Fractal

Διήγημα: «Από τη Σόφη με αγάπη»

της Μαίρης Μαργαρίτη // *

 

bigsofi

 

-Νεαρέ μου, έχεις καταλάβει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα εδώ; μου είπε ο κοντός μπάτσος και το μικρό χιτλερικό του μουστάκι τόνιζε την απειλητική κίνηση των χειλιών του. Ο άλλος, ο ψηλότερος- αλλά δε θα τον έλεγες και πρώτο μπόι- καθόταν όρθιος πίσω μου και παρακολουθούσε τον πρώτο, έτοιμος να με αρπάξει απ’ τους ώμους, αν τον διέταζε ο κοντός. Μου ήταν άκρως αντιπαθητικοί και οι δυο αλλά περισσότερο ο κοντός που φαινόταν να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.

-Σας είπα χίλιες φορές, απάντησα αγανακτισμένος, δεν την ξέρω ούτε την έχω ξαναδεί!

-Και τότε πώς έγινε; Θες να πιστέψουμε τα παραμύθια σου;

-Κάντε ό,τι νομίζετε! πέταξα με θράσος. Αυτό πρέπει να τσάτισε πολύ τον κοντό γιατί τον είδα που άρπαξε αμέσως ένα χαρτί απ’ το γραφείο, το έσφιξε μες τη γροθιά του με μανία και μόλις αυτό έγινε μια στρογγυλή μάζα το έριξε δίπλα στον καλαθάκι με δύναμη λες και η δύναμη εξασφάλιζε την ευστοχία. Ο άλλος πίσω μου έτριζε τα δάχτυλά του και προετοιμαζόταν για δράση.

-Από στιγμή σε στιγμή θα έρθει ο Οικονόμου και θα φέρει το δέμα που ταχυδρόμησες και τότε θα δεις τι νομίζουμε! ξαναπροσπάθησε να με φοβερίσει ο κοντός. Εγώ δε μίλησα. Όχι επειδή φοβήθηκα. Δεν είχα κανένα λόγο να φοβηθώ. Απλά κατάλαβα ότι η ιστορία μου δεν ήταν αρκετά πειστική παρότι τα πράγματα συνέβησαν, όπως τους τα είχα πει. Μόλις όμως θα έφερνε αυτός ο Οικονόμου το δέμα που είχα ταχυδρομήσει, όλα θα ξεκαθάριζαν. Στο ενδιάμεσο διάστημα ίσως θα ήταν καλύτερο να ξαναπώ τα γεγονότα με περισσότερες λεπτομέρειες αυτή τη φορά. Άρχισα χωρίς να χρειαστεί να με παρακινήσουν.

– Ακούστε! Ονομάζομαι Σωτήρης Βάκιλλος. Εργαζόμουν μέχρι σήμερα το πρωί ως κηπουρός του κυρίου Τζον Νάιλς, του Αμερικανού επιχειρηματία, που μένει στο Πανόραμα, Ιακώβου 15. Και λέω μέχρι σήμερα το πρωί διότι αναχωρεί εσπευσμένα για την Αμερική και θα γυρίσει σε έξι μήνες. Θεώρησε, λοιπόν, ωφέλιμο και οικονομικότερο να με απολύσει με ασαφείς υποσχέσεις για μελλοντική πρόσληψή μου. Δεν πειράζει όμως. Ο Σώτος δεν κρατάει κακία σε κανέναν. Όσο μ’ είχε στη δουλειά καλά ήταν. Πήρα τα μούτρα μου, λοιπόν, και το αστικό και κατέβηκα παραλία να πιω τον καφέ της παρηγοριάς, μόνος και έρημος. Είχε μια συννεφιά και μια μουντάδα που με ψυχοπλάκωνε ακόμη πιο πολύ. Άσχετο αυτό. Κάθισα σε μια καφετέρια παραλιακή κοντά στον Λευκό Πύργο. «Ρομάνς» νομίζω λεγόταν. Όχι, έτσι λεγόταν, είμαι σίγουρος. Ξάφνου και ενώ ετοιμαζόμουν να πληρώσω και να φύγω, ορμάει στο μαγαζί μια ψηλή ξανθιά. Ωραία γυναίκα, την έπιασε αμέσως το μάτι μου.

