα της μικρής βεράντας-αυλής… Κάτω φαινόταν ο κάμπος με τις ράγες του τραίνου και στο βάθος η θάλασσα με τα καραβάκια της… Έκοψε ένα ματσάκι βασιλικό κατά το συνήθειό του και το ‘βαλε στο αυτί του αφού πρώτα το μύρισε.

Ίσως να’ ναι κι έτσι, σκέφτηκε, όπως τα λέει η μάνα… Μπορεί να μου φάνταξε κανά κορίτσι και το είδα στον ύπνο μου… Έβαλε τα τσιγάρα στην τσέπη του πουκάμισου, έσιαξε την τραγιάσκα του και πήρε το πιο επίσημο ύφος του.

-Μάνα, είπε, πάω στο χωράφι και μ’ ένα σάλτο δρασκέλισε προς το τρακτέρ.

-Να πας στην ευχή του Θεού γιόκα μου, είπε η μάνα του καθώς τον σταύρωσε τρεις φορές.

 

Το μεσημέρι έκαιγε ένας άσπλαχνος καλοκαιρινός ήλιος. Τα τσιμέντα είχαν πάρει φωτιά και ο Μιχαλιός αφού έφαγε, έκανε ένα μπάνιο κι έγειρε λίγο στο ντιβάνι να ξαποστάσει.

«Γιατί δεν ήρθες;»

«Πού να ‘ρθω; Ποιά είσαι εσύ;»

«Σήκω επάνω. Τράβα βρες τον μπάρμπα Μαθιό και πες του να με βρει!»

«Ποιόν μπάρμπα Μαθιό;; Τον γείτονα πού ‘χει το κτήμα δίπλα;»

«Ναι, αυτόν!»

«Μα.., είμαστε μαλωμένοι, δεν μιλιόμαστε από τότε που μας κλέψαν τα σύνορα του χωραφιού μας. Μ’ αυτόν τον καημό άσπρισαν τα μαλλιά της μάνας μου, αλλά τότε ήμουνα αμούστακο παιδί, πώς να προστατέψω την περιουσία μας;»

«Σήκω σου λέω τώρα, είπε επιτακτικά. Σήκω γιατί αν δεν σηκωθείς εσύ, θα σε σηκώσω εγώ με το ζόρι!» και λέγοντάς του αυτό, του δίνει μια σπρωξιά πετώντας τον απ’ το ντιβάνι χάμω.

Η μάνα του ακούγοντας τον γδούπο, έτρεξε αλαφιασμένη βρίσκοντας έναν Μιχαλιό κατατρομαγμένο και λαχανιασμένο, σχεδόν κλαμένο. Τρόμαξε η δόλια και έσκυψε να τον σηκώσει.

-Τι έγινε γιόκα μου; Πώς έπεσες απ’ το ντιβάνι;;;

Ο Μιχαλιός δεν μιλούσε παρά μόνο την κοιτούσε βουβός με ματιά τρελού.

-Τι έπαθες παιδί μου; τον ξαναρωτά ταρακουνώντας τον απ’ τους ώμους.

-Ήρθε πάλι, είπε αυτός ψελλίζοντας.

Εκείνη κατάλαβε και σηκώθηκε κλείνοντας με τις δυο παλάμες το στόμα της.

-Μη λες τέτοια πράγματα παιδί μου και με τρομάζεις! Θα αρχίσουν να σε κοροϊδεύουν στον καφενέ οι χωριανοί και μετά με τι μούτρα θα βγεις στην αγορά;

Ο Μιχαλιός, αφού σηκώθηκε με δυσκολία, πήγε κι έκατσε στην κουζίνα. Τα χέρια του τρέμανε, ούτε τσιγάρο δεν μπορούσε να ανάψει. Στήριξε το κεφάλι με τα δυο του χέρια κι άρχισε να κλαίει.

