Fractal

Σκοτεινή μπαλάντα αισθήσεων και παραισθήσεων

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

Το μυστικό της Πανσελήνου
(MAD AT THE MOON, 1992)
Σενάριο: Μάρτιν Ντόνοβαν & Ρίτσαρντ Πελούζι
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Ντόνοβαν

 

Σ’ ένα ακριτικό χωριό της άγριας Δύσης, ο ευαίσθητος, ντροπαλός και ελαφρώς άγαρμπος αγρότης Τζέιμς Μίλερ (Στίβεν Μπλέικ) ζητά σε γάμο την όμορφη, καλλιεργημένη μεγαλοκοπέλα Τζένι Χιλ (Μαίρη Στιούαρτ Μάστερσον) η οποία είναι κρυφά ερωτευμένη με τον αχαΐρευτο, πλην όμως γοητευτικό ετεροθαλή αδελφό του Τζέιμς, Μίλερ Μπράουν (Χαρτ Μπόκνερ). Αδιόρθωτος πότης και χαρτοπαίκτης, ο Μπράουν κοιμάται αγκαλιά με το πιστόλι του, ξημεροβραδιάζεται στα χαμαιτυπεία και αποφεύγει επίμονα και απροκάλυπτα την Τζένι. Η συστηματική απόρριψη που δέχεται από τον Μπράουν αναγκάζει την Τζένι να ακολουθήσει την προτροπή της μητέρας της (Φιονούλα Φλάναγκαν) και να παντρευτεί τον Τζέιμς, από φόβο μήπως μείνει στο ράφι.

Ύστερα από μια καταστροφική πρώτη νύχτα γάμου, η Τζένι και ο Τζέιμς συμβιώνουν μέσα σε μια βασανιστική αμηχανία και έλλειψη επικοινωνίας, δίχως να τολμούν να ξαναπλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Ώσπου μια νύχτα με πανσέληνο, η Τζένι ανακαλύπτει πως ο συνεσταλμένος, καλοκάγαθος άντρας της κρύβει ένα τρομερό μυστικό! Πανικόβλητη, τον εγκαταλείπει και ζητά καταφύγιο στο σπίτι της Σάλι (Σες Βερέλ), μιας καλόκαρδης πόρνης και φίλης του Μπράουν. Στο μεταξύ, οι φήμες για την “ιδιαιτερότητα” του Τζέιμς φουντώνουν, βάζοντάς τον στο στόχαστρο των θορυβημένων συγχωριανών του. Όταν η Τζένι αποφασίζει να επιστρέψει στη συζυγική εστία προκειμένου να κοπάσει το σκάνδαλο, η μητέρα της ζητά από τον Μπράουν, που μόλις έχει βγει απ’ τη φυλακή, να μείνει κοντά της για να την προσέχει…

 

 

Διασκευάζοντας το διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο Male di Luna, γραμμένο το 1913 (στο οποίο οι αδελφοί Ταβιάνι είχαν στηρίξει ένα από τα τέσσερα “επεισόδια” της σπονδυλωτής ταινίας τους Χάος το 1984) και μεταφέροντας την υπόθεση από την ιταλική στην αμερικανική επαρχία των αρχών του 20ού αιώνα, ο πρωτοπόρος Αργεντινός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάρτιν Ντόνοβαν – στενός συνεργάτης του Λουκίνο Βισκόντι, υπεύθυνος για το μακάβριο αριστούργημα Διαμέρισμα Μηδέν και το πανούργο σενάριο του Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ – δημιουργεί ένα ιδιόρρυθμο ψυχολογικό δράμα με στοιχεία θρίλερ και γουέστερν. Με το μεγαλύτερο μέρος της δράσης του κινηματογραφημένο μέσα σε ένα αινιγματικό ημίφως, το Μυστικό της Πανσελήνου ιστορεί ένα ενήλικο παραμύθι γεμάτο οπτική ποίηση, μουσική και σιωπές. Ηρωίδα του, μια ατίθαση και ονειροπαρμένη ιδεαλίστρια διχασμένη ανάμεσα σε δυο ετεροθαλή αδέλφια που η διάλυση της οικογένειάς τους τα χώρισε και τα αποξένωσε μεταξύ τους, οδηγώντας τον έναν στον έκλυτο βίο και τον άλλον σε έναν εθελούσιο, αυτοτιμωρητικό “ασκητισμό”.