Κοντοστέκεται λιγάκι στην πόρτα, κάνει ένα γύρο με το βλέμμα τα τραπέζια, τρία άτομα ήμασταν, εγώ καθόμουν μόνος μου, οι άλλοι δυο μαζί και ο σερβιτόρος ο τέταρτος. Εννιά το πρωί ήταν άλλωστε. Πόσους να έχει; Γυρνάει η ξανθιά, βλέπει τους δυο που είχανε πιάσει ψιλή κουβέντα, βλέπει και μένα που την κοιτούσα και αμέσως έρχεται προς το δικό μου τραπέζι. Κρατούσε κάτω απ’ τη μασχάλη της ένα δέμα ορθογώνιο σαν να είχε βιβλία μέσα, τέτοιο το μέγεθος και το βάρος του. Το ακουμπάει πάνω στο τραπέζι, το σπρώχνει προς τη μεριά μου ανάμεσα στις παλάμες μου. Δε σηκώνει καν το βλέμμα να με κοιτάξει, γυρίζει απότομα και βγαίνει έξω απ’ το μαγαζί τρέχοντας. Έτσι, απλά. Εγώ τρόμαξα και τινάχτηκα προς τα πίσω στο κάθισμα. Γύρισα και αναζήτησα τον σερβιτόρο αλλά έλειπε απ’ το πόστο του, κάπου θα είχε πάει σκέφτηκα. Ύστερα άρχισα να παρατηρώ το δέμα. Πρόσεξα που έγραφε πάνω με μπλε μαρκαδόρο «Από τη Σόφη με αγάπη».

Μόλις είδα τον σερβιτόρο που επέστρεψε στο μπαρ, σήκωσα το δέμα και πήγα και του το ‘δειξα. Του είπα και τι έγινε. Με ρώτησε αν ήξερα την κοπέλα. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Ρωτήστε και τον σερβιτόρο, κύριε αστυνόμε, αν είναι αλήθεια αυτά που λέω. «Ρομάνς» λέγεται το μαγαζί, παραλία, κοντά στον Λευκό Πύργο. Ρωτήστε τον αν λέω ψέματα. Στην αρχή ετοιμάστηκα να παρατήσω εκεί το δέμα. Έπειτα όμως μου πέρασε απ’το μυαλό μια ηλίθια, όπως φάνηκε στο τέλος, ιδέα. Σκέφτηκα να πάρω το δέμα και να τρέξω στο δρόμο να την βρω να της το δώσω. Όλα επειδή ήταν μια όμορφη ψηλή ξανθιά γυναίκα. Αλλιώς έπρεπε ν’αφήσω το δέμα στον σερβιτόρο και δικό του πρόβλημα από κει και πέρα. Αλλά εγώ δεν το άφησα… Και έτσι είμαι εγώ τώρα εδώ αντί γι’ αυτόν και εξηγώ και ξαναεξηγώ τα ίδια και τα ίδια. Όλα επειδή ήταν μια όμορφη ξανθιά…

Βγήκα στον δρόμο κρατώντας το δέμα. Μου φάνηκε πως ψιχάλιζε. Κοίταξα ένα γύρο, πουθενά η ξανθιά. Ένας κουλουρτζής πουλούσε κουλούρια στη γωνία. Δυο τρεις περαστικοί, κάμποσα αυτοκίνητα στο δρόμο και στο απέναντι πεζοδρόμιο απ’ τη θάλασσα μεριά ένας που έμοιαζε με τουρίστα, με καφέ καρό παντελόνι και αδιάβροχο πανωφόρι φωτογράφιζε τον Λευκό Πύργο. Ούτε εκείνη τη στιγμή κατάλαβα το λάθος μου, ήμουν αισιόδοξος ότι θα βρω την κοπέλα και θα της επιστρέψω το δέμα που με τόση προθυμία μου εμπιστεύτηκε. Είχα την αφέλεια να ελπίζω ότι η γνωριμία μας θα είχε και συνέχεια. Έβαλα το δέμα στο σακίδιο που κρατούσα και προχώρησα στον παραλιακό δρόμο προς πλατεία Αριστοτέλους.

