Fractal

«Είναι θηκάρι αλλά η καρδιά της είναι σπαθί»: Αναγνωστικές περιπλανήσεις ακολουθώντας τη Μαριάννα Παπουτσοπούλου.

Εισήγηση της Πόλυς Χατζημανωλάκη στο Polis Art Café, 20 Σεπτεμβρίου 2017 // 

 

Μαριάννα Παπουτσοπούλου «Λόγχες και θηκάρια», Μικρές εκδόσεις, 2017

 

Την καλησπέρα μου σε όλους και ευχαριστώ την Μαριάννα Παπουτσοπούλου για την τιμή, να με περιλάβει σε αυτήν την συντροφία των φίλων που έχουν αναλάβει να είναι επί της υποδοχής, να διαμεσολαβήσουν δηλαδή ως είθισται ανάμεσα στον επόμενο αναγνώστη και το βιβλίο, όχι ως μεσάζοντες ή κριτικοί αλλά ως μέλη μιας αλυσίδας που ενδεχομένως έχει και άλλους που προηγούνται μια και τα κείμενα στο πόνημα αυτό κάποτε φαίνεται χρονολογούνται από παλαιότερα και έχουν δημοσιευτεί, πάντως σίγουρα, θα έχει άλλους που έπονται. Δεν ξέρω αν θα είναι πολλοί, αλλά πιστεύω πως θα είναι θερμοί. Το βιβλιαράκι αυτό θα αγαπηθεί πολύ, είναι πολύ ιδιαίτερο, είναι κάτι σπάνιο, αλλά θα μιλήσω για αυτό παρακάτω.

Καταρχήν να πω δυο λόγια για τη γνωριμία μου με τη Μαριάννα. Έχουμε συνηθίσει σε αυτήν την νέα εποχή να έχουμε γνωριστεί οι περισσότεροι από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν ισχύει όμως αυτό εδώ. Η γνωριμἰα μας με τη Μαριάννα πάει πολύ πίσω, είκοσι χρόνια περίπου, την εποχή που δουλεύαμε στον ίδιο εκπαιδευτικό οργανισμό στα GCE και το Διεθνές Απολυτήριο εγώ, στο Λύκειο φιλόλογος η Μαριάννα και συναντιόμασταν εκεί, δεν ξέρω πώς έγινε η αρχή. Εκεί ερχόταν ένα διάστημα ο γιος της ο Νικόλας, ένα χαρισματικό πλάσμα, με ευαισθησίες και ταλέντο για το θέατρο, ένα παιδί με σπάνια ωριμότητα που το καμαρώναμε όλοι. Δεν θυμάμαι όμως πώς γνωριστήκαμε καλύτερα. Σιγά σιγά προέκυψε. Ήταν και η Θεανώ στο ΙΒ, συμμαθήτρια της Μαριάννας από το σχολείο και παιδική της φίλη, η Μαριάννα ερχόταν και κουβεντιάζαμε, ένα πρόσχαρο ξανθό – όπως και τώρα – τρυφερό και σοφιστικέ πλάσμα, που σου έδινε την εντύπωση του μαλακού, του τρυφερού, του ανθρώπου που ήταν σαν ζυμάρι. Αυτό είναι έκφραση δική της. Θυμάμαι που είχε πει κάποτε εγώ είμαι σαν ζυμάρι, με την έννοια του δεν θα θυμώσω, δεν θα αγριέψω, δεν θα επιτεθώ, δεν θα ξεστομίσω κακή κουβέντα. Ένας άνθρωπος μαλακός –αυτή ήταν η ανάμνησή που μου έχει μείνει –γιατί κάποτε η Μαριάννα έφυγε από το σχολείο με εκπαιδευτική άδεια και μετά από λίγο έφυγα κι εγώ, μεγάλες αναταραχές στην επαγγελματική μου ζωή και άρχισα κάτι καινούργιο, ως πρόσφυγας αλλού. Χαθήκαμε τότε και ξαναβρεθήκαμε κάποτε σε μια παρουσίαση βιβλίου, στου Καστανιώτη στη Θεμιστοκλέους, είχαμε πάρει και οι δυο τότε για τα καλά, η Μαριαννα από πολύ πιο πριν, τον δρόμο για τη λογοτεχνία.
Μετά πράγματι ήταν η εποχή του φέησμπουκ. Τα ποιήματά της, οι μεταφράσεις της, αυτή που περιμένουμε τώρα πώς και πως του Μπωντλέρ, η τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, ένα ανοιχτό ημερολόγιο είναι το φέησμπουκ και όλοι είμαστε εκτεθειμἐνοι, αλλά σκέφτομαι αυτό που έλεγε εγώ είμαι ζυμάρι, διαβάζοντας τα ποιήματα, τις αναρτήσεις, και κυρίως αυτό το βιβλίο, και θα έλεγα –πως δεν είναι ζυμάρι κατά βάθος είναι διαμάντι. Είναι ορυκτό σκληρό με μια σκληρότητα που έχει πάρει από την πίεση και την φωτιά. Με την έννοια του αντέχει – αντέχει και δεν φθείρεται και δεν θαμπώνει, λαμπερό, πολύτιμο, μετά από μια επίπονη μαθητεία, ένα άργασμα στα πάθη της ζωής και της γραφής.

