Fractal

Μ. Αναγνωστάκης, «Στον Νίκο Ε… 1949», Παρενθέσεις, 1949

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) εντάσσεται στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που υπηρετούν την κοινωνική, πολιτική, αντιστασιακή ή υπαρξιακή ποίηση. Κατά τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια έζησε το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, τη Σοβιετική Επανάσταση, την διεθνή οικονομική κρίση, κατά την πρώτη ώριμη ηλικία τον Β΄ Παγκόσμιο, τη γερμανική κατοχή, τη διάσπαση της Αριστεράς, τον εμφύλιο. Η ποίηση του Αναγνωστάκη κρατά έναν τόνο χαμηλόφωνο και εξομολογητικό. Ξεκινά από το ατομικό περιστατικό, αλλά εκφράζει τη συλλογική διάψευση και προδοσία των οραμάτων της συγκαιρινής του εποχής. Η ποίησή του -ποίηση της ήττας- διακρίνεται για τον πικρό και απαισιόδοξο τόνο της, για τον βιωματικό της χαρακτήρα. Ο Αναγνωστάκης ξεκινά με σοσιαλιστικό όραμα, νεανική πίστη, αγωνιστικό πνεύμα κι εν συνεχεία απογοητεύεται, διαψεύδεται, προβληματίζεται για την χρησιμότητα της ποίησης και εν τέλει επιλέγει συνειδητά την ποιητική σιωπή.

 

Φίλοι

Που φεύγουν

Που χάνονται μια μέρα

Φωνές

Τη νύχτα

Μακρινές φωνές

Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους

Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση

Ερείπια

Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες

 

Εφιάλτες,

Στα σιδερένια κρεβάτια

Όταν το φως λιγοστεύει

Τα ξημερώματα.

 

(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα

αυτά;).

  

Θέμα της ποιητικής σύνθεσης αποτελεί το χρέος της ποίησης απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα. Η ευαισθησία του ποιητή είναι η μόνη εγγύηση για την καταγραφή και καταγγελία της απανθρωπιάς και τη συντήρηση των στοιχείων της μνήμης, που απειλεί να καταβροχθίσει ο χρόνος.

   Ο Αναγνωστάκης φιγουράρει ως τραγικό πρόσωπο, καθώς αναμένει να πληρώσει τη στράτευσή του στην αριστερά και τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις. Ζώντας τη φρικτή εμπειρία του μελλοθάνατου, καταφέρνει κρατώντας ανεπηρέαστη τη συναίσθηση του χρέους  απέναντι στην ιστορία, της οποίας φορέας έχει γίνει ο ίδιος, να θυμηθεί το ρόλο που έχει ένας ποιητής. Με άλλα λόγια, ο ποιητής Αναγνωστάκης αποστασιοποιείται από τον άνθρωπο Αναγνωστάκη, που βιώνει εφιαλτικές στιγμές και έρχεται αντιμέτωπος με το χρέος του. Η ποίηση γίνεται πράξη ευθύνης και ο ποιητής προβάλλει ως υπεύθυνος λειτουργός της. Η ποίηση πρέπει να γίνει το όχημα που θα βγάλει το έθνος από το αδιέξοδο. Ο Αναγνωστάκης πρεσβεύει τη δράση μέσω της ποίησης, την καταγγελία μέσω του ποιητικού λόγου, γι’ αυτό και εγκαλεί έμμεσα τον Εγγονόπουλο για την ουδετερότητά, την παραίτηση, τη σιωπή και τη μετριοπαθή του στάση απέναντι στον εμφύλιο σπαραγμό. Η πολιτική συνείδηση του Αναγνωστάκη, διαμορφωμένη στο χώρο της Αριστεράς, δεν του υπαγορεύει μόνο την ποίηση, αλλά και την ποιητική. Περισσότερο αγωνιστικός και κοντά στην ιδέα της στρατευμένης ποίησης, πιστεύει στη ρεαλιστική άποψη της τέχνης-καθρέφτη της ζωής και της πραγματικότητας. Αναδεικνύει τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, που συνίσταται στη συμμετοχή και στην καταγραφή του καιρού του, μια καταγραφή που γίνεται ισοδύναμη με την καταγγελία των εφιαλτικών συνθηκών και την ανόρθωση μνημονικών φραγμάτων στη ροή του αδηφάγου χρόνου.  Με το σκεπτικό αυτό, κάθε ιδέα ποιητικής παραίτησης θα μπορούσε να θεωρηθεί λιποταξία. Ο Αναγνωστάκης φρονεί πως σε χαλεπούς καιρούς η ποίηση οφείλει να εκπνέει κραυγές και όχι να υιοθετεί τη ρητορική της σιωπής. Έχει χρέος να επαγγέλλεται έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, να λειτουργεί ως ευεργετικό λάδι στα γρανάζια της ζωής. Ο Αναγνωστάκης αναζητά απεγνωσμένα τον ποιητή που θα μπορέσει να χωρέσει σε στίχους όλον τον πόνο. Αναζητά τον ποιητικό λόγο που θα αισθητοποιήσει τις δραματικές στιγμές που βιώνει ως θανατοποινίτης. Νιώθει ότι οι στιγμές είναι σημαντικές και η ιστορία επιτάσσει την παρουσία της ποίησης. Ο Αναγνωστάκης αφήνει το στίγμα του, ένα αδιάψευστο ντοκουμέντο της συγκαιρινής του εποχής, για να μην κηλιδωθούν και πλαστογραφηθούν τα γεγονότα. Επομένως, η ποιητική του έμπνευση κινείται ανάμεσα στην πολιτική συνείδηση και τα βιώματα. Προβάλλοντας εικόνες καταστροφής, ερήμωσης, θανάτου, πόνου, αποφορτίζει τις έννοιες που χρησιμοποιεί από την οντολογική τους αξία και τις μεταχειρίζεται με τρόπο που επιτυγχάνει μια συμβολική και ρεαλιστική απεικόνιση της μαρτυρικής Ελλάδας του εμφυλίου. Έτσι, κάνει ποίηση ουσίας, μια και είναι απόσταγμα της πραγματικής ζωής.