Σε πέντε λεπτά διαπίστωσα πρώτον ότι ο κουλουρτζής έσερνε το καρότσι στα τρία μέτρα από πίσω μου αφήνοντας το πόστο του, και δεύτερον ότι ο τουρίστας με το καρό παντελόνι δε φωτογράφιζε πλέον τον Λευκό Πύργο αλλά περπατούσε κατά μήκος της παραλίας παράλληλα με μένα. Τον τσάκωσα κιόλας που με φωτογράφισε. Τότε κατάλαβα ότι την είχα πατήσει στ’ αλήθεια. Υποπτεύτηκα αμέσως το δέμα που είχε αφήσει η κοπέλα. Έτσι, μου ‘ρχόταν να τους το δώσω και να τους εξηγήσω τα πάντα. Εγώ δεν είχα καμιά σχέση με το θέμα και δεν ξέρω ποια είναι αυτή και δεν ξέρω τι έχει το δέμα μέσα και κυρίως δε με νοιάζει. Ήταν δικό τους θέμα, δικό σας πρόβλημα είναι. Αρκετά δύσκολη μέρα είχα. Αλλά αυτοί ούτε καν με πλησίασαν ούτε καν με ρώτησαν. Αλλά η κατάσταση συνεχίστηκε κάπως έτσι: να με ακολουθούν στα τρία πέντε μέτρα και να μ’ έχουν για ηλίθιο, ότι δηλαδή δεν κατάλαβα πως με παρακολουθούν. Αν θέλετε, μπορώ να σας δώσω και λεπτομέρειες, πως ήταν κ.τ.λ. Τους παρατήρησα πολύ καλά σε περίπτωση που χρειαστεί να…

-Δε χρειάζεται, με διέκοψε ο κοντός και ακούμπησε την πλάτη του στην καρέγλα για ν’ ακούσει με περισσότερη άνεση τη συνέχεια της ιστορίας μου. Εξακολούθησα εγώ:

-Από εκνευρισμό, από ταραχή -δεν ξέρω- τρύπωσα μέσα σ’ ένα βιβλιοπωλείο που βρέθηκε στο δρόμο μου. Ήθελα να δω αν θα μ’ ακολουθήσουν μέσα στο κατάστημα- πράγμα που δεν έκαναν-ή αν θα με περίμεναν απέξω όταν θα έβγαινα μετά από αρκετή ώρα, όπως σκόπευα –πράγμα που έκαναν-. Παγιδευμένος, λοιπόν, μέσα στο βιβλιοπωλείο, αναγκαστικά ροκάνιζα τον χρόνο. Αγόρασα και κάποια βιβλία για τ’ ανίψια μου στο νησί, κύριε αστυνόμε, και είπα να τα κάνουν δέμα. Δεν είχα τι να κάνω μετά, ήταν νωρίς για να γυρίσω σπίτι. Σκέφτηκα να περάσω απ’ το ταχυδρομείο να στείλω κατευθείαν το δέμα με τα βιβλία στο νησί. Η ώρα που είχα μείνει μες το βιβλιοπωλείο ήταν αρκετή για να ηρεμήσω κάπως και να πάρω κουράγιο ν’ αντιμετωπίσω τον κουλουρτζή και τον τουρίστα που σίγουρα θα με περίμεναν απέξω. Μπορώ να ρωτήσω κάτι κι εγώ με όλο το θάρρος, κύριε; Ποιοι ήταν αυτοί τελικά;

-Αυτοί ήταν αστυνόμοι με πολιτικά, Βάκιλλε. Παρακολουθούσαν τη Σοφία Καρρά. Είναι οικιακή βοηθός στη βίλα της κυρίας Κούλεκα. Αλλά αυτό το ξέρεις ήδη έτσι δεν είναι; πέταξε και το ψαρωτικό του στο τέλος ο κοντός μπάτσος και μου ’κλεισε πονηρά το μάτι.