Σκληρό σαν διαμάντι αλλά τρυφερό σαν ζυμάρι το υλικό της Μαριάννας, και εν κατακλείδι η Μαριάννα δεν είναι για φάγωμα, αλλά για φάγωμα είναι σίγουρα το βιβλίο της, για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα και ας μου συγχωρηθεί αυτή η μακροσκελής εισαγωγή αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω όταν άρχισα να τα γράφω αυτά με το αριστερό χέρι…

Λόγχες και θηκάρια λοιπόν, το τελευταίο σε μια δεκάδα εκδομένου έργου, ποιητικού και πεζού, το όποιο περιλαμβάνει 24 πεζά και 9 διηγήματα.
Τα διηγήματα ξέρουμε, ή τέλος πάντων καταλαβαίνουμε, ή νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε τι είναι. Και παρά το ότι και τα δυο μέρη του βιβλίου έχουν σχέση μεταξύ τους, θα μιλήσω πρώτα για τα πεζά.

 

Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας αφηγηθώ την αναγνωστική μου διαδρομή στα πεζά.  Στην αρχή αναζήτησα ένα ίχνος στο υπόβαθρο, ένα σχέδιο και βάλθηκα να το υποστηρίξω. Μετά το έχασα το σχέδιο και θεώρησα πως τα κείμενα είναι ριγμένα στην τύχη, λιθαράκια σε μια τυχαία διαδρομή, μια περιήγηση στις πόλεις ή στην εξοχή, ή στην ανθρώπινη ψυχή. Ένα λεύκωμα του φλανέρ. Μετά το βρήκα το ίχνος. Και θα πω πώς το βρήκα και τι ίχνος βρήκα.

Θα κάνω λοιπόν μια σύντομη εισαγωγή για ένα βιβλίο από έναν άλλο πολιτισμό που ενδεχομένως δεν είναι σε όλους γνωστό, επειδή μου χρειάζεται να κάνω μια αναλογία, να υποστηρίξω ένα σχήμα  που διέκρινα ως αναγνώστης όπως προείπα.
Οι Κινέζοι έχουν φτιάξει ένα σύστημα, μαντικής, που βασίζεται στην απεικόνιση όλων μα όλως των ψυχικών καταστάσεων στις οποίες μπορεί να βρεθεί ο άνθρωπος σε σχέση με την κοινωνία, την εξουσία, τη δουλειά, την οικογένεια, τον έρωτα, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, την προδοσία, την υποκρισία. Αυτό το έχουν επιτύχει χρησιμοποιώντας με σύμβολα και εικόνες: η φωτιά πάνω από το νερό, το βουνό πάνω από τη λίμνη, η φωτιά μέσα στη γη, και αυτά τα σύμβολα είναι δυνατόν να απεικονιστούν -τα απεικονίζουν δηλαδή – με 64 όλα κι όλα εξάγραμμα. Σύμβολα δηλαδή τα εξάγραμμα που το καθένα αποτελείται από ολόκληρες και σπασμένες γραμμούλες. Ο άνθρωπος λοιπόν που βρίσκεται σε κρίση στη ζωή του, όπως ρίχνουμε ένα νόμισμα κορώνα γράμματα, με ένα πείραμα τύχης, προσπαθεί να βρει ποιο είναι το εξάγραμμό που αντιστοιχεί στη στιγμή. Μπορεί να βρει την κατάσταση  που του αντιστοιχεί, να δει το σύμβολό της, και να διαβάσει στο βιβλίο το σιβυλλικό κείμενο που αντιστοιχεί σε αυτήν, ώστε να βρει τη σοφή σκέψη, τη συμβουλή που θα του χρειαστεί ώστε να τα βγάλει πέρα.