 

 

   Ο προσδιορισμός της ιστορικής εποχής επιτυγχάνεται με το  έτος στον τίτλο, που παραπέμπει στον εμφύλιο. Η εσκεμμένη συγκάλυψη της ταυτότητας του αποδέκτη εγείρει αμφιβολίες. Προφανώς ο Νίκος Ε… δεν είναι ο Ν. Εγγονόπουλος, αλλά ο Ν. Ευστρατιάδης, στον οποίο και αφιερώνεται το ποίημα, σύμφωνα με προφορική δήλωση του ποιητή. Ωστόσο, το ποίημα αποτελεί έμμεση απάντηση σ’ εκείνο του Εγγονόπουλου, αφού η σύλληψη και η υλοποίηση της ποιητικής ιδέας αφορμάται από το ποίημα του ομοτέχνου του, κάτι που επιβεβαιώνεται:

(α) από τη σκόπιμη ασάφεια του τίτλου, που επιτρέπει τη συσχέτιση με το όνομα του Εγγονόπουλου

(β) από τη σύμπτωση των χρονολογιών, που παραπέμπει στο ίδιο ιστολογικό υπόβαθρο του εμφυλίου, αλλά και την ίδια περίπου περίοδο δημοσίευσης

(γ) από τη θεματική σχέση και τον προβληματισμό των δύο ποιημάτων, καθώς ανοίγουν έναν ενδιαφέροντα διάλογο γύρω από το χρέος της ποίησης απέναντι στις επιταγές της ιστορικής πραγματικότητας, για το αν ενδείκνυται ή όχι να γράφονται ποιήματα, για το αν ακυρώνεται ή όχι η ποίηση, μέσα σε μια εποχή θανάτου και άλλων μεγάλων συμφορών (ποιήματα ποιητικής) και

(δ) από την ενσυνείδητη και ηθελημένη μορφολογική μίμηση της πένας του Εγγονόπουλου και τον τεμαχισμένο-ακρωτηριασμένο-συλλαβικό λόγο.

 

Δομή: 1η στροφική ενότητα (στ. 1-10), 2η στροφική ενότητα (στ. 11-14), 3η στροφική ενότητα (στ. 15).