Αυτό είναι, σκέφτηκε, μάλλον τρελαίνομαι…

Η μάνα έτρεξε να του φέρει ένα ποτήρι νερό κι έκατσε απέναντί του απορημένη και φοβισμένη.

-Μου ‘πε να πάω να βρω τον μπάρμπα Μαθιό και να του πω να πάει να την βρει!

-Πού να την βρει παιδί μου;

-Δεν ξέρω…, δεν κατάλαβα…. Της είπα ότι δεν μιλιόμαστε αλλά δεν ήθελε να ακούσει τίποτα!

Την μάνα του την ζώσανε τα φίδια. Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και σταυροκοπήθηκε κατά το συνήθειό της. Κάτι σε αυτήν την ιστορία την έκανε να καταλάβει πως το παιδί της έβλεπε κάποιο σημαδιακό όνειρο.

-Μη φοβάσαι παιδί μου και μην το πεις πουθενά. Άμα την ξαναδείς, ρώτα από πού βρίσκεται, τι εννοεί. Είναι φυλακισμένη; Είναι πουθενά σκοτωμένη και άθαφτη; Μήπως είναι κάποια ψυχή που δεν βρήκε αναπαμό;

Ο Μιχαλιός ακούγοντάς την κάπως ηρέμησε. Ναι, αυτό θα κάνω, σκέφτηκε. Μπορεί και να’ ναι της φαντασίας μου αλλά αν δεν είναι, θα την ρωτήσω για να δω πώς μπορώ να βοηθήσω.

Το βράδυ πέφτοντας για ύπνο, άκουσε χτύπους στο ξύλινο πορτάκι. Ποιός να ‘ναι τέτοιαν ώρα, αναρωτήθηκε και φοβούμενος κανέναν μεθυσμένο, δεν άνοιξε. Οι χτύποι όμως μεγάλωναν κι αυτός μη μπορώντας άλλο να κοιμηθεί, καθόταν καθισμένος στο ντιβάνι του.

-Άνοιξε! είπε επιτακτικά μια γυναικεία φωνή.

-Ποιά είσαι;

-Εγώ!

-Δεν σε ξέρω! Φύγε, της είπε και προτού τελειώσει την κουβέντα του βλέπει την πόρτα ν’ ανοίγει διάπλατα. Ένα υπερκόσμιο φως έλουσε το δωμάτιό του και αυτός φοβισμένος έπεσε στα γόνατα.

-Τώρα κατάλαβες Ποιά Είμαι, του είπε αυστηρά. Πήγαινε στην μάνα σου και πες της να πάνε να ψάξουνε στο χωράφι του Μαθιού ανάμεσα στο μαγκάνι και την μεγάλη πέτρα, κοντά στα σύνορά σας. Εκεί είμαι θαμμένη κι άλλο δεν μπορώ να περιμένω. Όταν με βρουν να χτίσουν σε αυτό το σημείο μια εκκλησία προς τιμήν μου και λέγοντας αυτά τον αρπάζει απ’ το μπράτσο και τον σήκωσε πάνω. Έπειτα, όπως ήρθε από την πόρτα, έτσι κι έφυγε…

Η μάνα του είδε το φωτισμένο καμαράκι και παραξενεύτηκε… Τόσο φως η λάμπα δεν βγάζει, σκέφτηκε, έχε γούστο να λάλησε το παιδί μου και να άναψε το τζάκι κατακαλόκαιρο!

Μπαίνοντας στο δωμάτιό του είδε έναν Νικόλα σε αλλόφρονα κατάσταση και κατάλαβε.

-Ήρθε πάλι παιδί μου;

-Ήρθε μάνα… Θέλει να την ξεθάψουμε και να χτιστεί στο σημείο αυτό εκκλησιά!

-Τι θα κάνουμε παιδί μου; τον ρώτησε ανήσυχη.

-Δεν βαστώ άλλο μάνα. Να πας να βρεις τον Μαθιό αλλιώς θα τρελαθώ! Πέφτω να κοιμηθώ και αγριεύομαι!

