Fractal

Διήγημα: “Λουτρό”

Του Μανώλη Σημαντήρα // *

 

 

 

f17

 

Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στα αποδυτήρια. Ο ζεστός ατμός από τους λουτήρες είχε φτάσει μέχρι τα ερμάρια όπου οι κολυμβητές άφηναν τα ρούχα τους. Μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα γδύθηκε με αργές κινήσεις , φόρεσε μαγιό , σκουφάκι, τα ειδικά γυαλιά και κατευθύνθηκε προς τις ντουζιέρες. Μετά το υποχρεωτικό λουτρό, πέρασε το μπουρνούζι πάνω της και βγήκε έξω.

Ήταν Μάϊος. Η εξωτερική θερμοκρασία είχε ανέβει αισθητά: μπορούσε να περπατήσει μέχρι την υπαίθρια πισίνα χωρίς να παγώσει.

Ο χώρος γύρω και μέσα στην πισίνα ήταν ασφυκτικά γεμάτος .

Έβγαλε το μπουρνούζι της, το άφησε σε ένα ξύλινο πάγκο και καθώς ετοιμαζόταν να βουτήξει, πέρασε δίπλα από δυο άντρες που συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Το βλέμμα της στάθηκε για λίγο στα γυμνά κορμιά.

Γύρισε το πρώτο «πενηντάρι» και συνέχισε να κολυμπάει, πότε ελεύθερο, πότε ύπτιο ή πρόσθιο. Αργά στην αρχή, ύστερα με εντονότερες κινήσεις, σύμφωνα με τις οδηγίες του ορθοπεδικού.

Ένιωθε ρίγος από το δροσερό νερό .

Σταματούσε κάθε τόσο, λαχανιασμένη. Στους βατήρες ανέβαιναν ολοένα και περισσότεροι νέοι, αγόρια και κορίτσια με μυώδη σώματα.

Βγήκε μετά από μια ώρα, ικανοποιημένη από την άσκηση.

Στους λουτήρες δυο κοπέλες άφηναν να πέσει επάνω τους άφθονο νερό και έτριβαν με αφρόλουτρο το δέρμα τους για να ξεβγάλουν το χλώριο.

Η μικρότερη πλενόταν ολόγυμνη αγνοώντας την απαγόρευση που ήταν αναρτημένη σε εμφανή σημεία, σε τοίχους και πόρτες των αποδυτηρίων: «το μπάνιο στην ντουζιέρα δεν επιτρέπεται χωρίς μαγιό».

Εκείνη άνοιξε την στρόφιγγα και καθώς το νερό την έλουζε, προγραμμάτισε τις επόμενες κινήσεις της, την έξοδό της από το κολυμβητήριο, την δύσκολη οδήγηση, τα ψώνια που είχαν απομείνει. Δεν έπρεπε να ξεχάσει την τροφή για το σκύλο. Με κλειστά ακόμη τα μάτια της έψαξε να βρει την παροχή αλλά έκανε λάθος και την έστριψε προς το κρύο.

Πάγωσε.

Μετά, το νερό έπαψε απότομα να τρέχει ενώ, ανοίγοντας τα μάτια της, αντίκρισε δίπλα της δεκάδες γυμνούς ανθρώπους, γυναίκες και άντρες.

Άπλωσε το χέρι της για να πάρει την πετσέτα που κρεμούσε στο άγκιστρο μα δεν βρήκε τίποτα. Έπειτα κάποιο χέρι την έσπρωξε .. Βρεγμένη και τουρτουρίζοντας πέρασε μαζί με τους άλλους από μια στενή έξοδο. Έντρομη, κοίταξε γύρω της.

Βρισκόταν στην άκρη μιας μεγάλης λιθόστρωτης πλατείας. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, συννεφιασμένος. Πίσω από μεγάλα τραπέζια, στο κέντρο της πλατείας, κάθονταν άντρες με στρατιωτικές στολές. Με άγριες φωνές οι στρατιώτες τους καλούσαν να πλησιάσουν στα τραπέζια όπου, μέσα από τεράστιους μπόγους, έβγαζαν πουκάμισα, παντελόνια, σακάκια, σκούφους και μακριά εσώρουχα. Όλα ριγωτά με άσπρη και μπλε γραμμή.

Οι ένστολοι άρχισαν να μοιράζουν τον ρουχισμό μαζί μ’ ένα ζευγάρι ξυλοπάπουτσα για τον καθένα.

Αποσβολωμένη έριξε δυο ρούχα επάνω της και ύστερα την έβαλαν στη σειρά, ανάμεσα στο πλήθος. Ένας φαλακρός, ψηλός άντρας τους επιθεώρησε. Κοντοστάθηκε μπροστά της και πιάνοντας το χέρι της, με μια απότομη κίνηση το τράβηξε κοντά του, γυμνώνοντας τον καρπό ως τον αγκώνα.

Αφήνοντας μια κραυγή πόνου, ένιωσε να χάνει τον κόσμο.

Έπεσε στο πλάι λιπόθυμη ενώ ένιωσε χέρια να την συγκρατούν..

«Είστε καλά, κυρία;» άκουσε καθαρά μια νεανική φωνή ενώ ταυτόχρονα την τράνταζαν, την χαστούκιζαν..

Άνοιξε τα μάτια. Αλαφιασμένη, κοίταξε για μια ακόμα φορά γύρω της: Ο γνώριμος χώρος του κολυμβητήριου.. και το γυμνό κορίτσι να την κρατά στην αγκαλιά της και να την παρατηρεί, ανήσυχη.. Στάθηκε στα πόδια της: «Εντάξει είμαι, φαίνεται πως ζαλίστηκα λίγο, είμαι καλά τώρα, σ’ ευχαριστώ» κατόρθωσε να πει και βιάστηκε να πάει προς τα πράγματά της..

