Fractal

Διήγημα Fractal: “Λούη και Λούης”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

Η συνάντησή τους ήταν τυχαία. Σ’ ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας. Εντελώς συμπτωματικά, βρέθηκαν στην «αναμονή» καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, κρατώντας το χαρτάκι  με τον αριθμό της σειράς στο χέρι και περίμεναν να τον δουν σε κάποια οθόνη. Αλλά, αυτό αργούσε.

Αγανακτισμένοι και οι δύο από την αργοπορία, άρχισαν να μουρμουρίζουν και να ξεφυσούν διακριτικά, να ανακαθίζουν, να σφίγγουν τις γροθιές τους αδιάφορα, τάχα, να τυλίγουν ρολό το χαρτάκι, να το ξετυλίγουν, να το τσαλακώνουν νευρικά στην παλάμη του ο καθένας, να το ισιώνουν με νευρικές κινήσεις, προφανώς για να προκαλέσουν ο ένας την προσοχή του άλλου.

«Δεν είναι κατάσταση αυτή…», ξέσπασε επιτέλους ο κύριος.

«Τι κάνουν τόση ώρα!» έκανε σιγά η κυρία.

«Δεν πρόκειται ποτέ να μπει τάξη στο «βασίλειο», εκείνος.

«Από το κακό στο χειρότερο πάμε», εκείνη.

Και με την ακατάσχετη αγανακτισμένη μουρμούρα, ο καθένας μόνος του δήθεν, έπιασαν, ως είθισται, την κουβέντα.

Από την πρώτη στιγμή, πάνω στην κουβέντα, όταν ο ένας γύρισε και είδε το πρόσωπο του άλλου, ο άντρας ένοιωσε μέσα του να πεταρίζει ένα πρωτόγνωρο γλυκό και τρυφερό συναίσθημα. Ήταν ξαφνικός έρωτας ή μια στιγμιαία παρόρμηση από εντυπωσιασμό; Στριφογύριζε στο κάθισμά του, στη συνέχεια, έδειχνε αμήχανος, ανίκανος να διαχειριστεί τα αισθήματά του.

«Μιλάμε τόση ώρα και δεν συστηθήκαμε», είπε αυθόρμητα η γυναίκα, νιώθοντας την αμηχανία του. Κι ένα τρυφερό χαμόγελο άνθισε ξαφνικά κι απρόσμενα στα ρόδινα χείλη της. «Έχω την εντύπωση ότι σας έχω ξαναδεί…»

Αυτό έλυσε αυτομάτως τη γλώσσα του συγκρατημένου, συνήθως, μπροστά στις ωραίες γυναίκες, συνεσταλμένου και λιγομίλητου άντρα.

«Λέτε; Πιθανώς να έχουμε συναντηθεί κάπου αλλού», της απάντησε διστακτικά εκείνος. «Αλλά έχει σημασία; Κάποτε είναι πρώτη φορά, δεν νομίζετε; Λούης…», της συστήθηκε, κάπως αδέξια.

«Λούη…», απάντησε υπομειδιώντας η ωραία κυρία, «τι σύμπτωση κι αυτή!» και του άπλωσε δειλά το χέρι.

Ο άντρας το κράτησε μερικά δευτερόλεπτα τρυφερά μέσα στη ζεστή φούχτα του, έτοιμος να πει κάτι.

«Ο αριθμός 93!», η φωνή από το μικρόφωνο του έκοψε τη φόρα.

Το νούμερο 93  πρόβαλε στην οθόνη πάνω από μια ελεύθερη θυρίδα. Ο άντρας σηκώθηκε απρόθυμα και πήγε στη θυρίδα 93. Ο αριθμός 125 της Λούης, όπως την ήξεραν όλοι στην καθημερινότητά της, αργούσε. Ο άντρας έκανε τις συναλλαγές του και προτού φύγει, πήγε κοντά στην κυρία, έσκυψε, σχεδόν συνωμοτικά και της έδωσε την κάρτα του.

«Αν καμιά φορά δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις…», είπε.

Χωρίς να περιμένει απάντηση, απομακρύνθηκε διακριτικά και βγήκε από την Τράπεζα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.

Η κυρία αιφνιδιάστηκε. Κράτησε μερικά δευτερόλεπτα την κάρτα στο χέρι της χωρίς να εξετάσει «τα προσωπικά δεδομένα» του κυρίου, τσαλακώνοντάς την νευρικά. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, με αργές κινήσεις άνοιξε την τσάντα της και την έριξε μέσα, με φανερή δυσαρέσκεια.

«Πολύ θράσος έχει ο κύριος», είπε από μέσα της κι έκλεισε την τσάντα.

