Fractal

Μάϊρα Παπαθανασοπούλου: «Δεν είναι πλέον συχνό φαινόμενο η βεντέτα, ωστόσο δεν έχει εκλείψει», κατά βάθος τίποτα δεν αλλάζει.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

maira

 

Την θυμάμαι μεσούσης επιτυχίας να ρωτά το κοινό της: «όμως το άλλο βιβλίο δεν θα είναι μοιχεία, εσείς θα με διαβάζετε;»

 

Μπήκε στη ζωή μας καλοκαίρι κι απρόσμενα και την κατάκτησε. Μιλώντας για την προδοσία με χιούμορ. Το 1998 με έναν Ιούδα που φιλούσε υπέροχα («Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα») και έγινε αμέσως το απόλυτο μπεστ σέλλερ. 300.000 αντίτυπα μέχρι σήμερα και μια επιτυχημένη συνταγή που ουδέποτε εξαργυρώθηκε. Στα επόμενα πέντε βιβλία και δυο παραμύθια η Μάιρα Παπαθανασοπούλου απόδειξε ότι μπορεί και με άλλους τρόπους, είναι από στόφα παραμυθούς, διαθέτει χιούμορ αστείρευτο, έχει διάθεση για πειραματισμό και για έρευνα, αφηγείται με τον δικό της απολαυστικό, εξαιρετικό τρόπο. Το καινούργιο βιβλίο της «Mamma Santissima», για την Μαφία, τη Μάνη, τα ήθη και έθιμα και τη βεντέτα, αστραφτερή περιπέτεια με πίσω της μια τεράστια ιστορική έρευνα επαληθεύει ξανά την εξίσωση. Στο μεταξύ από το 1998 μέχρι το 2014 τι παραμένει αναλλοίωτο και τι άλλαξε;

mamma«Το μόνο που νιώθω ότι άλλαξε (πέραν της φυσικής φθοράς που επιφέρει ο χρόνος) είναι τα προκαταρκτικά της συγγραφής. Ο Ιούδας γράφτηκε σχεδόν απαίδευτα. Το ίδιο και οι Τοξικές ενώσεις του Αρσενικού. Έκτοτε, για να γράψω διαβάζω. Διαβάζω πολύ», εξηγεί η συγγραφέας και αποκαλύπτει τον τρόπο: «Για το τελευταίο μυθιστόρημα έχω κάνει έρευνα επί 13 χρόνια. Μέχρι την τελευταία στιγμή συγκέντρωνα πληροφορίες. Σχεδόν είχα εθιστεί στη συλλογή πληροφοριών, μέχρι που είπα ότι αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Κι έτσι, τις ταξινόμησα, κράτησα τις απαραίτητες, πέταξα (με πόνο ψυχής) αυτές που θα με έκαναν να δείχνω εξυπνάκιας στους αναγνώστες και έγραψα τη Mamma Santissima. Επίσης, θεωρώ ότι με τα χρόνια ωρίμασε μέσα μου το κριτήριο της επιλογής των θεμάτων μου. Όχι ότι αυτά τα χρόνια είχα να επιλέξω ανάμεσα σε πληθώρα ιδεών. Δεν είμαι από αυτούς που βουτούν στη δεξαμενή και αναδύονται με είκοσι ιδέες ταυτόχρονα για τη συγγραφή μυθιστορήματος. Αυτό ωστόσο που παρέμεινε αναλλοίωτο είναι η χαρά του ερασιτέχνη όταν νιώθει ότι βρήκε ΤΗΝ ιδέα και θέλει να απολαύσει όλα τα στάδια της υλοποίησής της. Σας ορκίζομαι, όταν νιώθω ότι ξέρω τι θέλω να γράψω, ανεβαίνουν οι καρδιακοί μου παλμοί. Για λίγο, ευτυχώς».

