Fractal

Μη μου τους πεσσούς τάραττε

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

nabokov-amyna«Η άμυνα του Λούζιν» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 352

 

Γράφει ο Στέφαν Τσβάιχ: «Στο σκάκι, ως ένα καθαρά πνευματικό παιχνίδι, όπου αποκλείεται η τυχαιότητα – είναι παράλογο κάποιος να παίξει εναντίον του εαυτού του. Είσαι σαν παράδοξο, καθώς προσπαθεί να πηδήξει πάνω από τη σκιά του».

Ένα παιχνίδι που είναι κάτι παραπάνω από παιχνίδι. Λευκά εναντίον μαύρων. Οι δεκαέξι πεσσοί του ενός σε αντιπαράθεση με τους δεκαέξι πεσσούς του άλλου, κινούμενοι –όχι κατά βούληση- σε ένα διάγραμμα που ορίζεται από οκτώ οριζόντιες λωρίδες διασταυρούμενες από οκτώ κάθετες στήλες διαμορφώνοντας έτσι, συνολικά, 64 τετράγωνα, βαμμένα εναλλάξ με μαύρο και λευκό χρώμα.

Πού ακριβώς χάθηκε ο Λούζιν του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ; Τούτος ο διαπεραστικός ήρωας, ένας από τους πλέον εμβληματικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που κουβαλάει περίσσεια απόγνωσης που συναντάει κανείς στους ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Πού ακριβώς το μυαλό του, η ίδια του η ύπαρξη, πήρε αυτή την ξασπρισμένη απόχρωση του κλυδωνισμού και έγινε όλος μια αντήχηση χαμού; Μέσα σε μια παρτίδα σκάκι ή εκτός αυτής; Και ποια, τελικά, ήταν η πραγματική παρτίδα; Σε ποιο σημείο το παίγνιο εισβάλλει στο σκοτάδι της ζωής και κάτω από ποιες συνθήκες οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν, και ο ίδιος ομοίως, μετατρέπονται σε πιόνια που περιμένουν κάποιος να τους κουνήσει στο επόμενο τετράγωνο; Μια κίνηση είναι ικανή να προκαλέσει έναν πικρό θρίαμβο. Όντως, κάπως έτσι συμβαίνει.

Στη σκακιστική ορολογία «κίμπιτζερ» είναι ο τρίτος που παρατηρεί τις κινήσεις των δύο παικτών – ο εξωτερικός παράγοντας που βλέπει και μετέχει διά της συμπεφωνημένης σιωπής. Ο Λούζιν είναι -εν ταυτώ- παίκτης και κίμπιτζερ του εαυτού του. Δρα και υφίσταται τη δράση. Κάνει μια κίνηση και αίφνης αυτή η κίνηση αναδιπλώνεται και αποτιμά τις δικές του άμυνες. Βρίσκεται μόνιμα ένα βήμα πριν από το γκρεμό με το angst να σπαθίζει στις μετρημένες αντοχές του.

Ο Λούζιν είναι ένας άνδρας που δεν κατάφερε ποτέ να αποβάλλει τη θλιβερότητα του παιδιού και συγχρόνως ένα παιδί που έζησε στο ασταθές κορμί ενός άνδρα. Από μικρή ηλικία έχασε τη συνάφεια με τον κόσμο. Πάντα ήταν ένα βήμα πιο πίσω ή πιο μπροστά. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να κατανοήσουν οι γονείς του, και κυρίως ο πατέρας του, ένας αποτυχημένος συγγραφέας, ότι ο γιος του θα ζήσει με την ευγένεια της απελπισίας του. Μέχρι που ο μικρός Λούζιν ανακαλύπτει τη σαγήνη της παραίσθησης μέσω του σκακιού. Οι πεσσοί και τα τετράγωνα θα γίνουν οι νοητές συντεταγμένες του, οι δαίμονες της εμβροντησίας του. Τούτος ο συναισθηματικά απονεκρωμένος άνδρας-παιδί που περπατάει πάντα αντίδρομα, μέσα από τις πρώτες κινήσεις του παιχνιδιού που μαθαίνει από τη θεία του και ερωμένη του πατέρα του και από τα σκακιστικά προβλήματα που με ζέση επιθυμεί να λύσει, βιώνει μια σπάνια στιγμή οικειότητας με ένα στοιχείο του κόσμου. Το αγεφύρωτο κενό, ωστόσο, αντί να μειωθεί θα του προσφέρει μια χαοτική εγκεφαλική περιδίνηση. Η σχέση του με το δυσώδη Βαλεντίνοφ, ο οποίος αναλαμβάνει τη διαχείριση του σπάνιου σκακιστικού ταλέντου του Λούζιν –ιδιαιτέρως μετά το θάνατο των δικών του-, θα αποτελέσει το σημείο καμπής για την «γκρίζα εξοχότητά» του. Θα βρεθεί μόλις μια κίνηση από το να γίνει grand maître έχοντας απέναντί του τον δεινό παίκτη Τουράτι. Και τότε θα καταρρεύσει. Η άμυνα που είχε σχεδιάσει για να κατατροπώσει τον αντίπαλό του θα αποδειχθεί μάταιη. Είναι άραγε μόνο αυτή η άμυνα που προσπαθεί να συνθέσει ο Λούζιν; Από μικρός, έχοντας επίγνωση της μελαγχολικής ιδιαιτερότητάς του, αναζητεί μονίμως εκείνο το οχύρωμα που θα τον κρατήσει ανέπαφο από τους παιδεμούς των άλλων.