Κάποια στιγμή, άκουσε επιτέλους από το μεγάφωνο την αναγγελία του αριθμού προτεραιότητας και το νούμερό της, το 125, πρόβαλε μεγαλοπρεπώς στην οθόνη πάνω από μια θυρίδα που είχε ελευθερωθεί.

Η γυναίκα σηκώθηκε, πήγε στο ταμείο, έκανε τη δουλειά της, απομακρύνθηκε λίγο από τη θυρίδα, στάθηκε παράμερα, έκλεισε διακριτικά την τσάντα της και με βήμα σταθερό, χωρίς να κοιτάξει γύρω της, βγήκε από την Τράπεζα κουμπώνοντας το αγαπημένο της μπεζ καμηλό μάξι παλτό που φορούσε.

Έξω από την Τράπεζα το κρύο ήταν αισθητά τσουχτερό, καθόλου διακριτικό, ακόμα και για μια ωραία κυρία με μακρύ μπεζ παλτό από φίνο εγγλέζικο καμηλό ύφασμα. Στάθηκε παράμερα από τη θύρα και βιαζόταν να φορέσει τα μάλλινα μπεζ γάντια της.

«Θα μου έδινε μεγάλη χαρά, αν μου το επέτρεπε, να συνοδέψω την ωραία κυρία για έναν καφέ», άκουσε μια κάπως γνώριμη φωνή από δεξιά της.

«Πώς…», έκανε ξαφνιασμένη εκείνη.

Και στρέφοντας είδε τον άντρα που στεκόταν απέναντι πλάι στην κολόνα με τα χέρια στις τσέπες, σηκωμένο ίσαμε τ’ αυτιά τον γιακά του φίνου εγγλέζικου μπουφάν.

«Α, εσείς; Είστε ακόμα εδώ; Πώς…;»

«Σας περίμενα. Τι λέτε, μιας και γνωριστήκαμε, θα θέλατε, αν μπορούσατε να διαθέσετε λίγο χρόνο να πιούμε παρέα έναν καφέ;»

«Α, έτσι!», απόρησε η κυρία.

«Είστε για έναν καφέ;» επανέλαβε με τη σοβαρότητα του άντρα που ξέρει και μπορεί να διεκδικεί αυτό που θέλει.

Κοίταξε το ρολόι της.

«Καλή ιδέα. Και δεν πάμε! Μόνο για λίγο. Ένας ζεστός ελληνικός είναι το καλύτερο αντίδοτο για το κρύο», του χαμογέλασε συγκαταβατικά.

«Τέλεια!», έκανε φανερά περιχαρής ο Λούης.

Πήγαν και κάθισαν σ’ ένα καφέ απέναντι.

«Λούη… Υποκοριστικό; Ωραίο. Από πού βγαίνει;» έκανε αδέξια ο άντρας.

«Από Τελέσιλλα», εξήγησε απλά η κυρία, «επιλογή της νονάς μου».

«Ενδιαφέρον», γέλασε εκείνος.

«Ήταν της νονάς μου επιλογή. Ήθελε να γίνει αρχαιολόγος, αλλά δεν τα κατάφερε να σπουδάσει, έγινε λογίστρια κι έπιασε αμέσως δουλειά για βιοπορισμό, από Δήμαρχος κλητήρας, δηλαδή. Της έμεινε, ωστόσο, η αγάπη, το πάθος της για την αρχαιολογία και την ποίηση. Η Τελέσιλλα ήταν αρχαία ποιήτρια, καταλαβαίνετε που είχα μπλέξει. Η νονά μου δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με τις αγάπες της, να ενημερώνεται, να επισκέπτεται αρχαιολογικούς χώρους και να διαβάζει ό, τι έχει σχέση με ανασκαφές και ποίηση…».

«Και σας μεταβίβασε το πάθος της με το λάδωμα;» τη διέκοψε χαριτολογώντας.

«Αστείο! Εν μέρει, ναι. Όχι απόλυτα, γιατί δεν έγινα αρχαιολόγος,. Σπούδασα Νομικά κι έγινα δημόσιος υπάλληλος. Με τον τρόπο της όμως, όχι ‘με το λάδι’, με μύησε στα μυστήρια του αρχαίου κόσμου και στα μυστικά, στην ποίηση των μύθων. Και την ευγνωμονώ γι’ αυτό. «Εσάς το ‘Λούης’ από πού προήλθε;»

«Θα γελάσετε. Είναι αστείο. Όταν ήμουν μικρός κι έκανα καμιά ζημιά έτρεχα σαν τον Λούη, τον δρομέα και χανόμουνα. Έγινε Λούης’, έλεγαν στο σπίτι. Και μου έμεινε σαν υποκοριστικό. Φίλιππος είναι το βαπτιστικό μου όνομα, αλλά κανείς δεν με ξέρει έτσι», είπε.

Η κυρία το βρήκε πράγματι αστείο.