 

Ανάλυση:

 

Φίλοι

Που φεύγουν

Που χάνονται μια μέρα:

Φωνές

Τη νύχτα

Μακρινές φωνές:

Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους

Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση

Ερείπια

Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες

 

Φίλοι/ Που φεύγουν/ Που χάνονται μια μέρα: Εδώ κάνει την εμφάνισή του το σταθερά επανερχόμενο μοτίβο της απώλειας των φίλων λόγω φυλακίσεων, εξορίας, εκτελέσεων ή καταδικαστικών αποφάσεων, το οποίο καταδεικνύει το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησαν φεύγοντας. Οι παλιοί αγωνιστές της αντίστασης εκτελούνται από τους ομοεθνείς τους, από τους δίδυμους αδερφούς τους, εκείνους που μαζί άλλοτε πολέμησαν για τα ίδια ιδανικά ενάντια στο φασισμό. Ο πόνος του ποιητή για τη μεγάλη απώλεια βουβός. Ίσως η αναφορά αυτή να είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής ξεπληρώνει το χρέος του σ’ αυτούς. Χαρακτηριστική είναι η αοριστία που υπάρχει στον τρίτο  στίχο του ποιήματος, καθώς δεν υπάρχει λόγος να οριστεί η μέρα. Τέτοια περιστατικά δεν χαρακτηρίζουν μόνο τη συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά μπορούν να συμβούν σε κάθε πόλεμο ή σε κάθε ανελεύθερο καθεστώς.

Φωνές: αισθητοποιούν μια ακουστική εντύπωση.

Αντίθεση φως-σκοτάδι: Από το φως οδεύουμε αντιθετικά στο απόλυτο σκοτάδι της νύχτας και του θανάτου, που διασπάται από τις εναγώνιες κραυγές μιας μάνας. Η χρονική εναλλαγή από μέρα σε νύχτα δίνει έμφαση στο αδιέξοδο της βίας και στην καθημερινή επανάληψή του, στους βασανισμούς των αγωνιστών ή στις φωνές των δεσμοφυλάκων.

Μακρινές φωνές: Οι απεγνωσμένοι λυγμοί ακούγονται και πάλι από μακριά, για να αφήσουν να αιωρείται εκ νέου η απόκοσμη αίσθηση της ερημιάς και της ανθρώπινης απουσίας.

Μάνας τρελής: Η τρελή, αλλοπαρμένη, παραζαλισμένη, παράφρων μάνα βγάζει κραυγές απόγνωσης, καθώς χάνει το παιδί της, το οποίο και αναζητά εναγώνια.[1] Η εικόνα δίνει το στίγμα της τραγικής ιστορικής πραγματικότητας, προσδίδει στη σκηνή δραματικότητα και ζωντάνια. Η εμπειρία, είτε ως βίωμα είτε ως ανάμνηση, καταγράφει για ακόμα μια φορά τα αθώα θύματα αυτού του σπαραγμού και αποτυπώνει τη δυστυχία, τον πόνο και την ερήμωση που τον συνοδεύουν.

στους έρημους δρόμους: Το αρχέγονο σκηνικό μιας νέας τραγωδίας έχει στηθεί, μια κατάσταση αλλόκοτη και παράδοξη, όπως ο πόλεμος, με μια μάνα τρελή να τρέχει στους δρόμους ουρλιάζοντας και αναζητώντας απεγνωσμένα το νεκρό παιδί της.[2] Η φωνή μένει χωρίς απάντηση και η αναζήτηση χωρίς εύρημα, αφού οι δρόμοι είναι έρημοι, χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Οι έρημοι δρόμοι, επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ποίηση του Αναγνωστάκη, συνθέτουν ένα θλιβερό τοπίο της πόλης, ένα τοπίο θανάτου, όπου η ζωή δεν τολμάει να κυκλοφορήσει. Είναι η πόλη με τα γκρεμισμένα όνειρα, με το σκοτεινό παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Οι έρημοι δρόμοι δεν είναι απλά το σκηνικό της μοναξιάς και της απελπισίας. Πέρα από τον υποφαινόμενο συμβολισμό, είναι και το σκηνικό του θανάτου, που είναι και αληθινό και χειροπιαστό.

Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση: Το δεύτερο σύμβολο του άμαχου πληθυσμού, ένα παιδί εγκαταλειμμένο, κλαίει γοερά και το κλάμα ηχεί χωρίς απάντηση. Η υποθήκη του μέλλοντος, τα νέα βλαστάρια από τα οποία θα αναγεννηθεί το έθνος, ξεριζώνονται βάναυσα στο όραμα μιας σάπιας ιδεολογίας.