-Θα πάω παιδί μου το πρωί το δίχως άλλο.

Μόλις ξημέρωσε ο Θεός την μέρα κίνησε για το κονάκι του Μαθιού . Ο Μαθιός μόλις την είδε ταράχτηκε. Η Άννα του

Αργύρη ήταν όμορφη κοπέλα στα νιάτα της και περιζήτητη νύφη. Το ότι παντρεύτηκε τον Μήτσο, τον δεύτερο ξάδερφό του, δεν της το συγχώρησε ποτέ. Έπειτα ήρθε και η διχόνοια για τα σύνορα των χωραφιών τους και είχαν να ειδωθούν πολλά χρόνια. Ο ένας απέφευγε τον άλλο, όπως ο διάολος το λιβάνι.

-Τι γυρεύεις Μήτσαινα στην πόρτα μου; την ρώτησε αγριεμένος. Πάλι για το χωράφι μου ήρθες;

Η Άννα δεν του απάντησε. Σήκωσε λίγο το χέρι της δείχνοντας το σπίτι. Μπορώ να μπω; του είπε και ο Μαθιός αμήχανος της έδειξε το εσωτερικό του σπιτιού. Η συμπεριφορά της δεν του άφηνε περιθώριο να σκεφτεί να την διώξει.

-Κάτσε, του πε ορθά κοφτά. Ούτε για το κτήμα ήρθα ούτε για τα σύνορα. Θέλω όμως κάτι να σου πω. Έχω εντολή δηλαδή να σου μεταφέρω κάτι.

-Σαν τι έχεις να μου πεις εσύ; την ρώτησε περιφρονητικά ο Μαθιός.

Η Μήτσαινα έσιαξε το μαντήλι της, τράβηξε τις άκρες του προς τα κάτω, τις έστριψε ελαφρώς και τις έχωσε ανάμεσα στα δυο πρώτα κουμπιά του φορέματός της. Άκου Μαθιέ, του ‘πε, να πας να ψάξεις ανάμεσα στο μαγκάνι και στην μεγάλη πέτρα. Εκεί κάποια είναι θαμμένη. Έρχεται στον ύπνο του Μιχαλιού και δεν τον αφήνει σε ησυχία! Κάνε κάτι να ηρεμήσει το παιδί μου Μαθιέ!

Ο Μαθιός ακούγοντάς την πετάχτηκε απάνω. Άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες βγάζοντάς την κακήν κακώς έξω από το σπίτι του.

Η Άννα πήρε τον δρόμο του γυρισμού πικραμένη. Η προσπάθεια της δεν είχε αίσιο τέλος. Στο σπίτι την περίμενε ο γιος της.

-Τι έγινε μάνα; Του τα πες;

-Του τα πα γιόκα μου.

– Και τι σου είπε.

-Πως θα το κάμει…

-Μπράβο μάνα, μπράβο! Να βρω κι εγώ την γιατρειά μου!

 

Ο Μιχαλιός έφυγε για το καφενείο και η μάνα του έπεσε σε σκέψεις. Είχε τόσα χρόνια να δει τον Μαθιό, από τότε που ‘ρθε να την γυρέψει απ’ τον πατέρα της αλλά αυτός δεν του την έδωσε.

«Σε κουμουνιστή εγώ δεν δίνω την θυγατέρα μου!» άστραψε και βρόντηξε και την έδωσε στον Μήτσο, τον δεύτερο ξάδερφό του.

Η όψη του όμως δεν έφευγε από το μυαλό της…

Την βραδιά φώτιζε ένα ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ο Μιχαλιός κατάκοπος, έβγαλε τα παπούτσια του κι έπεσε να κοιμηθεί με τα ρούχα.

-Γιατί δεν ακούς αυτά που σου είπα;

-Πάλι εσύ; πετάχτηκε τρομαγμένος από το κρεβάτι του. Έστειλα την μάνα μου και θα ψάξουν στο σημείο που όρισες!