« Ο Λούης βρήκε τη Λούη, όπως ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ», γέλασε «Αλλά, ο χρόνος μου, δυστυχώς, τελείωσε, πρέπει να πηγαίνω».

Ο περιστασιακός συνοδός κοίταξε το ρολόι του.

«Σωστά, δημόσιος υπάλληλος σημαίνει ωράριο…».

Η Λούη άρπαξε την ευκαιρία.

«Δεν μου είπατε, αλήθεια, εσείς με τι ασχολείστε;»

«Ελεύθερος επαγγελματίας, με το εμπόριο τελικά».της απάντησε, τονίζοντας την τελευταία λέξη. «Ελπίζω και εύχομαι να μη χαθούμε», πρόσθεσε αδέξια.

«Κι εγώ το ελπίζω. Έχω την κάρτα σας. Ευχαριστώ για τον καφέ. Ήταν πολύ θερμαντικός. Μου έφτιαξε τη διάθεση. Θα τα ξαναπούμε, Λούη», του έτεινε το χέρι.

«Φυσικά, Λούη!» είπε κι εκείνος με νόημα κρατώντας τρυφερά το χέρι της για κλάσματα του δευτερολέπτου στη ζεστή χούφτα του.

Εκεί, στη γωνία Σταδίου και Γεωργίου Σταύρου, χωρίστηκαν. Ίσως για πάντα. Καθένας γύρισε στη δουλειά του. Η καθημερινή ρουτίνα τους απορρόφησε, η σύντομη γνωριμία τους πέρασε σαν μια καθημερινή  περιπέτεια, ξεχάστηκε. Ίσως όμως όχι.

 

Είχαν περάσει κάμποσες μέρες από τη γνωριμία τους και τον καφέ. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Το κρύο, όσο προχωρούσε ο χειμώνας, αγρίευε. Η Λούη ετοίμαζε τη βαλίτσα της για το ταξίδι στο Λονδίνο να περάσει τις γιορτές με την Τζούλια, τη φίλη της από τον καιρό των σπουδών τους.

«Το καμηλό παλτό θα μου χρειαστεί πολύ εκεί», ψέλλισε.

Αυτομάτως, θυμήθηκε τον Λούη. Έριξε το καμηλό παλτό πάνω σε μια καρέκλα και ψάρεψε την τσαλακωμένη κάρτα του από το ποικίλο περιεχόμενο της τσάντας της, σχημάτισε αμέσως νευρικά τον αριθμό του στο καντράν του κινητού της.

«Θα μπορούσα να μιλήσω στον κύριο Λούη;», ζήτησε ευγενικά μόλις άνοιξε η γραμμή.

Και περίμενε απάντηση. Η κυρία της Γραμματείας τη συνέδεσε με το γραφείο του κυρίου Λούη.

«Είναι για σας, κύριε Λούη, προσωπικό», είπε σ’ εκείνον η ιδιαιτέρα του γραφείου του. Και στην κυρία που τον ζητούσε, «μπορείτε να μιλήσετε στον ίδιο», είπε αδιάφορα κι έδωσε το ακουστικό στο αφεντικό της.

«Έχετε χρόνο, κέφι για ένα ποτό; Σε δέκα λεπτά θα είμαι στο ίδιο καφενεδάκι», του πρότεινε κοφτά, σύντομα, επαγγελματικά.

«Ασφαλώς! Όπως το λέτε. Ναι, βέβαια, θα κλείσουμε την υπόθεση. Θα τα βρούμε στην τιμή», είπε για να μη δώσει λαβή για σχόλια στη γραμματέα.

Το αναπάντεχο ραντεβού κανονίστηκε χωρίς διατυπώσεις.

Όταν έφτασε πρώτη στο καφενεδάκι και κάθισε περιμένοντας τον άντρα που τόσο λίγο γνώριζε, τότε συνειδητοποίησε τι είχε προτείνει σ’ έναν άγνωστο κύριο κι απόρησε με τον εαυτό της που έκλεισε τόσο άσκεφτα ραντεβού μαζί του για καφέ. Ένας συνηθισμένος  άντρας, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που επιδιώκουν γνωριμία μαζί της, ήταν κι εκείνος. Ίσως όχι και τόσο συνηθισμένος. Όσο τον έφερνε στο νου της, διαπίστωνε πως ο συγκεκριμένος άντρας είχε κάτι ελκυστικό πάνω του, κάτι απαλό που ασκούσε γοητεία και τον έκανε αξιοπρόσεκτο.

Αυτός ο άντρας μιλούσε με το βλέμμα, με τις κινήσεις των χεριών, με όλο του το σώμα. Η φωνή και οι τρόποι του είχαν κάτι αδέξια τρυφερό κάτι πρωτόγονα οικείο που την έκανε να τον καλέσει για καφέ. Αυτό ήθελε να πιστεύει ως την ώρα που εκείνος έφτασε ασθμαίνοντας, τακτοποιώντας βιαστικά με τα δυο του χέρια τα άτακτα εβένινα σγουρά μαλλιά του.