Ηχητικό κοντράστ: Ενδιαφέρον παρουσιάζει το δέσιμο του ήχου του κλάματος και σιωπής. Το ηχητικό αυτό κοντράστ δημιουργεί ένα ψυχικό μούδιασμα μπρος στην τραγικότητα της στιγμής.  Η σιωπή της νύχτας «σπάει» από τις φωνές της τρελής μάνας και το αναπάντητο κλάμα του παιδιού. Η σιωπή αντανακλά το θάνατο που πλανάται στην ατμόσφαιρα. Το ίδιο, όμως, αποδίδει και ο ήχος, αφού οι συγκεκριμένοι ήχοι δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις τραγικότερες εκφάνσεις της απανθρωπιάς του πολέμου. Ενώ, λοιπόν, σιωπή και ήχος αλληλοαναιρούνται, αφήνουν στο τέλος την ίδια πικρή γεύση, δηλώνουν το τέλμα του πολέμου.

Ερείπια: Τα επανερχόμενα στην ποίηση του Αναγνωστάκη συντρίμμια, τα μισογκρεμισμένα κτίσματα, οι υλικές καταστροφές αποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο κινούνται οι φιγούρες των αμάχων.  Τα ερείπια παραλληλίζονται με τις τιμημένες σημαίες της Αντίστασης που προδόθηκε και συνοψίζουν την εικόνα της κατεστραμμένης και πυρπολημένης από την αντίπαλη παράταξη πόλης ή των ψυχολογικά συντριμμένων και αλλοιωμένων συνειδήσεων. Πρόκειται για ένα σκηνικό άρρηκτα δεμένο και κατάλληλο για να φιλοξενήσει τις μορφές της μάνας και του παιδιού. Η εικόνα υποδεικνύει, εκτός των άλλων, την πολιτική συνείδηση του ποιητή.

Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες: Η παρομοίωση είναι αποκαλυπτική της ιστορικής πραγματικότητας. Η σημαία, σύμβολο της εθνικής ενότητας και ομοψυχίας, είναι διάτρητη από τις σφαίρες του αδελφοκτόνου μίσους. Η σημαία συμβολίζει τα ιδανικά ενός λαού, επομένως οι τρυπημένες σημαίες συμβολίζουν την κατάρρευση και την φαλκίδευση των αξιών, την αποσύνθεση του έθνους. Οι σφαίρες του αδελφοκτόνου πολέμου την έχουν κατατρυπήσει. Τα πυρά του εμφυλίου χτυπούν την καρδιά του έθνους. Η αδελφοκτονία οδηγεί στην έκπτωση κάθε εθνικού ιδεώδους. Οι σφαίρες σκότωσαν κάθε εθνική αξία. Το μίσος και ο διχασμός των Ελλήνων, η άσκοπη φρικιαστική ανθρωποθυσία, καταρρακώνουν κάθε ιδανικό. Οι σημαίες -και όχι η σημαία- και των δύο παρατάξεων πυροβολούνται, ποδοπατούνται, εγκαταλείπονται, λησμονιούνται. Τα σύμβολα του έθνους, αλλά και τα λάβαρα των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων και των ιδανικών, τρύπια και σάπια, γίνονται έμβλημα του μίσους και του αλληλοσπαραγμού. Τα ιδανικά ξεφτίζουν και χρεοκοπούν (ηθική εξαχρείωση). Η πίκρα του ποιητή για τα οράματα που χάνονται, η διάψευση των οραμάτων, η ακύρωση της μελλοντικής προοπτικής και η απογοήτευση είναι έκδηλες. Τα ερείπια και οι σημαίες αποτελούν σύμβολα καπηλείας του εθνικού ιδανικού. Οι Έλληνες βλέπουν τη χώρα τους, κοιτίδα των δημοκρατικών ιδεωδών και της ελευθερίας, να διχάζεται, να παρακμάζει, να χειραγωγείται από μικρόψυχα συμφέροντα.

 

Εφιάλτες,

Στα σιδερένια κρεβάτια

Όταν το φως λιγοστεύει

Τα ξημερώματα.

