Fractal

Διήγημα: «Λουκιένι Κόβαλ»

Της Παλαιολογίνας Ε. Ιωσηφίδη // *

 

f16

 

 

Στην οδό Αγίας 5 στο Ρέθυμνο υπήρχε ένα μισογκρεμισμένο σπιτάκι πέτρινο με ανέπαφη την εξώπορτα του, μία άσπρη μεταλλική πόρτα, όπου στο κέντρο της βρισκόταν ένα γυάλινο ανάποδο αστέρι μπηγμένο μέσα της με την κορυφή του να προεξέχει. Μεγάλο σαν μπαλτάς , γυαλιστερό και κοφτερό σαν διαμάντι και χρήσιμο όπως μια λάμα ξυραφιού. Περνούσαμε συχνά από εκεί με την παρέα μου στα δεκαπέντε μας πίνοντας μπύρες και λέγοντας τρομακτικές ιστορίες. Ο χώρος μας ενέπνεε λόγω του θρύλου που επικρατούσε και οι μπάτσοι δεν πλησίαζαν γιατί είχαν περάσει χρόνια απ’ το φονικό και η δικογραφία είχε κλείσει αλλά οι παλιοί έριχναν ένα βλέμμα τρόμου ή οι πιο άνετοι και αισιόδοξοι κάτι το αλλόκοτο, μία δόση καχυποψίας για τις φήμες ή αποθέωσης της τρέλας που έφτασε στο ζενίθ της, σκεπτόμενοι ανάλαφρα την πορεία του μυαλού και τις στροφές που παίρνει. Αυτά έχει η ζωή! Ζήσε τώρα καλά πριν τρελαθείς!

Άλλος λόγος που μ’ άρεσε να τριγυρνάω εκεί ήταν ο βιασμός της άλλης. Τότε νοικιάζαμε εκεί κοντά με τους γονείς μου και μια μέρα είδα τη Βαλεντίνα να βγαίνει απ’ την πολυκατοικία μας. Την ακολούθησα, οι οικογένειες μας ήταν στις δουλειές τους και δεν την άφησα να φτάσει στο σχολείο. Της έκλεισα το δρόμο αποφασιστικά με το χέρι μου και το μάτι κι εκείνη χαμογέλασε διστακτικά. Πήγα να τη φιλήσω τραβώντας το κεφάλι της προς το μέρος μου και νευρίασε. Δεν κατάλαβα γιατί να μου δίνει εμένα ελπίδες κι ύστερα να λακίζει. Αποφάσισα να μην της επιτρέψω να παίξει με τα συναισθήματα μου, την έβλεπα κιόλας μια βδομάδα, μου είπε ότι δεν της αρέσω και είπα να της τον χώσω για να δούμε αν γουστάριζε ή όχι, να την ψυχολογήσω ξέρεις. Στον δρόμο για την παραλία την έσφιγγα απ’ τη μέση κ εκείνη έκανε την ευγενική και αποτραβιόταν. Την άρπαξα απ’ τα μαλλιά και την έσυρα στο χαμόσπιτο, της τον έχωσα σαν άντρας κ αυτή έκλαιγε. Την απείλησα -δε ντρέπομαι το λέω- με ένα μαχαίρι για να σταματήσει, τη δάγκωσα και σώπασε αφότου λιποθύμησε. Της έβρασα ρύζι στο γκαζάκι και το ’φερα απ’ το σπίτι. Δεν έτρωγε γιατί ήταν νεκρή. Ό,τι θα περιγράψω για το φονικό είναι έρευνα χρόνων και γνωρίζω το συμβάν και τις μαρτυρίες πολύ καλά κι από μέσα λόγω δουλειάς. Εργάζομαι στο υπουργείο παρανοϊκών της Ασυδοσίας λόγω βύσματος του πατέρα μου εμπόρου λευκής σαρκός και ναρκωτικών και χάρη του ονόματος του δε μ’ άφησαν να σαπίσω στη στενή. Επίσης μ’ αρέσει η ψυχολογία και σπούδασα τη ζωή. Λέγομαι Λουκιένι Κόβαλ.