«Είχα ένα προαίσθημα σήμερα ότι θα μου συνέβαινε κάτι καλό», είπε και κάθισε απέναντί της.

«Μεταβίβαση σκέψης, συμβαίνει  όταν μας απασχολεί υποσυνείδητα κάτι και φοβόμαστε να το αντιμετωπίσουμε φανερά», του έδωσε μια πρόχειρη ερμηνεία.

«Λένε πως οι γυναίκες τα πάτε καλά με τη διαίσθηση. Ναι;»

«Μπορεί, για να το λένε», γέλασε η Λούη. «Τι θα πάρεις; Εγώ κερνάω».

«Δεν θα σου το χαλάσω. Αφού κερνάς, καφέ, έναν μέτριο Ελληνικό!»

«Δύο μέτριους Ελληνικούς, παρακαλώ!», είπε η κυρία στο κορίτσι με το δίσκο που τους πλησίασε.

Περιμένοντας τους καφέδες, είπανε διάφορα από τα τετριμμένα για να σπάσει τελείως ο πάγος και να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Και συνέχισαν πίνοντας με τα διαφέροντα και τις ασχολίες τους ίσαμε που άναψαν τα αίματα…

«Έχω πάρει άδεια από τον εαυτό μου για όλη την ημέρα», είπε άξαφνα με νόημα ο κύριος.

«Κι εγώ έχω πάρει άδεια για μια δουλειά, δεν πήγα στο γραφείο, ξέμπλεξα γρήγορα και είμαι ελεύθερη για σήμερα», είπε με κάποια συστολή η κυρία.

«Υπέροχα! Προτείνω να πάμε κάπου, ξέρω κάποια παραδοσιακά κεντράκια στην Πλάκα, θα σου αρέσει. Μπορούμε να τσιμπήσουμε, να πιούμε κάτι να ζεσταθούμε και να τα πούμε με την ησυχία μας. Τι λες;»

«Γιατί όχι; Να πάμε όπου νομίζεις. Δεν είναι κακή ιδέα», συγκατένευσε η κυρία.

Ο κύριος την αντάμειψε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που φώτισε όλο του το πρόσωπο.

«Μεγάλη μου τιμή και χαρά να συνοδεύω μια ωραία κυρία!», είπε ευγενικά.

Σηκώθηκαν και περπάτησαν ίσαμε το στέκι που συνήθιζε να πηγαίνει μόνος ή με παρέα ο Λούης.

 

Έχοντας εμπιστοσύνη στο αλάνθαστο ένστικτό της αποφάσισε να παίξει το μέλλον και την υπόληψή της κορώνα γράμματα. Είχε κουραστεί να κουβαλάει ένα φτιασιδωμένο προφίλ και να προκαλεί ανώφελα τον θαυμασμό. Σαν έτοιμη από καιρό, τόλμησε να «εκτεθεί» και να μιλήσει με γενναιότητα σ’ έναν ξένο που ίσως δεν θα συναντούσε ποτέ ξανά στη ζωή της. Όση ώρα ο συνοδός της έδινε την παραγγελία στον σερβιτόρο, εκείνη έπαιρνε τη γενναία απόφαση να μιλήσει για όλα. Και το έκανε.

Σ’ εκείνο το γραφικό, παραδοσιακό κεντράκι στην Πλάκα, απρογραμμάτιστα εντελώς, τα είπαν όλα, όσα χρειαζόταν να ειπωθούν. Η Λούη (από Τελέσιλλα), πρώτη φορά, άνοιξε την καρδιά της στον ώριμο άντρα με άνεση σαν να τον ήξερε από γεννησιμιού της και του μίλησε ανοιχτά για τη ζωή της. Ξεδίπλωσε μπροστά του όλες τις πτυχές του δράματος που έζησε, όχι για να του προκαλέσει τον οίκτο και να τη λυπηθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε την ανάγκη να ανοίξει την ψυχή και την καρδιά της σε κάποιον, να μιλήσει ειλικρινά για τη ζωή της και να ξεφορτωθεί ένα δυσβάστακτο φορτίο που κουβαλούσε.

«Αυτή είμαι, κύριε Λούη, πίσω από το λουστραρισμένο πορτρέτο η Λούη (από Τελέσιλλα). Και το επίθετό μου δανεικό είναι. Δες με καλά. Μπορείς να με δεχτείς όπως είμαι με τις πληγές, τις γάζες και τους επιδέσμους;»

 

 

(Ανέκδοτο)

30-9-2017,

Παλαιό Φάληρο

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top