Αναζήτησε το αθλητικό σακίδιο, το βρήκε στη θέση του.

Ντύθηκε μηχανικά, προσπαθώντας να ξαναβρεί την διάθεσή της.

Χαιρέτησε τους υπαλλήλους του κολυμβητήριου, μπήκε στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το παράθυρο κι ανάσανε αύρα θαλασσινή μαζί με μυρωδιές ανοιξιάτικων λουλουδιών. Σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τιμόνι.

Ίδια κατάσταση. Όπως πριν δυο μήνες, στο κομμωτήριο, την ώρα που την ρώτησαν.. “πως να τα κόψουμε;”

Και τότε σκοτείνιασε ο ουρανός, βρέθηκε καθισμένη σ’ εκείνο το σκαμνί. Απέναντί της ο ίδιος άντρας με τη στολή. Την πλησίασε, ακούμπησε πλάι του ένα τενεκεδένιο κουβά με σαπουνάδα.

Κάθισε κοντά της και με επιδέξιες κινήσεις την κούρεψε, της ξύρισε το κεφάλι, μετά την ξύρισε όπου υπήρχε τρίχα, στις μασχάλες, ανάμεσα στα σκέλια.

Συνήλθε δύσκολα, έφυγε αφήνοντας σύξυλη την κομμώτρια.

Όλο και πιο συχνά, μουρμούρισε. Όσα έρχονταν στον ύπνο της, όλα αυτά τα χρόνια, ζωντάνευαν τώρα και την ημέρα.

Ψώνισε, επέστρεψε. Ανοίγοντας την πόρτα στο διαμέρισμα, ο σκύλος όρμησε να την υποδεχτεί.. Καθώς τον τράβηξε μαλακά μακριά της, εκείνος έσυρε με τα δόντια του το μανίκι της μπλούζας ξεσκεπάζοντας το σημαδεμένο βραχίονα.

Κατέβασε με βία το ρούχο και αφού έβαλε φαγητό στο σκύλο πήγε στο δωμάτιό της. Ξάπλωσε, έκλεισε αποκαμωμένη τα μάτια της. Σκέφτηκε την αυριανή βραδιά.

Ο γνωστός παρουσιαστής θα την ρωτούσε: “Πως ήταν, τι θυμάστε;” ή “Τι μήνυμα έχετε να δώσετε στον κόσμο σχετικά με την εμπειρία σας;”.

Και φυσικά δεν θα τον απασχολούσε – ούτε τον δημοσιογράφο, ούτε κανένα άλλον – το πως ζει τώρα, πως καταφέρνει και επιβιώνει μετά ..

Κουβαλώντας τις μέρες, μία- μια, τους ανθρώπους, τα κτίρια.

Πως θα μπορούσε να μιλήσει για τις νύχτες του Μίσους που ζούσε τα πρώτα χρόνια, όταν τους έφερνε μπροστά της, όπως τους θυμόταν και τους έκλεινε στο ίδιο δωμάτιο.

Έπαιρνε από την “εργαλειοθήκη” τις πένσες, τις τανάλιες κι ακολουθούσε την ιεροτελεστία: νύχια, δόντια, γεννητικά όργανα.

Ουδέποτε ξέχασε, ουδέποτε συγχώρεσε.

Πήγε στο σαλόνι, έβγαλε από το σεντούκι τις φωτογραφίες. Η Ρούθ με μακριά κατσαρά μαλλιά. Όπως ήταν πριν την πάρουν από κοντά της, τρεις μόνο μήνες πριν την απελευθέρωση.

Αποκοιμήθηκε στον καναπέ, με την εικόνα στο στήθος, όπως πάντα.

……………………………………………………………………………………………………

 

Από το διαδίκτυο

– «Πριν να μεταφερθούμε στο στρατόπεδο υπήρχε ένας εκεί ειδικός ο οποίος σου χάραζε τον αριθμό σου. Ήταν δύο πένες, η μία πάνω στην άλλη. Η μία τρυπούσε το δέρμα και η άλλη έχυνε το μελάνι από πάνω. Ο αριθμός μου ήταν ο 109565. Και παρατηρείστε τον ότι είναι καλογραμμένος. Το βλέπετε; Οι άλλοι ήταν κακογραμμένοι», διηγείται η…..

– Σε λίγες ημέρες θα έχουμε την ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος (στις 27 Ιανουαρίου: εκείνη την ημερομηνία, το 1945, απελευθερώθηκε το Άουσβιτς από τον Κόκκινο Στρατό). Ήδη προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες μια ταινία με τον τίτλο «Άρνηση» σε σκηνοθεσία Μικ Τζάκσον Η «Άρνηση» πραγματεύεται μιαν αληθινή ιστορία: τη δίκη ανάμεσα στην καθηγήτρια Ιστορίας Ντέμπορα Λίπσταντ και τον Σκωτσέζο Ντέιβιντ Ιρβινγκ, συγγραφέα πολλών βιβλίων για το Γ΄ Ράιχ, δεινού αντισημίτη και δεδηλωμένου αρνητή του Ολοκαυτώματος. (Ηλίας Μαγκλίνης- Η Καθημερινή)

 

 

 

* Ο Μανώλης Σημαντήρας , είναι 57 ετών, εργάζεται στο Υπουργείο Μεταφορών. Έχει σπουδάσει νομικά. Ασχολείται με τη δημιουργική γραφή εδώ και δυο χρόνια και έχει συμμετάσχει σε δυο σχετικά σεμινάρια.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top