 

Εφιάλτες: Η απομονωμένη λέξη εφιάλτες κάνει αισθητή τη δύναμή της. Ο ποιητικός λόγος που είχε ξεκινήσει από τη φυλακή, επιστρέφει στο χώρο που παράγεται, στη φυλακή του Γεντί Κουλέ, του Επταπυργίου της Θεσσαλονίκης, όπου σιωπηλά και εναγώνια ο Αναγνωστάκης αναμένει το θάνατο. Η αίσθηση του εγκλεισμού, του δεσμωτηρίου, της ειρκτής, του κλειστού ορίζοντα, του περιθωρίου, του αποκλεισμού, της έλλειψης επικοινωνίας δίνεται με την κράτηση στον κλειστό και σκοτεινό χώρο του κελιού. Η εικόνα, άκρως ρεαλιστική στη σύλληψη της, έρχεται να συμπληρώσει την πραγματικότητα του εμφυλίου. Η προσωπική εμπειρία της φυλάκισης προκαλεί συνειρμούς απομόνωσης, βασανιστηρίων και εκτελέσεων. Ο ύπνος είναι ανήσυχος, οι εφιάλτες ανακυκλώνουν την προηγούμενη βία και ενοχλούν την συνείδηση υπενθυμίζοντας τις αμείλικτες σκηνές της ημέρας, ενώ ταυτόχρονα γεμίζουν τύψεις όσους επέζησαν.  Ωστόσο, η εικόνα του μαρτυρίου αποτυπώνεται μόνο έμμεσα, μέσα από κάποιες λέξεις συμβολικά φορτισμένες, που υποβάλλουν ήπια, χωρίς κραυγές και μελοδραματισμούς, το δράμα των μελλοθάνατων.

Στα σιδερένια κρεβάτια: Τα σιδερένια κρεβάτια μας μεταφέρουν απευθείας στο σκληρό περιβάλλον της φυλακής, που συμβολίζει τη βία της εξουσίας. Οι φυλακές και τα ξερονήσια (τόποι εξορίας), σύμβολα ντροπής και μάρτυρες καταπίεσης, παρουσιάζονται στην ποίηση του Αναγνωστάκη πολύ συχνά. Κάποιοι υποστηρίζουν πως τα σιδερένια κρεβάτια παραπέμπουν στον ανήσυχο ύπνο των μελλοθάνατων βαρυποινιτών, αλλά κάτι τέτοιο δεν μας πείθει ιδιαιτέρως. [3]

Όταν το φως λιγοστεύει/ τα ξημερώματα: Η οσμή του θανάτου γίνεται ακόμα πιο έντονη. Η νοηματική αντίθεση των δύο στίχων ισχυροποιείται με το οξύμωρο σχήμα, αφού υπό φυσιολογικές συνθήκες τα ξημερώματα σηματοδοτούν το ξεκίνημα μιας νέας ηλιόλουστης μέρας. Ωστόσο, στο σημείο αυτό ο ποιητής δεν μιλά για το φυσικό φως, αλλά για το φως της ζωής των μελλοθάνατων συντρόφων του, που σβήνει τα ξημερώματα. Εδώ, ο Αναγνωστάκης κυριολεκτεί, αφού το χάραμα, η αυγή, είναι η συνήθης ώρα των εκτελέσεων. Το φως της ημέρας αναιρεί το σκοτάδι της νύχτας. Το σκοτάδι αντικατοπτρίζει το θάνατο, αλλά και το φως της ημέρας οδηγεί στο θάνατο, αφού το ξημέρωμα φέρνει μαζί του τις εκτελέσεις. Φως και σκοτάδι αλληλοαναιρούνται, αλλά οδηγούν στον ίδιο παρονομαστή, στο ίδιο τραγικό αδιέξοδο. Η ζωή των ανθρώπων αποδομείται τόσο πολύ που καμιά μεταβολή, καμιά εξέλιξη δεν μπορεί να αναιρέσει την ατμόσφαιρα του θανάτου. Πρόκειται για μια εποχή αδιεξόδου και αυτό καταγράφεται με σαφή και απόλυτο τρόπο στο ποίημα του Αναγνωστάκη.

 

(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα

αυτά;).