Αυτό της είπε και πριν καλά καλά τελειώσει την κουβέντα του, τον αρπάζει από το πουκάμισο και άρχισε να τον ταρακουνάει.

-Σήκω τώρα γιατί δεν θα σε αφήσω σε ησυχία. Τράβα βρες με και χτίσε μου σε αυτό το σημείο το σπίτι μου. Είμαι η Παναγία και την εκκλησία θα την ονομάσεις «Παναγία η Φανερωμένη».

Αυτά είπε και φεύγοντας, του έσκισε στα δύο το πουκάμισο.

-Αυτό, για να σε πιστέψουν κι αυτό για να πράξουν για γρήγορα, είπε καθώς του μελάνιασε το μπράτσο από το σφίξιμο των δαχτύλων της.

Ο Μιχαλιός μη μπορώντας άλλο έφτασε μέχρι την πόρτα του Μαθιού. Μόλις τον είδε αυτός ξαφνιάστηκε! Τέτοια ώρα,

περασμένες δυο το πρωί, τι γυρεύει αυτός στο κατώφλι μου, σκέφτηκε.

-Μπάρμπα Μαθιέ. Ήρθε η Παναγία στον ύπνο μου και μου πε να ψάξω στο χωράφι σου όπου είναι θαμμένη. Όταν την βρω, με διέταξε να χτίσω προς τιμήν της εκκλησία που θα την ονομάσω «Παναγία η Φανερ….» και πριν τελειώσει τον λόγο του βρέθηκε φαρδύς πλατύς στα πλακάκια της αυλής με τον Μαθιό να ουρλιάζει να ξεκουμπιστεί . Ό,τι ήταν να κάνει, το ‘κανε…

Το πρωί το μαντάτο δεν άργησε να ακουστεί στο χωριό. Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα κι ο Μαθιός θρηνούσε την μονάκριβη του που εντελώς ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα. Την βρήκε στο κρεβάτι της με μια εικόνα της Παναγίας στα σταυρωμένα χέρια της, μα ούτε αυτό μαλάκωσε την ψυχή του.

Αφού την έθαψε, γυρίζοντας σπίτι, αρρώστησε κι αυτός βαριά. Εκεί πια άρχισε να θορυβείται…

Μόνος του κίνησε να βρει εργάτες να ψάξουν το κτήμα του. Την τρίτη ημέρα ανασκαφής, το σκεπάρνι έπεσε πάνω σε κάτι ξύλινο. Βγάζοντας το χώμα με το φτυάρι κι έπειτα με τα χέρια, έπεσαν στην Χάρη Της. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, το μαντάτο έφτασε γρήγορα στο χωριά από στόμα σε στόμα. Του Μαθιού άρχισαν να του μπαίνουν πάλι κακές ιδέες στο μυαλό. Το κτήμα το είχε για την μονάκριβη του, προικώο της, μα τώρα δεν υπήρχε λόγος ύπαρξής του. Όμως δεν το ‘δινε να χτιστεί η εκκλησία κατά όπως ζήτησε η Παναγιά.

 

Άρχισε να χτίζει γύρω γύρω ψηλό φράχτη αφήνοντας έως και τα βλέμματα απ’ έξω. Την εικόνα δεν ήθελες; φώναζε στον Μιχαλιό, τράβα φύγε τώρα. Την εκκλησία να την κτίσεις στο δικό σου κτήμα. Τσακίσου από τα μάτια μου!

Ο Μιχαλιός παίρνοντας την εικόνα, την τοποθέτησε στο δώμα που του εμφανίσθηκε η Παναγία. Έπειτα πήγε να βρει τον εργολάβο του χωριού να ρίξει τα θεμέλια για την εκκλησία αν και λεφτά δεν υπήρχαν. Όλοι οι χωριανοί ήταν άνθρωποι του κάματου, φτωχοί βιοπαλαιστές αλλά με πίστη μεγάλη.