Ξεκινώντας και τελειώνοντας με ένα κομψό μουσικό κουτί που ο μηχανισμός του απεικονίζει τις φάσεις της σελήνης σε έναν αστροφώτιστο ουρανό, το φιλμ ξετυλίγει την αφήγησή του σε ατμοσφαιρικά, αργόσυρτα πλάνα που ακολουθούν τη δομή μουσικής σύνθεσης – στις εναρκτήριες σκηνές βλέπουμε με τα μάτια της Τζένι ένα απόσπασμα από παράσταση ιταλικής όπερας, γραμμένο ειδικά για την ταινία από τον Τζέραλντ Γκουριέτ (Μαντάμ Σουζάτσκα, Χαμένος στη Χρονοπύλη), το οποίο “δίνει τον τόνο” του έργου σαν οπλισμός πενταγράμμου – και παρασύρουν τον θεατή σ’ ένα σκοτεινά ονειρικό ταξίδι ενδοσκόπησης. Ανεπηρέαστο απ’ την απουσία ειδικών εφέ, το σασπένς διατρέχει την κάθε σκηνή αθόρυβα και υποβλητικά, βοηθούμενο από τη “στοιχειωμένη” φωτογραφία του Ρον Σμιτ (Ο Άρχοντας της Κόλασης, Η Ομίχλη), το ιμπρεσιονιστικό σάουντρακ του Γκουριέτ και τις καίριες ερμηνείες των πρωταγωνιστών.

 

 

Προσφιλής ηθοποιός του Ντόνοβαν (όπως και ο Κόλιν Φερθ, συμπρωταγωνιστής του Μπόκνερ στο Διαμέρισμα Μηδέν, ο οποίος κάνει εδώ ένα καμέο αστραπή – και “κλείσιμο ματιού” – ως κουρέας του χωριού), ο φωτογενής Χαρτ Μπόκνερ (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει, Ο Αθώος) ενσαρκώνει έναν ήρωα που καταφέρνει να γίνεται αντιπαθής και συναρπαστικός μαζί, κρύβοντας ζηλότυπα την ευάλωτη ψυχή του πίσω από έναν απότομο, ακραίο κυνισμό. Η μοιραία ομορφιά του, που γέμιζε και φώτιζε το κάθε πλάνο στο κλειστοφοβικό Διαμέρισμα Μηδέν, καλύπτεται σχεδόν μόνιμα απ’ το καπέλο, το μουστάκι και τα μακριά μαλλιά του Μπράουν: στο βάθος, αν και φαινομενικά εντελώς αντίθετος χαρακτήρας από τον πράο “ερημίτη” Τζέιμς, ο μισογύνης πιστολάς και τυχοδιώκτης Μπράουν είναι εξίσου μονόχνωτος και καταπιεσμένος και νιώθει την ίδια ακριβώς ανάγκη να φυλαχτεί απ’ τον κόσμο.

Η διαφορά τους είναι ότι ενώ ο Τζέιμς αποζητά και δέχεται με ευγνωμοσύνη έστω και ένα ψίχουλο τρυφερότητας, ο Μπράουν αποδιώχνει (και μάλιστα με βδελυγμία) την αγάπη όταν του προσφέρεται, προβάλλοντας το προσωπείο του “κακού παιδιού” σαν βολική ασπίδα ενάντια στην επίθεση των συναισθημάτων. Όμως το βίαιο ξέσπασμά του όταν μαθαίνει για τον γάμο της Τζένι με τον Τζέιμς αποδεικνύει πως κάθε άλλο παρά αδιαφορεί γι’ αυτούς: οι δυο τους είναι τα μοναδικά πιο κοντινά του πλάσματα πέρα απ’ τις “υποκοσμικές” του συναναστροφές και ως το τέλος δεν είναι ξεκάθαρο αν αποκρούει την Τζένι επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό του αντάξιό της ή από εγωισμό αρνείται να παραδεχτεί ότι και ο ίδιος ενδιαφέρεται γι’ αυτήν – ή ίσως γιατί, άθελά της, η Τζένι του κλέβει οριστικά την ελπίδα να κερδίσει μια θέση στη ζωή του αδελφού του, την οποία διαρκώς του στερούν οι συνθήκες και οι περιστάσεις. Μπορεί και για όλους τους παραπάνω λόγους, μια και το ποιητικά αφαιρετικό σενάριο του Ντόνοβαν (σε συνεργασία με τον Ρίτσαρντ Πελούζι) εναποθέτει τη συμπλήρωση των “κενών” του στη διακριτική ευχέρεια του θεατή.