«Οι τοξικές ενώσεις του αρσενικού» υπήρξε μια πρωτότυπη ψυχαναλυτική σάτιρα, το «Εσύ γλυκιά μου εξουσία» ένα απίστευτο πολιτικό σχόλιο, στο «Μακάριοι οι πενθούντες» έπαιξε αστυνομικό και το κέρδισε. Στο «Τι κι αν είμαι ασβός;» υπέδειξε το χιούμορ στο παιδικό βιβλίο, με το «Έχω ράμματα για τη γούνα σου» απενεχοποίησε τα λυκάκια, μας θυμάμαι να προσπαθούμε να εξηγήσουμε την μεγάλη επιτυχία του Ιούδα, την θυμάμαι να ρωτά αστειευόμενη «όμως δεν θα ξαναγράψω για μοιχεία, το επόμενο θα σας αρέσει;» και ευλόγως αναρωτιόμαστε τι θα πρέπει να διαθέτει μια ιστορία για να γίνει ιστορία της, δηλαδή, για να της αρέσει: «Μα να μου τραβήξει το ενδιαφέρον. Να φαντάζομαι ότι κανείς δεν έχει ασχοληθεί με αυτήν την ιστορία, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που προτίθεμαι να την αποδώσω εγώ» απαντά αφοπλιστικά και ένας ήρωας για να γίνει ο ήρωάς της «Να έχει το στοιχείο του αυτοσαρκασμού».

Η περίπτωση «Mamma Santissima», τώρα, ξεκίνησε αντίστροφα. Σαν σενάριο. Και με έρευνα που διήρκεσε χρόνια. Είχε λόγο πού έβαλε την… «μαφία» στη ζωή της; «Η μαφία» μας εξηγεί μπήκε «Αναπάντεχα! Είχα βρει ΤΗΝ ιδέα για σενάριο και ήθελα να τοποθετήσω την ιστορία στην Καλαβρία για να κάνω αναφορά στους υπέροχους Γκρεκάνους του Ασπρομόντε. Ερευνώντας διαπίστωσα ότι την περιοχή ελέγχει η Ντράγκετα, η τοπική μαφία με το ελληνικό όνομα (η ονομασία της προέρχεται από τη λέξη ανδραγάθημα). Άρχισα να ψάχνω για πληροφορίες, αλλά τα ελληνικά μέσα δεν είχαν τίποτα κι ένα-δύο την τόνιζαν μάλιστα στην παραλήγουσα: Ντραγκέτα. Αλλά αυτό ήταν τίποτα μπροστά στην απογοήτευση να ψάχνεις και να μη βρίσκεις. Ευτυχώς, τα χρόνια που έκανα ιταλικά, έπιασαν τόπο. Μου έστειλαν βιβλία από την Ιταλία με θέμα τη μυστική αυτή οργάνωση, για την οποία καλά καλά και οι Ιταλοί δεν είχαν ολοκληρωμένη εικόνα. Με τα χρόνια γίνεται πλέον γνωστή, επειδή είναι η πιο ισχυρή μαφία της Ιταλίας και δεν μπορεί να κρυφτεί όπως στο παρελθόν».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν κι ένα χρέος προς τη μανιάτικη καταγωγή της: «Σχεδόν σε όλα μου τα βιβλία αναφέρεται ακροθιγώς η υπέροχη αυτή περιοχή» αποκωδικοποιεί τα βιβλία της η Μάιρα, εξηγώντας ότι «Το τελευταίο όμως είναι γεμάτο Μάνη. Διαβάζοντας τους κώδικες τιμής της Ντράγκετα, που χάνονται στο μακρινό παρελθόν, ανακάλυψα ότι είχαν κοινά σημεία με αυτούς των παλαιών Μανιατών. Όρκος σιωπής, βεντέτες, πατριαρχική κοινωνία, μάχες μεταξύ των ισχυρών οικογενειών για την ανάληψη ελέγχου της περιοχής κ.ά. Γοητεύτηκα από αυτές τις ομοιότητες, αν και θέλω να ξεκαθαρίσω ότι στην περίπτωση της μαφίας, ο όρος «τιμή» χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Μια εγκληματική οργάνωση δεν ξέρει την πραγματική έννοια της «τιμής».

Στη «Mama Santissima» Καλαβρία, μαφία, κρίση στην γείτονα Ιταλία, επειδή «η κρίση είναι οικουμενική και δεν αφορά μονάχα την οικονομία. Περνάμε κρίση κοινωνική, συναισθηματική, κρίση ταυτότητας» λέει η Μάιρα. Ανατρέποντας τη σταθερά που επιμένει μια ζωή να γράφουμε το ίδιο βιβλίο: «Βαριέμαι την επανάληψη του ίδιου μοτίβου. Είναι μια ευκολία στην οποία καταφεύγουν αρκετοί συγγραφείς, αλλά προφανώς αυτό τους ικανοποιεί. Εγώ αδυνατώ να αφηγούμαι ξανά και ξανά την ίδια ιστορία στην οποία αλλάζουν μόνο τα ονόματα», η δική της συγγραφική άποψη. Με σαφείς εμμονές «σταθερές αγάπες»: «Ναι, αν έτσι αποκαλούνται οι σταθερές αγάπες για συγκεκριμένους τόπους, τραγούδια, ταινίες, συγγραφείς και ό,τι άλλο μπορεί να αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία μεταξύ των σκόρπιων ιδεών που συνθέτουν ένα αφήγημα».