 

 

 

Το ποίημα ολοκληρώνεται με την άρθρωση ενός καταγγελτικού και μοραλιστικού καταλυτικού στίχου, που ξεχωρίζει από το υπόλοιπο ποιητικό κείμενο, με το μεγάλο διάστιχο και με το κλείσιμό του σε παρένθεση. Η παρένθεση στον Αναγνωστάκη έχει πάντα κάποια ιδιαίτερη σημασία, καθώς εκεί περικλείει στίχους σημαντικούς που φωτίζουν τους προβληματισμούς του. Η παρένθεση χαμηλώνει τους τόνους και υποδηλώνει το κλείσιμο του ποιητή στον εαυτό του και την αναζήτηση στα μύχια μέρη της ψυχής. Επιπροσθέτως, εκφράζει την πολυσήμαντη εμπειρία του πόνου του με τον εσωτερικό μονόλογο. Εδώ περικλείονται όσα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παρόρμηση του ποιητή να γράψει το ποίημα. Ο ίδιος στο “Υ.Γ” του λέει για το έργο και τον εαυτό του: «μιλούσε συχνά με παρενθέσεις και αποσιωπητικά σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα./ Μέσα σ’ ένα στίχο πόση φλυαρία». Με την παρένθεση o στίχος αυτονομείται από το υπόλοιπο ποίημα και ο αφηγητής λειτουργεί από την οπτική του καλλιτέχνη και όχι πλέον από τη βιωματική θεώρηση του θύματος του εμφυλίου. Ο ποιητής επιδιώκει να υπογραμμίσει, με έμφαση, την απαντητική του υπόδειξη για το χρέος και την ευθύνη του ποιητή. Θέτει ένα καίριο ερώτημα για το ρόλο της ποίησης με τρόπο πλάγιο. Νιώθοντας τραγική απόγνωση μπροστά στην αδυναμία άμεσης επικοινωνίας επιλέγει να δοκιμάσει το συμβολικό δρόμο για να έρθει σε επαφή με τον κόσμο. Ο στίχος μοιάζει με ρητορική ερώτηση και αφορά στο καθήκον του ποιητή, ο οποίος έχει χρέος να καταγγείλει και όχι να σωπάσει. Αποδέκτης του παρένθετου στίχου ενδέχεται να είναι: (α) ο σύντροφος του Αναγνωστάκη Ευστρατιάδης, (β) η ίδια η ποίηση, διατυπωμένη από έναν ποιητή με υψηλή συναίσθηση καθήκοντος, (γ) ο εαυτός του τονίζοντας το χρέος του να μην λιποψυχήσει ή (δ) οι ομότεχνοί του προκειμένου να πάρουν θέση. Ωστόσο, το μα δηλώνει ότι η ερώτηση έχει απαντητικό χαρακτήρα στο ποίημα του Εγγονόπουλου. Η απάντηση, αν και λανθάνουσα, είναι σίγουρη: «Φυσικά ο ποιητής ή Εμείς οι ποιητές». Είναι σαν να διαβάζουμε: μα ποιος άλλος παρά ο ποιητής θα μιλήσει με πόνο για όλα αυτά. Η ερώτηση με την αυτόνομη απάντηση λαμβάνει χαρακτήρα αναστοχασμού. Ο στίχος αυτός είναι το έναυσμα για την έναρξη ενός ιδιότυπου ποιητικού διαλόγου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν «αφήνει» το ποίημα να τελειώσει, αφού με την ύπαρξη του ερωτήματος ανοίγει ένας νέος κύκλος προβληματισμού γύρω από το ποίημα.[4] Επομένως, ο ποιητής αναρωτιέται με απόγνωση για τη δυνατότητα της ποίησης να εκφράσει με αυθεντικότητα την εμπειρία της ιστορικής πραγματικότητας. Ο ποιητής αμφιβάλλει για τον αν καταφέρνει η ποίηση να φωτίσει σφαιρικά τα γεγονότα. Ο παρενθετικός λόγος συντελεί στην αποφόρτιση της συναισθηματικής έντασης του ποιητή.

 

_____________________________

[1] Η εικόνα της τρελής μάνας παραπέμπει στην ποίηση του Δ. Σολωμού.

[2] Η εικόνα των έρημων δρόμων παραπέμπει στην ποίηση του Μ. Σαχτούρη.

[3] Η εικόνα των σιδερένιων κρεβατιών παραπέμπει στην ποίηση του Γ. Σεφέρη.

[4] Όπως έλεγε και ένας μελετητής του Κ. Π. Καβάφη, τα ουσιώδη νοήματα των ποιημάτων του βρίσκονται στη λευκή σελίδα, που εκτείνεται κάτω από την τυπογραφική διάταξη του καταληκτικού στίχου.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top