Σαν πήγε η μάνα του να λιβανίσει την Χάρη Της, η εικόνα έλειπε. Όλο το σπίτι ψάξανε, πουθενά ώσπου καταλήξανε πως κάποιος την έκλεψε. Μεγάλη στεναχώρια ήρθε ξανά στο σπιτικό τους.

Το βράδυ από το χωράφι του Μαθιού ερχόταν ένα λαμπερό φως που έφτανε ως τον ουρανό.

Ο Μιχαλιός κατάλαβε μα δε μίλησε, η μάνα του όμως ντύθηκε μάνι μάνι και έφτασε στην πόρτα του Μαθιού.

-Τι θες πάλι Μήτσαινα; την ρώτησε αγριεμένος. Στο κτήμα μου σας άφησα και σκάψατε και βρήκατε την εικόνα που ‘χατε θάψει. Όλοι σας πίστεψαν, εγώ όμως όχι!

-Λίγα τα λόγια σου Μαθιέ γιατί θα σου κοπεί η γλώσσα! Την εικόνα την βρήκαμε γιατί ήθελε να βρεθεί η Χάρη Της μα εγώ για άλλο λόγο ήρθα. Όταν την βρήκαμε και την παραλάβαμε την κλείδωσα στο δώμα του Μιχαλιού, εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια. Το πρωί που ξεκλείδωσα και πήγα να λιβανίσω την Χάρη της, η εικόνα έλειπε!!

-Και τι θες τώρα; Ώρα είναι να μου πεις ότι την έκλεψα!

-Από το χωράφι σου το βράδυ έβγαινε φως. Το κτήμα σου το χεις πια περιφράξει και άνθρωπος δεν μπορεί να μπει εκτός από σένα! Τραβά μπρος ξεκλείδωσε και μπες. Θα σε προφτάσω κι εγώ. Να πας κοντά στο μαγκάνι. Από κει φαινόταν η λάμψη. Θεέ και Κύριε, δοξασμένο το όνομά σου είπε καθώς έκανε το σταυρό της τρεις φορές.

Στο κτήμα του Μαθιού άργησε να πάει, επίτηδες, κι όταν πήγε τον βρήκε καθισμένο στην μεγάλη πέτρα με το κεφάλι κατεβασμένο, τότε τα κατάλαβε όλα. Όχι δηλαδή πως δεν ήταν σίγουρη, αλλά τώρα πια αποκατέστησε και την φήμη που άρχισε να απλώνεται ότι ο γιος της σάλεψε.

Δίπλα στο μαγκάνι, χάμω στην γη, ήταν η Χάρη της. Πήγε η Άννα να την πάρει στα χέρια της αλλά το βάρος της ήταν μολυβένιο.

-Μαθιέ, έλα βοήθα, δε λέει να σηκωθεί. Τριακόσιες οκάδες έγινε και δεν μπορώ να την ξεκολλήσω από χάμω!

-Άσ ‘ την Μήτσαινα, είπε αυτός συγκλονισμένος και τράβα βρες τον πάπα Φώτη να ‘ρθει να την ψάλλει μια παράκληση. Άμα θέλει να φύγει, θα φύγει, άμα θέλει να κάτσει θα γίνει το θέλημά της.

Έτσι κι έγινε. Τρία μερόνυχτα την παρακαλούσαν αλλά εκείνη τίποτα. Ασήκωτη. Μολύβι. Την τέταρτη όμως έδωσε ο Θεός και έγινε πούπουλο. Με λιτανεία την πήγαν στο σπίτι της Μήτσαινας και την τοποθέτησαν στο μικρό καμαράκι μέχρις να βρεθούν τα χρήματα για την ανέγερση του ναού της.

Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, το ξωκλήσι στέκει αγέρωχο προσμένοντας τον κάθε περαστικό που θέλει να ανάψει το κεράκι του.

Απ’ έξω η επιγραφή στην πόρτα δηλώνει την Παρουσία Της. «Παναγία η Φανερωμένη» εν έτη 1925.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top