Η ζωή της, γεμάτη! Δυο παιδιά που πια μεγάλωσαν, τρία σκυλιά, Πρόζακ ο ένας, οι ειδήσεις λόγω συζύγου στο σπίτι της, δουλειά με τα γερμανικά της κάθε μέρα εδώ και 18 συναπτά χρόνια, αραβικά, μαθήματα πιάνου, μια χαρακτηριστική μέρα στο σπίτι της: «Αν εξαιρέσω τα αραβικά, που τα εγκατέλειψα λόγω μαθησιακής δυσκολίας στον τρίτο χρόνο, τα υπόλοιπα αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μου, συν το σούπερ μάρκετ μία φορά την εβδομάδα. Στις έντεκα κάθε βράδυ με αναλαμβάνει ο Μορφέας και στις έξι και τέταρτο το πρωί σημαίνει εγερτήριο. Όταν δεν λυγίζω υπό το βάρος διαφόρων υποχρεώσεων, πηγαίνω για σ/κ στη Μάνη».

Τα παιδικά της βιβλία υπήρξαν, επιμένει, γενέθλιο δώρο στα παιδιά της: «Για να με θυμούνται με τρυφερότητα όταν θα τα διαβάζουν στα δικά τους παιδιά, ή τουλάχιστον αυτό θα επιθυμούσα να συμβεί. Δεν έχω ξαναγράψει, επειδή νιώθω πως δεν έχω να προσφέρω κάτι ξεχωριστό στους εξαιρετικά απαιτητικούς αναγνώστες όπως είναι τα πιτσιρίκια. Ίσως κάποια στιγμή αργότερα…»

Η ιστορία της «Mamma Santissima» περιπετειώδης, για να επιστρέψουμε στο συγγραφικό παρόν της: «Η αρχική μορφή της Mamma Santissima ήταν σενάριο για τον κινηματογράφο. Επί μακρόν κυνηγούσα αυτό το όνειρο, αλλά αποδείχτηκε ότι δεν είμαι καλή στο κυνήγι», εξηγεί η Μάιρα. Κι έτσι «όλο αυτό το ανεκμετάλλευτο υλικό βρισκόταν στο συρτάρι μου και συν τω χρόνω αυξανόταν λόγω της έρευνας την οποία συνέχιζα, προφανώς επειδή ενδόμυχα ήξερα ότι κάποια στιγμή θα μετατρεπόταν σε μυθιστόρημα. Άλλωστε μια καλή ιδέα αντέχει στον χρόνο. Της απαγορεύεις να βγει και την αφήνεις να ωριμάσει μέχρι να είσαι σίγουρος ότι αξίζει τον κόπο να μπει στο χαρτί». Επιμένοντας θαρραλέα: «Θα πω κάτι, κινδυνεύοντας να επαναληφθώ, αλλά αποτελεί πάγια πεποίθησή μου: Δεν έχω ετήσιο ραντεβού με τους αναγνώστες. Αν δεν νιώθω την ανάγκη να γράψω, δεν γράφω. Απλά πράγματα. Ξέρετε, η κατάρα για έναν συγγραφέα δεν είναι το να μην μπορεί πλέον να γράψει. Είναι το να μη θέλει πια να γράψει αλλά να μην μπορεί να κάνει διαφορετικά, για πολλούς λόγους».

Κι όσο για την αφηγηματική ευχέρεια και το χιούμορ «αυτές είναι δύο ιδιότητες που μπορούν να πιάσουν τόπο κι αλλού. Ας πούμε, όταν έχω πιεί τα κρασάκια μου ανάμεσα στους καλούς μου φίλους και τους διηγούμαι διάφορες ιστορίες. Μου λένε ότι τους διασκεδάζω. Ελπίζω να μη με δουλεύουν».