Το εντυπωσιακό δεν είναι αν αυτό αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αλλά ο πεπερασμένος αριθμός των εξαγράμμων, μόνο  64 σαν τον αριθμό των τετραγώνων του σκακιού, που με τις διαφοροποιήσεις τους δίνουν γέννηση στο άπειρο των καταστάσεων, σαν ένα Αλφαβητάρι που με έναν Θαυμαστό τρόπο σχηματίζει άπειρες λέξεις.

Αυτό αναφέρθηκε ότι γιατί υπάρχει συνάφεια ή συγγένεια με τον πολιτιστικό περίγυρο των δυο βιβλίων, αλλά για το σχήμα, τη δομή – το περιεχόμενο, όχι φυσικά την αποστολή.

 

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

 

Τα 24 πεζά της Μαριάννας, το πρώτο μέρος του βιβλίου της, αποτελούν σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, ένα μικρό συναξάρι – ένα τρόπο μικρών αφηγήσεων – όπως τα συναξάρια συλλογές με τις αφηγήσεις των αγίων, όπου συντήκεται, λιώνει και κολλά,  η αφήγηση, με τον αφορισμό, τον στοχασμό, την ποίηση και την πνευματική μετουσίωση.

Δεν ισχυρίζεται εκείνη ότι περιλαμβάνει το όλον, το σύνολο των καταστάσεων αλλά όπως το διαβάζεις βρίσκεις ένα τρόπο  αναστοχασμού –σάρωσης στη ζωή, βύθισης και ανάδυσης με την πεμπτουσία. Ἐχει δηλαδή συγκεντρώσει 24 καίριες καταστάσεις της ζωής, κυρίως του έρωτα και της αγάπης, αν και εκείνη πουθενά δεν το ισχυρίζεται ούτε το εξαγγέλλει, ίσως το κάνει υποσυνείδητα μια και το 24 είναι ο αριθμός των γραμμάτων του αλφαβήτου και με τον τρόπο αυτό, σε ένα κλειστό αριθμό κειμένων, θέλει να κλείσει, να περικλείσει τα πάντα, όλο το σύμπαν σε ένα κείμενo.
Ήμουν ενθουσιασμένη στην αρχή με το εύρημα και είχα αρχίσει να καταγράφω, τις καταστάσεις που περιλαμβάνονται. Γιατί η αλήθεια είναι ότι όπως τις διάβαζα έβρισκα πρόκειται για όλες. Ανεξάρτητα από τον τρόπο που τις αφηγείσαι:

 

 

Επίγνωση της μοίρας και της ελεύθερης βούλησης: ο βίος μας ένα παιχνίδι αναγκών, προσοχής, τύχης, αισθημάτων. Ποιο είναι το σωστό;

Οι ενοχές, οι δυσκολίες, η σκληρότητα, το τέλος της αγάπης, η ερημιά, η κόλαση που είναι οι άλλοι όταν τους πιάνει το άχαρο

Για την διαφορά ουσίας, ζωής και διατύπωσης, λόγου, σκιάς στο χαρτί… Ο πειρασμός της σιωπής

 

Το ζώο μέσα μας, ο Ανταγωνισμός, η ευτέλεια, ο εγωισμός, η χαιρεκακία, η κλεψιά, η μπλόφα, αλαζονεία, νίκη, δικαίωση.