Τη στιγμή της πτώσης έρχεται μια ιδιαίτερη γυναίκα, ένα κορίτσι που μέσα του θάλλει ένας φορτισμένος ανθρωπισμός και μια κλίση προς την παρηγορία, για να τον τραβήξει από τον βούρκο. Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, το κορίτσι παντρεύεται τον Λούζιν και προσπαθεί –παντί τρόπω- να του προσφέρει μια άλλης τάξης ζωή μακριά από τις εμμονές του σκακιού. Τον ευπρεπίζει, του δείχνει την «άγρια βλάστηση» των σαλονιών, τον εμπλέκει σε ήσσονος σημασίας ζητήματα έτσι ώστε να τον επαναφέρει στα ρηχά νερά της καθημερινότητας. Τι ματαιότητα. Ο Λούζιν ακόμη και όταν προσποιείται ότι πλέον δεν έχει το σκάκι στο μυαλό του, είναι μια αναγκαία συνθήκη αγαθής συμβίωσης που του έχει επιβάλει η γυναίκα του, αυτός το έχει συνέχεια στο μυαλό του. Μόνο που η εικόνα της σκακιέρας είναι μεγεθυμένη πλέον στα όρια της υπαρξιακής ασφυξίας. Ο Λούζιν βλέπει παντού τετράγωνα, σκιές που με συνωμοτική έξαψη απειλούν τον βασιλιά του, διαβλέπει τον κίνδυνο να ακούσει από κάπου «ρουά ματ» και προσπαθεί να χτίσει νέες άμυνες. Αυτές που δεν κατάφεραν να τον στέψουν νικητή έναντι του Τουράτι, τώρα οφείλουν να αποδειχθούν αποτελεσματικές. Τι ματαιότητα, ξανά. Η κατάρρευση αυτή τη φορά θα έχει σαρωτική δύναμη. Ο Λούζιν που για χρόνια ζούσε σε ένα limbo, τώρα θα πέσει  με μια κοφτή επιμονή. Είναι «αντάξιος» καρπωτής της ήττας του.

 

Vladimir Nabokov

Vladimir Nabokov

 

Ο Ναμπόκοφ, λάτρης και εκλεκτός παίκτης του σκακιού και δεινός στη δημιουργία σκακιστικών προβλημάτων, φτιάνει ένα μυθιστόρημα που φέρει εν σπέρματι τη στατική ισχύ μιας παρτίδας υψηλών προδιαγραφών. Είναι σαν μάχη μεταξύ Κασπάροφ και Καρπόφ ή σαν τη λεγόμενη «αθάνατη παρτίδα» ανάμεσα στον Άντολφ Άντερσεν και τον Λαϊονέλ Κιζερίτσκι και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε το «ματς του αιώνα» ανάμεσα στο μοναχικό Μπόμπι Φίσερ και τον Μπόρις Σπάσκι που πίσω του είχε μια πλειάδα μανδαρίνων της τότε Σοβιετικής Ένωσης να τον επικουρούν. Ο Λούζιν του Ναμπόκοφ είναι όλοι αυτοί μαζί: είναι μόνος του και όλοι τους. Εντέλει, ο μεγαλύτερος αντίπαλός του αποδεικνύεται ο εαυτός του. Σε αυτές τις οριακές περιπτώσεις οι άμυνες αποδεικνύονται χάρτινες.

Η μετάφραση αυτού του εξαίσιου μυθιστορήματος ανήκει στον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη και είναι ωσαύτως γοητευτική με το πρωτότυπο. Όχι μόνο δεν προδίδει την παθολογική επιρρέπεια που επιθυμεί να χτίσει με τρόπο δραματικό ο Ναμπόκοφ, αλλά την βοηθάει να αναπτυχθεί με τα «σωστά» ελληνικά και το «σωστό» ρυθμό.

 

nabokov-cover

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top