-Σας είπα δεν έχω ιδέα ποια είναι. Και γιατί την παρακολουθείτε; ρώτησα.

-Γιατί θεωρείται ύποπτη για κλοπή κοσμημάτων. Η κυρία Κούλεκα έχει πέσει ήδη δυο φορές θύμα κλοπής. Χάθηκε απ’ το σπίτι της ένα μαργαριταρένιο κολιέ την πρώτη φορά και ένα ακριβό δαχτυλίδι τη δεύτερη. Οι υποψίες βαραίνουν την οικιακή βοηθό αλλά στις έρευνες δε βρέθηκε τίποτα πάνω της και επειδή και τις δυο αυτές μέρες που έγιναν οι κλοπές, η εν λόγω οικιακή βοηθός είχε ζητήσει άδεια εξόδου το πρωί, υποπτευόμαστε ότι πάσαρε τα κοσμήματα σε συνεργό της και γύρισε άνετη στη βίλα Κούλεκα. Αν είσαι εσύ αυτός, καλά θα κάνεις να μιλήσεις γιατί όπως βλέπεις είναι θέμα χρόνου να φέρει ο Οικονόμου το δέμα που ταχυδρόμησες στ’ ανιψούδια σου στο νησί, είπε και με κοίταξε με ύφος πονηρό και ψαρωτικό πάλι.

-Μα σας είπα χίλιες φορές, δεν την ξέρω την κοπέλα και δε με νοιάζει να τη μάθω. Και το δέμα που μου άφησε να το! Είναι εδώ! έδειξα πάνω στο γραφείο το ξεκοιλιασμένο δέμα. Και το ανοίξατε και φυσικά δεν είχε τίποτ’ άλλο πέρα από βιβλία, όπως υποπτεύτηκα εξ αρχής.

-Μας περνάς για ηλίθιους, Βάκιλλε; Νομίζεις πως δεν καταλάβαμε ότι μέσα στο βιβλιοπωλείο αντάλλαξες το περιεχόμενο των δεμάτων, κράτησες τα βιβλία που αγόρασες κι έστειλες στα ανύπαρκτα ανίψια σου στο νησί το κόσμημα; ούρλιαξε ο κοντός μπάτσος και ο άλλος από πίσω μου έτριξε ακόμη πιο πολύ τα δάχτυλα του.

Τη σκηνή διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ένας άλλος αστυνομικός που είχε αναλάβει άλλη αποστολή. Μπήκε χαιρετώντας και ακούμπησε στο γραφείο το δέμα που πριν δυο ώρες είχα ταχυδρομήσει από το κεντρικό Ταχυδρομείο στην Εθνικής Αμύνης. Εμένα μ’ έπιασαν κατευθείαν μόλις βγήκα απ’ το Ταχυδρομείο. Όχι ο κουλουρτζής ούτε ο τουρίστας, άλλοι δυο με ντύσιμο κανονικό αστυνομικού εν δράσει, μ’ έβαλαν στο όχημα και με πήγαν στο τμήμα της Άνω Πόλης. Το ένα δέμα -αυτό που μου είχε αφήσει η κοπέλα -το κατάσχεσαν αμέσως, το άλλο έκαναν κάνα δίωρο να το εντοπίσουν μες τον χαμό του Ταχυδρομείου. Πάντως το βρήκαν και τώρα το έφερνε περήφανος ο μπάτσος.

-Κύριε διοικητά, το δέμα εντοπίστηκε και περιέχει βιβλία, είπε και τράβηξε λίγο το χαρτί του περιτυλίγματος ο υφιστάμενος μπάτσος για να δει τα βιβλία ο προϊστάμενός του.