Η ανθρώπινοτητα, η αξία της ανθρώπινης ζωής παρά ταύτα, του ίχνους της, της σκυτάλης των συναισθημάτων τη φιλία

Παρά το ότι όμως μπορούσα να τα καταγράψω ένα ένα, νομίζω πως το σχήμα που διάλεξα είχε ρωγμές. Καταγράφοντας ένα ένα αυτά τα μικρά, τα 24 λιθαράκια, τα εικοσιτέσσερα πετράδια, μαζεύοντάς δηλαδή μέσα από το κείμενο, αν και αριθμημένα, δεν μπορούσα να παραβλέψω, αν το έκανα θα προκαταλάμβανα τον μελλοντικό αναγνώστη, δίνοντάς του λανθασμένη εντύπωση, ότι πρόκειται για μια κατασκευή με σχέδιο δηλαδή, δεν μπορούσα λοιπόν να παραβλέψω τον τρόπο που έβλεπα ότι είχαν συντεθεί αυτά τα μικρά πεζά, τον τρόπο που η Μαριάννα τα είχε μαζέψει για να κάνει την σύνθεση των πεζών αυτών. Και ο τρόπος αυτός, αν και αριθμημένος δεν ήταν αρχιτεκτονικός. Και κάθε πετραδάκι, κάθε διαμαντάκι από τα 24, είχε συλλεγεί από το δρόμο στην τύχη, με τον τρόπο του περιπλανώμενου περιπατητή, του flaneur. Πόσο ρόλο να έχει παίξει άραγε ο Baudelaire που έχει μεταφράσει σε αυτό, ή με τον τρόπο της υπερμνησίας, των αναπολήσεων και των συνειρμών του Proust. Τυχαία στο δρόμο, στην πόλη, την εξοχή στο βουνό, προς τα πίσω και προς τα μέσα. Καταβὔθιση και ανάδυση με το κείμενο, το βίωμα, το σχόλιο, τον αναστοχασμό.

Από το πρώτο κείμενο αυτό γίνεται καθαρό. Εγώ το είδα με τη δεύτερη ματιά.

  • Η αφηγήτρια μπαίνει στο μετρό – τα λαϊκά μέσα συγκοινωνίας – και δεν διαβάζει απλώς τις επιγραφές των καταστημάτων, δεν επαναλαμβάνει δηλαδή κάτι που έκανε ο Μπένγιαμιν, ή ο Ορχαν Παμούκ ή όσοι τους μιμούνται. Διαβάζει τη σωματικότητα, την ανάσα, το χτένισμα, την μυρωδιά των επιβατών, τις κινήσεις, τα βλέμματα, τη στέρηση, διαβάζει και γράφει για μιαν άνοιξη που την συμπιέζει μαζί τους, για μιαν άνθιση, για έναν τσαλακωμένο έρωτα που είναι η καλή του ώρα…

 

  • Άλλες φορές κάνει μια μετεωρολογική ανάγνωση της πόλης. Το βλέμμα της ενεργοποιείται από την ποικιλία των δέντρων, των χρωμάτων – τζακαράντες ενδημική πλέον ποικιλία του μωβ – πολλαπλότητα των χρωμάτων, των φύλλων των ρευμάτων των νεφών, των ανέμων, το σὠμα της πόλης ενεργοποιείται, τα όνειρα, τα πἀθη, οι ευπαθείς της κάτοικοι, η ομορφιά, η ζωντάνια αλλά και η χρεία, η στέρηση, ο πόνος –

 

  • Περπατάει στη γειτονιά της και καταγράφει αυτό που βλέπει με επίγνωση μιας πονηρής και ανατρεπτικής αθωότητας: Αισθάνομαι όπως πάντα παιδικά, γεμάτη απορία για ότι συναντώ, από τα κουρελάκια των σκυλιών μέχρι την πελώρια κυρία με το μαγιό μπικίνι, τις ολοκαίνουργιες αλλόκοτες αιώρες …

 

Από εκεί το υλικό – που θα μπορούσα να συνεχίσω να καταγράφω, αλλά δεν έχει νόημα, θα το φτωχύνω, γιατί το νόημα είναι αυτό που ξεχειλίζει από την αποκωδικοποίηση. Το αίσθημα πέρα και πάνω από το σύμβολο.