 

 

Μέσα σ’ όλο αυτό το υπαρξιακό κουβάρι, η μόνη που δεν διστάζει να εκφράσει με ειλικρίνεια ό,τι αισθάνεται ή σκέφτεται, αψηφώντας τις συνέπειες και τις αντιδράσεις των άλλων, είναι η Τζένι: ακόμα κι όταν υποχρεώνεται να ακολουθήσει κοινωνικές επιταγές που αντιβαίνουν στη δική της βούληση, διατηρεί μια καθαρότητα χαρακτήρα και βλέμματος που την ξεχωρίζει απ’ τον συμβιβασμένο περίγυρό της. Αγέρωχη και εύθραυστη συγχρόνως, η Μαίρη Στιούαρτ Μάστερσον (Πράσινες Τηγανιτές Ντομάτες, Μπένι και Τζουν) αποδίδει με ζέση το ατόφιο πάθος αλλά και την πληγωμένη αξιοπρέπεια μιας γυναίκας που ενώ η ανυπότακτη ιδιοσυγκρασία της την τραβά προς έναν άντρα απόμακρο και “ρομαντικά απειλητικό”, η ζωή την καταδικάζει σε έναν πεζό γάμο που τελικά… δεν είναι και τόσο πεζός: η υπόσχεση του μυθιστορηματικού μυστηρίου, την οποία νομίζει πως διακρίνει στο πρόσωπο του εντυπωσιακού Μπράουν, υλοποιείται – ειρωνικά – στην άχρωμη καθημερινότητά της και από τον πιο απίθανο άνθρωπο: τον ήσυχο και αποτραβηγμένο Τζέιμς.

Στην ουσία, ο Τζέιμς και ο Μπράουν δεν είναι παρά αντεστραμμένα είδωλα ο ένας του άλλου (ως και το επώνυμο του ενός, Μίλερ, είναι το μικρό όνομα του άλλου), υπάρξεις ξεκομμένες απ’ την ίδια τους την ανθρώπινη υπόσταση και πραγματικότητα. Οι αντίρροπες ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους είναι τονισμένα στον υπέρτατο βαθμό, ανάγοντάς τους σε παρουσίες συμβολικές, περιχαρακωμένες σε μια σχεδόν αφηρημένη εκδοχή του εαυτού τους. Διεκδικούμενη από τον έναν και διεκδικώντας τον άλλον, η Τζένι λειτουργεί καταλυτικά στον εσωτερικό τους κόσμο: το γεγονός ότι και οι δυο ξυρίζονται πριν την τελευταία αποφασιστική συνάντηση μαζί της (ο Τζέιμς, μάλιστα, παρακινούμενος από τη μητέρα της) υποδηλώνει τη θέληση να αποτινάξουν επιτέλους τις προστατευτικές τους “μάσκες”, να ξεφύγουν απ’ τον άγονο κλοιό της ηθελημένης τους μοναξιάς και βαθμιαία να ξαναβρούν την ανθρωπιά τους.