Η δασκάλα κυρία Φωτεινή Καναρίνη περπατούσε συχνά μέχρι το μίνι μάρκετ της νέας γειτονιάς με ελαφρώς απομακρυσμένα τα πέλματα των ποδιών της μεταξύ τους. Ένας ωραίος μεγαλόσωμος σκύλος αγίου βερνάρδου και μερικά ημίαιμα ροντβάιλερ την ακολουθούσαν γαβγίζοντας στα αυτοκίνητα, στις γάτες ή σπάνια δαγκώνοντας κάποιο νευρικό γείτονα που έβριζε μέσα απ’ τα δόντια του αρχικά διότι δεν γνώριζε ακόμη τον ιδιοκτήτη τους. Ο καπετάνιος που ζούσε απέναντι απ’ το σπίτι της με τα τέσσερα παιδιά του με νοητική υστέρηση ήταν μάλλον ένας από αυτούς. Αλλά αυτός δεν έριχνε φόλες διότι είχε και δικό του σκύλο που προσπαθούσε μάλιστα να εκπαιδεύσει μα από τότε που μετακόμισε η Φωτεινή στο αδιέξοδο δρομάκι ήταν αναγκασμένος να κρατά προφυλαγμένο μέσα στο σπίτι το σκύλο του γιατί ενώ εκπαιδευόταν έπαιρνε κακό παράδειγμα από τα άλλα και φώναζε κι αυτός στις γάτες.

Αν ήσουν η Φωτεινή Καναρίνη θα είχες μαύρα μαλλιά με φυσικές ασημί ανταύγειες λόγω ηλικίας, μύτη με στενό προτεταμένο κόμπο και ίσιο μυτερό τελείωμα –κάτι που για τους ειδικούς στη φυσιογνωμική τείνει στις ειλικρινείς διαθέσεις του ατόμου- λεπτά χείλη που σχηματίζουν καρδούλα στο κέντρο του πάνω χείλους και κώλο σε σχήμα καρδούλας όπως έλεγαν μικρές οι κόρες της. Είχε επίσης μεγάλα αυτιά λίγο πεταχτά, στρογγυλή κοιλίτσα. Το περπάτημα της πάντα σίγουρο και χαριτωμένο. Κοιτούσε ψηλά. Αν ήσουν η Φωτεινή θα εμπιστευόσουν τα χέρια σου;

Εξαιτίας του επαγγέλματος της άλλαζε συχνά πόλεις διαμονής και λόγω των δεκατεσσάρων σκυλιών συγκατοίκων που συνεχώς αυξανόταν ο αριθμός τους, δύσκολα έβρισκε σπίτι. Στο μοναδικό διαμέρισμα που έζησε μαζί τους, τα ζώα απελπίστηκαν καθώς δεν επιτρέπονταν στον όροφο, παρέμεναν στο σκοτεινό υπόγειο της παλιάς πολυκατοικίας με λίγη τροφή και τα κακά τους, η υγρασία χειροτέρευε τις συνθήκες ζωής

και την άσχημη μυρωδιά ώσπου τα ζώα άρχισαν να τρώνε τις ακαθαρσίες τους.