 

Μιλά για την απόλυτη διαθεσιμότητα, για την δύναμη της αγάπης που μετασχηματίζει τον άλλο σε σπαθί η σε θηκάρι, που κάνει την οργή να ατμίζεται και να χάνεται.

Είμαι θηκάρι αλλά η καρδιά μου είναι σπαθί. Η δύναμη των συμβόλων – αρχετυπική – οι εικόνες από όνειρο, πάντα ό, τι γράφει αισθάνεσαι ότι το έχει δει ή το έχει ζήσει, ή το έχει ονειρευτεί. Μια χάρις της εδόθη δηλαδή να μιλήσει για την συνάντηση με εκείνον τον νέο που μαζεύει ξιφολόγχες κάτω από το κρεβάτι του.

 

Έτσι αναστοχάζεται πάνω στην αγάπη, στον έρωτα, έχοντας σαν όχημα μια μικρή συγκεκριμένη ιστορία, μια αφήγηση… Μέσα στον στοχασμό, στο πολύτιμο λιθαράκι, ενθυλακώνεται, σαν να χαράσσεται ένα όνομα, μια αφήγηση, η συνάντηση ας πούμε  των δυο εραστών, ή ο ανέκφραστος ή ανομολόγητος έρωτας, ή κάτι άλλο μια σύγκρουση, ένα παιχνίδι, μια μίμηση, μια παρανόηση, και τούτο μόνο μια αφορμή για να ανοίξει ένα παράθυρο μέσα. Τότε θα πει για την μεταμόρφωση που επιτελείται με τον έρωτα, ένα μικρό ξέφωτο παραδείσου, ένα δείγμα αγιοσύνης…

Μικρές σημειώσεις θερμές και υγρές, που αποθηκεύονται και αριθμούνται. Ένα μεγάλο πρότζεκτ εν προόδω, ένα λεύκωμα αισθημάτων που έχεις την αίσθηση ότι τίποτα δεν γράφεται που να μην το έχει δοκιμάσει στον εαυτό της. Γράφει για την ψευδαίσθηση την αυταπάτη και την επίγνωση του έρωτα.

 

΄Όσο προχωράει η ανάγνωση, μεγαλώνει ο αύξων αριθμός, διακρίνεται η συμπύκνωση της εμπειρίας και η ροή του χρόνου. Συνεπακόλουθα ο πόνος, η ηλικία, η λέξη σκάνδαλο – γηρατειά, η σκέψη για το πέρασμα. O περιπατητής περπατάει στην τύχη, αλλά του το έχει πει ο γιατρός. Περπατάει στην τύχη και μετράει όμως. Μετράει τα βήματα, μετράει τα σχήματα και σχεδιάζει εν πλήρει συνειδήσει ένα άλλο αχνάρι, ένα σχέδιο – καθόμαστε κι εμείς και ψάχνουμε σχέδια και χνάρια οι αναγνώστες – όμως η Μαριάννα είναι σκληρό καρύδι, είναι διαμάντι που λέει πως είναι ζυμάρι. Μετράει τα βήματα, εκεί που νομίζεις για βλέπεις το ιδιότροπο κάκιασμα της ανημπόριας εκείνη προσπαθεί να αποστάξει το νόημα.  Ότι πιο ευγενές. Την ανθρωποποίηση. Αυτό είναι το νέο αχνάρι, που η ίδια προσδιορίζει: Μιλά για μια ανέφικτη ολοκλήρωση χαρακτήρων, μια ακονισμένη αίσθηση αντίληψης, την ικανότητα για έργο και συμμετοχή.