Πραγματικά μου ’ρθε να γελάσω με το ύφος του κοντού. Είχε γουρλώσει τα μάτια σα να του ‘ρθε φουσκωμένος ο λογαριασμός της ΔΕΗ. Εγώ τον κοιτούσα επίτηδες κατάματα με ύφος «στα ‘λεγα εγώ, κοντοστούπη». Πριν προλάβει να βγάλει κιχ συμπλήρωσε ο υφιστάμενος μπάτσος:

-Επίσης, επικοινώνησα με τη βίλα Κούλεκα και ισχυρίζονται ότι δεν εκλάπη τίποτα. Η δε οικιακή βοηθός, δεσποινίς Σοφία Καρρά, είπε πως είχε κανονίσει να δώσει το δέμα σε μια φίλη της και απλά το ξέχασε στην καφετέρια φεύγοντας.

Του κοντού δεν του ‘ρθε μιλιά. Και ο άλλος από πίσω έπαψε να τρίζει τα δάχτυλά του. Αντιθέτως εγώ ήμουν πολύ ευχαριστημένος με την εξέλιξη της ιστορίας. Είχαν ψάξει τα δέματά μου, είχαν ψάξει εμένα τον ίδιο. Ήμουν, λοιπόν, απαλλαγμένος από κάθε υποψία. Το πρόβλημα ήταν δικό τους. Το θέμα είχε τελειώσει και ετοιμαζόμουν να φύγω. Λίγο πριν αναχωρήσω, άκουσα που πήραν τηλέφωνο τον κοντό και του είπαν ότι κλάπηκε ένα δαχτυλίδι μεγάλης αξίας από το σπίτι του πρώην εργοδότη μου, Τζον Νάιλς. Γύρισα και τον κοίταξα ανοίγοντας την πόρτα να φύγω:

-Μη με κοιτάς καθόλου, κύριε αστυνόμε. Απ’ το πρωί τα λαγωνικά σου τρέχουν από πίσω μου και εμένα τον ίδιο με ψάξατε λεπτομερώς -μπορώ να πω- στη σωματική έρευνα. Ζήτα αλλού, λοιπόν, να βρεις τον ένοχο! είπα και έκλεισα την πόρτα χωρίς καν να χαιρετίσω.

 ***

Μόλις βράδιασε και η ώρα πήγε γύρω στις δέκα, ντύθηκα πολύ διαφορετικά απ’ ότι συνήθως, γλίστρησα στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας μου και βγήκα απ’ την πίσω πλευρά λαμβάνοντας τα μέτρα μου σε περίπτωση που οι μπάτσοι δεν το έβαζαν κάτω και εξακολουθούσαν να με παρακολουθούν. Πήρα το αστικό για το Πανόραμα, για τη βίλα της γριάς Κούλεκα. Πήρα και δυο πίτσες για ξεκάρφωμα. Χτύπησα το κουδούνι και βγήκε η οικιακή βοηθός Σοφία. Άπλωσε τα χέρια της να πάρει τις πίτσες που δεν είχε παραγγείλει και ταυτόχρονα έριξε στην παλάμη μου με επιδέξιο τρόπο το πανάκριβο δαχτυλίδι του γέρου Νάιλς. Τόσο επιδέξια όσο της το είχα πασάρει εγώ το πρωί στην καφετέρια την ώρα που μου έδινε το δέμα. Δεν είπαμε τίποτα, μόνο κοιταχτήκαμε με νόημα. Η εξώπορτα έκλεισε και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Α, ρε Σοφάκι αλεπού! Πόσο δίκιο είχες! Όχι, μόνο τη γριά. Να κλέψουμε και τον γέρο. Γερο- Νάιλς, παλιοτσιγκούναρε, απ’ τη Σόφη με αγάπη!

 

* Η Μαίρη Μαργαρίτη γεννήθηκε στη Μυτιλήνη όπου και κατοικεί. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση. Διηγήματά της έχουν τυπωθεί σε συλλογικά έργα και άλλα κείμενά της έχουν αναρτηθεί σε λογοτεχνικούς ιστότοπους στο διαδίκτυο.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top