Fractal

Βιντεοπαιχνίδι/ κριτική: Ένας τενεκεδένιος ήρωας με καρδιά χρυσάφι

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

MACHINARIUM (2009)

 

Στην κορφή ενός σωρού από σκουπίδια, ο Γιόσεφ, ένα μικρό ρομπότ, συνέρχεται απ’ την πτώση που τον έκανε… λαμαρίνες και προσπαθεί να βγει από τη χωματερή όπου μόλις τον άδειασε το ιπτάμενο απορριμματοφόρο του Μακινάριουμ (Machinarium), μιας πολιτείας φτιαγμένης από σιδερικά και κατοικημένης από μηχανικά πλάσματα. Με τη βοήθεια ενός αρουραίου, ξαναβρίσκει τα σκόρπια μέλη του και καταφέρνει να συναρμολογηθεί και να επιστρέψει στην πόλη, η οποία πλέον ελέγχεται από μια συμμορία κακών ρομπότ (την “Αδελφότητα των Μαυροσκούφηδων”) που έχουν απαγάγει την κοπελιά του Γιόσεφ και την αναγκάζουν να τους υπηρετεί, ενώ ετοιμάζονται να ανατινάξουν τον ψηλότερο πύργο του Μακινάριουμ χρησιμοποιώντας (κυριολεκτικά) το κεφάλι του εξυπνότερου κατοίκου της πόλης και κολλητού του Γιόσεφ…

Στον αγώνα του να προλάβει την καταστροφή και να ελευθερώσει τους φίλους του, ο καλοκάγαθος τενεκεδένιος πρωταγωνιστής (που το όνομά του αποτελεί φόρο τιμής στον Τσέχο οραματιστή ζωγράφο, ποιητή και επίσημο “νονό” των ρομπότ – είναι ο εφευρέτης της ονομασίας τους – Γιόσεφ Τσάπεκ) πρέπει να αντιμετωπίσει με ευελιξία και πονηριά τους αντιπάλους και να λύσει μια σειρά από άλλοτε χαριτωμένα αναμενόμενους και άλλοτε ευπρόσδεκτα ευφάνταστους γρίφους, διασχίζοντας φουτουριστικά έως σουρεαλιστικά αστικά τοπία και εσωτερικούς χώρους εκθαμβωτικής ομορφιάς, ζωγραφισμένα στο χέρι από τον Γιάκουμπ Ντβόρσκι και θεσπέσια ντυμένα με το ιδιοφυές μινιμαλιστικό σάουντρακ του μόνιμου συνεργάτη του, Τόμας “Φλόεξ” Ντβόρζακ.

 

 

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η ανεξάρτητη τσέχικη εταιρία Amanita Design εκπλήσσει με την πρωτοτυπία και την καλλιτεχνική αρτιότητα των εγχειρημάτων της. Από τα πρώτα της κιόλας βήματα – με το μουσικό project Osada, τα διαφημιστικά μίνι παιχνίδια Rocketman (για τη Nike) και The Quest for the Rest (για την αμερικανική συμφωνική ποπ μπάντα The Polyphonic Spree), το πανέξυπνο εκπαιδευτικό Questionaut για λογαριασμό του BBC, το αξιολάτρευτα αινιγματικό Samorost και αργότερα, σε συνεργασία με τον εικονογράφο Γιάρομιρ Πλάτσκι, το παρανοϊκά χιουμοριστικό Botanicula – έδωσε το απαράκαμπτο δημιουργικό της στίγμα, κερδίζοντας τακτικές υποψηφιότητες και βραβεία σε εγχώριο αλλά και διεθνές επίπεδο. Πάντοτε με την ίδια αστείρευτη όρεξη και καλπάζουσα “αναρχική” φαντασία, η νεανική ομάδα της Amanita κατόρθωσε να επιβάλει το χαρακτηριστικό, άμεσα αναγνωρίσιμο ύφος της δίχως να το “υποθηκεύσει” εμπορικά, συχνά δουλεύοντας με σχεδόν αδιανόητα πενιχρούς προϋπολογισμούς (η προώθηση του Machinarium κόστισε μόλις… 800 ευρώ!).

 

 

Ενώ είναι διαθέσιμο για αγορά και μεταφόρτωση με ευτελές αντίτιμο από τον ιστότοπο της Amanita αλλά και μέσω της πλατφόρμας Steam, το Machinarium έχει κυκλοφορήσει και σε πανέμορφη συλλεκτική κασετίνα περιορισμένων αντιτύπων, η οποία εκτός από το DVD εγκατάστασης του παιχνιδιού, περιλαμβάνει επίσης το CD της μουσικής επένδυσης συν επιπλέον ηχητικό υλικό, ένα φυλλάδιο-αφίσα με εκτενείς πληροφορίες και προσχέδια των γραφικών και το καλαίσθητο βιβλιαράκι οδηγιών, από όπου… απουσιάζει παντελώς το κείμενο (και το ίδιο το παιχνίδι, εξάλλου, διακρίνεται από την απόλυτη έλλειψη διαλόγων). Παρόμοια είναι και η λογική των βοηθητικών νύξεων και συμβουλών που εμφανίζονται κατά καιρούς με τη μορφή κρυπτικών σκίτσων, προσθέτοντας άλλο ένα επίπεδο δυσκολίας στις ευφυείς ως επί το πλείστον και καλοστημένες “παγίδες” που περιμένουν τον Γιόσεφ και τους παίκτες. Το κάθε “κεφάλαιο” της ιστορίας συνοδεύεται και από ένα αυτόνομο, προαιρετικό παιχνιδάκι κρυμμένο στο πάνω μέρος της οθόνης, ο επιτυχής τερματισμός του οποίου αποκαλύπτει το αντίστοιχο τμήμα της λύσης.