Και συνεχίζω προς το δεύτερο μέρος – δεν θα σας κουράσω, προς το διήγημα. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, τα εννέα διηγήματα είναι ένα λεύκωμα, ένα αρχείο όπου πασχίζει να διασώσει, με τη μορφή των αφηγήσεων, μιας μυθοπλασίας μιας εικόνας, ένα απόσταγμα βιώματος, μια πεμπτουσία ψυχικής ανταλλαγής. Όπως την έζησε, όπως την φαντάστηκε, όπως την προσλαμβάνει. Αν τα πεζά της αντιστέκονται λόγω της πυκνότητας, λόγω του υπαινιγμού, λόγω της κρυπτικότητας και του τόσο προσωπικού τρόπου ανάκλησης και συλλογής να μπουν σε ένα αχνάρι, σε μια ενότητα τα διηγήματα διαθέτουν από την αρχή ένα μανιφέστο. Ένα τίτλο που αναιρεί τον ορισμό «Μοιάζει με διἠγημα» και από την άλλη μια προγραμματική διακήρυξη. Στο επἰμετρο της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων του, ο Σπύρος Γιανναράς, περιλαμβάνει ένα δοκίμιο για αυτό το τόσο παρεξηγημένο είδος της λογοτεχνίας, στριμωγμενο ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την ποίηση, αγνοημένο από τους αναγνώστες και από τους συγγραφείς. Το συστήνω γιατί μου άρεσε πολύ, με φώτισε πάνω στην ιστορία του διηγήματος στην Ελλάδα και διεθνώς και μου έλυσε πολλές απορίες πάνω στο τι είναι διήγημα. Δεν είναι ένα μικρό μυθιστόρημα βέβαια, είναι ένα κείμενο φυσικά μικρό σε μέγεθος, αλλά όχι απαραίτητα, και που περιέχει μια τομή στη ζωή των ηρώων του –αυτός είναι ο ορισμός του Γκαίτε. Κάτι που συμβαίνει και τους μεταμορφώνει ριζικά. Κάποτε γράφει ο Σπύρος Γιανναράς οι συγγραφείς φρόντιζαν να γράφουν στην εισαγωγή έναν ορισμό του πώς εννοούν αυτοί το είδος που γράφουν. Επειδή είχα υπ΄όψιν μου το κείμενο του Γιανναρά –το ξαναδιάβασα πριν γράψω αυτά τα λόγια –είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω περισσότερο ακόμα τον λόγο της Μαριάννας, πώς ισορροπεί ανάμεσα στο πεζό και την ποίηση και πώς ορίζει την τομή του Γκαίτε με έναν δικό της ορισμό, του διηγήματος από την αρχή. Αυτό εντάσσει και τα εννέα κείμενα, στο σχέδιο, στο χνάρι της αυτογνωσίας, που είπαμε πριν, στο μέτρημα των βημάτων που αποτελούσαν τα πεζά.

 

 

“Δηλαδή μην το ξεχάσουμε κι, αν ποτέ μας λείψει ετούτη η γλύκα της ανταλλαγής, κρυψ’ το κάπου, φύλαξε το αυτό το πολύτιμο, το τώρα μας. Γιατί κρατάει λίγο η στιγμή, λίγο και πάντα. Ότι ζούμε ανθρώπινο μοιάζει με διήγημα, ο,τι διαβάζουμε της προκοπής μοιάζει με τη ζωή μας, άπιαστη, άυλη η σελίδα του παρόντος εκσφενδονίζεται ακατάπαυστα στο παρελθόν. Κράτα την”

 