Εξακολουθεί να θεωρεί, βεβαίως, το χιούμορ σαν «Θεόσταλτο δώρο, για όποιον πιστεύει στον Θεό, γονιδιακό ευτύχημα για τους αγνωστικιστές και τους άθεους. Εγώ το κληρονόμησα από τον μπαμπά μου». Το σασπένς: «Ήταν επόμενο έπειτα από τόσα αστυνομικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Θεωρώ τον Ρέημοντ Τσάντλερ έναν από τους κορυφαίους λογοτέχνες και υπάρχουν εξαίρετα αστυνομικά αφηγήματα -που σνομπάρονται από τη διανόηση της συμφοράς- τα οποία θα έπρεπε να ακουμπούν τη χαρτόδετη ράχη τους δίπλα στα βιβλία εγνωσμένου κύρους». Έγραψε το αστυνομικό της «Μακάριοι οι πενθούντες» και απόλαυσε από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη του «επειδή ένιωθα ότι κολυμπούσα με σιγουριά σε τρικυμιώδη νερά. Ήταν μια συγγραφική πρόκληση. Κάποτε, αν είμαι καλά, θα ξαναγράψω αστυνομικό μυθιστόρημα. Άλλωστε ανήκω και στα ιδρυτικά μέλη της Ε.Λ.Σ.Α.Λ., η οποία αριθμεί αρκετούς αξιόλογους συγγραφείς που είναι τρελαμένοι με την αστυνομική λογοτεχνία».

Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο Ιούδας της την έκανε διάσημη: «Έχω ζήσει υπέροχες στιγμές στο εξωτερικό. Τι να πρωτοθυμηθώ. Νέα Υόρκη, Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία…και πόσα μέρη στα οποία δεν κατάφερα να πάω. Πέρυσι ο Ιούδας διδάχτηκε σε εξάμηνο ξένης λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μεξικού. Έχω τις φωτογραφίες με τους φοιτητές που κρατούν το βιβλίο. Πολύ συγκινητικό. Είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί το εξής: Το να μεταφραστεί ένα βιβλίο σε ξένη γλώσσα έχει πετύχει τον φιλόδοξο στόχο του από τη στιγμή που θα έχει και μια αξιοπρεπή πορεία πωλήσεων, προκειμένου να γίνει γνωστή η φωνή του συγγραφέα και εκτός του τόπου του. Αν είναι να μεταφραστεί και να μην το αγοράσει κανένας, είναι σαν να μη μεταφράστηκε», επιμένει.

Ξαναγυρίζοντας στον εκ Μάνης καταγόμενο Άγγελο Μαρτίνη, ήρωά της, που φεύγει απ’ τον τόπο του για να σώσει τη ζωή του και πάλι για την πατρίδα του και τους προγόνους του μιλά, και μας λέει: «Υπάρχει μια καλαβρέζικη παροιμία: “ο θυμός σβήνει το κερί του μυαλού”. Όταν λειτουργείς εν θερμώ, δεν υπολογίζεις ότι οι συνέπειες θα είναι ανάλογες. Ο χρόνος (ας θεωρήσουμε ότι στην ερώτηση μιλάτε για χρονική απόσταση κι όχι για χιλιομετρική) πάντα μαλακώνει ή και διαβρώνει μια κατάσταση που μας πονάει. Η νοσταλγία πάντα εμπεριέχει το στοιχείο της συγχώρεσης».

Όσο για την μανιάτικη βεντέτα στις μέρας μας, μας αφηγείται ένα περιστατικό που άκουσε πρόσφατα: «Το καλοκαίρι που είχα επισκεφθεί το χωριό Κίττα της Λακωνικής Μάνης μου διηγήθηκαν μια σχετικά πρόσφατη ιστορία για έναν νεαρό που έζησε απομονωμένος σε ένα ξωκκλήσι στις χαράδρες του Ταϋγετου για να γλιτώσει από μία βεντέτα που κρατούσε πάνω από 30 χρόνια. Όταν αποφάσισε γύρω στα πενήντα του να εγκαταλείψει την κρυψώνα του, τον σκότωσε η αντίπαλη οικογένεια με το που πάτησε το πόδι του έξω από το ιερό του καταφύγιο. Κάποιες οικογένειες έχουν μνήμη ελέφαντα, υπομονή γαϊδουριού και καμία διάθεση να συγχωρήσουν. Θεωρούν ότι ένα είναι το δικαστήριο που λύνει τις διαφορές. Αυτό της φυσικής βίας».

«Δεν είναι πλέον συχνό φαινόμενο η βεντέτα, ωστόσο δεν έχει εκλείψει», κατά βάθος τίποτα δεν αλλάζει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top