Fractal

Ακούς πτώμα; Λουζιτάνια το έλεγαν

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

louzitania«Λουζιτάνια ροκ» του Γιώργου- Ίκαρου Μπαμπασάκη, Εκδ. «Γαβριηλίδης», σελ.128

 

Ακούς πτώμα; Άκου πτώμα να μαθαίνεις: μπορεί και να είχε δίκιο εκείνος ο ωραίος και μοιραίος, ο Νίκος Νικολαΐδης, που η μόνη αντίνομη πράξη της ζωής του ήταν να πατάει κάθε ευτέλεια, να την πατάει σαν τελειωμένη γόπα, μπορεί λοιπόν να είχε και δίκιο. Το πράγμα χάλασε όταν εκείνος ο κρετίνος ο Πέρι Κόμο τραγούδησε την Glendora.

Αλλά για ‘μας που είμαστε του ’80 εκδρομείς, εκεί που το παρδαλό physique της εποχής ήταν μια στρώση από υπερμεγέθεις βάτες, μαλλιά αφάνα, κονκάρδες μικροσκοπικές σαν μάτι τσαχπίνικο, μαύρο μάτι, για ’μας λοιπόν το πράγμα χάλασε πριν καν αρχίσει: όταν τον Μάιο του 1980 ο Ίαν Κέρτις την είδε Σίσυφος κουρασμένος και έφυγε και όταν ο Νικ Κέιβ τραγούδησε ναρκωτικούς στίχους που θα ζήλευε και ο Λωτρεαμόν και μετά αποχαιρέτησε τους μέγιστους Birthday Party. Μα, κι όταν το Δεκέμβριο του ’90 το πριγκιπόπουλο, το δισεγγόνι του Αλέξη Ζόρμπα, ο όμορφος Απόλλωνας της ροκ, ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε κάνει τις φλέβες του τόσο χρυσές, που άλλο αίμα δεν χωρούσε να περάσει. Κατάλαβες; Το ροκ τότε ήταν που πέθανε, τότε και που αναστήθηκε. Τι νόμιζες, έτσι απλά τελειώνει η ιστορία; Είμαστε η γενιά που άκουσε τον Φράνσις Φουκουγιάμα να της φτύνει κατάμουτρα το τέλος της ιστορίας. Μπορεί να τελειώσει κάτι που δεν ξέρεις πότε άρχισε; Πότε ξεκινάει δηλαδή το ροκ; Ο καθένας μπορεί να πει ό,τι θέλει. Οι γνώμες είναι σαν τη ρώσικη ρουλέτα: κάποτε θα σε βρει μια στο κούτελο και θα σε ξεκάνει. Για τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη με το εκηβόλο βλέμμα και το γενναίο σπινθήρισμα μιας άλλης νεότητας, το κέντρο όλων των κέντρων είναι η νύχτα της 28ης Δεκεμβρίου του 1977, είναι η Κυψέλη, είναι η συναυλία στο Λουζιτάνια, είναι η Νόρα που θα έπρεπε να λεγόταν Μάνια, αλλά τι πειράζει στην τελική, είναι το ξεδιψαστικό ροκ που δεν καταλαβαίνει από ξηρασίες. Όπου ροκ σημαίνει εφόδια στην έρημο των ανθρώπων και της πόλης. Σημαίνει είμαστε «εμείς», της κατάφασης τα πρωτοπαλίκαρα, οι happy few, τα τσογλάνια της άγριας χαράς, οι δανδήδες της όμορφης περιπέτειας, οι εργάτες των λέξεων και οι βασιλείς των ποιητών και είναι και οι… άλλοι. Ποιοι είναι οι άλλοι; Τρέχα γύρευε. Όλοι οι άλλοι που δεν… όλα τα προηγούμενα που σου είπα τα θυμάσαι; Ε, οι άλλοι, απλώς δεν…

Συνέχεια εκ των προηγουμένων: ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης δεν ανάβει θυμητικά κεριά, δεν «καίει» μνημόσυνα, δεν γλείφει πληγές, δεν ανατρέφει αμυχές. Αυτά τα αιφνίδια ντοκιμαντέρ είναι μια κινητή μουβιόλα που μασάει του χρόνου τα παιδιά και όλα γλυκά τα ανακατεύει. Παρόν, παρελθόν και μέλλον, ένα πράγμα. Έτσι που να μην ξέρεις αν τα έζησες κι εσύ αυτά που γράφει κι ας ήσουν μόλις έξι ετών όταν συνέβαιναν. Κι αυτό το τελευταίο, το εύκρατο «Λουζιτάνια Ροκ» είναι ένα μεθυσμένο κιτάπι. Κουβαλάει μια μπάσα νότα τρέλας, το γόνιμο χώμα μιας βαθιάς εμμονής για αγάπη, ένα πάθος ανερμήνευτο –και γι’ αυτό ατόφιο- να ξεδιψάσει κανείς με ποίηση, με λέξεις, με ροκ, με ωραία ποτά και ακόμα πιο ωραίες γυναίκες, με φιλίες ακριβές, με στέκια που ήταν στεκιές στα οπίσθια της βραδυπορούσας επαρχιώτικης νοοτροπίας των Αθηνών και πάλι με τρέλα για ζωή και άσε τους άλλους να μασάνε… ταραμά και είδωλα και ειδώλια και στιβαρές ιδεολογίες που κάηκαν σαν χαρτάκια το απομεσήμερο. Όλα συνάπτονται αδιόρατα σε αυτό το βιβλίο. Από την εμβληματική συναυλία στο Λουζιτάνια, τη μεταπολίτευση, το ροκ ενός μέλλοντος που είχε φτάσει πριν έρθει, τον Καρούζο και τον Πεντζίκη και τον Μπάροουζ και το βυζάντιο και τον Πουλικάκο και τους Στόουνς και τον Νιλ Γιάνγκ και τον Γκι Ντεμπόρ και την Τζέιν Φόντα και τη Νόρα που θα έπρεπε να λεγόταν Μάνια και το ουίσκι που δεν ήταν ακόμη ιρλανδέζικο και τη σκουριά που ποτέ δεν κοιμάται και τη πέτρα που δεν χορταριάζει όταν κυλάει και τον Κλάους Κίνσκι, και τον Μπόρχες και τα σπινθηροβόλα σχέδια της Μαρτίνου και τον Μπαμπασάκη που όλους τους συνάζει σε μια ένδοξη μετενσάρκωση μιας νιότης που κρατάει περισσότερο από την αιωνιότητα.

Το Λουζιτάνια είναι λάλον ύδωρ, είναι λαμπίκο, είναι λεβέντικο και λάμνει στα ανήσυχα νερά των καιρών δίχως να νοιάζεται και λάμπει και λευκαίνει τις μαυρίλες γι’ αυτό όταν σου έρχονται να το ανοίγεις να διαβάζεις μια-δύο αράδες και θα επιστρέφεις καθαρός. Αν είσαι ροκ, όντως, δεν φοβάσαι. Μα, αν φοβάσαι γιατί να είσαι ροκ;

Ακούς πτώμα; Ακούω να λες…

 

louzitania

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top