Παραδίνεται λοιπόν ο αναγνώστης, μέσα στα κείμενα αυτά, στη δοκιμασία την προσωπική που αναλαμβάνει να κάνει σελίδα γραπτού η Μαριάννα Παπουτσοπούλου, με τρόπο ώστε να του τη δωρίσει και να μετατραπεί σε δικό του υπαρξιακό ταξίδι, σε θεία κοινωνία από την οποία θα μεταλάβει.
Τι πιο εξευγενισμένο και σπαρακτικό από τον παλμό του πένθους, από την απώλεια του συντρόφου, από την ανάμνηση, την αναπόληση των στιγμών στην επιτακτική επιθυμία επανένωσης που προκαλεί η απώλεια: “και θέλω πια να φύγω να έρθω εκεί, βαρέθηκα, Λευτέρη, τον κόσμο και το καλό του”, μέχρι τη μυστηριακή ανάσταση που προκαλεί το μέχρις εσχάτων πένθος και η αγάπη, την αναπλήρωση του απόντος με το ψυχικό υλικό των παρόντων – ένα στοίχειωμα. ” Όλοι ξέρουν δα πόσο έντονα εισβάλλουν οι απόντες στις παρέες. Σε σημείο ώρες – ώρες κάποιοι να εκφράζονται με το ύφος και τον τόνο και το πάθος του απόντος, για να συμπληρωθεί το κενό και αισθητά, αισθητικά” και παρακάτω λέει στοίχειωσε τη γυναίκα του, στοίχειωσε και το φίλο του…

Αλλού μιλά για την αγωνία του παρατεταμένου – όψιμου αποχωρισμού με τα παιδιά στην Ελλάδα της κρίσης, τη φυσιολογική ανάγκη να ανοίξουν τα φτερά τους, την καταφυγή κάτω από τις φτερούγες της μάνας, να τα προστατέψει, να μην τα προδώσει, να μην τα απελπίσει με τη δική της γνώση… Διαρκής ωδίνη/οδύνη ενός τοκετού.

Η πολιτική ένταξη για την ισότητα, να μην υπάρχουν αδικημένοι, περιφρονημένοι, βιασμένοι, πεινασμένοι – σελ. 58  –

Η αιωνιότητα και το τίποτε, βασιλεύς ή στρατιώτης, σελ. 60, τα ευγενικά χαμόγελα των τεθνεώτων από τις φωτογραφίες που διάλεξαν οι συγγενείς τους (…) όλα μαζί κραυγάζουν…

Και μερικές φορές περιδιαβαίνει με απίστευτη τρυφερότητα τα όρια της καλοσύνης, του έρωτα, της αφοσίωσης, της αγάπης, που φτάνουν το αγγέλιασμα, μια τρέλα, μια αγιότητα.

Αυτή η σαλότητα, ως παραλήρημα πια, ως προσευχή, κάνει επίκληση στον πυρήνα της μνήμης, στον πυρήνα της λογοτεχνίας, στο άγιο αμυγδαλωτό των Σπετσών, ιδιωτική ανάμνηση, στο αιώνιο κοινό μας αμυγδαλωτό, την Μαντλέν τη θεσπεσία, για κάθε ανάκληση της καρδιάς, του σκιρτήματος του θεϊκού που πάντα το ίδιο και πάντα νέο, αναγεννάται και αναγεννά και αυτή της μιλά, μίλησε μνήμη της λέει…

 

Η συμπύκνωση του αισθήματος, της ψυχής ενός τόπου και του χρόνου του, από την τοπικότητα ενός χωριού και μιας εποχής στον κόλπο της Γέρας στη Μυτιλήνη, στη βαθύτατη ενσάρκωση της συμπόνιας και του θαύματος

Μια διαρκής συνομιλία, μια ανταλλαγή με τον τόπο, με την ιστορία, τον πόνο των ανθρώπων, μια προσωπική θυσία για την σωτηρία της ψυχής της, αναλαμβάνοντας να την χαρίσει εκ βάθους καρδίας στον αναγνώστη.

Κλείνω λοιπόν εδώ, με συγκίνηση – χωρίς κρεσέντο –τα ξόδεψα πριν, με την αίσθηση του ακριβού να έχω μπροστά μου, του πάθους ενός ανθρώπου που δεν άφησε σταγόνα από τη ζωή του να πάει χαμένη, να μοιραστεί τη χαρά, να διεκδικήσει την αγάπη και τον έρωτα, να προσφέρει στη φιλία, στα υπέροχα παιδιά της, στους φίλους της, να παιδευτεί να ξεχωρίσει το σωστό και το λάθος, να βρίσκει την ποιητική ύλη, να της ανεβαίνει από την ψυχή στα χέρια και στο νου και να είναι ευλογημένη να γράφει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top