 

 

Ωστόσο, ο πλήρης “εξανθρωπισμός” τους θα πραγματωθεί μονάχα όταν δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να εκδηλώσουν τη βαθιά καταχωνιασμένη αγάπη τους (του ενός για τον άλλον και του καθενός τους για την Τζένι), που για τον Τζέιμς τουλάχιστον, η χρόνια απώθησή της τη μετέτρεψε κυριολεκτικά σε τέρας, να επικοινωνήσουν σε πνευματικό και συναισθηματικό επίπεδο και να συμφιλιωθούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον εαυτό τους. Στην κορύφωση της τελικής τους “μονομαχίας”, που θυμίζει τελετουργικό χορό με φόντο μια πελώρια, κατάστικτη από τη βροχή πανσέληνο, ο Τζέιμς λυτρώνεται απ’ το μαρτύριό του στην αγκαλιά του Μπράουν, ο οποίος με τη σειρά του εξορκίζει τους δικούς του δαίμονες: η “αλλαγή” του Τζέιμς παύει να τον τρομάζει – για πρώτη φορά αποχωρίζεται το πιστόλι του (που του επέτρεπε να εκμηδενίζει τον όποιο κίνδυνο από απόσταση, δίχως να έρχεται σε άμεση επαφή με τίποτα και κανέναν) και αντιμετωπίζει το “κτήνος” σώμα με σώμα, σε μια αναμέτρηση που απρόσμενα καταλήγει σε στοργικό αγκάλιασμα, απαλλάσσοντας και τους δυο απ’ την κακοφορμισμένη πικρία, τις φοβίες και τους ενδοιασμούς που τους εμπόδιζαν να φανερώσουν τα συναισθήματά τους. Και με τον τρόπο αυτόν, ο Μπράουν δείχνει στην Τζένι πώς να γιατρέψει τον Τζέιμς απ’ την “κατάρα” που τον κατατρύχει, πριν της τον παραδώσει και απομακρυνθεί διακριτικά, δίνοντας στο ζευγάρι τον χρόνο να χωνέψει την καινούργια δυναμική της σχέσης του.

Άλλωστε, ο Ντόνοβαν αφήνει επίτηδες ερωτηματικά για το κατά πόσο η “μεταμόρφωση” του Τζέιμς είναι πραγματική ή πρόκειται για ψυχολογική εμμονή υποκινούμενη απ’ τα απωθημένα του: εκτός από μερικά θολά πλάνα, δεν έχουμε ποτέ σαφή ένδειξη δραστικής μεταβολής στην όψη του – μόνο την εικόνα του ενώ συνέρχεται, ολόγυμνος και σε εμβρυϊκή στάση, στην αυλή του σπιτιού του (μια απ’ τις σκηνές που – αν δεν πρόκειται για σατανικά συμπτωματική “συνάντηση μεγάλων πνευμάτων” – η Τζέιν Τζένσεν πρέπει να αντέγραψε σχεδόν αυτούσιες στο κλασικό βιντεοπαιχνίδι της The Beast Within, άλλη μια ανατριχιαστική ιστορία σκοτεινών παθών και επικίνδυνων μεταμορφώσεων).

 

 

Η ανατροπή όσο και η εσκεμμένη αμφισημία του φινάλε δίνουν λαβή σε πολλαπλές ερμηνείες, εμπλουτίζοντας και διευρύνοντας τον κεντρικό “μύθο” του έργου. Έχοντας ήδη ανεβάσει σε ύψη δυσθεώρητα τον πήχυ με το Διαμέρισμα Μηδέν, ο Μάρτιν Ντόνοβαν μπορεί εδώ να μην υπερβαίνει τον εαυτό του, αλλά εξακολουθεί να επιδεικνύει μια θαυμαστή καλλιτεχνική ευφυΐα, πάντα σε συνδυασμό με το σπάνιο δημιουργικό του ήθος. Το όνομά του είναι από μόνο του εγγύηση για μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία, η οποία απαιτεί την απρόσκοπτη συμμετοχή νου, ψυχής και αισθήσεων από την πλευρά του θεατή. Αν και πιθανότατα θα απογοητεύσει όσους περίμεναν να δουν μια τυπική ταινία τρόμου με σιχαμερά τέρατα και φονικά ή ένα συμβατικό γουέστερν τίγκα στο πιστολίδι, το Μυστικό της Πανσελήνου αποτελεί πρωταρχικά μια δεξιοτεχνική άσκηση ύφους, ένα έξυπνο, πολυσχιδές και καλογυρισμένο φιλμ που όποιος κάνει τον κόπο να το παρακολουθήσει με ανοιχτά μάτια, αυτιά και μυαλό, σίγουρα δεν θα βγει χαμένος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top