Τον επόμενο χρόνο βγήκαν από εκεί τρομαγμένα με θολά γαλανόλευκα μάτια και όψη διαβολική για κάποιους που υποθέτω τον έχουν δει, αλλιώς είναι ένας ακόμη κενός χαρακτηρισμός. Ονόμασε το πιο περίεργο πλάσμα για τους ειδήμονες γείτονες, Λούλα, από το Διαβολούλα. Της άρεσε να δίνει ονόματα που ντρέπεται να τα προφέρει κανείς από φόβο γελοιοποίησης φωνάζοντας στο πάρκο που κάνουν γνωριμίες τα τετράποδα Λούλα εδώ! Την ίδια στιγμή που οι άλλοι γνώριμοι ζωντανοί τύποι επιβραβεύουν τους μόνους πιστούς φίλους με Μπράβο Ήρα, Μοίρα, Ρεξ, Ρέα-Σύλβια, Σαλλούστιε! Δεν είχε ιδιαίτερη ευαισθησία για τα ζώα και δεν αγαπούσε όσα δεν ήταν δικά της. Πώς φωνάζουν έτσι τα παλιόσκυλα! Τρέχουν πάνω κάτω. Νέφτι τους έβαλαν στο σύκο τους;

Όπως αγαπούσε τους σκύλους της έτσι και τις τέσσερις κόρες της, μόνο που η μία την πρόδωσε, την έφερε αντιμέτωπη με το νόμο γιατί έγιναν μερικά λαθάκια, σαν χωρισμένη γυναίκα που ήταν, που στο κάτω – κάτω το γυμνό δεν είναι ντροπή, ίσα – ίσα που μαθαίνει στα παιδιά να μην ντρέπονται για το σώμα τους και ακόμα και μια παρενόχληση, ένας βιασμός, κι αυτά διδάγματα δίνουν, όπως ότι η κόρη δεν πρέπει να κοκορεύεται ούτε να παριστάνει τη γαλλιδούλα εκλεκτική και σοφή πόρνη. Ένας πατριός είναι ο πλέον κατάλληλος να δώσει ένα τέτοιο μάθημα. Άκουσε να δεις κοριτσάκι μου και τους βιαστές υπερασπίζεται όποιος βλέπει ότι σου χρειαζόταν. Να ‘σαι ταπεινή όπως όταν σε κρατούσα μωρό πάνω απ’ το μπαλκόνι έτοιμη να σε καταπιούν οι δρόμοι, έλεγε.

Το κακό πια είχε γίνει. Είχαν εξαφανιστεί όλοι, όχι με θυμό, απλά, για να ζήσουν. Το σπίτι είχε γεμίσει σκουπίδια, πολλά ανοιχτά βιβλία φιλοσοφίας και θρησκευτικής κάλυψης, κούτες παντού στην προσπάθεια της να μαζέψει για να μετακομίσει, στον κήπο παιχνίδια βρώμικα από τον καιρό που είχε μικρά παιδιά, κεφάλια από πλαστικές κούκλες με ξανθά ξεφτισμένα μαλλιά τα δάγκωναν τα σκυλιά για να ξύσουν τα ούλα τους. Τα παιδάκια της γειτονιάς πήγαιναν στην αυλή της κι έπαιζαν, τους έφτιαχνε χυμούς και μπισκότα, και έπαιρναν τάχα κρυφά μερικά παιχνιδάκια πριν φύγουν το βράδυ.

Θεώρησε ότι δεν ήταν πολύ σώφρον να έχει όλα αυτά τα ζώα και έψαξε μήνες μέσω αγγελιών να χαρίσει τα φιλαράκια της για να μη στεναχωριούνται οι γείτονες. Αλλά δυστυχώς λίγοι αυτοί που ήθελαν πραγματικά να φροντίσουν σκυλί απ’ τους λίγους που ασχολήθηκαν, κι εκείνη δε θα τα έδινε στον οποιοδήποτε να τα πεθάνει.

Μαχαίρωσε περίπου τριάντα εννέα μπροστά από την πόρτα της και πέντε άντρες. Όσα έφυγαν δεν ξαναγύρισαν.

 

 

* H Παλαιολογίνα Ε. Ιωσηφίδη γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως το Ποιείν, ο Μανδραγόρας και η Bibliotheque. Τον Δεκέμβριο του 2016 εκδόθηκε η ποιητική της συλλογή “Λίγο πριν τον πόλεμο” (εκδ. Οδός Πανός).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top