 

 

Κατά ένα μέρος, η γοητεία του Machinarium οφείλεται ακριβώς σε κάτι τέτοιες μικρές εκπλήξεις, όπως και στους επιπλέον γρίφους, τα αναπάντεχα “δώρα” ή κλεισίματα του ματιού με τα οποία ανταμείβεται όποιος παίκτης είναι διατεθειμένος να λοξοδρομήσει από την “ορθόδοξη” πορεία και να σκαλίσει λίγο περισσότερο. Εκείνο όμως που κλέβει στην κυριολεξία την παράσταση είναι τα αισθητικά εξαίσια “steampunk” σκηνικά με την τολμηρή ενορχήστρωση οργανικής ύλης και ιλιγγιωδώς περίπλοκων μηχανικών κατασκευών (σήμα κατατεθέν της Amanita και απευθείας αναφορά – όπως άλλωστε και ο τίτλος του παιχνιδιού – στο πρωτοποριακό βιντεοπαιχνίδι Sanitarium του 1999) και η δαιμόνια, σχεδόν εξωπραγματική μουσική που καθρεφτίζει την ανόσια και μαζί απολαυστική σύζευξη άψυχου και έμψυχου, ειδυλλιακού και ζοφερού, απερίφραστης ωμότητας και αφοπλιστικής ευαισθησίας, παιδιάστικης αφέλειας και επιδεικτικής περιφρόνησης του πολιτικά ορθού.

 

 

Κάτω απ’ την ήδη συναρπαστική πολυσημία του περιτυλίγματος, ωστόσο, καραδοκεί μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα αλυσίδα προεκτάσεων. Το Μακινάριουμ δεν είναι απλώς μια φανταστική τενεκεδούπολη όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση μιας παραμυθένιας αλληγορίας: οι μελαγχολικά σκοτεινόχρωμες, αδειανές από κάθε ανθρώπινο στοιχείο γειτονιές του έχουν μια ευδιάκριτη όψη μετα-αποκαλυπτικής εγκατάλειψης, η οποία υπογραμμίζεται απ’ την παρουσία των λιγοστών, μοναχικών και παραιτημένων κατοίκων-ρομπότ που σκουριάζουν κυριολεκτικά και μεταφορικά εδώ κι εκεί, ανήμποροι να αυτοεξυπηρετηθούν και εξαρτημένοι από την καλή θέληση όσων… συνμηχανών τους (ο Γιόσεφ, για παράδειγμα) διατηρούν ίχνη νοημοσύνης, ελεύθερης βούλησης και συναισθημάτων αλληλεγγύης. Η αντικοινωνική συμπεριφορά “νταή του σχολείου” που χαρακτηρίζει τη συμμορία των “κακών” δεν εξαντλείται στις μοχθηρές φάρσες εις βάρος του αθώου Γιόσεφ και των φίλων του, αλλά στρέφεται εναντίον μιας ολόκληρης πόλης που ουσιαστικά τελεί υπό καθεστώς κατοχής, στο έλεος μιας αδίστακτης, διεφθαρμένης και ανισόρροπης ολιγαρχίας. Οι ιδεολογικές/πολιτικές αυτές νύξεις γίνονται όσο χρειάζεται αισθητές για να προδώσουν την ύπαρξη ενός βαθύτερου στρώματος προβληματισμών και νοημάτων, ταυτόχρονα όμως είναι επιδέξια εναρμονισμένες με τη μυθολογία της πλοκής, ώστε να μην “κραυγάζουν” αποσπώντας τον παίκτη από την ατόφια ψυχαγωγική πτυχή του παιχνιδιού.

 

 

Το Machinarium είναι πλήρως συμβατό με όλα σχεδόν τα λειτουργικά συστήματα, η χρήση όμως της τεχνολογίας Flash στον σχεδιασμό του προγράμματος έχει το μειονέκτημα ότι μια επανεκκίνηση του παιχνιδιού (ή/και το “τρέξιμο” ενός καθαριστικού προγράμματος) μπορεί να διαγράψει ή να αχρηστέψει την αποθηκευμένη πρόοδο του παίκτη – και δυστυχώς, η λύση που προτείνεται στο ιστολόγιο της Amanita για το πολύ σημαντικό αυτό πρόβλημα δεν βοηθά σε όλες τις περιπτώσεις (πιο αποτελεσματικές βρήκα ορισμένες “ανεπίσημες” μεθόδους, οι οποίες ωστόσο απαιτούν κάποιο βαθμό εξοικείωσης με τους υπολογιστές και γνώσεις προγραμματισμού που δεν είναι αυτονόητες για τον μέσο χρήστη). Πέρα ωστόσο απ’ το μοναδικό αυτό μελανό σημείο, το Machinarium εξακολουθεί να είναι ένα χάρμα οφθαλμών (και… ώτων) που αξίζει με το παραπάνω την προσοχή και τα χρήματά μας, καθώς και την ευκαιρία να μας ξεναγήσει στον αμεταμέλητα ποιητικό, ανησυχητικά παράδοξο κόσμο του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top